Το επιχείρημα θα μπορούσε να είναι εγωκεντρικό, αυστηρό και λακωνικό: αφού με συγκίνησε είναι σπουδαία ταινία. Και κάπου εκεί να τελειώσει η κουβέντα. Την πρώτη φορά που είδα την ταινία του Noah Baumbach ήμουν μόνος αργά το βράδυ, χτες, δυο μήνες μετά, ήμασταν μια μεγάλη παρέα σε μια αυτοσχέδια αίθουσα. Την πρώτη εκείνη φορά το στομάχι μου είχε σφιχτεί τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να φτάσω ούτε μέχρι το κρεβάτι, έβαλα μια ακόμα ταινία για να αποφορτιστώ· τώρα εννοείται πως δεν θυμάμαι ποια ταινία ήταν εκείνη. Χτες το βράδυ ένιωσα το ίδιο σφίξιμο, παρότι τα ήξερα όλα, παρότι ήμουν προετοιμασμένος -πίστευα- συναισθηματικά. Βγαίνοντας στον δρόμο συνειδητοποίησα πως ανήκα στη μειοψηφία αυτών που συνδέθηκαν συναισθηματικά με την ταινία. Σήμερα το πρωί νιώθω την ανάγκη να πω δυο λόγια σχετικά.
Η ταινία χαρακτηρίζεται από έναν ακραίο ρεαλισμό, θα μπορούσε κάποιος να πει πως πρόκειται για ντοκιμαντέρ. Έναν ρεαλισμό που δεν έχει τίποτα το εξωτικό, τίποτα το μακρινό από εμάς. Η ιστορία γάμου είναι μια ιστορία γνώριμη σε πολλούς από εμάς, και ας μην έχουμε πρωταγωνιστήσει σε αυτή. Κάποιες στιγμές το όριο της μυθοπλασίας είναι δυσδιάκριτο, σχεδόν αόρατο. Η ιστορία μάς περιέχει. Περιέχει εμάς και τους φίλους μας, τους ανθρώπους του κύκλου μας, εκείνους που δεν πρωταγωνιστούν στις ακραίες τηλεοπτικές οικογενειακές ιστορίες με τον υψηλό βαθμό ανοικείωσης, που λαμβάνουν χώρα σε μέρη μακρινά παρότι στην ίδια πόλη. Εδώ είμαστε εμείς, άνθρωποι με καλλιέργεια πνεύματος, που επιλέξαμε ελεύθερα τον/τη σύντροφό μας, που νιώσαμε μια σχέση ισότητας μακριά από παλιά -πιστεύαμε πια- στερεότυπα. Και αποτυγχάνουμε καθημερινά. Και αποτυγχάνουμε οικτρά. Ξανά και ξανά. Και πονάμε, και ο πόνος μας δεν εκλογικεύεται. Έχουμε τόσα εφόδια και νιώθουμε ανεπαρκείς στην πρώτη στροφή του δρόμου, στο πρώτο κακοτράχαλο κομμάτι της διαδρομής.
Δεν θα γίνουμε σαν αυτούς, έτσι λέγαμε. Και τους δείχναμε με το δάχτυλο, τους τοποθετούσαμε απέναντί μας, ακόμα και τους ίδιους μας τους γονείς, κυρίως αυτούς, τους λέγαμε πως συμβιβάστηκαν, πως δεν άκουσαν τα συναισθήματά τους, που έδωσαν σημασία στο τι θα πει ο κόσμος. Θα συζητάμε τα πάντα, θα δείχνουμε κατανόηση και σεβασμό, θα παραμερίζουμε το εγώ, θα επικεντρωνόμαστε στο εμείς, και αν δεν δουλέψει, όλα καλά, δεν έγινε και κάτι, είμαστε ενήλικες άλλωστε, θα βρεθεί μια λύση. Και απομένουμε βουβοί μπροστά στην καταστροφή, και δεν έχουμε φωνή ούτε για να σκούξουμε, και κάνουμε πράγματα που δεν ξέραμε πως μπορούμε να κάνουμε, χρησιμοποιούμε λέξεις που δεν ξέραμε πως υπάρχουν. Ξέρουμε πως θα περάσει και αυτό, πως όλα περνάνε, πως όλα συνηθίζονται, και αυτό είναι και η μόνη ελπίδα όταν πέφτουμε το βράδυ να κοιμηθούμε, γαμώτο. Και το χειρότερο; Έχουμε δει την πλευρά εκείνη του εαυτού μας και ξέρουμε πως ποτέ δεν θα μας εγκαταλείψει αυτή η εικόνα, η γνώση πως ο χειρότερος εαυτός μας είναι παρών διαρκώς, η γνώση πως το κτήνος μέσα μας λουφάζει μέχρι να μυρίσει αίμα.
Αρνούμαστε συχνά να δούμε αυτό που είμαστε, εθελοτυφλούμε, συχνά εν γνώσει μας, βέλος και αυτό στη φαρέτρα της αυτοσυντήρησης. Κάποιοι είπαν πως δεν τους αφορούσε αυτή η ιστορία, που δυο εναλλακτικά τυπάκια, με αρκετά φράγκα δεν μπορούν να τιθασεύσουν τα εγώ τους, που ατσαλάκωτοι προχωράνε μπροστά και δεν ξεσπούν. Είναι μια σύμβαση που πρέπει κανείς να δεχτεί και να υπογράψει πριν μπει στην αίθουσα. Είναι ταυτόχρονα και ένα στοίχημα που πρέπει να κερδίσει ο δημιουργός. Ο θεατής πρέπει να νιώσει πως τον αφορά. Αν δεν το νιώσει αυτό καμία συζήτηση δεν μπορεί να γίνει, η ιστορία καμιά διαφορά δεν έχει από ένα απλό κουτσομπολιό με πρωταγωνιστές που μας είναι αδιάφοροι. Και αυτό το επιχείρημα είναι δεκτό, όσο και αν το αμφισβητεί κανείς, όσο και αν δεν μπορεί να κατανοήσει πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να συμβαίνει, οφείλει να το δεχτεί. Και η κουβέντα να τελειώσει. Δεν έχει νόημα κανένα επιπλέον επιχείρημα, ούτε για τις ερμηνείες, ούτε για τα τεχνικά μέρη. Δεν τον αφορά.
Για μένα, είπα σε κάποια στιγμή, το διακύβευμα της ταινίας είναι το δικαίωμα στην πατρότητα. Είναι κάπως αναχρονιστικό να προστατεύει ο νόμος μόνο τη μάνα σε ζητήματα επιμέλειας τέκνου. Είναι, όσο και αν αρχικά φαίνεται αντιφατικό, αντιφεμινιστικό. Ο νόμος θεωρεί τη μάνα αρμόδια να μείνει σπίτι και να μεγαλώσει το παιδί, επιβάλλοντας στον άντρα να δουλεύει και να πληρώνει διατροφή. Ας μη μπούμε σε νομικές λεπτομέρειες. Ο νόμος αυτός, όπως και άλλοι νόμοι σχετικοί, δεν θεωρούν τη γυναίκα τίποτα παραπάνω από ένα σκεύος αναπαραγωγής, και ας κόπτονται πως την προστατεύουν. Ο νόμος αυτός αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τη συναισθηματική απόσταση των πατεράδων από τα παιδιά τους, την απουσία τους. Ο πατέρας δουλεύει και η μάνα κάνει αγκαλιές. Κανείς δεν αγαπά το παιδί όπως η μητέρα του, και ακριβώς επειδή της το αναγνωρίζουμε θεωρούμε δεδομένο πως εκείνη θα υποδυθεί με απόλυτη προσήλωση τον ρόλο της μάνας. Όμως, το παιδί δεν είναι ούτε λάφυρο ούτε βάρος. Και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται σχετικά στα διαζύγια είναι αυτό, αντανακλώντας την επικρατούσα νοοτροπία.
Η ταινία αυτή είναι σημαντική και για ακόμα έναν λόγο. Τοποθετεί στο κάδρο τον ρόλο των δικηγόρων, που σαν καρχαρίες οσμίζονται το αίμα και ορμούν, διεκδικούν τα συμφέροντα του πελάτη τους χρησιμοποιώντας τη ρήση πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό. Είναι μια πλευρά του καπιταλισμού κι αυτή, η ανταγωνιστικότητα σε όλα τα επίπεδα, παντού υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, ακόμα και σε ένα διαζύγιο με το οποίο όλοι θα έπρεπε να είναι ηττημένοι κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό, μια μέρα παραπάνω με το παιδί τον μήνα είναι μια νίκη στην αρένα των μονομάχων. Η αποκτήνωση δεν σταματάει, τα χειρότερα ένστικτα έρχονται στην επιφάνεια.
Ναι, εμείς είμαστε γαμάτοι και ποτέ δεν θα μας συμβεί κάτι τέτοιο, και οι φίλοι μας, που και αυτούς μέχρι χτες τους θεωρούσαμε γαμάτους; Αν η ταινία είχε γυριστεί στην ανατολή τότε θα μιλούσαμε εκ του ασφαλούς για ένα μινιμαλιστικό κομψοτέχνημα, εκ του ασφαλούς γιατί τα πολιτισμικά και κοινωνικά συστατικά της εκεί πραγματικότητας θα μας εξασφάλιζαν την απαραίτητη απόσταση από το μέτωπο, δεν θα μας αφορούσε, θα μπορούσαμε να το ξεχάσουμε μέχρι να γυρίσουμε με τα πόδια στο σπίτι, θα το κρίναμε με όρους καλλιτεχνικούς, θα μιλούσαμε για τη φωτογραφία και τα τοπία, δεν θα νιώθαμε την εγγύτητα του χαμού. Λείπει και η υπερβολή από την ταινία, κάτι που θα την έκανε να μοιάζει λίγο ψεύτικη, λίγο αμερικανιά, λίγο "αυτά δεν συμβαίνουν στ' αλήθεια". Η ταινία δεν μίλησε για κάτι που δεν ξέραμε και αυτό ήταν το τρομακτικό.
Εμένα η ταινία δεν μου άρεσε, είπα στο τέλος και με στραβοκοίταξαν, ναι, συνέχισα, καθόλου δεν μου άρεσε, δεν είχε τίποτα το ωραίο, πώς γίνεται να σου αρέσει μια ιστορία όπως αυτή;