Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Όλες τις μέρες - Terézia Mora





Ονομάζουμε τον χρόνο τώρα, ονομάζουμε τον τόπο εδώ. Περιγράφουμε αυτά τα δύο ως εξής.
Μια πόλη, μια συνοικία της στα ανατολικά.
Πρωινό Σαββάτου, το φθινόπωρο μόλις έχει μπει.

Εκείνος μου έλεγε, επέμενε δηλαδή, με διακριτική έμφαση, να διαβάσω αυτό το βιβλίο, έτσι μου έλεγε, θα σου αρέσει, έλεγε, έτσι πιστεύω, συμπλήρωνε. Πέρασαν έτσι αρκετοί μήνες.

Η εβδομάδα που ξεκινούσε έμοιαζε ήρεμη, μία ακόμα, όπως όλες. Δεν θα ήταν. Αυτό όμως ήρθε αργότερα στο προσκήνιο. Δεν ήταν μια σκέψη λογική, περισσότερο παρόρμηση θα έλεγα, η απόφαση να διαβάσω, ή να δοκιμάσω να διαβάσω, και να το παρατήσω αν δεν μου ταίριαζε, το βιβλίο της Μόρα, έτσι το μετέφερα από τη βιβλιοθήκη του χολ στο δωμάτιο πηγαίνοντας να ξαπλώσω. Κυριακή βράδυ. Δεν μου άρεσε το εξώφυλλο. Να το πω; Ή μήπως όχι; Θα το πω, κυρίως για να περιγράψω την αναγνωστική μου διάθεση για κάτι φρέσκο και σπινθηροβόλο, τέτοιο βιβλίο ήθελα, και το εξώφυλλο δεν έδινε τροφή στις προσδοκίες μου. Το αντίθετο, θα έλεγα.

(Όμως σου άρεσε, έτσι δεν είναι; Με ρώτησε εκείνη. Ναι, είπα και κατάλαβα το νόημα: τι γκρινιάζεις τότε; Μα γι' αυτά που αγαπάμε γκρινιάζουμε, τα υπόλοιπα μας αφήνουν να πλέουμε μακάριοι στην αδιαφορία μας, όχι;)

Διάβασα λίγες σελίδες εκείνο το βράδυ, όχι πάνω από είκοσι, τόσες άντεξα. Διφορούμενη πρόταση προηγήθηκε, το ξέρω. Τόσες άντεξα λόγω κούρασης. Και ας ήταν Κυριακή βράδυ. Την επόμενη μέρα το πρωί έστειλα μήνυμα στον επίμονο τελάλη: είναι γαμάτο. Είχα μπροστά μου εξακόσιες σελίδες και τον κίνδυνο να έρθω αντιμέτωπος με μια οδυνηρή κατάρρευση αναγνωστικών προσδοκιών. Δεν το σκέφτηκα ως ενδεχόμενο εκείνη τη στιγμή, τώρα μόνο.

Μετά το μυθιστόρημα της Μόρα αποφάσισα να διαβάσω ένα αστυνομικό, για διάλειμμα, κάτι ευκολοδιάβαστο. Οι ορισμοί αυτού του είδους είναι σχετικοί. Σιγά τη σκέψη, θα πείτε και θα έχετε δίκιο. Ανυπομονησία να επιστρέψω, να βρω χρόνο, να δημιουργήσω χώρο, να χωθώ ξανά στις σελίδες. Μια έλξη ισχυρή, αντιμέτωπος με ένα μαγνητικό πεδίο, αυτό ένιωθα. Πρόταση την πρόταση, μια σελίδα ακόμα. Για το μυθιστόρημα της Μόρα λέω, στο αστυνομικό μετά δυσκολεύτηκα περισσότερο.

Ο Άμπελ, που ξέρει δέκα γλώσσες και όμως μιλάει ελάχιστα, έφυγε από τον τόπο του για να γλιτώσει τον πόλεμο, ο πατέρας του τους είχε παρατήσει πριν από χρόνια, εκείνον και τη μητέρα του, εκείνη έμεινε πίσω, μιλούσαν σποραδικά στο τηλέφωνο, κουβέντες που κάνουν οι μητέρες με τους γιους. Ο ξένος, που αφήνει ένα μέρος της μοίρας του, ίσως το μεγαλύτερο, στους άλλους και στην τύχη, συναντά τις συνθήκες και δεν τις δημιουργεί, αποδέχεται με στωικότητα το σήμερα.

Η ζωή του Άμπελ, οι μέρες του, αυτό πραγματεύεται το μυθιστόρημα -και τι να προσθέσει κανείς που να βγάζει νόημα- την ιστορία του θέλησε να διηγηθεί η γεννημένη στην Ουγγαρία γερμανόφωνη συγγραφέας, και μέσα στη ζωή του Άμπελ να χωρέσει και άλλες ζωές, όλες τις μέρες.

Έτσι και ανακαλύψεις την αφηγηματική σου φωνή, σκέφτομαι, τότε όλα γίνονται πιο απλά, αρκεί απλώς να γράψεις. Αν διαθέτεις αφηγηματική φωνή και αν την ανακαλύψεις, βέβαια. Τότε δεν θα χρειαστεί να ψάξεις για λέξεις σπάνιες και ιστορίες πρωτότυπες, τεχνάσματα και πυροτεχνήματα, που εντείνουν απλώς το ακόλουθο σκοτάδι. Η Μόρα διαθέτει αφηγηματική φωνή, δική της. Και η μεταφράστρια, η απαραίτητη διαμεσολαβήτρια, Μαρίνα Αγαθαγγελίδου τη βοηθάει να ακουστεί και στα ελληνικά.

Ας κάνω και μια παρατήρηση τεχνικής. Η μετάβαση από την τριτοπρόσωπη αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή στην εσωτερική πρωτοπρόσωπη των σκέψεων και των διαλόγων των ηρώων είναι εκπληκτική, χωρίς να νιώθεις στιγμή ως αναγνώστης εκτός. Άνεση και μαεστρία. Και δουλειά στη λεπτομέρεια. Η κάθε πρόταση ακολουθεί την προηγούμενη, τίποτα δεν περισσεύει. Και αυτό το ρυζόχαρτο πίσω από το οποίο εκτυλίσσεται η αφήγηση, με σκιές παχιές, γεμάτες από λεπτομέρειες, το άχρονο και το άτοπο σε μια πόλη, σε μια συνοικία της στα ανατολικά, ένα πρωινό Σαββάτου, ενώ το φθινόπωρο μόλις έχει μπει, τοποθετημένο επί τούτου για να υπηρετήσει κάτι πέρα από την ιστορία του Άμπελ.

Ο Κονσταντίν θα ήθελε πολύ να ξέρει πώς έβλεπε η Έκα τον Άμπελ, αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε την ερώτηση. Δεν ξέρω, είπε ο Κονσταντίν, ενώ έκαναν βόλτα στο πάρκο, αλλά μου ήρθε αυτή η σκέψη: δεν του λείπει τίποτα εκτός από... Δεν του 'ρχόταν η λέξη, την έφτιαξε μόνος του: ανθρωπινότητα. Δεν είμαι σίγουρος αν μπορούμε να το πούμε αυτό. Ένας άνθρωπος χωρίς ανθρωπινότητα, καταλαβαίνεις; Η Έκα δεν καταλάβαινε ούτε αυτό, ούτε εκείνο που ήθελε βασικά να της πει, χαμογέλασε απλώς και συνέχισε το περπάτημα.

Μα γίνεται, αναλογίζομαι ρητορικά, να διατηρήσει κάποιος τον πήχη τόσο ψηλά σε εξακόσιες σελίδες; Αναγνωστική απόλαυση, ένα μυθιστόρημα μοντέρνα κλασικό. Και ένα παράπονο: μα να μην έχει εκδοθεί τίποτε άλλο δικό της στα ελληνικά;

Η ανάγνωση του Όλες τις μέρες ήρθε να με βρει μία εβδομάδα που εξέλιχθηκε διαφορετικά απ' ό,τι περίμενα, ήρθε να με βρει και να διχοτομήσει την καθημερινότητα, από τη μία το άγχος, από την άλλη η ομορφιά, όχι πως δεν έχει ομορφιά το άγχος και άγχος η ομορφιά, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι;

Μετάφραση Μαρίνα Αγαθαγγελίδου
Εκδόσεις Ίνδικτος     


Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Η σκιά της σκιάς - Paco Ignacio Taibo II




Έχοντας μόλις τελειώσει τη νουβέλα του Ισπανού Πέντρο ντε Παζ Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ντουρούτι, μετέβαλα την προγραμματισμένη αναγνωστική συνέχεια, επιθυμώντας να διαβάσω κάτι ακόμα πολιτικό. Κατέφυγα έτσι στα ράφια με τα αδιάβαστα, γνωρίζοντας τι αναζητούσα: Paco Ignacio Taibo ο δεύτερος! Η σκιά της σκιάς ήταν εκεί. Και ας έχω ξεχάσει πια αν ήταν δώρο ή βιβλίο δανεικό -και προς το παρόν αγύριστο. Τρία χρόνια πέρασαν από τότε, πού να θυμάμαι;

"Καταφθάνουν τρεις τύποι πυροβολώντας, η χήρα λέει πως αυτή είναι άσχετη, ο τρομπονίστας και ο αδελφός του είναι μακαρίτες, εμφανίζεται το πτώμα ενός Εγγλέζου που δεν αυτοκτόνησε. Εσύ καταλαβαίνεις τίποτα;" ρωτάει ο ποιητής, ενώ βοηθάει τον δημοσιογράφο να ανασηκωθεί στο κρεβάτι.

"Τίποτα, αλλ' αυτό είναι συνηθισμένο σ' εμένα και το στο Μεξικό. Πες μου ποιος καταλαβαίνει τίποτα στο Μεξικό. Ποιος σ' αυτή τη θαυμάσια χώρα ξέρει τι συμβαίνει. Προσποιείται, κάνει πως ξέρει, το ίδιο κάνουν κι οι άλλοι, κι εν τω μεταξύ όλα γύρω είναι στην ομίχλη."

Πόλη του Μεξικό, 1922. Τέσσερις φίλοι, ένας δημοσιογράφος που ειδικεύεται στα εγκληματολογικά, ένας δικηγόρος που η πελατεία του κινείται στα όρια της νομιμότητας, ένας ποιητής που βιοπορίζεται γράφοντας διαφημιστικά σλόγκαν και ένας Κινέζος αναρχικός συνδικαλιστής, θα μπλεχτούν σε μια ιστορία -σε μία από τις πολλές αντίστοιχες μικροιστορίες που λαμβάνουν χώρα στη μεταεπαναστατική Πόλη του Μεξικό- και θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν. Στο τραπέζι του ντόμινο, με άφθονο αλκοόλ, συναντιούνται για να συζητήσουν τα πεπραγμένα, να καταστρώσουν σχέδια, να ανασυνταχθούν.
"Χωρίς να θέλουμε να ξέρουμε τίποτα, ξέρουμε ένα κάρο πράγματα, γιατί να μην ασχοληθούμε να μάθουμε περισσότερα;", ρωτάει ο ποιητής.

Εκεί, στο τραπέζι του ντόμινο, επιστρέφει η αφήγηση για να αποκτήσει σώμα ξανά, μετά τις εκτροπές και τις παράλληλες ιστορίες, τα χρονικά πισωγυρίσματα και τις απαραίτητες ιστορικές διευκρινίσεις. Ο Paco Ignacio Taibo II, συνδυάζει σε υψηλό βαθμό δύο χαρακτηριστικά: από τη μία την έρευνα και την ιστορική γνώση, και από την άλλη την αφηγηματική ικανότητα. Ένα χαλαρά σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα, στα όρια του να χαρακτηριστεί σπονδυλωτό, κωμικοτραγικό, με το σασπένς να συντροφεύει την κοινωνικοπολιτική ματιά σε εκείνους τους ταραγμένους καιρούς, την μυθιστορία να μπλέκεται όμορφα με την πραγματικότητα. Η αστυνομική διάσταση του μυθιστορήματος αποτελεί τον τροχό που θέτει σε κίνηση την αφήγηση. Ένα γενναιόδωρο μυθιστόρημα, γοητευτικό και πικρό, όπως η Ιστορία, και όλα θυμίζουν κάτι απ' το σήμερα, κάτι από το πάντοτε, μια διαρκής -απευκταία- επικαιρότητα.

Μετάφραση Κική Καψαμπέλη
Εκδόσεις Άγρα


Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ντουρούτι - Pedro de Paz





Το καταθλιπτικό δωμάτιο απέπνεε υγρασία και φόβο. Η θέση του στο υπόγειο -τη checa- του κτιρίου της Calle de Fomento, και η αυστηρή επίπλωση -ένα απλό ξύλινο τραπέζι, δύο καρέκλες και ένα γραφείο στη γωνία-, επιβεβαίωναν πως ήταν ένας χώρος ανακρίσεων. Όλη η Μαδρίτη ήξερε τι συνέβαινε στη checa της Fomento. Η σκέψη του να βρεθεί κανείς εκεί, μπορούσε να προκαλέσει φόβο.

Είναι, λένε, οι νικητές εκείνοι που γράφουν την ιστορία. Και, μάλλον, έχουν δίκιο. Είναι, όμως, και οι "χαμένοι" που επιχειρούν να καταστήσουν ισχυρή τη δική τους αφήγηση. Και ανάμεσα στους "χαμένους" υπάρχουν επίσης νικητές και ηττημένοι. Ο θάνατος, επίσης, το άτομο που προκαλούσε φόβο, αντίδραση και απέχθεια σε ορισμένους το μετατρέπει σε λάφυρο, καθένας προσπαθεί εκ των υστέρων να επωφεληθεί από την ανάμνησή του, φίλοι και εχθροί.

Αυτά τα δύο πράγματα κυρίως σκεφτόμουν, τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και ύστερα από το τέλος της ανάγνωσης της νουβέλας αυτής, ανακάλυψη τυχαία, απόρροια απογευματινής βόλτας σε κεντρικό βιβλιοπωλείο -ή μήπως να πω στο κεντρικό βιβλιοπωλείο;- πριν από λίγους μήνες, και που έμεινε στη στοίβα με τα αδιάβαστα μέχρι πριν από λίγες μέρες. Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ντουρούτι, η νουβέλα του Πέντρο ντε Παζ, αποτελεί το κεντρικό σώμα της έκδοσης, την αφορμή, θα έλεγε κανείς, για την έκδοση αυτή. Προηγούνται -αντί προλόγου- αποσπάσματα από το βιβλίο του Χ.Μ. Έντσενσμπεργκερ, Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας, φίλων και συντρόφων του Ντουρούτι, μια άκρως διαφωτιστική εισαγωγή σχετικά με τα έργα και τις ημέρες του Ισπανού αναρχικού. Στο τέλος υπάρχει το κείμενο Η ζωή στην επαναστατική Βαρκελώνη, που αποτυπώνει -ή τουλάχιστον αυτό επιχειρεί- το κλίμα στην πρωτεύουσα της Καταλονίας εκείνων των χρόνων.

Η νουβέλα αποτελεί μια μυθιστορηματική προσέγγιση της αναζήτησης της αλήθειας σχετικά με τη δολοφονία του Ντουρούτι στη Μαδρίτη· ο ταγματάρχης Fernadez Durán αναλαμβάνει την άκρως απόρρρητη αποστολή να ανακρίνει τους μάρτυρες της δολοφονίας του Ντουρούτι και να συντάξει την τελική αναφορά. Θα δεχτεί πιέσεις και απειλές, θα επιχειρήσει να εντοπίσει ανακρίβειες στις καταθέσεις σε μια προσπάθεια ανασύνθεσης της αλήθειας. Είναι όμως η αλήθεια το ζητούμενο;

Η νουβέλα ως νουβέλα δεν είναι λογοτεχνικά κάτι το ξεχωριστό, η έκδοση ως έκδοση όμως αποτελεί ακόμα μία πτυχή προσέγγισης του ισπανικού εμφυλίου, ενός από τα πλέον ενδιαφέροντα -τόσο από ιστορική, όσο και από λογοτεχνική πλευρά- γεγονότα του 20ου αιώνα.


Εκδόσεις Δαίμων του τυπογραφείου

 

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Ο ταξιδιώτης του αιώνα - Andrés Neuman





Όποτε τον ρωτούσαν ποιο ήταν το επάγγελμά του, ο Χανς απαντούσε: ταξιδιώτης· ταξιδιώτης και μεταφραστής. Κάποιοι υπέθεταν ότι ήταν διερμηνέας, άλλοι διπλωμάτης, κάποιοι άλλοι ότι ήταν σε διακοπές. Όλοι, πάντως, αποκρίνονταν ευγενικά: Α, μάλιστα, κατάλαβα.

Κάποια χειμωνιάτικη νύχτα ο Χανς φτάνει στο Βρανδερβούργο, πληρώνει τον αμαξά και βρίσκει δωμάτιο σε ένα πανδοχείο. Δεν σκοπεύει να μείνει παραπάνω από λίγες μέρες. Η μια μέρα, όμως, φέρνει την επόμενη, και η επόμενη τη μεθεπόμενη, κι έτσι περνά ο χρόνος. Μια ρουτίνα κάνει δειλά την εμφάνισή της. Ο οργανοπαίχτης με τη λατέρνα στην κεντρική πλατεία και τον πιστό του σκύλο, η οικογένεια του πανδοχέα, ο Ισπανός Άλβαρο και η Ζοφί, κυρίως η Ζοφί. Την ερωτεύτηκε απ' την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε, καλεσμένος σε εθιμοτυπική επίσκεψη στο σπίτι του πατέρα της. Κάθε Παρασκευή ήταν παρών στο σαλόνι με οικοδέσποινα εκείνη. Η Ζοφί είναι αρραβωνιασμένη με τον Ρούντι, γόνο πλούσιας οικογένειας. Ο γάμος τους είναι προγραμματισμένος για μετά το καλοκαίρι. Βρισκόμαστε στις αρχές του 19ου αιώνα.

Γιατί, άραγε, ο Αργεντινός Νέουμαν, γεννημένος το 1977, αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία του ταξιδιώτη Χανς σε μια πόλη της κεντρικής Ευρώπης στο κατώφλι του 19ου αιώνα; Υποψιάζομαι δύο πιθανές εξηγήσεις. Η πρώτη είναι η απόδοση ενός φόρου τιμής σε εκείνη την περίοδο: τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη φιλοσοφία της. Η δεύτερη είναι η απομάκρυνση απ' το παρόν με σκοπό τη μακρόθεν παρατήρησή του σε μια απόπειρα κατανόησης, εφόσον ό,τι συμβαίνει σήμερα έχει αναπόφευκτα τις ρίζες του στο χτες.

Μυθιστόρημα υψηλής φιλοδοξίας. Ας ξεκινήσουμε απ' αυτό. Ο Νέουμαν δεν στοχεύει σε ένα απλό μυθιστόρημα, αλλά επιθυμεί να γράψει ένα μεγάλο μυθιστόρημα με τον πήχη σε δυσθεώρητα ύψη. Ταλέντο και έρευνα, αφηγηματική άνεση και γνώση των εργαλείων, υπομονή και επιμονή. Κάποια απ' τα συστατικά του. Ο Νέουμαν έχει μελετήσει τη γραμματεία της εποχής, την έχει αγαπήσει με πάθος. Πατάει πάνω της με σιγουριά και σεβασμό, δεν διστάζει να αναμείξει τα είδη, να τοποθετήσει σε έναν άτυπο διάλογο τους σπουδαίους δημιουργούς, αλλά και να βρει τον χώρο για το προσωπικό του στίγμα, και για το χιούμορ του βεβαίως.
Όση λιγότερη αγάπη βάζεις στα πράγματα τόσο καταλήγουν να μοιάζουν το 'να στ' άλλο, έτσι δεν είναι; Το ίδιο ισχύει και για τις ιστορίες: όσο και να την ξέρει αυτός που την ακούει, αν του την ξαναπείς με αγάπη, θα του φανεί καινούργια. Αυτά.
Αν επέτρεπα σε κάποιον να μου διηγηθεί την υπόθεση του βιβλίου, δύσκολα θα πειθόμουν πως η ερωτική ιστορία ενός ταπεινού ταξιδιώτη και μίας πλούσιας κοπέλας θα με αφορούσε. Όσα και αν πρόσθετε εκείνος για τις λοιπές διαστάσεις του βιβλίου. Και δεν θα το είχε διαβάσει λάθος ο μεσολαβητής. Και όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη στιγμή. Ίσως γιατί ο Νέουμαν διηγείται την ιστορία του με αγάπη, ίσως γιατί πάντα υπάρχει χώρος για μια καλή ιστορία, ακόμα και μία από εκείνες τις χιλιοειπωμένες.

Ο Χανς είναι ο ξένος που φτάνει σε μια αφιλόξενη πόλη, δεν σκοπεύει να μείνει εκεί παραπάνω από μερικές μέρες, και όμως εγκλωβίζεται, έστω και οικειοθελώς, σε μια κατάσταση. Έχει μια γοητεία η παρουσία του ξένου, η ψυχοσύνθεσή του, ο τρόπος που σκέφτεται και ενεργεί, η μετάβασή του σε μια ρουτίνα, η πόλη που τον διώχνει και τον καλοπιάνει. Ο Χανς παραμένει γοητευτικώς ξένος για τον αναγνώστη ακόμα και επτακόσιες σελίδες μετά την πρώτη γνωριμία μαζί του.

Ας επιμείνω λίγο στην αφηγηματική άνεση του Νέουμαν, καθώς η ικανότητά του είναι μνημειώδης. Δεν είναι μόνο το γεγονός πως σε ένα τόσο πολυσέλιδο μυθιστόρημα δεν υπάρχει ορατή κοιλιά στην αφήγηση, είναι και το πώς επιτυγχάνει να περνάει με χάρη απ' την τριτοπρόσωπη αφήγηση στον διάλογο, απ' το ένα πρόσωπο στο άλλο, απ' το σαλόνι της Ζοφί στη σπηλιά του οργανοπαίχτη, πώς καταφέρνει να εξαφανίσει οποιοδήποτε ίχνος αμηχανίας.

Ο ταξιδιώτης του αιώνα απευθύνεται σε κάθε αναγνώστη, από εκείνον που επιθυμεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς αναχώματα και περισπασμούς, μέχρι εκείνον που αναζητά ερεθίσματα ανάμεσα στις σελίδες, αναγνώσεις παράλληλες με την κύρια, αναζητήσεις για δημιουργούς και ρεύματα, σκέψεις πάνω στην πολιτική, τη λογοτεχνία, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία.

Πρόκειται για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, γοητευτικό. Ο χρόνος θα δείξει αν θα μετατραπεί και σε κλασικό.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις opera

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Το παγοδρόμιο - Roberto Bolaño





Να μου συγχωρέσετε το άγαρμπο ξεκίνημα.

Μα πώς είναι δυνατόν να (μου) δημιουργεί πάντα αυτό το συναίσθημα ο Μπολάνιο; Εντάξει, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης μένω αποσβολωμένος, μαγεμένος, ανίκανος να σκεφτώ. Αυτό το έχω αποδεχτεί. Και το απολαμβάνω. Όμως, αφήνοντας το βιβλίο στην άκρη, κατά τη διάρκεια, και κυρίως στο τέλος της ανάγνωσης, άμεσα έρχεται το ερώτημα: μα πώς είναι δυνατόν να (μου) δημιουργεί πάντα αυτό το συναίσθημα ο Μπολάνιο; Πώς το κάνει; Τόσο απλός και τόσο μαγικός. Επιστρέφω ως ερευνητής στις σελίδες, αναζητώ να βρω το μυστικό, σαν τη συνταγή του πιο απλού φαγητού. Δεν τα καταφέρνω. Αλλά ξέρετε κάτι; Δεν με νοιάζει, καθόλου δεν με νοιάζει. Το απολαμβάνω και ας μην ξέρω γιατί συμβαίνει. Και ας διστάζω πάντα να ξεκινήσω το επόμενο αδιάβαστο βιβλίο του, προσμένοντας να κάνουν την εμφάνισή τους κάποιες ιδανικές συνθήκες, νιώθοντας ανέτοιμος για το μεγαλείο του· μέχρι την πρώτη σελίδα, ύστερα μένω αποσβολωμένος, μαγεμένος, ανίκανος να σκεφτώ.

Φαντάζομαι πως το αίσθημα αυτό σχετίζεται με την έκδοση. Μη γελάσετε παρακαλώ. Ένας σταθερός βόμβος ακούγεται με το άνοιγμα των σελίδων, οι οποίες είναι έτσι εκτυπωμένες που δημιουργούν οφθαλμαπάτες τρισδιάστατες, βόμβος που περνά μέσα από την αφή στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Ηλεκτρομαγνητισμός. Είναι η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω. Αλλιώς τι; Πώς; Λέξεις απλές, ιστορία απλή, αφήγηση απλή. Εντάξει, φαινομενικά. Αλλά και πάλι. Ο Μπολάνιο είναι η λογοτεχνία, θαρρείς.

Ας πω και κάτι ακόμα: διαβάζοντας Μπολάνιο νιώθω πως διαβάζω κάτι γνώριμο, κάτι που υπάρχει από πάντα. Σαν να γράφει πατώντας σε μια θολή μου ανάμνηση, σε έναν φόβο στο βάθος της ύπαρξης, σαν να συντονίζεται με το συντακτικό και τον ρυθμό της σκέψης μου.

Τον είδα για πρώτη φορά στην οδό Μπουκαρέλι, στο Μεξικό, δηλαδή στην εφηβεία, στη θαμπή και αβέβαιη περιοχή που ανήκει στους ποιητές από σίδερο, μια νύχτα πλακωμένη από μία ομίχλη που υποχρέωνε τα αυτοκίνητα να κυκλοφορούν αργά και προκαλούσε αστεία και έκπληκτα σχόλια των διαβατών για το νεφελώδες φαινόμενο, τόσο ασυνήθιστο εκείνες τις μεξικάνικες νύχτες, τουλάχιστον απ' όσο θυμάμαι εγώ.
Τρεις ήρωες, άντρες. Και οι τρεις βρέθηκαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο και κυρίως με τον δικό του τρόπο, στη μικρή πόλη Ζ στις καταλανικές ακτές. Καθένας κουβαλά μια ιστορία στο παρελθόν του. Ο Μπολάνιο δίνει τον λόγο στον καθέναν απ' αυτούς, να διηγηθεί την ιστορία απ' την πλευρά του, να διηγηθεί την ιστορία από την ημέρα της άφιξής του στη Ζ. Ένας φόνος θα υπάρξει στην πορεία της ιστορίας, ο αναγνώστης το πληροφορείται αυτό από την αρχή. Η γνώση αυτή δημιουργεί ένα πρώτο πέπλο μυστηρίου. Κατακαλόκαιρο στη Μεσόγειο και όμως ένα πέπλο ομίχλης μοιάζει να καλύπτει τη μπολανιική Ζ. Τρεις απολογίες σε συνέχειες, μέχρι την τελική πράξη.

Το σύμπαν του Μπολάνιο γνώριμο και γοητευτικό, παρότι σκοτεινό και μυστηριώδες· ο τρόμος παραμονεύει στη γωνία, παρέα με την ποίηση, το παράλογο και το χιούμορ. Άρχισε η παράθεση των κλισέ. Ίσως θα ήταν καλύτερο και ακριβέστερο -τι ατυχής επιλογή επιθέτου- να επιστρέψω στη μεταφυσική εξήγηση σχετικά με την έκδοση από την οποία απουσίαζε η όσφρηση, κακώς, πολύ κακώς. Ίσως και όχι. Να διαβάσετε όμως Μπολάνιο, εντάξει;
  

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα


 

 

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο - Malcolm Mackay






Είχε προηγηθεί πέρυσι Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ, πρώτο μέρος της τριλογίας της Γλασκώβης.

Με τις τριλογίες συνήθως συμβαίνει το εξής: όταν τελειώνει η ανάγνωση κάποιου πρώτου μέρους, έχω όλον τον ενθουσιασμό για τα επόμενα, που πρόκειται κάποια στιγμή -αν όλα πάνε καλά- να κυκλοφορήσουν· ύστερα περνά ο καιρός, η πρώτη ιστορία ξεθωριάζει και η έλευση του δεύτερου μέρους με αφήνει ασυγκίνητο. Ο Μακέι δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία.
Κάθεσαι έξω από μια πολυκατοικία, κοιτάζεις τη βροχή να αναπηδά στο παρμπρίζ. Περιμένεις και παρακολουθείς. Ελέγχεις ότι δεν είσαι ορατός. Βαρετό αλλά απαραίτητο κομμάτι της δουλειάς. Το πιο βαρετό κομμάτι αυτής της δουλειάς ξεπερνά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι μιας κανονικής δουλειάς. Θα τον περνάνε για περίεργο, καθισμένο έτσι στο αυτοκίνητό του. Οποιοσδήποτε περαστικός θα μπορούσε να σε δει και να θυμάται το πρόσωπό σου. Να πάρει τον αριθμό των πινακίδων σου. Δύο μέρες μετά ακούνε για έναν φόνο που έγινε εκεί γύρω· κάνουν το καθήκον τους ως πολίτες και σε αναφέρουν στην αστυνομία. Ο Φρανκ έχει ακούσει κάθε ιστορία που υπάρχει. Όλους τους διαφορετικούς τρόπους που παγιδεύεται κάποιος. Τις δακρύβρεχτες ιστορίες εκατοντάδων ηλιθίων που φυλακίστηκαν εξαιτίας ενός λάθους.
Από τις πρώτες κιόλας γραμμές ο συγγραφέας επιτυγχάνει την πλήρη επαναφορά του αναγνώστη στη δική του Γλασκώβη, όσος καιρός και αν έχει μεσολαβήσει, διαβάζεις τις πρώτες γραμμές και σκέφτεσαι: Μάλκολμ Μακέι· και ας έχεις διαβάσει μόνο ένα δικό του βιβλίο, τόσο αναγνωρίσιμο είναι το ύφος του, κοφτό και άμεσο, τέτοια είναι η δυναμική της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης.

Ο Φρανκ, ο καλύτερος εκτελεστής στην πόλη, επιστρέφει μετά την απαραίτητη ανάρρωση από μια εγχείρηση στον γοφό, η δουλειά που του αναθέτει το αφεντικό φαινομενικά απλή, η κατάλληλη ευκαιρία για να δηλώσει εκ νέου το παρών. Αποτυγχάνει. Είναι τυχερός που σώζει το τομάρι του. Ας είναι καλά ο Κάλουμ ΜακΛιν. Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο;

Η Γλασκώβη σκοτεινή ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας, κλαμπ και μπιλιαρδάδικα που λειτουργούν μόνο ως βιτρίνες και πλυντήρια χρήματος, νέες συμμορίες που επιχειρούν να διεκδικήσουν μερίδιο στην αγορά, συμβόλαια θανάτου και νυχτερινά τηλεφωνήματα. Ο Μακέι επιμένει περισσότερο στην καθημερινότητα των εκτελεστών, στη ρουτίνα και τη μοναξιά τους, στη δυσκολία τους να σχετιστούν με ανθρώπους, να κάνουν σχέση ή οικογένεια, στα συνεχή μέτρα προστασίας, στο αδιάκοπο βλέμμα πίσω από την πλάτη. Ο Κάλουμ ΜακΛιν, που δεν επιθυμεί να δουλεύει μόνιμα για μια οργάνωση και προτιμά να είναι ελεύθερος επαγγελματίας και να επιλέγει ο ίδιος τις δουλειές του, τώρα έχει και μία σχέση -μετά από πόσα χρόνια αλήθεια;-, εκείνη δεν ξέρει τίποτα, υποψιάζεται, ρωτάει, σκαλίζει. Και ο Φρανκ, μεγαλύτερος σε ηλικία, που έχει περάσει όλη του τη ζωή ως εκτελεστής, τώρα βλέπει το τέλος να πλησιάζει, αντικρύζει το κενό που αφήνει η χρόνια προσήλωση στη δουλειά. Οι εκτελεστές του Μακέι δεν είναι αδίσταχτοι, αιμοσταγείς ή ό,τι άλλο επίθετο συνήθως επιλέγεται, δεν διαθέτουν τίποτα το ηρωικό, και αυτό τους κάνει -όσο είναι δυνατόν βέβαια- ανθρώπινους και οικείους, θλιμμένους και φέροντες το βάρος της ύπαρξης που αναλογεί στον καθένα.

Ο παντογνώστης αφηγητής σπάει σε κομμάτια την ιστορία, έτσι ώστε σε κάθε μικρό κεφάλαιο να ενδύεται και έναν διαφορετικό χαρακτήρα, οδηγώντας έτσι τον αναγνώστη στην απάντηση του ερωτήματος μέσα από μια πορεία κυκλική, καθώς ο χώρος συρρικνώνεται και το αίσθημα της ασφυξίας γίνεται πνιγηρό.

Αξίζει να διαβάσει κανείς Μακέι.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις    


Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Εγκλωβισμός




Δεν έχω παράπονο, του είπα. Τον τελευταίο καιρό έχω διαβάσει μερικά πραγματικά ωραία βιβλία, δεν έχω παράπονο, του είπα. Αλλά τώρα, συνέχισα, θέλω να διαβάσω κάτι δικό του, ένα ακόμα δικό του, του Μπέρνχαρντ εννοώ, ξέχασα να σ' το πω, του είπα. Και σκοπεύω να το κάνω άμεσα, του είπα. Και, για να είμαι σίγουρος, θα διαβάσω, τώρα κιόλας, την πρώτη γραμμή, θα κατεβάσω τους Φτηνοφαγάδες απ' τη βιβλιοθήκη και θα διαβάσω, τώρα κιόλας, την πρώτη γραμμή, με αυτόν τον τρόπο θα με εγκλωβίσω, οριστικά και αμετάκλητα, σε αυτό που θέλω να κάνω, του είπα.

Βαδίζοντας προς το πάρκο Βέρτχαϊμσταϊν, πράγμα που έκανε επί βδομάδες κατά το βράδυ, μα το προηγούμενο τριήμερο και τακτικά γύρω στις έξι το πρωί, με σκοπό την έρευνά του, όπου, εξ αιτίας των ιδεωδών φυσικών συνθηκών που επικρατούσαν ίσα ίσα στο πάρκο Βέρτχαϊμσταϊν, όπως εξήγησε, έπειτα από πολύν καιρό κατόρθωσε να επανέλθει από ένα εντελώς άχρηστο τρόπο σκέψης για τη Φυσιογνωμική του σ' έναν επωφελή, ναι, εν τέλει άκρως χρήσιμο τρόπο σκέψης και συνεπώς ξανάπιασε το γραπτό του, το οποίο είχε επί πολύν καιρό αφήσει κατά μέρος επειδή ήταν ανίκανος να συγκεντρωθεί, ένα γραπτό που από την επιτυχή του περάτωση εξαρτιόταν τελικά άλλο ένα γραπτό, που από την δική του επιτυχή περάτωση εξαρτιόταν άλλο ένα γραπτό, και από την επιτυχή περάτωση των τριών αυτών γραπτών, τα οποία έπρεπε οπωσδήποτε να γραφούν, εξαρτιόταν ένα τέταρτο γραπτό για τη Φυσιογνωμική, από το οποίο πράγματι εξαρτιόταν η μελλοντική επιστημονική του εργασία και, κατά συνέπεια, η μελλοντική του ύπαρξη εν γένει, πήγε ξαφνικά και εντελώς αιφνίδια όχι ως συνήθως στην Παλιά Φλαμουριά, αλλά στην Παλιά Βελανιδιά κι έτσι συνάντησε κατά τύχη τους Φτηνοφαγάδες, όπως τους έλεγε, με τους οποίους, επί πολλά χρόνια κατά τις εργάσιμες ημέρες, και συνεπώς Δευτέρα με Παρασκευή, έτρωγε φτηνά στα Δημοτικά Μαγειρεία της Βιέννης, και συνεπώς στα λεγόμενα Δ.Μ.Β., και ειδικότερο στο Δ.Μ.Β.  στη λεωφόρο Νταίμπλινγκ.

Και άρχισα να διαβάζω την πρώτη γραμμή, τότε κιόλας, όπως του είχα πει, και έτσι με εγκλώβισα, οριστικά και αμετάκλητα, σε αυτό που ήθελα να κάνω, να διαβάσω δηλαδή κάτι δικό του, του Μπέρνχαρντ, τους Φτηνοφαγάδες του Μπέρνχαρντ στην προκειμένη, επειδή δεν είχα παράπονο απ' τα βιβλία που είχα διαβάσει τον τελευταίο καιρό, μερικά εκ των οποίων, όπως του είχα πει, ήταν πραγματικά ωραία, αλλά τότε ήθελα να διαβάσω κάτι δικό του. Και, τότε κιόλας, διάβασα την πρώτη πρόταση, και έτσι με εγκλώβισα, οριστικά και αμετάκλητα, σε αυτό που ήθελα να κάνω.



υγ. Εναλλακτικός τίτλος ανάρτησης: Οι Φτηνοφαγάδες, Thomas Bernhard, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Μια βόλτα







Είναι κάποια βράδια που νιώθω πως, αν δεν βγω να περπατήσω, θα τρελαθώ. Κινδυνεύω, βέβαια, και από άλλα πράγματα να τρελαθώ, όμως αυτή είναι μια άλλη ανάρτηση, κι άλλη μία, ίσως κι ακόμα περισσότερες. Ίσως να μην χρειάζομαι τίποτα απ' όλ' αυτά τελικά. Αν δεν βγω να περπατήσω, είναι κάποια βράδια που νιώθω πως θα τρελαθώ. Αυτό έλεγα. Κάποτε ήταν σύνθετο, τώρα πια όχι, τα τελευταία χρόνια όχι. Αυτή τη συνήθεια (ή ανάγκη;) την απέκτησα, νομίζω, πριν από δεκατρία χρόνια, στον ιταλικό βορρά, όταν ήμουνα είκοσι χρονών φοιτητής. Η ένταση μέσα μου έκοβε από την ομοιομορφία της πόλης εντός των τειχών, τα σκούρα χρώματα και τον βαρύ ουρανό, τις εναλλαγές πλήθους και ερημιάς, την απλή (μπα! σιγά μην είναι απλή) ανακάλυψη ενός καινούριου στενοσόκακου. Αυτά. Α, κι απ' τους ανθρώπους που συναντούσα και χαιρετούσα, πριν συνεχίσω τον δρόμο μου. Ύστερα γύριζα στο δωμάτιο μου. Για βραδινό έτρωγα συνήθως ένα πιάτο μακαρόνια.

Το τέλος εκείνης της ακαδημαϊκής χρονιάς με οδήγησε αναπόφευκτα πίσω στην προηγούμενη ζωή μου. Τότε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, συνειδητοποίησα: εδώ, έξω απ' την πόρτα αυτής της πολυκατοικίας, δεν μου αρέσει να περπατάω. Λάθος ρήμα χρησιμοποίησα. Δεν με κάλυπτε, δεν με ικανοποιούσε, δεν με γιάτρευε. Αδιάφορο σκηνικό. Η βόλτα ξεκινούσε λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, η απόσταση εξουδετέρωνε κάθε επίδραση, κάθε επιθυμία. Με έπεισα πως μου αρκούσαν οι βόλτες του μυαλού εντός, και οι βόλτες της παρέας εκτός. Κακώς.

Πέρασαν δεκατρία χρόνια για να έρθω εδώ που έλεγα διαρκώς πως θέλω να έρθω. Την εποχή που έμοιαζε με τρέλα ένα βήμα προς τα εμπρός. Πώς θα τα καταφέρεις; με ρωτούσαν. Δεν ήξερα να τους πω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο βράδυ, όχι γιατί είχα δώσει την εγγύηση και το πρώτο ενοίκιο, γεγονός από μόνο του αρκετό για να εντυπωθεί στη μνήμη, αλλά για εκείνη την αίσθηση στο άκουσμα του κλεισίματος της βαριάς μεταλλικής πόρτας πίσω μου, ενώ ο πεζόδρομος εμπρός μου έσφυζε από ζωή. Άρχισα να κατεβαίνω και δεν σταμάτησα παρά όταν έφτασα στο Μοναστηράκι, έναν από τους σταθμούς που περισσότερο χρησιμοποιούσα μέχρι τότε.

Από εκείνο το βράδυ, το πρώτο βράδυ, η ανάγκη για βόλτα μπορούσε να ικανοποιηθεί, οποιαδήποτε στιγμή, αρκεί να έκλεινα την πόρτα πίσω μου και να έπαιρνα την κατηφόρα. Είναι το αστικό τοπίο που με συγκινεί, σε αυτές τις βόλτες αναφέρομαι εδώ. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, αυτή είναι μητρόπολη που μας αναλογεί ως χώρα, και ας υπάρχουν ενστάσεις επί της αρχής για τον χαρακτηρισμό αυτό. Αυτές οι αντιφάσεις, τα καινούρια ρεύματα και οι νέες τάσεις, οι εντάσεις και η αλήθεια ως δική μου παρατήρηση, χωρίς τα φίλτρα τρίτων. Δεν είναι μόνο όμορφο το κέντρο. Πουθενά δεν υπάρχει η απόλυτη ομορφιά. Ούτε πίσω απ' τις κλειστές πόρτες των διαμερισμάτων, κυρίως εκεί. Το κέντρο είναι βρώμικο και γυαλιστερό, σκοτεινό και φωτεινό, έρημο και πολύβουο, φτηνό και ακριβό, είναι έτσι, είναι και αλλιώς. Μια βόλτα εκεί όμως μπορεί να με συνεφέρει, να επαναπροσδιορίσει τη θέση μου στα πράγματα, να δώσει λέξεις σε μια θολή σκέψη, ν' απαλύνει ή να εντείνει κάποιον πόνο.

Είναι κάποια βράδια που νιώθω πως, αν δεν βγω να περπατήσω, θα τρελαθώ. Αυτά τα βράδια βγαίνω μια βόλτα. 

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Η ριμάδα του αγίου Ευαγγέλου - Λουίζα Λαζάρου





Ας είμαι ξεκάθαρος από την αρχή: ευφυές. Έτσι θα το χαρακτήριζα με μία λέξη το βιβλίο αυτό.
Βρίσκομαι στη δύσκολη θέση να γράφω αυτό τον πρόλογο σε ένα βιβλίο που δεν θα ήθελα ποτέ να εκδοθεί. Αν ήταν στο χέρι μου, θα παρέδιδα τα χειρόγραφα σελίδα τη σελίδα στη φωτιά, θα εξαφάνιζα κάθε ίχνος από την ύπαρξή του, θα εξασφάλιζα ότι δεν θα υπήρχε καμιά αναφορά σε αυτό στα κατάλοιπα της συγγραφέως ή στις αναμνήσεις όλων όσων τη γνώρισαν. Καλύτερα, θα πω: μας γνώρισαν.
Ένα λογοτεχνικό παιχνίδι, από την πρώτη κιόλας πρόταση, ο επιμελητής, Μάριος Αμπλάντης, που αναγκάζεται να επιμεληθεί και να σχολιάσει ένα βιβλίο, το οποίο θα ήθελε -έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται- να δει παραδομένο στις φλόγες.

Η Λουίζα Λαζάρου υπήρξε -ανάμεσα σε άλλα- θεατρική συγγραφέας, θεωρητικός, περφόρμερ, σκηνοθέτις ταινιών μικρού μήκους, και γνώρισε παγκόσμια αποδοχή, τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Η άγρια δολοφονία της προκάλεσε τεράστιο σοκ στην κοινή γνώμη.Το πτώμα της, με δεκαεπτά σημάδια μαχαιρώματος στο στήθος και την κοιλιακή χώρα, βρέθηκε από την καθαρίστρια δύο μέρες μετά, στο σπίτι της στο ενδέκατο διαμέρισμα του Παρισιού. Ο Μάριος Αμπλάντης θα βρεθεί εκεί για την κηδεία της πρώην συντρόφου του. Ο ατζέντης της θα τον ενημερώσει για τη δηλωθείσα, στη διαθήκη, επιθυμία της νεκρής: εκείνος -ο Μάριος Αμπλάντης- να αναλάβει την επιμέλεια και την έκδοση του χειρογράφου της Λουίζας Λαζάρου για τον άγιο Ευάγγελο καθώς και των κριτικών σχολίων της επ' αυτού. Το κληροδότημα στο πανεπιστήμιο που εργάζεται ο Μάριος Αμπλάντης είναι τόσο μεγάλο, γεγονός που καθιστά οποιαδήποτε σκέψη περί άρνησης εκ μέρους του άτοπη.

Η σημασία του χειρογράφου για τον άγιο Ευάγγελο τεράστια, αφενός λόγω της σπανιότητάς του και αφετέρου ως αποδεικτικού στοιχείου για την ύπαρξη του αγίου, που ο θρύλος τον θέλει να έζησε έκλυτο βίο στον Χάνδακα -σημερινό Ηράκλειο- της Ενετικής Κρήτης τον 15ο ή 16ο αιώνα. Γνωστός και ως καταληψίας, μέλος ή και ιδρυτής ακόμα της Ακαδημίας των καταληψιών, μιας ομάδας που έδρασε την εποχή του αγίου και συνήθιζε να καταλαμβάνει ακατοίκητα κτήρια και να τα μετατρέπει σε τόπους πολιτικής, πολιτιστικής και ερωτικής ελευθερίας και ισότητας.

Ο Αμπλάντης αμφισβητεί τη γνησιότητα του χειρογράφου και ενός μέρους των κριτικών σχολίων, όλα -ισχυρίζεται- είναι μια επινόηση της Λαζάρου, που απευθύνεται ευθέως και άμεσα σε εκείνον και στο κοινό τους παρελθόν. Πρέπει όμως να σεβαστεί τους όρους της έκδοσης και να συμπεριλάβει σε αυτήν τα κριτικά σχόλια της Λαζάρου επί του χειρογράφου και εν συνεχεία το ίδιο το χειρόγραφο. Μέσω της εισαγωγής θα επιχειρήσει να αποτρέψει τον αναγνώστη από την ανάγνωση, αν και γνωρίζει πως όσο πιο επίμονα το ζητά τόσο πιο πολύ θα γιγαντώνεται η επιθυμία του αναγνώστη.

Πού βρίσκεται το όριο ανάμεσα στην επινόηση και την επιστημονική, ιστορική και αυτοβιογραφική αλήθεια; Αυτό είναι ένα ερώτημα το οποίο ζητάει απάντηση. Ακόμα ένα, ίσως λίγο πιο προσωπικό, ίσως και όχι, έχει να κάνει με το όριο της προβολής της προσωπικής μας ζωής μέσα στο έργο των άλλων, είτε αυτό είναι ένα ποίημα είτε μια απλή δήλωση κατάστασης σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο: πόσο εύκολα διακρίνουμε τον εαυτό μας ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει τίποτα δικό μας;

Ακόμα ένα χτύπημα στη μεμψιμοιρία πως εδώ -για κάποιο λόγο άγνωστο, ασαφή- δεν γράφονται σπουδαία λογοτεχνικά έργα. Ισοπέδωση πλήρης. Ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν, ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα, αναλογικά με τον πληθυσμό, σε σχέση με άλλες χώρες. Δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπίσει κανείς αυτά τα έργα, δεν περιμένουν στις προθήκες, δεν θα γίνουν όλα τους ευπώλητα· άλλωστε o αναγνώστης έχει και κάποιες ριμάδες υποχρεώσεις.

Η ριμάδα του αγίου Ευαγγέλου (2015) δημιούργησε στο μυαλό μου μια άτυπη τριλογία συγγενών, προσωπικών μου, αναγνωσμάτων για το 2016. Εκείνα που προηγήθηκαν ήταν Το μηνολόγιο ενός απόντος (2005) του Σταύρου Κρητιώτη και μια φορά (και ίσως και άλλη μία) (2015) του Κωστή Μαλούτα. Η συνύπαρξη του ακαδημαϊκού, του μυθοπλαστικού και του προσωπικού μού θύμισε κάτι από την Άντζελα Δημητρακάκη.

Περισσότερα για τη Λουίζα Λαζάρου μπορείτε να βρείτε εδώ


υγ. η αποκάλυψη που επιφέρει απομάγευση θα έπρεπε να διώκεται.


Εκδόσεις Ουαπίτι  

   

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Μερσώ, ο άλλος ξένος - Kamel Daoud






Αναρωτιόμουν: μήπως πρέπει να διαβάσω ξανά τον Ξένο; Ο ξηρός αέρας, η κρυστάλλινη θάλασσα, τα γεμάτα κόσμο τραμ, ο γείτονας με τον σκύλο, το αραβικό βλέμμα, η κηδεία. Πάνω απ' όλα όμως ο Μερσώ. Στον Ξένο επιστρέφω συχνότερα απ' ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο βιβλίο. Το επίθετο "αγαπημένο" ίσως να είναι ατυχές, ίσως και όχι. Αυτό αναρωτιόμουν όταν έπεσα πάνω στο βιβλίο του Αλγερινού Καμέλ Νταούντ, Μερσώ, ο άλλος ξένος.
Σήμερα, η μαμά ζει ακόμη.
Μία από τις πλέον διάσημες εναρκτήριες προτάσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας αντιστρέφεται. Τώρα είναι η σειρά του αδερφού του ανώνυμου Άραβα να διηγηθεί την ιστορία· εξήντα χρόνια μετά ο Χαρούν αρνείται να αποδεχτεί πως ο αδερφός του, ο νεκρός αδερφός του, παραμένει στην ανωνυμία.
Σκέψου το λίγο, είναι ένα από τα πλέον διαβασμένα βιβλία στον κόσμο, ο αδελφός μου θα μπορούσε να' χε γίνει διάσημος, αν ο συγγραφέας του είχε καταδεχτεί μονάχα να του δώσει ένα όνομα, Χ'μεντ ή Καντούρ, ή Χαμμού, απλά ένα μικρό όνομα, που να πάρει η οργή! Η μαμά θα μπορούσε να 'χε βγάλει ένα επίδομα ως χήρα μάρτυρα κι εγώ να 'χα έναν αδελφό γνωστό και αναγνωρισμένο για τον οποίο θα μπορούσα να καμαρώνω. Όμως όχι, δεν του έδωσε όνομα, αλλιώς ο αδελφός μου θα είχε δημιουργήσει πρόβλημα συνείδησης στον δολοφόνο - δε σκοτώνει κανείς εύκολα έναν άνθρωπο όταν αυτός έχει όνομα.
Τα σπουδαία βιβλία, ανάμεσα σε τόσα άλλα χαρακτηριστικά, έχουν και αυτό: ένα πλήθος από αναγνώσεις, προσεγγίσεις, αναλύσεις. Συχνά τα όρια τους διευρύνονται, για να εντάξουν και άλλες επιστήμες -επιτυχώς ή όχι, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Και κάπως έτσι αντέχουν στον χρόνο, κάπως έτσι πετούν από πάνω τους τη σκόνη του εφήμερου, περνώντας τελεσίδικα στην κατηγορία του κλασικού. Οι εργάτες εραστές της ανάγνωσης αναδεικνύουν εκείνα τα συστατικά που η ιδιοφυΐα του συγγραφέα συνέλαβε πρώιμα, μπροστά από την εποχή. Επίσης, τα αγαπημένα βιβλία ιντριγκάρουν τον αναγνώστη να συνεχίσει την ιστορία τους, να αναδείξει ένα υποφωτισμένο, δευτερεύον πρόσωπο, να δώσει μια διαφορετική έκβαση. Αυτό επιχειρεί και ο Νταούντ, να διηγηθεί την ιστορία του ανώνυμου θύματος, του Άραβα.

Ο αναγνώστης οφείλει να πειθαρχήσει: ο Νταούντ δεν επιχειρεί να γράψει ξανά τον Ξένο, δεν επιθυμεί να γράψει ένα αριστούργημα. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ύβρη. Εκείνο που επιχειρεί, θεωρώ, είναι να ζήσει για λίγο μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου που τόσο μοιάζει να έχει αγαπήσει, που τόσο μοιάζει να τον έχει διαμορφώσει, να μετρήσει ξανά και ξανά πόσες φορές γίνεται αναφορά στο θύμα ως Άραβα και να αναρωτηθεί: μα δεν είχε όνομα, οικογένεια, ζωή; Ο αδερφός του θύματος αποτελεί τον ιδανικό αφηγητή αυτής της ιστορίας, καθώς επιτυγχάνει εκείνο που κανείς αναλυτής δεν θα κατόρθωνε να επιτύχει: να προσδώσει πάθος, ένταση και θυμό στην αφήγηση. Να δώσει το απαραίτητο συναίσθημα στην αδικία. Να εντάξει στο ιστορικό πλαίσιο τη γαλλική κατοχή της Αλγερίας. Να μιλήσει για όσα έγιναν μέχρι το '62, αλλά και για όσα έγιναν μετά την ανεξαρτησία.

Η επιθυμία να επιστρέψω στον Ξένο δεν κόπασε. Δεν θα μπορούσε να συμβεί, το κατάλαβα από τις πρώτες σελίδες κιόλας, παρότι η απόπειρα του Νταούντ είναι ενδιαφέρουσα.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Γιάννης Στρίγκος
Εκδόσεις Πατάκη