Ονομάζουμε τον χρόνο τώρα, ονομάζουμε τον τόπο εδώ. Περιγράφουμε αυτά τα δύο ως εξής.
Μια πόλη, μια συνοικία της στα ανατολικά.
Πρωινό Σαββάτου, το φθινόπωρο μόλις έχει μπει.
Εκείνος μου έλεγε, επέμενε δηλαδή, με διακριτική έμφαση, να διαβάσω αυτό το βιβλίο, έτσι μου έλεγε, θα σου αρέσει, έλεγε, έτσι πιστεύω, συμπλήρωνε. Πέρασαν έτσι αρκετοί μήνες.
Η εβδομάδα που ξεκινούσε έμοιαζε ήρεμη, μία ακόμα, όπως όλες. Δεν θα ήταν. Αυτό όμως ήρθε αργότερα στο προσκήνιο. Δεν ήταν μια σκέψη λογική, περισσότερο παρόρμηση θα έλεγα, η απόφαση να διαβάσω, ή να δοκιμάσω να διαβάσω, και να το παρατήσω αν δεν μου ταίριαζε, το βιβλίο της Μόρα, έτσι το μετέφερα από τη βιβλιοθήκη του χολ στο δωμάτιο πηγαίνοντας να ξαπλώσω. Κυριακή βράδυ. Δεν μου άρεσε το εξώφυλλο. Να το πω; Ή μήπως όχι; Θα το πω, κυρίως για να περιγράψω την αναγνωστική μου διάθεση για κάτι φρέσκο και σπινθηροβόλο, τέτοιο βιβλίο ήθελα, και το εξώφυλλο δεν έδινε τροφή στις προσδοκίες μου. Το αντίθετο, θα έλεγα.
(Όμως σου άρεσε, έτσι δεν είναι; Με ρώτησε εκείνη. Ναι, είπα και κατάλαβα το νόημα: τι γκρινιάζεις τότε; Μα γι' αυτά που αγαπάμε γκρινιάζουμε, τα υπόλοιπα μας αφήνουν να πλέουμε μακάριοι στην αδιαφορία μας, όχι;)
Διάβασα λίγες σελίδες εκείνο το βράδυ, όχι πάνω από είκοσι, τόσες άντεξα. Διφορούμενη πρόταση προηγήθηκε, το ξέρω. Τόσες άντεξα λόγω κούρασης. Και ας ήταν Κυριακή βράδυ. Την επόμενη μέρα το πρωί έστειλα μήνυμα στον επίμονο τελάλη: είναι γαμάτο. Είχα μπροστά μου εξακόσιες σελίδες και τον κίνδυνο να έρθω αντιμέτωπος με μια οδυνηρή κατάρρευση αναγνωστικών προσδοκιών. Δεν το σκέφτηκα ως ενδεχόμενο εκείνη τη στιγμή, τώρα μόνο.
Μετά το μυθιστόρημα της Μόρα αποφάσισα να διαβάσω ένα αστυνομικό, για διάλειμμα, κάτι ευκολοδιάβαστο. Οι ορισμοί αυτού του είδους είναι σχετικοί. Σιγά τη σκέψη, θα πείτε και θα έχετε δίκιο. Ανυπομονησία να επιστρέψω, να βρω χρόνο, να δημιουργήσω χώρο, να χωθώ ξανά στις σελίδες. Μια έλξη ισχυρή, αντιμέτωπος με ένα μαγνητικό πεδίο, αυτό ένιωθα. Πρόταση την πρόταση, μια σελίδα ακόμα. Για το μυθιστόρημα της Μόρα λέω, στο αστυνομικό μετά δυσκολεύτηκα περισσότερο.
Ο Άμπελ, που ξέρει δέκα γλώσσες και όμως μιλάει ελάχιστα, έφυγε από τον τόπο του για να γλιτώσει τον πόλεμο, ο πατέρας του τους είχε παρατήσει πριν από χρόνια, εκείνον και τη μητέρα του, εκείνη έμεινε πίσω, μιλούσαν σποραδικά στο τηλέφωνο, κουβέντες που κάνουν οι μητέρες με τους γιους. Ο ξένος, που αφήνει ένα μέρος της μοίρας του, ίσως το μεγαλύτερο, στους άλλους και στην τύχη, συναντά τις συνθήκες και δεν τις δημιουργεί, αποδέχεται με στωικότητα το σήμερα.
Η ζωή του Άμπελ, οι μέρες του, αυτό πραγματεύεται το μυθιστόρημα -και τι να προσθέσει κανείς που να βγάζει νόημα- την ιστορία του θέλησε να διηγηθεί η γεννημένη στην Ουγγαρία γερμανόφωνη συγγραφέας, και μέσα στη ζωή του Άμπελ να χωρέσει και άλλες ζωές, όλες τις μέρες.
Έτσι και ανακαλύψεις την αφηγηματική σου φωνή, σκέφτομαι, τότε όλα γίνονται πιο απλά, αρκεί απλώς να γράψεις. Αν διαθέτεις αφηγηματική φωνή και αν την ανακαλύψεις, βέβαια. Τότε δεν θα χρειαστεί να ψάξεις για λέξεις σπάνιες και ιστορίες πρωτότυπες, τεχνάσματα και πυροτεχνήματα, που εντείνουν απλώς το ακόλουθο σκοτάδι. Η Μόρα διαθέτει αφηγηματική φωνή, δική της. Και η μεταφράστρια, η απαραίτητη διαμεσολαβήτρια, Μαρίνα Αγαθαγγελίδου τη βοηθάει να ακουστεί και στα ελληνικά.
Ας κάνω και μια παρατήρηση τεχνικής. Η μετάβαση από την τριτοπρόσωπη αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή στην εσωτερική πρωτοπρόσωπη των σκέψεων και των διαλόγων των ηρώων είναι εκπληκτική, χωρίς να νιώθεις στιγμή ως αναγνώστης εκτός. Άνεση και μαεστρία. Και δουλειά στη λεπτομέρεια. Η κάθε πρόταση ακολουθεί την προηγούμενη, τίποτα δεν περισσεύει. Και αυτό το ρυζόχαρτο πίσω από το οποίο εκτυλίσσεται η αφήγηση, με σκιές παχιές, γεμάτες από λεπτομέρειες, το άχρονο και το άτοπο σε μια πόλη, σε μια συνοικία της στα ανατολικά, ένα πρωινό Σαββάτου, ενώ το φθινόπωρο μόλις έχει μπει, τοποθετημένο επί τούτου για να υπηρετήσει κάτι πέρα από την ιστορία του Άμπελ.
Ο Κονσταντίν θα ήθελε πολύ να ξέρει πώς έβλεπε η Έκα τον Άμπελ, αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε την ερώτηση. Δεν ξέρω, είπε ο Κονσταντίν, ενώ έκαναν βόλτα στο πάρκο, αλλά μου ήρθε αυτή η σκέψη: δεν του λείπει τίποτα εκτός από... Δεν του 'ρχόταν η λέξη, την έφτιαξε μόνος του: ανθρωπινότητα. Δεν είμαι σίγουρος αν μπορούμε να το πούμε αυτό. Ένας άνθρωπος χωρίς ανθρωπινότητα, καταλαβαίνεις; Η Έκα δεν καταλάβαινε ούτε αυτό, ούτε εκείνο που ήθελε βασικά να της πει, χαμογέλασε απλώς και συνέχισε το περπάτημα.
Μα γίνεται, αναλογίζομαι ρητορικά, να διατηρήσει κάποιος τον πήχη τόσο ψηλά σε εξακόσιες σελίδες; Αναγνωστική απόλαυση, ένα μυθιστόρημα μοντέρνα κλασικό. Και ένα παράπονο: μα να μην έχει εκδοθεί τίποτε άλλο δικό της στα ελληνικά;
Η ανάγνωση του Όλες τις μέρες ήρθε να με βρει μία εβδομάδα που εξέλιχθηκε διαφορετικά απ' ό,τι περίμενα, ήρθε να με βρει και να διχοτομήσει την καθημερινότητα, από τη μία το άγχος, από την άλλη η ομορφιά, όχι πως δεν έχει ομορφιά το άγχος και άγχος η ομορφιά, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι;
Μετάφραση Μαρίνα Αγαθαγγελίδου
Εκδόσεις Ίνδικτος