Τυχαία πήρε το μάτι μου πως αυτή η ταινία επρόκειτο να προβληθεί στο κανάλι της Βουλής. Παρά τα όσα εγκωμιαστικά σχόλια είχα κατά καιρούς διαβάσει και ακούσει, δεν είχε τύχει ποτέ ως τώρα να δω κάποια ταινία της Φρίντας Λιάππα. Έμοιαζε με μια καλή ευκαιρία. Έξω ετοιμαζόταν να χιονίσει. Ούτε που θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που παρακολούθησα κάποια ταινία στην τηλεόραση. Φοβόμουν δύο πράγματα, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος πως η προβολή ήταν προγραμματισμένη για τα μεσάνυχτα, και που είχαν να κάνουν με κάποια πιθανή καθυστέρηση στην έναρξη αλλά και με την ενοχλητική παρεμβολή των διαφημιστικών διαλειμμάτων. Κανένας από τους φόβους μου δεν πραγματοποιήθηκε. Η ταινία άρχισε στην ώρα της, ενώ και η προβολή υπήρξε ενιαία.
Η Μάρθα (Ελεωνόρα Σταθοπούλου) ζει μόνη της σ' ένα ισόγειο, αστικό διαμέρισμα, η ακαταστασία του οποίου απεικονίζει εν πολλοίς την ψυχική της κατάσταση. Άδεια μπουκάλια από φτηνό κόκκινο κρασί βρίσκονται παντού τριγύρω, τασάκια ξέχειλα. Μια γραφομηχανή αρκεί για να θεωρήσει ο θεατής ως δεδομένο πως η Μάρθα είναι συγγραφέας. Δεν απαντά στα τηλέφωνα, αποφεύγει να ακούσει ως το τέλος τα μηνύματα που τις αφήνουν ο πρώην άντρας της (Τάκης Μόσχος) και η ψυχίατρός της (Πέμυ Ζούνη). Οι δυο τους φτάνουν στο διαμέρισμα αποφασισμένοι να την πάρουν μαζί τους και να την οδηγήσουν σε κάποια ψυχιατρική κλινική. Η Μάρθα πηγαίνει με τα πολλά στο δωμάτιο της για να ετοιμαστεί. Ανοίγει το παράθυρο και φεύγει. Έξω βρέχει καταρρακτωδώς.
Από το πρώτο κιόλας πλάνο εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η αισθητική της φωτογραφίας. Τα κάδρα, η βροχή, ο φωτισμός, τόσο στο εσωτερικό του διαμερίσματος, όσο και στην περιήγηση της Μάρθας στη νυχτερινή Αθήνα, είναι απαράμιλλης ομορφιάς, ενώ τα ταμπλό βιβάν που χρησιμοποιούνται στην ανάληψη των παιδικών χρόνων της Μάρθας είναι εντυπωσιακά, τόσο ως προς τη σύνθεση όσο και ως προς την κινηματογράφηση. Η ψυχική σύγχυση της Μάρθας αποτυπώνεται και σεναριακά, μέσω της μη ξεκάθαρης σχέσης της με τα άλλα δύο πρωταγωνιστικά πρόσωπα της ιστορίας, καθώς σε αυτά πότε αντικρίζει τον πρώην άντρα της και την ψυχίατρό της και πότε τον πατέρα και τη μητέρα της, ενίοτε και ταυτόχρονα. Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει η Λιάππα την ψυχική κατάσταση της Μάρθας στην αρχή της ταινίας είναι ευφυής καθώς κάνοντας κοινωνό της σύγχυσης αυτής τον θεατή τον οδηγεί αβίαστα να την πλησιάσει και να επιχειρήσει να την κατανοήσει, να μπει στα -διαφορετικά μεταξύ τους- παπούτσια της και να την ακολουθήσει εν τέλει παραδομένος στην περιπλάνησή της.
Ο τρόπος με τον οποίο η Λιάππα κινηματογραφεί ξεφεύγει από τα όποια γνώριμα, εγχώρια όρια, και την κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαίους, προεξέχοντος του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Έλληνες κινηματογραφιστές. Με αρωγό τη φωτογραφία, πετυχαίνει ένα αρκετά προσωπικό ύφος παρά τις όποιες αναγνωρίσιμες αναφορές της στον παγκόσμιο κινηματογράφο, αναφορές που είναι καλά χωνεμένες και ενταγμένες στο προσωπικό της όραμα. Η αισθητική δεν αποτελεί εδώ ένα επίτευγμα που στέκει κενό περιεχομένου, κάτι το οποίο διαχρονικά αποτελεί μια παθογένεια του εγχώριου κινηματογράφου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ένταξη του παρελθόντος της Μάρθας στην ιστορία, με τη χρήση των ταμπλό βιβάν και του τράβελινγκ, που είναι άκρως λειτουργικός και δεν περιορίζεται στην αισθητική εκζήτηση. Αν το Ήταν ένας ήσυχος θάνατος ήταν μυθιστόρημα θα ήταν κάποιο της σπουδαίας Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, ίσως ένα ακόμα μη ολοκληρωμένο μυθιστόρημα όπως Η περίπτωση Φράντσα, για παράδειγμα, εκεί που η ηρωίδα εγκαταλείπει τον σύζυγό της, διακεκριμένο ψυχίατρο, για να βρεθεί με τον αδερφό της στην Αίγυπτο, ή ίσως κάποιο μιας άλλης σπουδαίας συγγραφέως, της Κλαρίσε Λισπέκτορ, Τα κατά Α.Γ. πάθη, για παράδειγμα.
Οι αναγνώσεις της ταινίας δεν εξαντλούνται στην περίληψη του σεναρίου, κατά την οποία μια νέα γυναίκα δραπετεύει μέσα στη νύχτα για να αποφύγει τον εγκλεισμό της στην ψυχιατρική κλινική, κυρίως γιατί αυτό που πετυχαίνει η Λιάππα ξεπερνά κατά πολύ τους όποιους περιορισμούς της κεντρικής ιδέας, πετυχαίνοντας να διεισδύσει στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, και δη της γυναικείας. Η αντίστιξη ανάμεσα στον μέσα και τον έξω χώρο και η χρήση του ήχου με τη χρήση του ευρήματος της μαγνητοφώνησης και της επανάληψης, μέσω voice over, των ίδιων φράσεων ως λάιτ μοτίφ συντελούν καθοριστικά σε αυτό. Η ψυχαναλυτική προσέγγιση της ταινίας αποτελεί έναν μόνο δρόμο επαναθέασης και ερμηνευτικής απόπειρας, η φεμινιστική ματιά ακόμα έναν. Από την ταινία δεν θα μπορούσε να λείπει η οργανική ένταξη του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, η Μάρθα δεν βρίσκεται απομονωμένη σε κάποιο ακατοίκητο νησί. Διόλου τυχαία δεν είναι άλλωστε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στο περίπτερο στα οποία γίνεται αναφορά στη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Μιχάλη Καλτεζά από τον αστυνομικό Αθανάσιο Μελίστα στις δεκαεπτά Νοεμβρίου του 1985. Σίγουρα μία και μόνη θέαση δεν μπορεί να είναι αρκετή για μια τέτοια ταινία.
Η Αθήνα κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Ήταν ένας ήσυχος θάνατος, τα
αδιέξοδα, οι εργασίες, τα φανάρια των δρόμων, τα υπόγεια περάσματα, οι
φάροι των ζητάδων. Η σκληρή όψη της νύχτας και οι άπειρες δυνατότητές
της, η μοναχική οδήγηση στους πότε γεμάτους και πότε άδειους
δρόμους, οι αντανακλάσεις των φώτων και οι αναστροφές, τα βραδινά στέκια και οι τυχαίες συναντήσεις, το λυτρωτικό περπάτημα στη βροχή και το στιγμιαία καθησυχαστικό ξημέρωμα.
Τρεις μέρες έχουν περάσει από το βράδυ εκείνο. Ακόμα σκέφτομαι την ταινία αυτή. Το Ήταν ένας ήσυχος θάνατος, η πρώτη ταινία της Λιάππα που είδα ποτέ, υπήρξε μια καθοριστική εμπειρία. Δεν καταφεύγω στο κλισέ, δεν μετανιώνω που δεν είχα δει νωρίτερα κάτι δικό της, δεν σκέφτομαι με τέτοιους όρους. Για κάθε τι υπάρχει η κατάλληλη στιγμή.