Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22

Κάθε χρονιά που φεύγει δεν αφήνει πίσω της μόνο πεπραγμένα άξια προς καταγραφή, αφήνει –ευτυχώς, δυστυχώς, δεν ξέρω– και εκκρεμότητες, αναβολές, όλα εκείνα που τελικά δεν χώρεσαν. Το σημερινό ποστ, τελευταίο της χρονιάς, είναι αφιερωμένο στα δέκα καλύτερα, ανάμεσα σε εκείνα που δεν διάβασα, βιβλία. Είναι, θεωρώ, ο κατάλληλος τρόπος να μιλήσω σε αυτή τη γωνιά για τα απωθημένα της χρονιάς, που δεν ήταν και λίγα, μιας χρονιάς που έφερε μια τρομερή αλλαγή, δύσπεπτη προς το παρόν, αλλά και μια ακόμα απόπειρα βελτίωσης της συνθήκης ζωή.

Από την ιδιότυπη αυτή λίστα λείπουν αρκετά βιβλία που κυκλοφόρησαν τον τελευταίο μήνα και δεν πρόλαβαν να μετατραπούν σε απωθημένο, θέτουν ωστόσο υποψηφιότητα για την αντίστοιχη λίστα του '23. Με τυχαία σειρά, τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22 είναι τα εξής:

1. Αλλαγή: Μέθοδος - Édouard Louis (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις αντίποδες). Κάθε φορά που πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του Λουί, και αυτό είναι το πέμπτο, σκέφτομαι πως δεν ψήνομαι, πως αρκετά έχω μάθει για τη ζωή του, πως η μανιέρα, όσο και αν μεταβάλλεται έστω και λίγο από βιβλίο σε βιβλίο, παραμένει σταθερή, εντούτοις κάθε φορά, αργά ή γρήγορα το διαβάζω τελικά. Έτσι συνέβη και με το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, έτσι θα συμβεί και τώρα, αργά ή γρήγορα. Η παρουσίαση στη Νομική ήταν ξεκάθαρα το εγχώριο λογοτεχνικό χάι λάιτ της χρονιάς που πέρασε, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη και ούτε ένα κινητό δεν χτύπησε, ούτε ένα τσιγάρο δεν άναψε, ούτε μια μανούρα δεν έγινε, όλα μας κρεμασμένα από τα χείλη του, η πίστη στη λογοτεχνία αναθερμάνθηκε, φούντωσε. Μας είπε και δυο λόγια για το Αλλαγή: Μέθοδος, που είναι πιο μπαμπάτσικο από τα προηγούμενα, για τη δική του επιστροφή στην Αλλενκούρ, μας προϊδέασε και για το επόμενο μιλώντας μας για τον θάνατο του αδερφού του. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

2. Εμείς - Γιεβγκένι Ζαμιάτιν (μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Έρμα). Κάθε λογοτεχνική χρονιά συνοδεύεται και από κάποιες επανεκδόσεις βιβλίων, κάποιες φορές σε νέες μεταφράσεις, κάποιες σε αναθεωρημένες και κάποιες απλά με άλλο εξώφυλλο. Φέτος, οι εκδόσεις Έρμα μας έκαναν δύο τρομερές εκπλήξεις: την κυκλοφορία σε νέα μετάφραση του Εμείς αλλά και του λογοτεχνικού ογκόλιθου Οι υπνοβάτες. Και τα δύο βιβλία τα είχα διαβάσει κάποτε παλιά, για το Εμείς μάλιστα έχω γράψει και ένα κείμενο (το βρίσκετε εδώ). Βιβλίο που είχε την τιμή να εγκαινιάσει τη λογοτεχνική λογοκρισία στη Σοβιετική Ένωση, βιβλίο που αποτέλεσε οδηγό και έμπνευση για μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας που αγαπάμε. Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται από τα ρωσικά, λόγος ικανός να επιβάλλει την αναγνωστική επιστροφή. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

3. Ακριβώς σαν εσένα - Nick Hornby (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδόσεις Πατάκη). Μόλις κυκλοφόρησε σκέφτηκα πως ήταν μια σπουδαία ευκαιρία να διαβάσω μετά από χρόνια κάτι δικό του, πως είχα ανάγκη από αυτή την πρόζα, το χιούμορ και την οξυδέρκεια στην παρατήρηση της ποπ κουλτούρας. Δεν ξέρω αν θα υπάρξει κάποιο βιβλίο του που να ξεπεράσει μέσα μου το High fidelity, βασικά την ατάκα: είμαι μελαγχολικός γιατί ακούω ποπ ή ακούω ποπ γιατί είμαι μελαγχολικός· αλλά και την ίδια την ιδέα ενός τοπ τεν χωρισμών ως μια απόπειρα προσδιορισμού του τρέχοντος γεωγραφικού στίγματος πλεύσης. Ίσως αυτή η ανάμνηση, εκείνου του πρώτου βιβλίου, να με κράτησε μακριά από αυτό ως τώρα, αφού όσα βιβλία δικά του ενδιάμεσα διάβασα μου άρεσαν μεν, κανένα δεν έφτασε τη συγκίνησή μου στα ύψη εκείνα δε. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

4. Αντιαφηγήσεις - John Keene (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, εκδόσεις Loggia). Το περίμενα αυτό το βιβλίο με λαχτάρα. Οι επιλογές των εκδόσεων και το όνομα του μεταφραστή ευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό γι' αυτή την προσμονή. Και όμως, τέσσερις μήνες μετά, είναι ακόμα στη στοίβα με τα αδιάβαστα, αρκετά ψηλά, αλλά στο τελικό ταμείο η διάκριση είναι αυστηρή: διαβασμένα-αδιάβαστα· και οι Αντιαφηγήσεις έμειναν στα αδιάβαστα. Μια πρόχειρη εξήγηση είναι η μικρή φόρμα, της οποίας αποδεδειγμένα δεν είμαι λάτρης. Δικαιολογίες θα πείτε και δίκιο θα έχετε, αλλά χωρίς δικαιολογίες πώς θα πάρουν σάρκα και οστά τα απωθημένα, θα προσθέσω εγώ. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

5. Σανταράμ - Gregory David Roberts (μτφρ. Ευαγγελία Μούμα, εκδόσεις Κυψέλη). Πίστευα πως το βιβλίο αυτό θα ήταν ένα μεγάλο μέρος του Αυγούστου μου. Μια μεγάλη, χορταστική αφήγηση, δίπλα στο κύμα, ανάμεσα σε βουτιές, καφέδες και μπύρες. Ξέρετε τι λένε για τα σχέδια όμως, ε; Και καμία σημασία δεν έχει ποιον κατηγορεί καθένας ως αυτουργό. Αλλά πού θα πάει, θα έρθει η στιγμή που η πραγματικότητα θα γίνει τόσο δυσβάσταχτη, για ακόμα μια φορά, που η καταφυγή σε μια παράλληλή της θα είναι μονόδρομος. Άλλωστε, η πίστη πως θα το χρειαστώ το βιβλίο αυτό είναι που με κάνει να αρνούμαι την τηλεοπτική του μεταφορά. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

6. Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω - Juan Gabriel Vásquez (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ίκαρος). Βιβλίο που οριακά θα έμπαινε και στην περσινή αντίστοιχη λίστα αφού κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του '21. Παράδοξο πώς, δεν έχω διαβάσει ακόμα αυτό το μυθιστόρημα του Βάσκες που τόσο αγαπώ. Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν είναι σταθερά στη δεκάδα των αγαπημένων μου βιβλίων ανεξαρτήτως διάθεσης και συνθηκών και αυτό από μόνο του λέει πολλά. Ίσως, υποσυνείδητα, η καβάτζα με βιβλία συγγραφέων που προσφέρουν την εγγύηση του ασφαλούς καταφυγίου σε περίπτωση ολοκληρωτικής καταστροφής να αποτελεί τον δικό μου οδηγό επιβίωσης βαδίζοντας προς το άγνωστο μέλλον. (Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

7. Η επιστροφή του Φίλιπ Λατίνοβιτς - Μίροσλαβ Κρίλεζα (μτφρ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς, εκδόσεις Καστανιώτη). Ακόμα ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του '21 και βρίσκεται στη λίστα αυτή. Πιστεύω βαθιά πως το μυθιστόρημα αυτό πρόκειται να είναι ένα αριστούργημα, αυτές είναι οι προσδοκίες που αυθαίρετα έχω κατασκευάσει. Ωστόσο, επειδή για κάθε αριστούργημα που πρόκειται να διαβάσω έχω ιδιαίτερο άγχος να είναι κατάλληλες οι τριγύρω συνθήκες ώστε να του αφιερώσω τον κατάλληλο χρόνο και χώρο, και αυτές οι συνθήκες με τη λογική προσέγγιση δεν υπάρχουν ποτέ και μόνο η ίδια η ανάγνωση μπορεί να τις φέρει στα μέτρα της, συν το γεγονός πως η βαλκανική λογοτεχνία αποδεικνύεται σχεδόν πάντοτε ιδιαιτέρως απαιτητική για την αναγνωστική μου επάρκεια, το βιβλίο αυτό είναι ακόμα στα προσεχώς. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

8. Το αίνιγμα του δωματίου 622 - Joël Dicker (μτφρ. Γιάννης Στρίγκος, εκδόσεις Πατάκη). Ο, γεννημένος στην Ελβετία, Ντικέρ αποτελεί για μένα μια ένοχη απόλαυση. Προηγήθηκαν: Η αλήθεια για την υπόθεση Χάρρυ Κέμπερτ, Το βιβλίο των Μπάλτιμορ, Η εξαφάνιση της Στέφανι Μέιλερ. Απολαμβάνω τα βιβλία του παρά την πολυλογία του, παρά την προσπάθειά του να εντυπωσιάσει. Αγαπώ τον τρόπο με τον οποίο τοποθετεί τη λογοτεχνία στην πλοκή, τη διάθεση να σατιρίσει τον ευρύτερο χώρο των τεχνών. Και όλα αυτά με το περίβλημα της αστυνομικής λογοτεχνίας, με ένα σωρό ανατροπές που παίζουν διαρκώς με το μυαλό του αναγνώστη. Άκρως ακατάλληλος για σοβαροφανείς αναγνώστες. Η παρουσία του βιβλίου αυτού στη λίστα, όπως και το Σανταράμ πιο πάνω, δείχνουν πώς ήταν ο φετινός Αύγουστος. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

9. Λεωφόρος Λίνκολν - Amor Towles (μτφρ. Ρηγούλα Γεωργιάδου, εκδόσεις Διόπτρα). Η Α. είναι ίσως η πιο δύσκολη αναγνώστρια που ξέρω, κοινώς: το ένα της βρωμάει και το άλλο της ξινίζει. Τρελάθηκα με το βιβλίο αυτό, μου είπε, γεγονός ικανό να εκτοξεύσει τις προσδοκίες μου. Δεν αρκέστηκε μάλιστα στον γεμάτο ενθουσιασμό λόγο, μου το έκανε δώρο, για να μην έχω καμία δικαιολογία. Α., συγγνώμη. Το συντομότερο δυνατό, υπόσχομαι. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

10. Μια φιλία - Silvia Avallone (μτφρ. Λούλα Καραγιαννάκη, εκδόσεις Αίολος). Ακόμα ένα πολυσέλιδο, τι έκπληξη, μυθιστόρημα στη λίστα. Επιλογή λόγω χώρας προέλευσης, βοήθησε και το όμορφο εξώφυλλο, ας μην κρύβομαι. Η ιταλική λογοτεχνία, η συγκαιρινή, μου δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα, το ίδιο συμβαίνει και με τον κινηματογράφο, είναι και ο καιρός που πέρασα νέος στη Μπολόνια, η αγάπη δεν μπορεί παρά να είναι αυστηρή. Φέτος διάβασα τρία σπουδαία ιταλικά βιβλία –και κανά δυο μέτρια έως κακά, βέβαια– Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, Ο νόμος του μίσους και Πικρή ζωή. Ελπίζω και το Μια φιλία να αποδειχτεί χορταστικό. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).


Και κάπως έτσι συνοψίζονται τα κυρίως απωθημένα της χρονιάς, κάπως έτσι ύμνησα βιβλία που δεν έχω διαβάσει. Ας είναι το '23 μια χρονιά εγκλιματισμού και υγείας. Ας προσπαθήσουμε να μην είμαστε διαρκώς μαλάκες. Του χρόνου πάλι.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Πικρή ζωή - Luciano Bianciardi

Στα χασομέρια της αναγνωστικής χρονιάς, αυτό ήταν ένα βιβλίο έκπληξη· η Πικρή ζωή, για την οποία τίποτα δεν γνώριζα.

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εγκαταλείπει το χωριό του στα νότια της χώρας για να πάρει εκδίκηση. Αφήνει πίσω σύζυγο και μωρό παιδί και πηγαίνει στο Μιλάνο όπου είναι τα γραφεία της εταιρείας που εκμεταλλεύεται το ορυχείο στο οποίο μια έκρηξη οφειλόμενη σε ελλειπή μέτρα ασφαλείας δολοφόνησε δεκάδες εργάτες. Έκρηξη αντί έκρηξης, αυτό σκοπεύει να κάνει. Ωστόσο η ζωή απαιτεί. Παράλληλα με τον σχεδιασμό της εκδίκησης, πρέπει να βρει μια δουλειά ώστε κάθε μήνα να στέλνει χρήματα στο σπίτι. Δουλειές του ποδαριού, χωρίς καμία φιλοδοξία. Τόσο, όσο. Το Μιλάνο σε πλήρη οικονομική άνθηση, ένα θαύμα εν προόδω, αποδεικνύεται κινούμενη άμμος για τον αφηγητή, ένας θάλαμος αλλοτρίωσης που σαγηνεύει και απαιτεί, που γλυκαίνει και απαιτεί, που θαμπώνει και απαιτεί. Απαιτεί χρήμα για το οποίο απαιτείται χρόνος και μόχθος. Ο ήρωάς μας, με μια οικεία πίστη, θεωρεί πως θα τα καταφέρει να βγει στεγνός, πως θα δοκιμάσει τους καρπούς χωρίς να αναγκαστεί να πληρώσει το τίμημα, πως δεν θα την πατήσει όπως οι σφιγμένες εκείνες φάτσες του πρωινού τραμ. Ναι, καλά. Αυτή είναι η αφήγηση μιας ήττας συντριπτικής.

Ο Λουτσιάνο Μπιαντσάρντι γράφει για το Μιλάνο που λίγα χρόνια αργότερα εγκατέλειψε ο Γκατζάρα στο μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη. Μια πόλη λαμπερή, γεμάτη από όμορφους ανθρώπους. Ωστόσο, όλα αυτά είναι για λίγους, για τους υπόλοιπους είναι απλώς η θέα από μακριά. Η καθημερινή επιβίωση είναι μια εξ αρχής χαμένη μάχη, μια πόλη που όσα της δίνεις αλλά τόσα σου ζητάει, μια πόλη που όσο σκληρά και αν παλεύεις σε κάνει να νιώθεις μικρός και λίγος, ανεπαρκής να την απολαύσεις και να τη γευτείς όσο θα λαχταρούσες. Δεν είναι εύκολο ή απλό να αντισταθεί κανείς στις σειρήνες της γλυκιάς ζωής, κάθε άλλο. Η Πικρή ζωή, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική, είναι το χρονικό της καταβύθισης σ' ένα λαμπερό και πολυτελή βούρκο. Και αν ψάχνει κανείς τι έκανε λάθος ο αφηγητής, σε ποια στροφή του δρόμου έχασε τον προσανατολισμό του, δεν είναι εύκολο να το βρει. Θα ήταν παρήγορο αυτό το αν, θα ήταν προσωπικά ελπιδοφόρο πως κάποιος, εγώ για παράδειγμα, θα μπορούσε να τα καταφέρει. Ωστόσο, όχι, όλες οι στροφές στο ίδιο αδιέξοδο οδηγούν.

Οι ευδιάκριτες λογοτεχνικές αρετές είναι εκείνες που καθιστούν σημαντικό το μυθιστόρημα αυτό. Η πρόζα του Μπιαντσάρντι δεν είναι απλώς βιωματική αλλά σε αρκετά σημεία καθηλωτική. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την ιστορία του άλτερ έγκο του κρατά μακριά την αυτολύπηση και τη μιζέρια, κάτι που αποδεικνύεται σημαντικό όχι μόνο σε επίπεδο συναισθηματικής πρόσληψης αλλά και σε τεχνικό επίπεδο κατασκευής και συνολικής λειτουργίας του μυθιστορήματος. Το βίωμα είναι τόσο έντονο που επιτρέπει στον αφηγητή να αποστασιοποιηθεί και να παρατηρήσει τον εαυτό του απέξω, ως ένας τρίτος, μια αίσθηση που λειτουργεί ευθέως αντιστικτικά στο πρώτο πρόσωπο της αφήγησης. Έτσι, επιτυγχάνονται μια σειρά από πράγματα όπως: η οξυδερκής αποτύπωση του εαυτού και της τριγύρω πραγματικότητας, η συγχρονία και ο οικουμενικός χαρακτήρας της αφήγησης, η σάτιρα του εαυτού και το ιδιότυπα σκληρό και κοστοβόρο χιούμορ που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα, η αβίαστη εξαγωγή συναισθήματος και η ανάπτυξη κοινού εμβαδού για ταύτιση και ενσυναίσθηση με τον αναγνώστη, κυρίως όμως η αποφυγή της διδαχής. Η απουσία διδαχής, διόλου παράδοξα παρότι μη αναμενόμενα, ενισχύει το αίσθημα της ήττας, όσο τουλάχιστον η παρτίδα παίζεται με τους υφιστάμενους κανόνες.

Ο αφηγητής, όπως άλλωστε και ο Μπιαντσάρντι, ασχολήθηκε με τη μετάφραση. Πολλές από τις σελίδες του μυθιστορήματος είναι αφιερωμένες στον καθημερινό αγώνα για την επίτευξη του ημερήσιου στόχου σελίδων. Μέσα από το παράδειγμα του μεταφραστή αποτυπώνεται η προβληματική συνθήκη του αυτοαπασχολούμενου, που, εξήντα χρόνια μετά, επιμένουν να ισχύουν αμετάβλητες. Η μετάφραση είναι επίσης καθοριστική και ως γλωσσικό συστατικό της κατασκευής, η παράλληλη πραγματικότητα που ζει ο μεταφραστής αποτυπώνεται εδώ περίφημα με την παράθεση κομματιών από βιβλία που ο αφηγητής μεταφράζει, ένα κολάζ που σκιαγραφεί το χάος και την παράνοια των πολλαπλών κόσμων. Αλλά και οι επιρροές του Μπιαντσάρντι είναι εύκολο να εντοπιστούν από τη λίστα με τα βιβλία που μετέφρασε, όπως για παράδειγμα οι Αμερικανοί συγγραφείς της μπιτ λογοτεχνίας. Και μιας και ο λόγος για μετάφραση, τη γνωριμία του Μπιαντσάρντι με το ελληνικό κοινό έφερε εις πέρας η Δήμητρα Δότση.

Αν υπάρχει ένα αρνητικό, σ' ένα κατά τα άλλα συγκλονιστικό βιβλίο, αυτό είναι ο κατά τόπους αμήχανος στρατεύσιμος χαρακτήρας του. Η απόπειρα να επισημανθούν κάποια προφανή ελαττώματα και κακοτοπιές, απαραίτητη ίσως για ένα κοινό λιγότερο εξοικειωμένο με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, μάλλον υποτιμά τη λογοτεχνική δυναμική του μυθιστορήματος, χωρίς να προσφέρει κάτι σε επίπεδο θεωρητικό ή πολιτικό.

Γραμμένη το 1962, η Πίκρη ζωή θα γνωρίσει τεράστια εμπορική επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα θα μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Η Γλυκιά ζωή του Φελίνι είχε προηγηθεί. Ο Μπιαντσάρντι, που φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του, δεν ένιωσε ποτέ άνετα με την επιτυχία αυτή. Πέθανε σε ηλικία σαράντα εννέα ετών από κίρρωση του ήπατος.

Το φοβερό εξώφυλλο είναι σχεδιασμός της Μάρως Κατσίκα.

υγ. Λίγους μήνες πριν, είχε προηγηθεί Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη (Gianfranco Calligarich, μτφρ. Δήμητρα Δότση, Ίκαρος). Για το βιβλίο περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις ακυβέρνητες πολιτείες

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί - Ulrike Marie Meinhof

Το 1967, ο σάχης της Περσίας Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την τρίτη σύζυγό του, Φαράχ Ντιμπά, που το 1959 ήρθε να αντικαταστήσει τη «θλιμμένη πριγκίπισσα» Σοράγια στην πριγκιπική κλίνη, με την ελπίδα απόκτησης του πολυπόθητου διαδόχου που θα διασφάλιζε τη συνέχεια. Το πρόγραμμα του ζεύγους περιλαμβάνει διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις, πολιτικού, οικονομικού αλλά και πολιτιστικού περιεχομένου, ταυτόχρονα όμως πραγματοποιούνται αρκετές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας από ένα ιδιαίτερα μαζικό πλήθος που αψηφά την πολυπληθή αστυνομική παρουσία. Το βράδυ της δευτέρας Ιουνίου, την ώρα που το ζεύγος απολαμβάνει τον Μαγικό αυλό στην όπερα, ο φοιτητής Μπένο Όνεζοργκ θα δολοφονηθεί από πυρά αστυνομικού.

Επίκεντρο της συγκεκριμένης έκδοσης αποτελεί η «ανοιχτή επιστολή στη Φαράχ Ντυμπά» δια χειρός Ουλρίκε Μάινχοφ για το τεύχος Ιουνίου του περιοδικού konkret. Το κείμενο αυτό θα συμπεριληφθεί και στην προκήρυξη την οποία μοιράζουν οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης στο Βερολίνο. Η επιστολή αποτελεί την κατάρριψη δια στοιχείων διαφόρων δηλώσεων της πολυπαινεμένης για την ομορφιά, την κομψότητα, τη μόρφωση και την καλλιέργειά της κυρίας Παχλαβί, μιας σειράς δηλώσεων που φανερώνουν μια αντουανετίστικη άγνοια για την πραγματική κατάσταση στην πολύπαθη χώρα της οποίας τον πλούτο διαφεντεύει ο σύζυγός της.

Πολλά από τα στοιχεία που η δημοσιογράφος Μάινχοφ χρησιμοποιεί βασίζονται στο βιβλίο του αυτοεξόριστου στη Γερμανία Ιρανού Μπαχμάν Νιρουμάντ, Περσία, μοντέλο αναπτυσσόμενης χώρας ή Η δικτατορία του ελεύθερου κόσμου. Το βιβλίο κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν την επίσκεψη του Παχλαβί και τον επίλογο υπέγραφε ο πρόσφατα αποβιώσας Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ (βλ. Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας). Στατιστικά στοιχεία για τα συντριπτικά ποσοστά φτώχειας και αναλφαβητισμού που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής (της) στο Ιράν που η πριγκίπισσα περιγράφει, με τρόπο προκλητικά εγωιστικό και απομονωμένο από την αλήθεια των πολλών. Η Μάινχοφ επιχειρεί να συνομιλήσει μαζί της ως γυναίκα προς γυναίκα, μετερχόμενη μια ευγενική ειρωνεία, λαμβάνοντας ως πιθανό ενδεχόμενο πως παρότι σύζυγος του άρχοντα της χώρας μπορεί και να μη γνωρίζει την αλήθεια.

Την επιστολή ακολουθεί το επίμετρο, το οποίο ο Αλέξανδρος Κυπριώτης αφιερώνει στους Ιρανούς φίλους του. Εκεί, γύρω από τη βραδιά της δολοφονίας του νεαρού φοιτητή, με θαυμαστή διαχείριση του υλικού, πετυχαίνει να δώσει τη μεγάλη εικόνα όσον αφορά το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής, τόσο στο Ιράν όσο και στη Γερμανία, με τρόπο ευκρινή, στηριζόμενος σε ενδελεχή έρευνα πηγών, οι οποίες και παραθέτονται με τη μορφή βιβλιογραφίας, συμπληρώνοντας μια, απ' όλες τις απόψεις, πλήρη έκδοση. Παρότι εδώ, τουλάχιστον φαινομενικά, έχουμε να κάνουμε με μια έκδοση δοκιμιακού, αρχειακού και ερευνητικού χαρακτήρα, η ανάγνωσή της μου ανάδευε διαρκώς στη μνήμη το συγκλονιστικό Επιχείρηση σφαγή, το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα του Ροδόλφο Ουόλς. Το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί είναι ένα υβριδικό κατασκεύασμα που υπερβαίνει τα όρια του είδους στο οποίο ανήκει. Η αναζήτηση της αλήθειας, η μη λήθη για να θυμηθούμε τη λογοτεχνία του Χάινριχ Μπελ, αποτελεί το διακύβευμα. Όμως, δεν είναι ένα απλό ρεπορτάζ αυτό, δεν είναι μια απλή παράθεση γεγονότων.

Υπάρχει κάτι το μυθοπλαστικό εδώ και αυτό σίγουρα δεν είναι τα γεγονότα, δυστυχώς. Είναι η αόρατη έρευνα για την αναζήτηση των κακά φωτισμένων πτυχών της ιστορίας αυτής, η ακολούθηση του νήματος που κάθε στοιχείο τείνει προς τον ερευνητή, αλλά και ο λογοτεχνικός τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η αφήγηση. Ωστόσο, η υπέρβαση των ειδολογικών ορίων δεν συνεπάγεται την απώλεια του κυρίαρχου στόχου, της μη λήθης, δηλαδή, αλλά ούτε και την απομάκρυνση από την όσο το δυνατόν αντικειμενική θέαση των γεγονότων. Η δια της εκτροπής άνοδος του Παχλαβί στην εξουσία, τα έργα και οι μέρες του, τα ναζιστικά κατάλοιπα στην ηγεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η απόπειρα λήθης, η συνέχεια του κράτους και ο ρόλος των δυνάμεων τήρησης της τάξης, η εν πολλοίς χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας, η εξ αποστάσεως θέα της πραγματικότητας σε μια χώρα μακρινή, η συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών, η δολοφονία ενός ακόμα ανθρώπου και η αθώωση του δολοφόνου λόγω ανεπαρκών στοιχείων, μια αυτοκτονία που δεν αποδείχθηκε ποτέ. Όλα αυτά, και άλλα ακόμα, θα μπορούσαν να συνθέτουν ένα καταιγιστικό μυθιστόρημα δράσης, και όμως όχι, είναι απλά το χρονικό κάποιων γεγονότων τελικώς αλληλένδετων μεταξύ τους.

Διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο νιώθει ένα άβολο συναίσθημα, ένα σφίξιμο, μια συνήθης παρενέργεια της αλήθειας. Θα μπορούσε να μην είναι τόσο έντονο το συναίσθημα αυτό, να αρκούσε το ό,τι έγινε, έγινε, δεν αρκεί όμως, γιατί η επικαιρότητα δεν αφήνει τον πόνο να υποχωρήσει, την πληγή να γιατρευτεί, η τριγύρω πραγματικότητα έρχεται διαρκώς να υπενθυμίσει τη ρήση της Μάινχοφ: Είναι λες και ένας άδικος κόσμος ακόμα δυσκολεύεται να μοιράσει τουλάχιστον δίκαια τις αδικίες του.

Το εξώφυλλο της Μελίνας Γαληνού αποτελεί το ιδανικό περιτύλιγμα για ένα βιβλίο όπως αυτό.

υγ. Για το Επιχείρηση σφαγή περισσότερα εδώ, για Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας εδώ.
υγ.2 Η Βαλίτσα μας συστήθηκε με την έκδοση της νουβέλας του Φραντς Κάφκα, Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης. Περισσότερα θα βρείτε εδώ.
 
Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις η βαλίτσα

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ - David Shafer

Ο Ντέιβιντ Σέιφερ, στο λογοτεχνικό του ντεμπούτο, ακολουθεί το μονοπάτι μιας λογοτεχνικής παράδοσης που με τα χρόνια εγκατέλειψε το περιθώριο για να ενταχθεί στον κανόνα, μια παράδοση που οι ρίζες της βρίσκονται στο κυβερνοπάνκ, στη δυστοπική στροφή της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, στη σύγκρουση με το αμερικανικό όνειρο. Με το Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ ο συγγραφέας δεν στοχεύει, όπως τόσοι και τόσοι στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στο επόμενο Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως το πολυσέλιδο πόνημά του στερείται φιλοδοξίας, κάθε άλλο.

Όταν εκείνο που σε απασχολεί ‒και‒ συγγραφικά είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η ψηφιακή διαχείριση των προσωπικών δεδομένων, τότε δεν χρειάζεται να στήσεις έναν κόσμο ολοκληρωτικά φουτουριστικό, σου αρκεί το εδώ και το τώρα. Άλλωστε, η υπεραιχμή της τεχνολογίας, το μακρινό αύριο, χρησιμοποιείται κιόλας, πολύ πριν περάσει στη μαζική παραγωγή. Η Επιτροπή, μυστική οργάνωση που αποτελείται από μια ελίτ που επιθυμεί να κυβερνήσει τον κόσμο, συλλέγει και αποθηκεύει τα προσωπικά δεδομένα με σκοπό να τα εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως και σίγουρα όχι απλώς για να πετύχει πιο στοχευμένες διαφημιστικές καμπάνιες. Οι τρεις πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής, οι κατά κάποιον τρόπο υπό διαμόρφωση ήρωες, η Λέιλα, ο Λίο και ο Μαρκ, βρίσκονται μπλεγμένοι σοβαρά, κάτι που αργούν να αντιληφθούν. Η Λέιλα, μετανάστρια δεύτερης γενιάς, υψηλόβαθμο στέλεχος μιας ΜΚΟ, που δραστηριοποιείται στη Βιρμανία, βλέπει κάτι που δεν θα έπρεπε να δει στην καρδιά της ζούγκλας. Ο Λίο, γόνος πλούσιας οικογένειας, απολύεται ξαφνικά από τη δουλειά του σε έναν παιδικό σταθμό. Ο Μαρκ, συγγραφέας ενός μπεστ σέλερ αυτοβοήθειας, προσλαμβάνεται ως γκουρού ενός πάμπλουτου τύπου. Ο Λίο με τον Μαρκ συνήθιζαν να είναι φίλοι αλλά έχουν από χρόνια απομακρυνθεί. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση.

Ο Σέιφερ στήνει το μυθιστόρημα του ως μια ταυτόχρονη τριπλή αφήγηση μέχρι τη στιγμή που οι μεμονωμένες ιστορίες αναπόφευκτα θα συναντηθούν. Επιλέγει να δώσει έναν έντονα προσωποκεντρικό χαρακτήρα στην αφήγησή του και για τον λόγο αυτό επενδύει αρκετά στο αργό και σταδιακό χτίσιμο των χαρακτήρων. Μέσα από αυτούς στοχεύει να αποτυπώσει μεγάλο μέρος του έξω κόσμου, και τα καταφέρνει. Δημιουργεί έτσι μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το έντονα τεχνολογικό περιβάλλον, πετυχαίνοντας έναν ρεαλισμό υψηλού βαθμού από τον οποίο κυρίως εκπορεύεται ο αναγνωστικός τρόμος πως αυτό δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Εκείνο που χαρακτηρίζει και τους τρεις χαρακτήρες είναι η βαθύτερη έλλειψη νοηματοδότησης, το απαραίτητο ζωοφόρο όραμα που θα σβήσει τη γεύση του ανικανοποίητου και της ματαιότητας, αυτή είναι και η απόχρωση του κόσμου γύρω τους, γύρω μας. Αυτή είναι στον πυρήνα της και η ιστορία που ο Σέιφερ επιθυμεί να αφηγηθεί· μια ιστορία σχεδόν ηρωική σε μια εποχή χαρακτηριστικά αντιηρωική.

Το Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ είναι ένα μυθιστόρημα δράσης, με μια πλοκή γεμάτη από πραγματικά κακούς και επίδοξους καλούς, που διαβάζεται αχόρταγα και θέτει διάφορα επίκαιρα ζητήματα, μεταφρασμένο άξια δια χειρός Λευτέρη Καλοσπύρου. Μάλιστα, οχτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το βιβλίο όχι μόνο δεν μοιάζει παρωχημένο, αλλά στέκει ακόμα πιο ρεαλιστικά επίκαιρο σχετικά με την εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων, αποκαλύπτοντας την οξυδέρκεια του συγγραφέα του. Βέβαια, καλά μυθιστορήματα δράσης υπάρχουν αρκετά, κάποια ίσως ακόμα καλύτερα από το μυθιστόρημα του Σέιφερ. Μια αυστηρή ειδολογική κατάταξη του βιβλίου αυτού θα φανέρωνε μια ελλειμματική προσέγγιση που, ανάμεσα σε άλλα, δεν θα δικαιολογούσε την παρουσία ονομάτων όπως ο Φίλιπ Ντικ, ο Τσακ Πόλανικ, ο Τόμας Πίντσον, ο Ντον ΝτεΛίλο και ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στη λίστα με τις επιρροές και τις διακειμενικές συγγένειες. 

Αρκετές αρετές της γραφής του Σέιφερ θα μπορούσε να απαριθμήσει κανείς, εντούτοις η πλέον παράδοξη είναι μάλλον εκείνη που προσδίδει κάτι το ξεχωριστό εδώ. Ο Σέιφερ υποσκάπτει εξ αρχής και διαρκώς το ίδιο του το μυθιστόρημα, θέτοντας διαρκώς υπό αμφισβήτηση την αλήθεια. Είναι τέτοιος ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τη συνωμοσία ως ασταθές υλικό στην κατασκευή του, που καταφέρνει να αποτυπώσει την παράνοια της εποχής και να θέσει σε λειτουργία μια γεννήτρια υπαρξιακών ερωτημάτων, χωρίς να προσφέρει καμία βεβαιότητα πέρα από εκείνη που είναι διατεθειμένος να πιστέψει ο αναγνώστης, όπως και οι τρεις χαρακτήρες του Σέιφερ, αποκαλύπτοντας, όπως κάθε σπουδαίο βιβλίο, κάτι για το ποιοι είμαστε στην ουσία μας.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 5 Νοεμβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
 
Μετάφραση Λευτέρης Καλοσπύρος
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Δε λες κουβέντα - Μάκης Μαλαφέκας

Η Κ. ήταν εκείνη που μου μίλησε με ενθουσιασμό για τον Μαλαφέκα. Στην επόμενη βόλτα στο βιβλιοπωλείο αναζήτησα τα βιβλία του. Διάλεξα τη Μεσακτή· αναμενόμενο, ήταν η εποχή της Σάμου, του Νήσος Μύκονος. Μου άρεσε το βιβλίο αυτό· ένα καλό παλπ μυθιστόρημα με στακάτο ρυθμό και αρκετή δόση συγχρονίας, πειστική αποτύπωση της συνθήκης καλοκαίρι στην Ικαρία και έναν ιδιόρυθμα συμπαθή πρωτοπρόσωπο αφηγητή, αρκούντως αντιηρωικό και αντιφατικό, τον Μιχάλη Κρόκο. Το Δε λες κουβέντα μπήκε πάραυτα στα προσεχώς· όμως, παρότι η Κ. φρόντισε εγκαίρως να μου δανείσει το βιβλίο ώστε να μην έχω ικανές δικαιολογίες, χρειάστηκα την αφορμή μιας λέσχης ανάγνωσης παρουσία του συγγραφέα. Είναι και οι συγκυρίες στο πρόγραμμα, ο Κρόκος θα συμφωνούσε.

Η συγκυρία για τον, από χρόνια μετανάστη στη Γαλλία, Μιχάλη Κρόκο δεν έμοιαζε η κατάλληλη. Στο αεροπλάνο άπαντες και σε διάφορες γλώσσες μιλούσαν για τέχνη, κατευθυνόμενοι στην Αθήνα που το καλοκαίρι του '17 φιλοξενούσε ένα μέρος της διάσημης έκθεσης μοντέρνας τέχνης Ντοκουμέντα, την εκδοχή νούμερο 14, για την ακρίβεια, που για πρώτη φορά θα εγκατέλειπε τη θαλπωρή της γερμανικής κωμόπολης Κάσελ. Ο Κρόκος ερχόταν από το Παρίσι στην Αθήνα· είχε μόλις κυκλοφορήσει το βιβλίο του με θέμα τον Κολτρέιν και επιθυμούσε μια παρουσίαση. Δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις: μια απλή παρουσίαση, λίγοι φίλοι, αρκετό άγχος, μπόλικη ματαιοδοξία, ισχνές πωλήσεις και τελική καταφυγή σε κάποια κοντινή μπάρα. Ωστόσο: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· υπερκαύσωνας, υπερτουρισμός, υπερμοντέρνα τέχνη. Όπως και να το δει κανείς, δύσκολος συνδυασμός, απάλευτος. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και την ικανότητα του Κρόκου να μπλέκει σε παράλογες καταστάσεις, πιθανώς θανατηφόρος.

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ώρες που ο Κρόκος πατάει έδαφος αθηναϊκό, τα μηνίγγια του ακόμα του υπενθυμίζουν την πτήση. Τσεκάρει πως το σπίτι στην Ασκληπιού είναι στη θέση του όρθιο, αντίθετα με το αμάξι που είναι έγκλειστο σε κάποιο συνεργείο της Ριανκούρ, βάζει ένα ποτό, βάζει ένα δεύτερο, στη μία κλείνει την πόρτα πίσω του και κατεβαίνει για ένα ακόμα στον Ένοικο. Κάπου εδώ εμφανίζεται μια μοιραία γυναίκα. Η Κρις. Χριστίνα Δεληγιάννη. Το απόλυτο παιδί. Λίγο γραφίστρια, λίγο δημοσιογράφος. Υπερ-χίσπτερ και σ' ένα διαρκές τριπ. Πανέμορφα γοητευτική. Κάθεται στη μπάρα με τη Μέτε που δουλεύει για την έκθεση. Είναι και ένας τύπος που φαινομενικά πίνει μόνος του, στενός κορσές παρότι με την πλάτη γυρισμένη, είδος που ευδοκιμεί σε μέρη όπως αυτό χωρίς να εγείρει περαιτέρω υποψίες πέρα από την κατηγορία πιθανός πέφτουλας. Η Μέτε γρήγορα θα χαιρετήσει και θα φύγει. Λίγα ποτά μετά, η Κρις θα του πει για ένα πάρτι στην Ύδρα, για την αφρόκρεμα της καλλιτεχνικής διεθνούς, για μια κατάσταση εκτός ελέγχου, για έναν πίνακα που έκλεψε φεύγοντας· εκείνος μπορεί να τη βοηθήσει, ισχυρίζεται, του χαμογελά γλυκά. Κάπως έτσι ξεκινούν όλα. Ο Κρόκος, που απλά ήθελε να κανονίσει με τον εκδότη του μια παρουσίαση για το βιβλίο του, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ιστορία σκοτεινή.

Αντίθετα, για το άλτερ έγκο του Μιχάλη Κρόκου, τον Μάκη Μαλαφέκα, η συγκυρία έμοιαζε να είναι ιδανική: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· υπερκαύσωνας, υπερτουρισμός, υπερμοντέρνα τέχνη· ιδού πεδίο δόξης λαμπρό. Όλα τα συστατικά ήταν εκεί, το μαγείρεμα έμενε, το κατάλληλο μπλέντερ, η παράδοξη σύνθεση απιθανοτήτων. Για το Δε λες κουβέντα αρκεί κανείς να πει: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· και να: οι προσδοκίες γεννιούνται, οι ορίζοντες σκιαγραφούνται με ευκρίνεια λεπτομερή. Προφανώς και το αποτέλεσμα θα μπορούσε χαλαρά να είναι κακό, πολύ κακό και ακόμα παραπέρα. Αλλά δεν είναι. Ίσως γιατί ο Μαλαφέκας διαθέτει μια ζηλευτή οξυδέρκεια στην παρατήρηση. Αυτό μοιάζει να είναι το βασικό συγγραφικό ατού του, τουλάχιστον στα χωράφια της παλπ λογοτεχνίας. Το γεγονός δε πως μπορεί να επισκέπτεται την Αθήνα με τη διπλή ταυτότητα του Αθηναίου τουρίστα του επιτρέπει να παρατηρεί μικροπράγματα που η καθημερινότητα χωνεύει και απαλύνει.

Η Αθήνα, η άσχημα όμορφη μητρόπολη που μας αναλογεί, δεν έχει πρωταγωνιστήσει όσο της πρέπει λογοτεχνικά. Μιλώ για την Αθήνα και όχι για μια ρεπλίκα αυτής στο φαντασιακό του εκάστοτε επίδοξου συγγραφέα/φλανέρ. Στο Δε λες κουβέντα, η Αθήνα κρατά τον πρώτο ρόλο, τα πολύπαθα Εξάρχεια κυρίως, αλλά και το εξωτικό Πολύγωνο και η κακόφημη οδός Φυλής. Και ο Μαλαφέκας το κάνει αυτό χωρίς να πουλά εξωτισμό, η Αθήνα είναι απλά η πόλη στην οποία λαμβάνει χώρα η περιπέτεια του Κρόκου, το πλαίσιο εντός του οποίου συμβαίνει η Ντοκουμέντα. Γιατί είναι η Αθήνα που επιτρέπει την ετερόκλητη αυτή συνύπαρξη προσώπων και καταστάσεων και προσφέρει έδαφος γόνιμο στη συγγραφική φαντασία. Όμως, χωρίς τον Κρόκο, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε πολλή σημασία. Αυτός είναι το πραγματικό συγγραφικό επίτευγμα του Μαλαφέκα, έτσι όπως ισορροπεί οριακά, γαμάτος αλλά και λίγο μαλάκας, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, διαθέτοντας μια ικανοποιητική εικόνα εαυτού, μην πασχίζοντας να επιδείξει γαματοσύνη, πόσο μάλλον άμεμπτη ηθική.

Η πλοκή στις ιστορίες του Κρόκου είναι με τον τρόπο της δευτερεύουσα. Καλοστημένη και λειτουργική, με ευρήματα και ανατροπές, αλλά όχι ευαγγέλιο ιερό, όχι στοιχείο εντυπωσιασμού. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι πειστικοί και όσο πρέπει στερεοτυπικοί. Εγώ τη Ματίνα αγάπησα περισσότερο απ' όλους, να ξέρετε. Η στερεοτυπία είναι μια αναγκαία συνθήκη στην παλπ, με ροπή προς το νουάρ, λογοτεχνία. Έτσι και εδώ έχουμε έναν παράδοξα συμπαθή αντιήρωα, μια μοιραία γυναίκα, κάποιους κακούς, μια εξιχνίαση, συμφέροντα και θεωρίες συνωμοσίας, μια πόλη σκοτεινή και καυτή· έχουμε επίσης διάχυτο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, μαύρο χιούμορ, κορυφώσεις στην αγωνία. Και όμως, οι συμβάσεις αυτές, εκτός από αναμενόμενες, είναι και ειδολογικά αναγκαίες. Ο Μαλαφέκας το είδος το ξέρει αρκετά καλά και το υπηρετεί με συνέπεια. Αυτό από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό ωστόσο. Μια ακόμη σύμβαση του είδους είναι η υποχρεωτική έλλειψη σεβασμού προς αυτό, που θα δώσει τον απαραίτητο χώρο για το προσωπικό στίγμα. Και ο Μαλαφέκας προσωπικό στίγμα διαθέτει άφθονο.

Το Δε λες κουβέντα μου πρόσφερε αναγνωστικά περισσότερα απ' όσα ανέμενα, παρότι πίστευα, έχοντας διαβάσει τη Μεσακτή, πως ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Τώρα, αναμονή μέχρι το επόμενο μπλέξιμο του Κρόκου.

υγ. Τη Ντοκουμέντα του Κάσελ, την εκδοχή νούμερο 13, γλέντησε ο λατρεμένος Ενρίκε Βίλα Μάτας Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική, για το οποίο περισσότερα θα βρείτε εδώ. Περισσότερα για τη Μεσακτή θα βρείτε εδώ.

υγ2. Το βιβλίο τώρα, μετά από μια αρμένικη βίζιτα στη βιβλιοθήκη μου, θα επιστραφεί στη νόμιμη κάτοχο με αφιέρωση του συγγραφέα. Να δανείζετε!

Εκδόσεις Μελάνι

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

Μας καταβροχθίζει η φωτιά - Jaume Cabré

Μετά την εκκωφαντική, αναγνωστική, αλλά και εμπορική, επιτυχία του Confiteor στη χώρα μας, κάθε νέο βιβλίο του Ζάουμε Καμπρέ αποτελεί σημαίνον εκδοτικό γεγονός, καταδικασμένο ωστόσο στη σύγκριση με το πρότερο έργο του, κυρίως με το Confiteor αλλά και τις Φωνές του ποταμού Παμάνο. Σύγκριση άδικη μα αναπόφευκτη. Παραδοχή: ξεκίνησα να διαβάζω το Μας καταβροχθίζει η φωτιά περισσότερο από περιέργεια παρά από προσδοκία· περιέργεια να δω τον Καμπρέ να καταπιάνεται με το νουάρ. Οι όποιες προσδοκίες έμελλε να υψωθούν στην πορεία.

Ο Ισμαήλ γεννήθηκε την πιο κρύα μέρα του χρόνου. Ήταν Τετάρτη και ο λιγοστός κόσμος, που κυκλοφορούσε στις οκτώ η ώρα το πρωί, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να μπει το γρηγορότερο δυνατόν κάπου ζεστά. Η πιο κρύα μέρα του χρόνου, ίσως και της δεκαετίας.

Έχασε τη μητέρα του μικρός και ο πατέρας του δεν έχανε ευκαιρία να τον κατηγορεί διαρκώς και για το οτιδήποτε. Εκείνος σύντομα κατέληξε σε μια ψυχιατρική κλινική και ο Ισμαήλ σε ένα διαμέρισμα ανηλίκων. Από τότε είχε να δει τη Λέο, τον παιδικό του έρωτα. Εν τω μεταξύ τα χρόνια πέρασαν, ο Ισμαήλ τελείωσε τη φιλολογία και ξεκίνησε να εργάζεται ως καθηγητής, μια ζωή μετρημένη, χωρίς εκπλήξεις, με τη λογοτεχνία να τον συντροφεύει και να του χαρίζει τα ύψη στα οποία η καθημερινότητα αποτυγχάνει με συνέπεια ξανά και ξανά. Όταν στάθηκε μπροστά της στο κατάστημα με τις κλωστές, δεν την αναγνώρισε. Δεν περίμενε τίποτα πια, δεν είχε λόγους να κοιτά με προσοχή, να γυρεύει θαύματα. Μη μου μιλάς στον πληθυντικό, θα του πει εκείνη, παίζαμε στο πλατύσκαλο, εσύ κι εγώ. Και να που το χαρτί της ζωής μοιάζει να γυρνά. Φευ.

Ο τίτλος του πλέον πρόσφατου μυθιστορήματος του Καταλανού συγγραφέα είναι μέρος της παλίνδρομης λατινικής φράσης In girum imus nocte et consumirum igni, Στριφογυρίζουμε μες στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά. Η φράση αυτή εν πολλοίς συμπυκνώνει την αίσθηση κατά την ανάγνωση, αφού η αφηγηματική φωνή, και η παρεπόμενη αυτής ατμόσφαιρα, φέρνει στο νου προφορική αφήγηση παραμυθιού γύρω από μεγάλη φωτιά που πυκνώνει το σκοτάδι τριγύρω. Αίσθηση που λειτουργεί καθηλωτικά, επιβάλλοντας μια αδιάκοπη, κατά το δυνατόν, ανάγνωση, ενεργοποιώντας παιδικές αναγνωστικές μνήμες. Σε τεχνικό επίπεδο, η σύμβαση αυτή επιτρέπει στις διάφορες παρεκβάσεις που φέρουν κάτι από μαγικό ρεαλισμό να λειτουργήσουν, αλλά και να δικαιολογηθεί η χρήση της ποιητικής και υπαινικτικής γλώσσας, αφηγηματικά συστατικά μη αναμενόμενα σε μια ιστορία με στοιχεία νουάρ, αλλά απαραίτητα σε ένα σκοτεινό παραμύθι. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του παντογνώστη αφηγητή, στο τέλος της ιστορίας, επισφραγίζει τη σύμβαση.

Ο Καμπρέ πετυχαίνει μια όμορφη αντίστιξη ανάμεσα στην αφηγηματική φωνή και το περιεχόμενο, καθώς η ιστορία του Ισμαήλ ως αφήγηση μοιάζει αρχετυπική αλλά ως προς το περιεχόμενο σύγχρονη, και αυτή η αντίστιξη διαθέτει μια γοητεία, που αναδεικνύει τη συγγραφική μαστοριά, την ικανότητα να αφηγηθεί με τρόπο παλιακό μια ιστορία συγκαιρινή, την ιστορία του Ισμαήλ και της Λέο, που τόσο κοντά έφτασαν στην ευτυχία. Το Μας καταβροχθίζει η φωτιά είναι ένα ιδιότυπο νουάρ, με τον τρόπο που η Τοκάρτσουκ έφερε τα τελευταία χρόνια στο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό προσκήνιο, με την επαναμάγευση του τριγύρω ζόφου, με την επιστροφή στις πηγές του μύθου, χωρίς ωστόσο καμία διάθεση αναχωρητισμού. Ο Καμπρέ μας υπενθυμίζει ότι σημασία σε μια ιστορία δεν έχει τόσο το τι αλλά το πώς. 

Ένα πολυεπίπεδο, παρότι φαινομενικά απλό, μυθιστόρημα.

Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Ο κόσμος είναι ένας γάμος - Delmore Schwartz

Το όνομα του Ντέλμορ Σβαρτς στο εξώφυλλο δεν μου έλεγε τίποτα. Ωστόσο, το ίδιο το εξώφυλλο —ξεκάθαρη υποψηφιότητα για ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα της χρονιάς—, συνεπικουρούμενο από τον αρκούντως παράδοξο τίτλο, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, μου κίνησε την περιέργεια. Πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, το περιεργάστηκα, διάβασα το οπισθόφυλλο σε μια απόπειρα να διαλευκάνω αν επρόκειτο για μυθοπλασία ή δοκίμιο. Η αναφορά στη Νέα Υόρκη της Μεγάλης Ύφεσης, ως χωροχρονικό σημείο κατά το οποίο διαδραματίζεται η πλοκή της νουβέλας, ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει προσδοκίες και επιθυμίες ανάγνωσης. Έτσι έγιναν τα πράγματα.

Ο κύκλος των ανθρώπινων πλασμάτων που ένωσαν η ανάγκη και η αγάπη εγκαινιάστηκε με την αποφοίτηση, ή αναχώρηση, του Ράντγιαρντ Μπελ από το σχολείο, ακριβώς την εποχή που ξεσπούσε η μεγάλη οικονομική ύφεση. Ο Ράντγιαρντ ήταν αρχηγός και καπετάνιος σ' όλες τις καρδιές, και το διαμέρισμα της αδερφής του, της Λόρα, ήταν ο τόπος που ολοκληρώθηκε η δημιουργία του κύκλου. Όταν αποφοίτησε ο Ράντγιαρντ, αποφάσισε να αφοσιωθεί στη συγγραφή θεατρικών έργων. Η θεία του είχε προτείνει να γίνει καθηγητής στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι να αποδείξει την αξία του ως δραματουργού, αλλά ο Ράντγιαρντ απέρριψε την πρότασή της. Είπε πως το να είσαι θεατρικός συγγραφέας ήταν επάγγελμα ευγενές και δύσκολο, στο οποίο έπρεπε να δώσεις όλο σου το είναι.

Ένας κύκλος νέων ανθρώπων με φιλοδοξία αναντίστοιχη της εποχής κατά την οποία όλα γύρω καταρρέουν, που οι κραυγές των απελπισμένων ακούγονται λίγο πριν την πρόσκρουση στο έδαφος, αλλά εκείνοι, ίσως επειδή είναι νέοι, ίσως επειδή δεν τα έχουν χάσει όλα, όχι ακόμα τουλάχιστον, συνεχίζουν να επιμένουν, νιώθοντας πως κάποια πράγματα, αν όχι τα πάντα, δικαιωματικά τους αξίζουν. Ο ρουμανοεβραϊκής καταγωγής Σβαρτς, γεννημένος το 1913 στη Νέα Υόρκη, ανήκε σε αντίστοιχους κύκλους με τους ήρωες της νουβέλας του. Είναι ένας κόσμος που γνώριζε καλά, αυτός της μεσαίας τάξης της δεύτερης γενιάς μεταναστών, ένας κόσμος εν πολλοίς περίκλειστος, που διατηρεί μια δεδομένη, αν και μάλλον τυχαία, απόσταση με όσα τρομακτικά συμβαίνουν τριγύρω, διαθέτοντας ακόμα μια σειρά από προνόμια, με βασικό εκείνο της έλλειψης προβλημάτων επιβίωσης, ένας κόσμος που ακόμα μπορεί να γελά εις βάρος της αποτυχίας των άλλων και να μη φοβάται πως αργά ή γρήγορα θα βρεθεί στην ίδια δεινή θέση. Ο Σβαρτς, όχι τυχαία, στρέφει τα βέλη της σάτιρας προς τα μέλη του κύκλου, επιθυμώντας να εντείνει την απόσταση αυτή, κατασκευάζει έναν μικρόκοσμο εντός της μεγάλης εικόνας, ένα σύνολο μεμονωμένων, ατομικών αποτυχιών εντός μιας συλλογικής αποτυχίας, της —πρόσκαιρης μα με περισσό πάταγο— κατάρρευσης του αμερικανικού ονείρου. Καθένας, μοιάζει να λέει, έχει τα δικά του προβλήματα, τις δικές του υπό αίρεση βεβαιότητες, όλα εκείνα που θεωρούσε ως δεδομένα, ωστόσο, όσο απομακρύνεται κανείς από τον κύκλο, τόσο τα προβλήματα αυτά ξεφουσκώνουν και υποχωρούν υπό το ίδιο τους το βάρος, τόσο μοιάζουν κάπως αστεία.

Η νουβέλα, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, παρότι τελικά συμπεριλήφθηκε στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων, αποτελούσε αρχικά κεφάλαιο ενός φιλόδοξου μυθιστορήματος το οποίο δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε. Και λέω δυστυχώς, γιατί σ' αυτή την ανολοκλήρωτη φιλοδοξία ο αναγνώστης διακρίνει πολύ ενδιαφέροντα συστατικά, υποσχόμενα ένα σπουδαίο μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, ικανό, στη φαντασία μου, να ενταχθεί στον κανόνα της σπουδαίας λογοτεχνίας των Εβραίων της Αμερικής. Ο Σβαρτς, δημιουργικά πολυσχιδής και αντιπροσωπευτικό δείγμα της αμερικανικής εκδοχής του μοντερνισμού, ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση, αλλά και με το θέατρο, και αυτό είναι κάτι το οποίο φαίνεται έντονα στις σελίδες της νουβέλας αυτής, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Ξεχωρίζουν οι διάλογοι μεταξύ των προσώπων καθώς αποδεικνύονται καταλυτικοί για την ολοκλήρωση των χαρακτήρων και για την αποτύπωση της αποτυχίας και των ονείρων. Εντός αυτών, επίσης, ο Σβαρτς παραχώνει ένα μεγάλο μέρος της σατιρικής διάθεσης, αναδεικνύοντας την απόσταση που χωρίζει τον μικρό τους κύκλο από τον μεγάλο κόσμο μέσα από τα ίδια τους τα λόγια.

Γραφή θελκτική, ιδιότυπα ρεαλιστική, που συνοδεύει και υποστηρίζει γλωσσικά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εντός του σαλονιού. Η αμφιθυμία αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο συναίσθημα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Το γέλιο εδώ είναι γλυκόπικρο καθώς περιλαμβάνει και ένα σαφέστατο κομμάτι ενοχής υπό τη μορφή χαιρεκακίας στη θέα της αποτυχίας του άλλου. Οι αναλογίες με το δικό μας οικονομικό και κοινωνικό παρόν είναι ορατές, το σαλόνι εκείνο δεν μοιάζει και τόσο μακρινό τελικά. Να θυμάστε καλά: τα προβλήματά μας πάντα θα είναι μεγαλύτερα των άλλων και αλίμονο σε όποιον μας στερεί το δικαίωμα αυτό.

Υπερκάλυψη προσδοκιών. Ο κόσμος είναι ένας γάμος υπήρξε μια αναγνωστική έκπληξη.

Μετάφραση Σοφία Αυγερινού
Εκδόσεις Μάγμα

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Χρονοσεισμός - Kurt Vonnegut

Μέχρι πρόσφατα, ελάχιστες εκδόσεις των βιβλίων του σπουδαίου Κερτ Βόννεγκατ (1922 - 2007) κυκλοφορούσαν στα ελληνικά. Η επανακυκλοφορία από τις εκδόσεις Πατάκη του Χρονοσεισμού, του τελευταίου μυθιστορήματός του, αποτελεί την απαρχή μιας νέας περιόδου ενδιαφέροντος για τον Αμερικανό συγγραφέα, καθώς εδώ γίνεται η προαναγγελία δύο υπό έκδοση μυθιστορημάτων (Ο θεός να σας έχει καλά, Το πρωινό των πρωταθλητών) σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά, τα οποία ο Βόννεγκατ έγραψε αντίστοιχα πριν και μετά από το διάσημο Σφαγείο Νούμερο Πέντε, τον αντιπολεμικό αυτό ύμνο με αφορμή την εμπειρία του ως αιχμαλώτου πολέμου στη Δρέσδη κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της από τις συμμαχικές δυνάμεις τον Φεβρουάριο του '45.

Ο Χρονοσεισμός είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που διαδραματίζεται συμμετρικά στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1997, τέσσερα χρόνια πριν λάβει χώρα ο χρονοσεισμός που συγκλόνισε τον πλανήτη και η ζωή γύρισε πίσω δέκα χρόνια για να επαναληφθεί ξανά από την αρχή και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, χωρίς καμία ελευθερία στη βούληση. Με αυτό το εύρημα στο επίκεντρο, ο Βόννεγκατ, έχοντας για παρέα το άλτερ έγκο του, Κίλγκορ Τράουτ, και με βηματισμό άναρχο, στήνει ένα τεράστιο πανηγύρι απολαμβάνοντας τη συγγραφική υπεροχή απέναντι στις δυνάμεις του χρόνου. Είναι η δική του αποχαιρετιστήρια γιορτή και είναι αποφασισμένος να το διασκεδάσει ανεβάζοντας στη σκηνή πρόσωπα αγαπημένα, υλοποιώντας μελλοντικά σχέδια, μιλώντας για όσα ο ίδιος κρίνει σημαντικά με τον δικό του τρόπο, υπενθυμίζοντας πως η ζωή, γεμάτη απροσδόκητες εκπλήξεις, θα υπερτερεί αναπόφευκτα έναντι οποιασδήποτε μυθοπλαστικής απόπειρας.   

Ο Βόννεγκατ εκφράζει εξ αρχής τη βεβαιότητα πως αυτό είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, καθώς συνειδητοποιεί πως με τα χρόνια η έμπνευση δεν τον επισκέπτεται πια τόσο συχνά όσο άλλοτε, κάτι το οποίο δεν διστάζει να μοιραστεί με τον αναγνώστη, επιδεικνύοντας μια διάθεση ειλικρινών προθέσεων. Αναζητά έμπνευση στην επίγνωση αυτή, στην επιθυμία να γράψει ένα τελευταίο βιβλίο, επινοεί την κατάλληλη κατασκευή γι' αυτό. Και παρότι όλα αυτά προδιαθέτουν για ένα βεβιασμένο εγχείρημα, μια τελευταία προσθήκη στον κατάλογο, ο Βόννεγκατ καταφέρνει να παραδώσει ένα υπέροχα ιδιαίτερο μυθιστόρημα, άκρως αντιπροσωπευτικό του κόρπους του, που πετυχαίνει να ισορροπήσει περίφημα ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και τη μυθοπλασία. Μυθιστόρημα ικανό να σταθεί και χωρίς την προσθήκη του χαρακτηρισμού του ως διαθήκης.

Παρότι δύσκολο να καταταγεί ειδολογικά, ο Χρονοσεισμός αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνολικού έργου του Βόννεγκατ, καθώς ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας, η σάτιρα, ο στοχασμός και η επιστημονική φαντασία, οι κύριοι δηλαδή πυλώνες του, εδώ συνυπάρχουν. Είναι ο τρόπος του Βόννεγκατ να πει το λογοτεχνικό του αντίο, να συνοψίσει και να ανακεφαλαιώσει μια ολόκληρη ζωή, μια ζωή που κινήθηκε ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, συχνά δε ταυτόχρονα. Συστατικά που θα ανέμενε κανείς να συναντήσει σ' ένα αποχαιρετιστήριο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, όπως ο αναστοχασμός και η νοσταλγία, για παράδειγμα, εδώ δεν κυριαρχούν, άλλωστε, ένας συμβατικός απολογισμός ζωής δεν μοιάζει να είναι του γούστου του και σίγουρα δεν αποτελεί συγγραφική επιδίωξη στον Χρονοσεισμό.

Η γραμμικότητα στην αφήγηση και η αιτιώδης διαδοχή των γεγονότων δεν χαρακτήρισαν ποτέ το έργο του Βόννεγκατ. Θα ήταν επομένως μια παράλογη επιλογή κάτι τέτοιο να συμβεί στον αποχαιρετισμό. Ωστόσο, αυτό το μεταμοντέρνο γαϊτανάκι, όπου κάθε σύμβαση υποχωρεί υπό το ίδιο της το βάρος, λειτουργεί αναγνωστικά με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό, ικανοποιώντας πλήρως τον πρώτο κανόνα του ίδιου του Βόννεγκατ που συμβουλεύει τους επίδοξους συγγραφείς διηγημάτων να χρησιμοποιούν τον χρόνο ενός παντελώς άγνωστου (βλ. αναγνώστη) έτσι ώστε εκείνος να μη νιώθει πως πήγε χαμένος. Και κάθε άλλο παρά χαμένος θα αποδειχθεί ο χρόνος που ο αναγνώστης θα επενδύσει στην ανάγνωση κάθε βιβλίου του Βόννεγκατ. Ο τρόπος με τον οποίο μπλέκει το πραγματικό και το φανταστικό είναι απολαυστικός, η οξυδέρκεια με την οποία παρατηρεί και στέκεται απέναντι στα πράγματα, επίσης.

Συγγραφείς που έγραψαν κάποια στιγμή ένα βιβλίο που σύντομα χαρακτηρίστηκε αριστούργημα, όπως συνέβη με τον Βόννεγκατ και το Σφαγείο Νούμερο Πέντε, και το οποίο τους έδωσε φήμη και χρήμα, καταδικάστηκαν να ταυτιστούν με το βιβλίο αυτό. Ωστόσο, ο Βόννεγκατ, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ένας συγγραφέας που αξίζει κανείς να διαβάσει στο σύνολό του και ο Χρονοσεισμός αποτελεί μια καλή υπενθύμιση.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ

Μετάφραση Χριστόδουλος Λιθαρής
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Αποσυνάγωγοι - Ογούζ Ατάι

Η είδηση της εξαφάνισης ενός νέου μηχανολόγου ονόματι Τουργκούτ Οζμπέν δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες ημερήσιας κυκλοφορίας κάπου στην τέταρτη ή πέμπτη σελίδα τους. Βρισκόμουν τότε στο εξωτερικό. [...] Ο λόγος για τον οποίο γράφω αυτές τις αράδες που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση με τούτο το βιβλίο, είναι γιατί θέλω να πω λίγα επεξηγηματικά για την περιπέτειά του, η οποία θα μπορούσε και να ταιριάζει, από πολλές απόψεις, με εκείνη των άτυχων πρωταγωνιστών του.

Το χειρόγραφο, συνοδευόμενο από μια επιστολή, έφτασε με τη μορφή δέματος στο γραφείο του ανώνυμου συγγραφέα στην εφημερίδα που τότε εργαζόταν. Είχαν ήδη περάσει τρία χρόνια από την εξαφάνιση του νεαρού μηχανολόγου Τουργκούτ Οζμπέν που υπέγραφε την επιστολή. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί ταξιδεύοντας με το τρένο και ο Τουργκούτ ζήτησε τη διεύθυνση του συνταξιδιώτη του καθώς ο ίδιος, τότε, δεν είχε πια μια σταθερή κατοικία, βρισκόταν ήδη σε πορεία εξαφάνισης. Το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα ακολουθεί το αντίστοιχο από μεριάς του εκδοτικού οίκου, με το οποίο επισημαίνεται η απουσία οποιασδήποτε βεβαιότητος που θα καθιστούσε το περιεχόμενο του παρόντος βιβλίου πραγματικό και καλεί τον αναγνώστη να το εκλάβει ως ένα ντοκουμέντο ερμηνευτικό της προσωπικότητας του ανθρώπου ή των ανθρώπων που βρίσκονται πίσω από τις σελίδες του. Έτσι, η ιστορία έκδοσης του βιβλίου, ο τρόπος με τον οποίο έφτασε στα χέρια του συγγραφέα, εγκιβωτίζεται στο ίδιο το μυθιστόρημα, καθιστώντας το πρωτεύον πρόσωπο της πλοκής του. Το εύρημα αυτό, γνώριμο στην ιστορία της λογοτεχνίας, αποσυνδέει τον συγγραφέα από το βιβλίο, καθιστώντας τον έναν μεσολαβητή, ένα απλό γρανάζι για την έκδοση του βιβλίου, σπρώχνοντας τον ίδιο τον Ατάι ακόμα πιο μακριά από τους Αποσυνάγωγους, ή ακόμα πιο βαθιά μέσα τους· όπως προτιμά κανείς.

Στο χειρόγραφο, πρωταγωνιστής είναι ένας απών, ο Σελίμ. Όταν ο Τουργκούτ μαθαίνει για την αυτοκτονία του, κάτι μέσα του σπάει οριστικά. Δεν είναι απλώς η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά η συνειδητοποίηση του πόσο άγνωστοι παραμένουμε σε αυτή τη ζωή, του πόσο μόνοι διάγουμε τον βίο, αντιμέτωποι με τις αγωνίες, τους φόβους, τα όνειρα και τις ελπίδες μας, παρά τις αγκαλιές, το κρασί και τις υποσχέσεις, γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι. Ποιος ήσουν Σελίμ; Σε ανύποπτη στιγμή, πριν την αυτοκτονία, ο Τουργκούτ θα παρουσιαζόταν βέβαιος για το βάθος της φιλίας αυτής, παρότι κάποια στιγμή η ζωή τους τράβηξε διαφορετικές τροχιές, έτσι όπως ο Τουργκούτ επέλεξε έναν δρόμο γνώριμο και χιλιοπατημένο, εκείνο που πολλοί αποκαλούν φυσική εξέλιξη μιας ζωής, τον γάμο και τα παιδιά, τη σταθερή δουλειά και όλα όσα εκείνα μαζί τους φέρνουν, όπως για παράδειγμα τα τραπεζομάντηλα μιας προίκας και την ακόλουθη επιλογή του κατάλληλου για την εκάστοτε περίσταση. Θα έλεγε, σίγουρα θα έλεγε ο Τουργκούτ πως είναι φίλοι με τον Σελίμ, και θα το πίστευε. Όμως, η αυτοκτονία του Σελίμ έρχεται να καταρρίψει τη βεβαιότητα τούτη, την ασυλλόγιστη βεβαιότητα, την από κεκτημένη ταχύτητας βεβαιότητα, ναι, θα έλεγε, είμαστε φίλοι με τον Σελίμ, καρδιακοί φίλοι. Ο Τουργκούτ επιχειρεί να συνθέσει το πορτραίτο του Σελίμ, να απαντήσει στο ερώτημα ποιος πραγματικά ήταν. Αυτό δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής προς τον εκλιπόντα, αλλά μια αναγκαιότητα που με την είδηση της αυτοχειρίας βαραίνει τον Τουργκούτ, καθώς εμφανίζει ένα ερώτημα, καλά καταχωνιασμένο για χρόνια σε μια εσοχή ολότελα δική του, ποιος είμαι; Σε αυτή τη διαδρομή έρευνας και ανασύνθεσης, ο Τουργκούτ θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα με τα οποίο ο Σελίμ συνδέθηκε και θα ανατρέξει σ' όσα γραπτά άφησε πίσω του. Αυτή είναι η υπόθεση των Αποσυνάγωγων, απλή και ανθρώπινη.

Εκείνο που διατρέχει και συνέχει από άκρη σε άκρη τους Αποσυνάγωγους είναι το αίσθημα της αγωνίας, της βαθιάς υπαρξιακής και ανθρώπινης αγωνίας, η πυρετώδης αναζήτηση του Τουργκούτ που φέρνει στην επιφάνεια την πυρετώδη αναζήτηση του Σελίμ, η κοινή, καίτοι ετεροχρονισμένη, καταβύθιση ως την εξαφάνιση των δύο αυτών νεαρών, που υπήρξαν ή ένιωσαν αποσυνάγωγοι της πραγματικότητας, που υποχώρησαν κάτω από το βάρος της επιθυμίας για έναν κόσμο διαφορετικό. Ο Ατάι, για να εκπληρώσει τη φιλοδοξία του, συμμαχεί με τη γλώσσα. Σε εκείνη καταφεύγει για να αποτυπώσει την αγωνία. Οι Αποσυνάγωγοι είναι η γλώσσα, τα όρια της είναι εκείνα που επιτρέπουν στο μυθιστόρημα αυτό να υπάρξει και να επιτελέσει την αποστολή που του ανατέθηκε, να περιγράψει, δηλαδή, την ατομική, ανθρώπινη αγωνία ενάντια στη δεδομένη πραγματικότητα, στην κυρίαρχη πραγματικότητα, τη σύνθλιψη, πρώτα του εμείς, ύστερα του εγώ, αλλά και την αλλοτρίωση και την ποδοπάτηση ονείρων και αξιών.

Οι Αποσυνάγωγοι είναι ένα μυθιστόρημα συναισθηματικά δυσβάσταχτο. Ο Ατάι, παρότι αναφέρεται στην τουρκική πραγματικότητα, έχει την καθοριστική οξυδέρκεια να καταστήσει το μυθιστόρημά του οικουμενικό, προβάλλοντας την κοινή ανθρώπινη αγωνία, αποτυπώνοντάς την στο πλήρες της εύρος. Συναισθηματικά δυσβάσταχτο τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, η πανωλεθρία παραμονεύει σε κάθε γωνία, η αυτοχειρία του Σελίμ και η εξαφάνιση του Τουργκούτ προκαταβάλλονται άλλωστε. Δεν υφίσταται, ή δεν θα έπρεπε να υφίσταται, το αισιόδοξο-απαισιόδοξο ως ζεύγος προσέγγισης, όχι για το μυθιστόρημα αυτό τουλάχιστον. Οι Αποσυνάγωγοι διακρίνονται για τον ιδιότυπο ρεαλισμό τους, αυτό είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι, η ίδια η ζωή. Και καθώς όλα υπάρχουν μέσα σε όλα, ο αναγνώστης θα διαβεί και σελίδες που γεννούν ένα γέλιο ασυγκράτητο, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν να κάνουν με τον αγώνα ενός απλού πολίτη σε μια δημόσια υπηρεσία, η μάχη για μια απλή υπογραφή, το κυνήγι του προϊστάμενου και η απόπειρα σαγήνης του κλητήρα που θα οδηγήσει ως το γραφείο του διευθυντή.

Ανάμεσα σε άλλα, ο τρόπος με τον οποίο ενοικεί η ίδια η λογοτεχνία εντός της ιστορίας εντείνει τον προαναφερθέντα ρεαλισμό. Η σχέση των πρωταγωνιστών μαζί της, η απόσταση που ενίοτε εκείνη δημιουργεί από την πραγματική ζωή, η καταφυγή στη γραφή και η υποταγή στη ματαιότητα αυτής, οι αναγνωρίσιμες διακειμενικές αναφορές, η συχνά δυσδιάκριτη αποκοπή του αφηγηματικού προσώπου από το ίδιο το πρόσωπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η λογοτεχνία λειτουργεί ενδοκειμενικά αποτελεί το ποίημα του Σελίμ, Χθες, σήμερα, αύριο, έκτασης εξακοσίων στίχων, χωρισμένο σε ωδές, το οποίο συνοδεύεται από πολυσέλιδο ερμηνευτικό σχολιασμό. Ποίημα το οποίο έρχεται να σταθεί δίπλα στις σελίδες ημερολογίου και τις προφορικές αφηγήσεις του Σελίμ, αποτελώντας καθοριστικά στοιχεία στην απόπειρα ανασύνθεσης που επιχειρεί ο Τουργκούτ.

Η ευφυής σύνθεση και διαχείριση του υλικού, οι εναλλαγές της αφηγηματικής φωνής αλλά και της απεύθυνσης, ο κυρίαρχος μοντερνισμός και ο υποδόριος μεταμοντερνισμός είναι τα κυρίαρχα τεχνικά χαρακτηριστικά της κατασκευής. Ωστόσο, η τεχνική αρτιότητα της κατασκευής, ας σημειωθεί εδώ πως ο Ατάι είχε σπουδάσει πολιτικός μηχανικός, δεν θα ήταν αρκετή από μόνη της, αρκετή δεν θα ήταν ούτε η αγάπη και η γνώση της παγκόσμιας γραμματείας, είναι, λέω ξανά, η ανθρώπινη αγωνία εκείνη που συνέχει το περίτεχνο αυτό κατασκεύασμα, είναι η οικεία οσμή της που λειτουργεί για τον αναγνώστη ως μίτος στον λαβύρινθο των φωνών που η κατάρρευση των συμβάσεων αφήνει πίσω της, καίτοι γνωρίζει την κατάληξη ήδη από την αρχή, ο Σελίμ είναι νεκρός, ο Τουργκούτ εξαφανισμένος.

Οι Αποσυνάγωγοι, παρά το λογοτεχνικό τους εκτόπισμα και τον αναγνωστικό ίλιγγο που προκαλούν, δεν είναι ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται σε κάποια ελίτ. Λίγες μόνο σελίδες αρκούν για να γεννήσουν το δέος απέναντι σε αυτό που ο Ατάι οραματίστηκε και υλοποίησε στο πρώτο(!) του μυθιστόρημα. Λίγες σελίδες είναι αρκετές για να νιώσει ο αναγνώστης πως εδώ έχει να αναμετρηθεί μ' ένα μυθιστόρημα που ανήκει στον κανόνα της λογοτεχνίας, για να πειστεί πως η ίδια η διαδρομή, κατά τόπους δύσκολη στην αναπνοή, θα τον αποζημιώσει. Τέτοιο βιβλίο είναι οι Αποσυνάγωγοι, τέτοιου μεγέθους λογοτεχνία.

Η μετάφραση από τα τουρκικά, πραγματικός άθλος, ανήκει στη Νίκη Σταυρίδη· το κατατοπιστικό επίμετρο στον Βασίλη Δρόλια, που αγάπησε και πρότεινε το μυθιστόρημα αυτό ώστε να πάρει τη θέση του στη σειρά Orbis Literæ, εκεί που ορθά ανήκει.

Μετάφραση Νίκη Σταυρίδη
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Οι μεταφορές του Βασιλιά - Joshua Cohen

Ήταν καλοκαίρι, πλησίαζε η εορταστική εβδομάδα —Ημέρα Μετακόμισης (τελευταία μέρα του μήνα, πρώτη μέρα του μήνα) και αμέσως μετά η Ημέρα της Ανεξαρτησίας— και ο Ντέιβιντ Κινγκ είχε πάει στα Χάμπτονς σε ένα πάρτι γενεθλίων για την Αμερική, στο οποίο ήταν προσκεκλημένος ως μέλος του Empire Club, που είχε ζητήσει από τους παρευρισκόμενους να δωρίσουν τουλάχιστον 4.000 δολάρια προσφέροντας ως αντάλλαγμα νερωμένα ποτά και άνοστο μπάρμπεκιου υπό την αιγίδα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Πρώτα σε προσκαλούσαν στο πάρτι και μετά σε έβαζαν να πληρώσεις: αυτό πάει να πει καλή κοινωνία. Να πώς οι δισεκατομμυριούχοι έβγαζαν τα λεφτά τους.

Πιάνοντας στα χέρια μου τις Μεταφορές του Βασιλιά επιθυμούσα σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, φρέσκια και ενδεικτική του εκεί κλίματος. Αυτές ήταν οι προσδοκίες, συνεπικουρούμενες από την αξιοπιστία των επιλεγμένων τίτλων της λογοτεχνικής σειράς Aldina. Στις πρώτες κιόλας σελίδες, ο Ντέιβιντ Κινγκ, μεσήλικας επιχειρηματίας μεταφορών και αποθήκευσης, χωρισμένος και σε μια περίπλοκη νέα σχέση, θύμισε έντονα τον ανυπέρβλητο ήρωα του Ρίτσαρντ Φορντ, Φρανκ Μπάσκομπ, ιδιαίτερα την εκδοχή του στην Ημέρα Ανεξαρτησίας, όταν και διάγει την υπαρξιακή περίοδό του, έχοντας αφήσει προ πολλού πίσω τη λογοτεχνική συγγραφή και την αθλητικογραφία για να ασχοληθεί με τη μεσιτεία ακινήτων. Ξεφτισμένο αμερικανικό όνειρο και αντρική κρίση μέσης ηλικίας· ένας πολλά υποσχόμενος συνδυασμός για μυθιστόρημα.

Ο Κινγκ παλεύει να ανέλθει οικονομικά, φιλοδοξεί εκείνα που οι πλούσιοι λευκοί προτεστάντες απολαμβάνουν, δυσπρόσιτα ωστόσο για έναν αυτοδημιούργητο Εβραίο. Ο ρεπουμπλικανικός κόλπος υπόσχεται πολλά, στις δεξιώσεις εκείνες είναι καλό να συχνάζει ένας φιλόδοξος επιχειρηματίας. Όμως, υπάρχει και η παροιμία που λέει πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους. Και ο Ντέιβιντ, ακόμα και όταν παρανομεί φιλοδωρώντας έναν σερβιτόρο, δεν καταφέρνει να γνωρίσει το μεγάλο ψάρι, δεν πετυχαίνει αυτό για το οποίο πλήρωσε την ακριβή συμμετοχή, και τώρα, στην είσοδο του πάρκινγκ παρακαλά το φορτηγάκι του να φτάσει γρήγορα, πριν γίνει ρεζίλι στα μάτια κάποιου τον οποίο θα έπρεπε να γοητεύσει, και πώς να το κάνει αυτό δίπλα σε ένα φορτηγάκι επαγγελματικής χρήσης· ποιος πραγματικά επιτυχημένος κεφαλαιοποιεί εργασία; Είναι εκείνη η στιγμή που το μεγάλο ψάρι θα εμφανιστεί μπροστά του και θα τον αναγνωρίσει από ένα μεταμεσονύχτιο τηλεοπτικό διαφημιστικό σε ένα τοπικό κανάλι, με βασικό σλόγκαν: Ο Ντέιβιντ Κινγκ, ο Βασιλιάς των Μεταφορών που Μετακομίζει και το Σόι σου Μέσα. Αξέχαστο σλόγκαν, θα σχολιάσει.

Ο Κοέν, γεννημένος το 1980, από τους τελευταίους συγγραφείς που ο Χάρολντ Μπλουμ πρόσθεσε στη λίστα με τους σπουδαίους, δεν αρκείται στην εξιστόρηση μιας ιστορίας μεσήλικης αποτυχίας, αλλά φιλοδοξεί κάτι πιο πληθωρικό και σύνθετο. Σύντομα στην ιστορία θα προστεθεί και ο Γιοάβ, γιος μιας ξαδέρφης του Κινγκ που ζει στην Ιερουσαλήμ, που μόλις απολύθηκε από τον στρατό και έρχεται στην Αμερική με τα δικά του όνειρα και τα δικά του τραύματα. Ο Κινγκ θα του βρει σπίτι και θα τον βάλει στη δούλεψή του. Μαζί με τον Γιοάβ θα έρθει και ο Ούρι. Οι δύο νέοι υπηρέτησαν μαζί τη θητεία τους και η νέα τους δουλειά θυμίζει αρκετά μέρος των στρατιωτικών καθηκόντων τους, καθώς, παρότι μίλια μακριά από τη Λωρίδα της Γάζας, συνεχίζουν να εκτελούν εντολές έξωσης.

Το σύγχρονο εβραϊκό ζήτημα είναι εκείνο που διαπνέει τις σελίδες στις Μεταφορές του Βασιλιά, που ακολουθεί την παράδοση της λογοτεχνίας των Εβραίων της Αμερικής. Ο Κοέν δεν δείχνει καμία διάθεση κατάθεσης πιστοποιητικών εβραϊκού φρονήματος. Το κράτος του Ισραήλ έχει πάρει εδώ και χρόνια τη θέση των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, οι Εβραίοι δεν είναι πια διωκόμενοι, αναγκασμένοι σε φυγή για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Τώρα, είναι το ίδιο το Ισραήλ, που κάποτε υποδέχτηκε τους ανά την Ευρώπη κυνηγημένους, εκείνο που «διώχνει» τους δύο νέους μακριά από τους εφιάλτες μιας θητείας επίπονης. Αλλά και η Ιερουσαλήμ, το άλλοτε λίκνο του εβραϊσμού, η ιερή πόλη που έχει δεινοπαθήσει από ασφυκτική απομάγευση, έχοντας παραπέσει πια κάπου ανάμεσα σε τουριστικό θέρετρο και αεροδρόμιο. Κάποτε ο Κινγκ έκανε το ταξίδι ως εκεί, αλλά δεν βρήκε τίποτα άλλο πέρα από έναν τραπεζικό τρόπο να κρύψει μέρος των εισοδημάτων του από την πρώην γυναίκα του. Στις σελίδες αυτές δεν υπάρχει η ονειροπόληση ενός τόπου θαλπωρής, ενός σανατορίου ανάρρωσης από τα τραύματα της ενήλικης ζωής, όπως συμβαίνει με τους ήρωες της Κράους ή του Φόερ για παράδειγμα.

Ωστόσο, παρά τον διάχυτο εβραϊσμό του, το μυθιστόρημα δεν απομονώνεται σε αυτό, δεν είναι μόνο αυτό. Οι μεταφορές του Βασιλιά είναι ένα μυθιστόρημα έκδηλης συγχρονίας που αποτυπώνει τα παράδοξα και τις αντιφάσεις της ζωής στο μετακαπιταλιστικό περιβάλλον του 21ου αιώνα, κυρίως όμως δίνει χώρο στην αγωνία της ύπαρξης να παρεισφρήσει στις σελίδες του. Το υπόγειο χιούμορ, που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την τραγικότητα των καταστάσεων, δοκιμάζει τα όρια της ενσυναίσθησης του αναγνώστη. Την ίδια στιγμή, στην αντανάκλαση του ειδώλου ο συγγραφέας ύπουλα προσθέτει στοιχεία λιγότερο ή περισσότερο οικεία και σύμφυτα της ανθρώπινης υπόστασης. Οι χαρακτήρες τού μυθιστορήματος δεν είναι απομακρυσμένοι, διαθέτουν την απαραίτητη αληθοφάνεια, την απαραίτητη ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις γνώριμες.

Εδώ, ο Κοέν δεν καταφεύγει σε πολλά μεταμοντέρνα τεχνάσματα, για τα οποία φημίζεται, γεγονός το οποίο καθιστά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μια καλή πύλη γνωριμίας με το έργο του. Δεν θα είχε άδικο κάποιος να το χαρακτηρίσει σπονδυλωτό μυθιστόρημα, καθώς οι υποϊστορίες που το συνθέτουν συνδέονται με τρόπο χαλαρό, αφήνοντας μια αίσθηση αποσπασματικότητας να αιωρείται, κάτι που ωστόσο αποτελεί ξεκάθαρα συγγραφική απόφαση, αλλά δεν επιτρέπει στο βιβλίο τελικά να απογειωθεί και να περάσει στη σφαίρα του αριστουργήματος, παρότι διαθέτει σημεία εξαιρετικής ποιότητας, απόρροια ενός δυναμικού συνδυασμού οξυδέρκειας στην παρατήρηση και ταλέντου στην αφήγηση.

Το εισαγωγικό σημείωμα του Παναγιώτη Κεχαγιά, που υπογράφει και τη μετάφραση, είναι άκρως κατατοπιστικό, αν και θα έπρεπε να έχει τη θέση επιμέτρου, τοποθετημένου στο τέλος, ως ιδανικό συμπλήρωμα της ανάγνωσης του μυθιστορήματος και όχι ως προάγγελός της.

υγ. Για το αριστούργημα του Φορντ, Ημέρα Ανεξαρτησίας, περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Σκοτεινό δάσος της Νικόλ Κράους εδώ, και για το Ιδού εγώ του Τζόναθαν Φόερ εδώ.

Μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

Όμορφε κόσμε, πού είσαι - Sally Rooney

Ανέβαλλα διαρκώς τη γνωριμία με τη Σάλλυ Ρούνεϋ. Από το 2017 για την ακρίβεια, όταν και κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο στα ελληνικά. Κάπου ανάμεσα στο είναι/δεν είναι λογοτεχνία παράπεσε η δική μου περιέργεια/επιθυμία. Αλλά δεν χάθηκε. Πρόσφατα επέστρεψα σ' ένα μέρος που ο κόσμος, κάποιες στιγμές, έδειχνε όντως όμορφος. Ήταν μια δύσκολη επιστροφή, όμορφη μα δυσβάσταχτη. Με τη Μ. ανταλλάζαμε βιβλία συχνά-πυκνά. Εμένα μου άρεσε, είπε. Ούτε εκείνη είχε διαβάσει άλλο βιβλίο της νεαρής Ιρλανδής. Είχαμε δει σε σειρά το Κανονικοί άνθρωποι, είχαμε ενθουσιαστεί και είχαμε προγραμματίσει να δούμε και το Συζητήσεις με φίλους, εκείνη το είχε καταγράψει στο σημειωματάριό της μάλιστα· από καταχωρήσεις για το μέλλον, άλλο τίποτα. Πήρα το βιβλίο μαζί μου φεύγοντας· είχα ήδη αρχίσει να διαβάζω τις πρώτες σελίδες στην πλευρά του καναπέ που τόσο άνετα και οικεία ένιωθα.

Η Άλις συναντήθηκε νωρίς με την επιτυχία. Τα βιβλία της βραβεύτηκαν, πούλησαν, μεταφράστηκαν. Εκείνη ωστόσο δεν άντεξε. Υποχώρησε συναισθηματικά, κατρακύλησε σε βάθη σκοτεινά. Έλαβε και ιατρική γνωμάτευση να το πιστοποιεί. Άφησε πίσω της το Δουβλίνο για ένα χωριό παραθαλάσσιο, μακριά από τον πάσης φύσεως θόρυβο. Μέσω τίντερ, βγήκε ραντεβού με τον Φίλιξ, που για λίγο άντεξε τη δοκιμή της ζωής στο Λονδίνο πριν γυρίσει στον γνώριμο μικρόκοσμο, εκεί που δεν διατηρεί και την καλύτερη φήμη, αλλά αντέχει να ζει δουλεύοντας σε μια αποθήκη. Η Αϊλίν γνωρίστηκε με την Άλις στη σχολή. Κολλητές. Λιγότερο λαμπερή καριέρα, επιμελήτρια σ' ένα λογοτεχνικό περιοδικό που επιζεί χάρη στην κρατική χρηματοδότηση. Συγκατοικεί με αγνώστους εν μέσω στεγαστικής υστερίας, επιχειρεί να συνέλθει από έναν χωρισμό, κυρίως όμως παλεύει να απαντήσει στο ερώτημα ποια (θα ήθελε να) είναι τώρα που μεγαλώνει (ή μεγάλωσε). Όταν εκείνη  γεννήθηκε, ο Σάιμον ήταν κιόλας πέντε, μεγάλο παιδί με αναμνήσεις, συστήθηκαν ως οικογενειακοί φίλοι, με τον καιρό όμως η σχέση τους απογαλακτίστηκε. Εκείνος δουλεύει στην επικοινωνία ενός αριστερού κόμματος, ξεπληρώνει με σχετική άνεση το δάνειο πρώτης κατοικίας, αναλώνεται σε σχέσεις με νεότερες κοπέλες. Αυτοί είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, οι τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες τού Όμορφε κόσμε, πού είσαι.

Η Ρούνεϋ επιστρατεύει εναλλάξ έναν παντογνώστη αφηγητή και την ηλεκτρονική συνομιλία της Άλις με την Αϊλίν για να αφηγηθεί μια ιστορία συγκαιρινή, κυρίως για όσους βρίσκονται κάπου ανάμεσα στην τρίτη και πέμπτη δεκαετία της ζωής τους. Με τον συγκεκριμένο αφηγηματικό τέχνασμα πετυχαίνει να συγκολλήσει τις επιμέρους ιστορίες που αποτελούν το μυθιστόρημα σ' ένα ενιαίο σώμα, αναδεικνύοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Και αυτό είναι άκρως σημαντικό ως προς την αναγνωστική πρόσληψη, αλλιώς θα επρόκειτο για ένα υπερβολικά χαλαρό σπονδυλωτό μυθιστόρημα που δύσκολα θα λειτουργούσε ως κατασκευή. Ταυτόχρονα όμως, εστιάζοντας πότε εδώ και πότε εκεί, η Ρούνεϋ καταφέρνει κάτι ακόμα σημαντικότερο, να συμπεριλάβει στην ιστορία της τον κόσμο εντός του οποίου ζουν οι τέσσερίς τους, τη μεγάλη εικόνα της εποχής, προσφέροντας στον αναγνώστη επιπλέον λαβές και εμβαδόν ταύτισης και συμπερίληψης, το αίσθημα πως αυτή η ιστορία τον αφορά καθώς μιλάει για πρόσωπα και καταστάσεις σε έντονο βαθμό οικείες.

Οι κοπέλες, λόγω της μεταξύ τους αλληλογραφίας, έχουν πιο μεγάλο εκτόπισμα ως χαρακτήρες, ενώ οι αντίστοιχοι αντρικοί είναι κατά κάποιο τρόπο πιο συμπληρωματικοί. Εντούτοις, και οι τέσσερις βασικοί χαρακτήρες είναι καλοσχηματισμένοι και πειστικοί, αληθινοί και σύγχρονοι. Εκείνο που κυρίως τους χαρακτηρίζει, όπως και την εποχή άλλωστε, είναι το αίσθημα της αβεβαιότητας, η ανάγκη για νοηματοδότηση της ύπαρξης σε όλες της πτυχές της καθημερινότητας, αλλά και η διαρκώς παρούσα αίσθηση πως ο κόσμος αυτός διολισθαίνει προς τον ίδιο του τον αφανισμό, πως η πτώση αυτή είναι πια αντιληπτή και ταχεία. Οι χαρακτήρες της Ρούνεϋ ανήκουν σε μια γενιά που, όπως κάθε γενιά, εκφράζει από νωρίς τις ενστάσεις και την απόρριψη προς τις προηγούμενες, ένα μεγαλοπρεπές και βροντώδες εμείς δεν θα ζήσουμε έτσι, μα μεγαλώνοντας έρχεται αντιμέτωπη, όπως κάθε προηγούμενη γενιά, με τα αδιέξοδα και την απουσία λύσεων, ενώ η συντήρηση καιροφυλακτεί. Κάποια στιγμή, για να δώσω ένα παράδειγμα, η Αϊλίν, που νωρίς απέρριψε το όνειρο μιας πυρηνικής οικογένειας, διακρίνοντας την παθογένεια, στέκεται μετέωρη ανάμεσα στην άρνησή της και τον φόβο της μοναξιάς, της έλλειψης συντροφικότητας. Και αν ακόμα αποφάσιζε να κάνει ένα παιδί, θα ήταν άραγε αυτή μια απόφαση σωστή για κάποια που διακρίνει μόνο ζοφερές μέρες στον ορίζοντα. Τι κάνουμε τώρα, ρωτάει τη φίλη της σε κάποιο μέηλ· πώς υπερνικά κανείς φόβους και βεβαιότητες στεκούμενος την ίδια στιγμή στην άκρη του βατήρα;

Παρότι η Άλις λειτουργεί ως ένα ενδοκειμενικό άλτερ έγκο της συγγραφέως, το Όμορφε κόσμε, πού είσαι δεν ανήκει στο υποείδος της αυτομυθοπλασίας παρά τις όποιες κρυψώνες του προσωπικού προσφέρει απλόχερα στη Ρούνεϋ. Το μυθιστόρημα αποφεύγει να δώσει απαντήσεις. Αποφεύγοντας τις απαντήσεις, αποφεύγεται και ο διδακτισμός, τα ερωτήματα εντείνονται και κυριαρχούν. Καμία υπόσχεση ασφάλειας δεν δίνεται, καμία εδαφική σταθερότητα δεν προαναγγέλλεται, ανακύκλωση και ανατροφοδότηση, διαρκής επανάληψη του μοτίβου, ξανά και ξανά, κάνοντας μια γνώριμη ιρλανδική επωδό να αντηχήσει κάπου στο βάθος. Τα ερωτήματα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, όχι στον πυρήνα τους τουλάχιστον. Εκείνες που σίγουρα διαφέρουν είναι οι επικρατούσες συνθήκες, βέβαια το ίδιο ισχυρίζεται κάθε γενιά. Η Ρούνεϋ πιάνει τον σφυγμό ενός σημαντικού μέρους της νεολαίας –τι υπέροχα διευρυμένος όρος– του δυτικού κόσμου, δεν παραγνωρίζει τα προνόμια των χαρακτήρων της, ίσα-ίσα που στις αντιφάσεις αυτές σκύβει με προσοχή για να διακρίνει τους ίδιους σπόρους. Δεν είναι μόνο το δικαίωμα στην ευτυχία αλλά και το ανάποδό του, όποιο είναι για το καθένα αυτό, που γυρεύει χώρο να πετάξει κλαδιά.

Το Όμορφε κόσμε, πού είσαι μου άρεσε αρκετά, κατά τόπους υπερβολικά. Θα αναζητήσω, σε πρώτη ευκαιρία, και τα υπόλοιπα βιβλία της Ρούνεϋ, αυτό είναι σίγουρο. Σε όποιον αρέσει η Ρούνεϋ θα πρότεινα να διαβάσει το Θαλασσινό νερό της Τζέσικα Άντριους, ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος.

υγ. Για το Θαλασσινό νερό, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Στέλλα Κάσδαγλη
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Μητροφάγος - Roque Larraquy

Ο Μητροφάγος, το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Ρόκε Λαρράκι, βιβλίο με το οποίο ο Αργεντινός συγγραφέας συστήνεται στο ελληνικό κοινό από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, αποτελείται από δύο νουβέλες, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μια χαλαρή σύνδεση, ικανή ωστόσο να προσδώσει την απαραίτητη συνοχή. Μια κατασκευή, εγκεφαλική και ψυχρή, στα πρότυπα του σπουδαίου Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας, ταυτόχρονα σαγηνευτική και αποκρουστική· ένα κομμάτι πάγου σε γυμνή παλάμη.

Η πρώτη νουβέλα διαδραματίζεται στις αρχές του εικοστού αιώνα σ' ένα ψυχιατρικό σανατόριο στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες. Ο Κιντάνα, πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας, εργάζεται εκεί ως γιατρός. Είναι ερωτευμένος, όπως και η πλειονότητα των συναδέλφων του, με τη δεσποινίδα Μενέντες, την προϊσταμένη των νοσηλευτριών, για την οποία το μόνο που γνωρίζει είναι πως στο πεντάλεπτο διάλειμμα συνηθίζει να καπνίζει κατά μόνας. Η παλιομοδίτικη αφήγηση του ανομολόγητου αυτού έρωτα λειτουργεί άψογα ως εισαγωγή στον μικρόκοσμο του σανατορίου, στα πάθη και στις ίντριγκες πίσω από το πέπλο της επαγγελματικής ρουτίνας, η οποία θα διαρραγεί οριστικά μετά την απόφαση του αμφιλεγόμενου ιδιοκτήτη να υλοποιήσει ένα φιλόδοξο αλλά ηθικά διάτρητο πείραμα, με σκοπό να διερευνήσει το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου, τι συμβαίνει μέχρι η ψυχή να εγκαταλείψει το νεκρό σώμα. Ο Λαρράκι με τρόπο πραγματικά ευφυή, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Κιντάνα, προωθεί παράλληλα την εξέλιξη του πειράματος και της ερωτικής ιστορίας, ενισχύοντας τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις· άλλωστε, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.

Έναν αιώνα αργότερα, ένας καλλιτέχνης στέλνει μια επιστολή στη δεσποινίδα Λίντα Κάρτερ, υποψήφια διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Η διατριβή της πραγματεύεται τη ζωή και το έργο του. Στην επιστολή, θα αναφερθεί αρχικά σε κάποια σημεία του προσχέδιου που χρήζουν διόρθωσης, ωστόσο σύντομα θα περάσει στην ιστορία του. Ξεκινά από τα ιδιαίτερα και τραυματικά παιδικά του χρόνια, όταν του δόθηκε η ταμπέλα παιδί-θαύμα, και φτάνει μέχρι το σήμερα της μεγάλης φήμης και της φιλοδοξίας να καταστήσει εαυτόν ένα υπό διαρκή διαμόρφωση έργο τέχνης, ένα ζωντανό καμβά δοκιμών και πειραμάτων, που σκοπό έχουν να διερευνήσουν τα όρια της σωματικής εμπειρίας, να δώσουν απαντήσεις γύρω από ζητήματα ταυτότητας και κατασκευής του Εγώ. Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση προσδίδει έναν εξομολογητικό και άρα συναισθηματικό απόηχο στη στεγνή εξωτερική παρατήρηση του εαυτού. Ο Λαρράκι στρέφει τον αφηγητή του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό για τα πειράματά του, αφαιρώντας τους έτσι μεγάλο βάρος της ηθικής τους διάστασης, ενώ φέρνει τα αποτελέσματα στο φως των Μπιενάλε ανά τον κόσμο. Μετατοπίζει, έτσι, το διακύβευμα, επαναπροσδιορίζει το σημείο όχλησης και στοχασμού.

Ούτε εδώ λείπει ο έρωτας ως σταθερά σε μια συνθήκη ιδιαίτερα μεταβλητή και υπό διαρκή αίρεση, που μοιάζει, όπως και στην πρώτη ιστορία, να λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο, ανθρώπινο αντίβαρο. Και αυτό το ανθρώπινο αντίβαρο, οι επιθυμίες που ο αναγνώστης αναγνωρίζει στους δύο πρωταγωνιστές, αλλά και στο σύνολο των χαρακτήρων, δεν τους αφήνει να εξοβελιστούν στον χώρο του μη πραγματικού, κάτι που θα καθησύχαζε τον αναγνώστη πως είναι τέκνα-τέρατα που κατοικούν αποκλειστικά και μόνο στο νατουραλιστικό εργαστήριο του συγγραφέα, τα αντιπαθή πειραματόζωα ενός διεστραμμένου μυαλού σε μια δυστοπία ολότελα ξένη.

Στον Μητροφάγο, ο Λαρράκι καταφέρνει να εμφυσήσει τον τρόμο ανάμεσα στις γραμμές μ' έναν διακριτό ρεαλισμό πίσω από τον λεπτό μανδύα του συμβολικού ή αλληγορικού. Τριβελίζει συνεχώς το μυαλό του αναγνώστη καθώς του προσφέρει μια θέα στον κόσμο χωρίς φίλτρα ωραιοποίησης και περιττής πίστης στον άνθρωπο. Χρησιμοποιεί ισχυρές δόσεις κυνισμού και έχει διαρκώς παρά πόδα το χιούμορ. Ο κυνισμός τον απαλλάσσει από το ταμπού, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση από την υποχρέωση να επέμβει, το χιούμορ από την πλήρη απελπισία. Ο συγγραφέας δημιουργεί ζεύγη τόσο εντός της κάθε νουβέλας όσο και μεταξύ τους· το τότε και το τώρα, η επιστήμη και η τέχνη, η περιφέρεια και το κέντρο. Δεν εκβιάζει ωστόσο τη σύνδεση και την αναλογία, γι' αυτό και το ιδιότυπα σπονδυλωτό μυθιστόρημα λειτουργεί περίφημα ως τέτοιο.

Ο Λαρράκι δεν καταφεύγει στην τυχαιότητα, κάθε τι είναι υπολογισμένο με ακρίβεια και συγκεκριμένη λειτουργία, μεταξύ αυτών και η πρόκληση. Ο Μητροφάγος είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, που, στο παρασκήνιο της κριτικής στην επιστήμη και την τέχνη, πραγματεύεται την κοινή μας ανάγκη για αποδοχή σ' έναν κόσμο αλλόκοτο.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 1 Οκτωβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

υγ.2 Μιας και έγινε αναφορά στον σπουδαίο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, μια παλιότερη ανάρτηση σχετικά με το έργο του μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις αντίποδες

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Προς τον Παράδεισο - Hanya Yanagihara

Εγώ δεν ανέχομαι συναισθηματικό εκβιασμό. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της Χάνια. Η πρόταση αυτή συμπυκνώνει τη σχέση μου μαζί της.

Στη μεγάλη πλειοψηφία των κειμένων που γράφω σχετικά με βιβλία που μου άρεσαν, λιγότερο ή περισσότερο, κάνω αναφορά στην απουσία συναισθηματικού εκβιασμού. Αυτό είναι κάτι που μοιάζει να αποτελεί μια προσωπική κόκκινη γραμμή, κάτι που διαχωρίζει τα βιβλία που γουστάρω από τα άλλα, μια αναγνωστική δυσανεξία, ανάμεσα σε άλλες. Τούτου δοθέντος, η Γιαναγκιχάρα και τα βιβλία της θα έπρεπε να ανήκουν στην απέναντι όχθη, ιδανικό παράδειγμα της λογοτεχνίας που δεν συμπαθώ. Και όμως όχι. Μια από τις αποστολές της ανάγνωσης είναι να μας φέρνει αντιμέτωπους με τα κολλήματα και τις βεβαιότητές μας, εκείνο που κάποιοι αποκαλούν ξεβόλεμα. Το Λίγη ζωή, που σ' ένα φανταστικό λεξικό λογοτεχνικών όρων δίπλα στο λήμμα «συναισθηματικός εκβιασμός» θα εμφανιζόταν η φωτογραφία του εξωφύλλου της, με διέλυσε συναισθηματικά, με ισοπέδωσε, αν θέλω να είμαι ακριβής, καθώς η αγωνία: δεν θέλω να ζήσω μόνος μου· αντηχούσε από άκρη σε άκρη των σελίδων. 

Δεν ξέρω αν αποτελεί κάποιου είδους ένοχη απόλαυση για μένα η λογοτεχνία της, βιβλία που βάσει περιγραφής δύσκολα θα πλησίαζα, αλλά που στην περίπτωση της Γιαναγκιχάρα, όχι μόνο τα σίμωσα αλλά και τα αγάπησα. Και ό,τι αγαπάμε χωρίς προφανή εξήγηση, το αγαπάμε διπλά ή τριπλά, σ' έναν κόσμο αιτιοκρατικής κυριαρχίας. Βέβαια, επειδή όλα έχουν μια —τουλάχιστον πιθανή— εξήγηση, στην προκειμένη εξίσωση πρέπει να προστεθεί η υπογραφή της Ξυλούρη στη μετάφραση, που από μόνη της είναι αρκετή για να παρακάμψει ενστάσεις και δισταγμούς, η απαραίτητη προξενήτρα για το διαφορετικό. Και αν έχω αποδεχτεί πως ο εκβιασμός δια χειρός Γιαναγκιχάρα ποδοπατά την κόκκινη γραμμή που με τα χρόνια όλο και παχαίνει, αυτό δεν σημαίνει πως πιάνοντας στα χέρια μου το Προς τον Παράδεισο δεν εξέφραζα τον σκεπτικισμό μου για διάφορα μικροπράγματα, όπως τα χρυσά γράμματα στο εξώφυλλο για παράδειγμα, και παρότι ξεκίνησα το ίδιο κιόλας βράδυ να το διαβάζω, για μέρες επέμενα να μην παραδέχομαι μια ακόμα ήττα στο άτυπο αυτό μπρα ντε φερ.

Γιατί, σαν να μην έφτανε ο εκβιασμός, η Γιαναγκιχάρα αποφάσισε να δοκιμάσει μια ακόμα δυσανεξία μου, εκείνη απέναντι στα έργα εποχής, τοποθετώντας το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος στο 1893, με τίτλο Πλατεία Ουάσινγκτον, ευθεία παραπομπή στο έργο του Χένρι Τζέιμς, το οποίο και κατά κάποιο τρόπο διασκευάζει σε μια πιο κουήρ εκδοχή. Μια ιστορία γνώριμη ανά τους αιώνες όπου ο πλούσιος Ντέιβιντ Μπίνγκαμ καλείται να διαλέξει ανάμεσα σ' ένα γάμο συμφερόντων και σε μια σχέση πάθους, πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα του παππού του που επιθυμεί το καλύτερο για εκείνον. Και όμως, διάολε, η Χάνια κατάφερε να μη θέλω να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου, παρά το μελό, παρά την υπερβολή, παρά την πολυλογία, παρά το θέμα, παρά την εποχή, παρά όλα, δεν ήθελα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου.

Μικρή παρένθεση. Υπάρχουν συγγραφείς και βιβλία που τυγχάνουν ομόφωνης σχεδόν αποδοχής από την εγχώρια κοινότητα. Η Χάνια δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς. Θέλω με αυτό να πω πως δεν υπάρχει ένα χάιπ που να σε αναγκάζει να σου αρέσει ένα βιβλίο που δεν σου αρέσει για να μην νιώσεις εκτός της γενικότερης ατμόσφαιρας. Θα ήμουν απλώς ακόμα ένας που θα έλεγε πως η Γιαναγκιχάρα δεν ξέρει να γράφει ή γράφει ροζ ή φλυαρεί ή είναι υπερεκτιμημένη ή οτιδήποτε άλλο. Εγώ δεν ήθελα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου. Κλείνει η μικρή παρένθεση.

Το Προς τον Παράδεισο αποτελείται από τρία αυτόνομα βιβλία που διαδραματίζονται με διαφορά εκατό χρόνων το ένα από το άλλο, πάντοτε στη Νέα Υόρκη, με το σπίτι της πλατείας Ουάσινγκτον να αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς, με τα ίδια ονόματα σε διαφορετικά πρόσωπα να επανέρχονται διαρκώς από ιστορία σε ιστορία. Η ανεξαρτησία των τριών μερών επιτρέπει χωρίς τον φόβο του σπόιλερ να αναφερθεί κανείς στην υπόθεση καθενός ξεχωριστά. Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο Λίπο-βάο-ναχέλε, που αποτελεί τοπωνύμιο της Χαβάης, βρισκόμαστε στο 1993 και στο σπίτι της πλατείας Ουάσινγκτον δίνεται μια αποχαιρετιστήρια γιορτή προς τιμή ενός καλού φίλου του οικοδεσπότη που πεθαίνει. Μια Νέα Υόρκη που μαστίζεται από το AIDS, μια γιορτή αποχωρισμού, που φέρνει στο νου του αναγνώστη τις Ώρες, και το πάρτι που η κυρία Νταλαγουέυ ήθελε να οργανώσει για τον ποιητή. Αυτό το μέρος του βιβλίου, αυτή η κατά κάποιο τρόπο διασκευή, αποτελεί τη συγγραφική και αναγνωστική κορυφή του Προς τον Παράδεισο, συγκλονιστικό και αξέχαστο.

Στο τρίτο μέρος (Ζώνη Οκτώ), μια σειρά από πανδημίες πλήττουν τον πλανήτη, βρισκόμαστε στο 2093, πάντοτε στη Νέα Υόρκη. Μια σειρά από πολιτικές αποφάσεις σχετικά με τις κατά καιρούς επιθέσεις του ιού έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον δυστοπικό, βγαλμένο από τις σελίδες της υψηλής λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, παρότι το μυαλό των περισσοτέρων θα πάει μονομερώς στην Άτγουντ. Η Γιαναγκιχάρα δούλευε το βιβλίο αυτό αρκετό καιρό πριν η πανδημία μας πλήξει, πριν η δυστοπία του μέλλοντος μοιάσει τόσο γνώριμη και οικεία, ορατή χωρίς τη μεσολάβηση της φαντασίας. Άλλωστε, η πιθανή έλευση μιας πανδημίας ήταν κάτι για το οποίο οι επιστήμονες διαρκώς μιλούσαν, και που σε κάποιες γωνιές της Ασίας είχαν ήδη ξεσπάσει, ακολουθούμενες από τα μέτρα περιορισμού της διασποράς. Δεν ήταν κάτι τόσο αναπάντεχο, θέλω να πω. Και έτσι, κάτι που είναι γραμμένο για το προσεχές μέλλον μοιάζει το πιο σύγχρονο κομμάτι του βιβλίου, αναλογικά μιλώντας πάντα. Στο κομμάτι αυτό του βιβλίου θα αλιεύσουν κάποιοι κατηγορίες περί ψεκασμένων θέσεων της συγγραφέως, βλέποντας το δέντρο και χάνοντας το δάσος.

Αφού πρώτα αναφέρουμε τα δεδομένα, πως η Γιαναγκιχάρα, δηλαδή, έχει ζηλευτή αφηγηματική άνεση και ικανότητα στους χαρακτήρες, αλλά και τη γνώριμη στα έργα της απόσταση του παντογνώστη αφηγητή από τα πρόσωπα του δράματος, σε βαθμό που αδυνατείς να υποθέσεις τα συναισθήματά του απέναντί τους, μια αντίστιξη που φέρνει στο νου ένα χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς, ας σταθούμε λίγο στις ιδιαιτερότητες αυτού του βιβλίου. Η φιλόδοξη ιδέα για συνύπαρξη τριών ιστοριών που δεν συνδέονται παρά μόνο με χαλαρά, σχεδόν ανύπαρκτα, νήματα δουλεύει. Και δουλεύει γιατί το παρελθόν στο βιβλίο αυτό παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Το παρελθόν και όσα φέρει, βιώματα και μυστικά, αποφάσεις πολιτικές και ατομικές. Διόλου τυχαία επικεντρώνεται στις σχέσεις παππού-εγγονού, αφήνοντας εκτός κάδρου τον συνδετικό ιστό της μέσης γενιάς. Η χρήση των ίδιων ονομάτων επίσης λειτουργεί, όχι ως ένα νήμα συνέχειας των ατομικών ιστοριών, αλλά ως νήμα συνέχειας της μεγάλης ιστορίας, τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πάθη, όνειρα και αγωνίες γεννιούνται και πεθαίνουν την κάθε στιγμή. 

Και αν το παρελθόν αποτελεί τον έναν πυλώνα του μυθιστορήματος, τότε τον άλλον διαμορφώνει η πάλη ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Από το ρομαντικό δίλημμα του πρώτου Ντέιβιντ αν θα παντρευτεί εκείνον που αγαπά ή εκείνον που με γνώμονα τη λογική πρέπει, μέχρι τα αντίστοιχα ερωτήματα που η εμφάνιση του ιού γέννησε, η Γιαναγκιχάρα διαρκώς αφήνει να αιωρείται αυτή η ανάγκη να επιλέξει κανείς ανάμεσα σε εκείνο που θέλει και σε εκείνο που πρέπει για το καλό του, από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη απόφαση, τα πρόσωπα έρχονται αντιμέτωπα με την ανασφάλεια και τον φόβο, το συναίσθημα ποτέ δεν μπορεί να νικήσει τη λογική σε έναν αγώνα επιχειρημάτων. Και αυτή η μάχη, όσο λογοτεχνικά μελό και αν μοιάζει, είναι μια μάχη καθημερινή, υπαρξιακού χαρακτήρα, για εκείνους που σε ερωτήσεις ενίοτε απαντάνε: δεν ξέρω.

Μικρή παρένθεση. Ας ξεκαθαριστεί πως το βιβλίο αυτό δεν ενδείκνυται για αναγνώστες που δεν αγαπούν τη μεγάλη φόρμα και την πολυλογία της. Δεν χρειάζεται να μας το πείτε, το ξέρουμε ήδη πως κάθε ιστορία μπορεί να ειπωθεί σε λίγες γραμμές κειμένου. Σίγουρα θα βρείτε σελίδες να περισσεύουν, σίγουρα θα διακρίνετε κοιλιές. Ίσως απλώς να μην είναι για εσάς. Κλείνει η μικρή παρένθεση.

Το Προς τον Παράδεισο ανήκει στη λογοτεχνία των εναλλακτικών κόσμων, από την πρώτη κιόλας ιστορία, αφού η έκβαση του αμερικανικού εμφυλίου υπήρξε διαφορετική, γεγονός ιδιαιτέρως καθοριστικό για τη συνέχεια του κόσμου και της ιστορίας. Η Γιαναγκιχάρα εφαρμόζει στη συλλογική ζωή ένα γνώρισμα της ατομικής, εκείνο της ροπής προς τη συντήρηση κατά το πέρασμα των χρόνων. Και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού δεν το κάνει με μια διδακτική διάθεση νοσταλγικής αποθέωσης, αλλά το εντάσσει οργανικά στις ιστορίες του βιβλίου. Η Χαβάη, ως τόπος που γνώρισε το σύνολο των όψεων της αποικιοκρατίας, είναι επίσης παρούσα. Μέσω αυτής γεννιούνται ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τη διασφάλιση της πολιτισμικής κληρονομιάς, τον ρόλο των ιδιωτών συλλεκτών και των ανά τον κόσμο πολιτιστικών ιδρυμάτων. 

Μια λίστα με θεματικές που υπάρχουν στο μυθιστόρημα, θα ήταν υπερβολικά μακριά και εν πολλοίς ανούσια, άλλωστε η Γιαναγκιχάρα δεν στερείται φιλοδοξίας, σε αυτό το μυθιστόρημα η φιλοδοξία της είναι ακόμα μεγαλύτερη, καθώς επιχειρεί, ακολουθώντας τα βήματα του Μπαλζάκ θαρρείς, να συγκεντρώσει τα ανθρώπινα με κάθε λεπτομέρεια. Η φιλοδοξία της είναι τέτοια που όχι μόνο δεν ασχολείται με την απόκρυψη των διακειμενικών αναφορών, αλλά αντίθετα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να τις αναδείξει, ακολουθώντας το εύρημα της εναλλακτικής ιστορίας, εκεί όπου η Πλατεία Ουάσινγκτον και Οι ώρες δεν θα ήταν τα ίδια βιβλία, και εκείνη αναλαμβάνει το βάρος της εκ νέου συγγραφής τους. 

Για το τέλος, η αναπόφευκτη σύγκριση του Προς τον Παράδεισο με το Λίγη Ζωή και το Οι άνθρωποι στα δέντρα. Το συναίσθημα λέει: Λίγη ζωή. Η τεχνική επάρκεια: Οι άνθρωποι στα δέντρα. Όμως, το Προς τον Παράδεισο είναι ένα πληθωρικό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα φιλόδοξο χωρίς να υποχωρεί υπό το βάρος αυτό, με σημεία εντυπωσιακής ομορφιάς, με στιγμές συγκίνησης, που περιλαμβάνει τους γνώριμους αστερισμούς του σύμπαντος της Γιαναγκιχάρα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και ένα συγγραφικό βήμα προς τα εμπρός. Από τα τρία είναι εκείνο που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να αντέξει στον χρόνο.

Τα πάντα στη ζωή, είναι έρμαια της συγκυρίας, και αυτό το βιβλίο εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή, όταν δύο χρόνια μετά, το ερώτημα, τι θα είχε γίνει αν δεν είχε γίνει ό,τι έγινε, εμφανίστηκε.

υγ. Είχαν προηγηθεί δύο κείμενα για τη Λίγη ζωή, ένα πιο συναισθηματικό εδώ και ένα πιο συνηθισμένο εδώ. Για το Οι άνθρωποι στα δέντρα, που γαμώτο όλο επίκαιρο είναι, εδώ.
 
Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο