Η λογοτεχνία, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη μορφή της ανθρώπινης έκφρασης, έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα συχνά να επαναξιολογείται εκ των υστέρων, όταν οι δημιουργοί από χρόνια δεν είναι πια παρόντες, όταν η θεωρία, ασθμαίνοντας ξωπίσω της, έχει πια βρει, ή παινεύεται πως έχει πια βρει, τις κατάλληλες φόρμες ένταξης και προσέγγισης, αξιολόγησης και ταξινόμησης. Υπάρχουν, θέλω να πω, δύο μορφές πρωτοπορίας, η μια, εκείνη της ελίτ, που εξ αρχής εκτιμάται και αναγνωρίζεται ως πρωτοπορία, παρότι δεν πετυχαίνει την αναμενόμενη ή επιθυμητή διήθηση στο ευρύτερο κοινό, εντούτοις βρίσκει το χώρο να καρπίσει σε επίπεδο ακαδημαϊκών και εν γένει πολιτιστικών ιδρυμάτων και θεσμών, και από την άλλη, μια υπόγεια πρωτοπορία, προερχόμενη από τα κάτω, από το περιθώριο, από εκεί που κανείς, παρά μόνο λίγοι έχοντες το προνόμιο, δεν σκέφτεται να ψάξει, και που όταν, κατά σύμπτωση ή συγκυρία, τη συναντήσει δεν μπορεί να την αντιληφθεί, ξένη καθώς είναι στην ασφυκτικά συμπαγή άποψη που έχει για τον κόσμο ολόκληρο, τις παγιωμένες θέσεις που προσφέρουν ένα, τι και αν ψευδές, απαραίτητο ίσως αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς. Όλοι εκείνοι που δεν σταμάτησαν να φωνάζουν, μέχρι που σταμάτησαν με την τελευταία ανάσα να βγαίνει από τα χείλη τους, πως αυτό ή το άλλο δεν είναι λογοτεχνία, πως λογοτεχνία πια δεν φτιάχνεται όπως παλιά, πως όλα είναι κακέκτυπα του παρελθόντος, αραδιάζοντας δεκάδες, αν όχι χιλιάδες, επιχειρήματα σχετικά, αλιευμένα από δεξιά και αριστερά, πόσο μάλλον, όταν απέναντί τους, είπαμε, από τύχη, είχαν κάτι νέο, κάτι που για χρόνια έβραζε πριν ξεχυθεί, ίδια λάβα, και αλλάξει, άπαξ και δια παντός, τη μορφολογία του κοινού ανθρώπινου εδάφους.
Μία από τις αρετές των σημαντικών γραφιάδων είναι η οξυδέρκεια στην παρατήρηση, στον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος, την κατεύθυνση που ο άνεμος θα ορίσει, όχι ένα χάρισμα μεταφυσικό, αυτό που συχνά ονομάζουμε για ένα έργο ως προφητικό, ίδιον αποκλειστικά και μόνο της επιστημονικής φαντασίας, αλλά και του ακραίου, σύγχρονου ρεαλισμού, του τρόπου να αντιλαμβανόμαστε την καινούργια γλώσσα που κάθε στιγμή και διαρκώς ανανεώνεται, με τη γνώση, το βίωμα, την ιστορία, την πολιτική, τον πόλεμο, την ευμάρεια ή την ύφεση, τη γνώση του εαυτού, την τεχνολογική εξέλιξη. Τα λέω όλα αυτά γιατί, όσο και αν δεν το θέλω, συγχύζομαι όταν η λογοτεχνία αντιμετωπίζεται με όρους απόψυξης από το παρελθόν, όταν κάθε τι νέο και διαφορετικό, αντιμετωπίζεται a priori ως στρέβλωση, ως κακέκτυπο, ως υποείδος της χαμηλότατης στάθμης, που, σίγουρα, μπορεί να αποδειχτεί ως τέτοιο, αλίμονο, αλλά χωρίς να υπάρχει κάπου στην άκρη του μυαλού μας η πιθανότητα, διάολε, να είναι κάτι που δεν αντιλαμβανόμαστε, κάτι για το οποίο δεν έχουμε την απαιτούμενη σκευή, όχι μόνο ακαδημαϊκή και θεωρητική, αλλά βιωματική, τραυματική και, ας μην το αποφύγω, προσωπική.
Έχει ενδιαφέρον, χρόνια μετά, όταν οι ευρύτερες συνθήκες έχουν παγιωθεί, να διαβάζει κανείς την πρόσληψη του έργου στην εποχή του, γιατί εκτός από τα έργα εκείνα που κάποτε γνώρισαν μια εφήμερη περίοδο δόξας και εμπορικής επιτυχίας πριν καλυφθούν από τη λήθη και τη λησμονιά, το αντίστοιχο συμβαίνει και με τον κριτικό λόγο, ή αυτόν που αυτοαποκαλείται ως τέτοιος. Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να διαβάζει κανείς τις τότε προσεγγίσεις των αναγνωστών, πρωτίστως με αυτή την ιδιότητα, εκείνων που διέκριναν μια αξία ή μια νέα σπορά, που τους κίνησε το ενδιαφέρον το ένα ή το άλλο βιβλίο, αυτής που παραπάνω περιέγραψα ως υπόγειας και περιθωριακής πρωτοπορίας, προσεγγίσεις που χαρακτηρίζονται από αντίθεση και διαφωνία ως προς την πρόσληψη, ως προς το περιεχόμενο, την αξία, την κατεύθυνση, τη χροιά, αντιθέσεις που σήμερα, χρόνια μετά, επιδεικνύουν την οξυδέρκεια εκείνου ή του άλλου δημιουργού, που έξω από τη νόρμα και το παραδοθέν υπόδειγμα, δοκίμασαν κάτι άλλο, ωθούμενοι, από, προσωπική, δημιουργική, όπως θέλετε πείτε την, ανάγκη. Ένα χαρακτηριστικό, το πλέον χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα, να είναι το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, που στην εποχή της κυκλοφορίας του κάθε συνιστώσα της πολιτικοκοινωνικής πρωτοπορίας το διεκδίκησε ως δική της έκφραση, ως δικό της παιδί, για να περάσουν τα χρόνια και να αποκαλυφθεί το βαθύτερο, κρυμμένο ως τότε, απεχθές στοιχείο της ιδεολογίας του Σελίν, και ξεκινήσει μια άλλη συζήτηση, εκείνη της σχέσης δημιουργού και έργου.
Είπα πολλά, το ξέρω.
Το Πέρασμα της Νέλα Λάρσεν, ένα σημαντικό δείγμα γραφής αυτού που πια ονομάζεται Αναγέννηση του Χάρλεμ, είναι ένα καλό παράδειγμα για πολλά από τα παραπάνω, το οποίο σίγουρα καλύτερα το περιγράφει η Τζούντιθ Μπάτλερ, στο επίμετρο της έκδοσης, επίμετρο που συμπληρώνει ιδανικά την κυκλοφορία αυτή.
Μια τριτοπρόσωπη αφηγήτρια, παντογνώστρια μέχρι ενός σημείου, εξιστορεί την ιστορία δύο ανοιχτόχρωμων μαύρων γυναικών, που κατάφερναν να περνάνε για λευκές, φίλες από την παιδική τους ηλικία, που, χαμένες από χρόνια, συναντούνται στο καφέ ενός ξενοδοχείου, «λευκές» ανάμεσα σε λευκούς πελάτες που απολαμβάνουν τη δροσιά των ροφημάτων τους εν μέσω ενός τρομερού καύσωνα. Η Αϊρίν Ρέντφιλντ, που ζει στο Χάρλεμ, παντρεμένη με έναν μαύρο γιατρό, μητέρα δύο παιδιών. Η Κλερ Κέντρι, παντρεμένη με έναν ρατσιστή λευκό, που ούτε να διανοηθεί δεν μπορεί τη φυλετική προέλευσή της. Η συνάντησή τους αυτή θα πυροδοτήσει την κεντρική πλοκή του μυθιστορήματος.
Η Λάρσεν με μια φωνή ήπια, χαμηλών εντάσεων, με την απαραίτητη απόσταση της αφηγήτριας από τα γεγονότα, αλλεργικής στην επεξήγηση και τον διδακτισμό, παραδίδει μιας εκπληκτικής δυναμικής πρόζα, ένα μικροσκόπιο ακριβείας, που αρχικά, για πολλούς, εντάχθηκε στη λογοτεχνία της τραγικής μουλάτας, δηλαδή το πέρασμα, ή την απόπειρα περάσματος μιας ανοιχτόχρωμης μαύρης για λευκή, και μόνο λίγοι, σίγουρα οι λευκοί εκδότες της, διέκριναν το εύρος της παλέτας που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ταυτότητες της φυλής, του φύλου, της τάξης αλλά και της σεξουαλικότητας. Επιπρόσθετο ενδιαφέρον σε αυτές τις ιστορίες βιβλίων και δημιουργών δίνει η κριτική και η απόρριψη εκ των έσω, της μαύρης κοινότητας εν προκειμένω, των μαύρων γυναικών, πιο συγκεκριμένα, καθώς η λευκή αντίδραση θεωρείται αναμενόμενη και δεδομένη, για αυτή εκ των έσω αντιμετώπιση πολλά και ενδιαφέροντα γράφει η Λορντ στο Sister Outsider.
Ωστόσο, καλό είναι να ειπωθεί, αν και ίσως προφανές, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία, και όχι με κάποιου είδους δοκιμιακή γραφή, η οποία, άλλωστε, τότε ακόμα δεν είχε αναπτυχθεί σε όλο της το μετέπειτα εύρος. Είπαμε, η λογοτεχνία προπορεύεται της θεωρίας. Και το Πέρασμα, πέρα από όποιο επιπλέον της λογοτεχνίας χαρακτηριστικό του γνώρισμα, είναι καλή λογοτεχνία. Επίσης προφανές, ας ειπωθεί πως η λογοτεχνία δεν προκύπτει ως γέννα μητρός παρθένου, αλλά η ροή της, από τις πρώτες χαραγμένες σε πέτρα λέξεις, κυλάει αδιάκοπη, έτσι και εδώ, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει την παράδοση, την έμμεση ή άμεση συγγένεια ή ακολουθία με κείμενα όπως Η κίτρινη ταπετσαρία της Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν. Αλλά επίσης και τη λογοτεχνία που τη διαδέχτηκε, η Τόνι Μόρισον για παράδειγμα, ή ο Μπόλντουιν, μεταξύ άλλων.
Σε κάθε ευκαιρία επιβεβαίωσης της προσωπικής μου ροπής προς τη μισανθρωπία, ο γύρω κόσμος επαναφέρει διαρκώς και αδιαλείπτως την ανάγκη για κείμενα όπως αυτά, με πολιτική στόχευση, όχι απαραίτητα στράτευση, καθώς τα συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας δεν χάνουν την ευκαιρία να φωνάζουν με τη βεβαιότητα του ηλίθιου πως όλα αυτά έχουν λυθεί, πως δεν υπάρχει ανάγκη, λένε, για φεμινιστική, κουήρ, μεταποικιοκρατική λογοτεχνία, και όχι μόνο λογοτεχνία, πως όλα έχουν λυθεί και διευθετηθεί, πως εκείνο που λείπει σήμερα είναι ο χώρος για ελευθερία της έκφρασης, για λευκούς άντρες να πουν την ιστορία τους, για την ανάγκη προσκόλλησης στο παρελθόν, τότε που η λογοτεχνία ήταν σπουδαία κτλ κτλ. Και θα ήταν αστείο όλο αυτό αν δεν ήταν επικίνδυνο και βίαιο για τους μη προνομιούχους.
Είπα πολλά, θα αρκούσε ίσως: το Πέρασμα είναι ένα σημαντικό βιβλίο για λογοτεχνικούς και όχι μόνο λόγους.
υγ. Για τη, δυστυχώς, διαχρονικά επίκαιρη νουβέλα της Γκίλμαν, Η κίτρινη ταπετσαρία, περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ για τον Μπόλντουιν εδώ. Για το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του αμφιλεγόμενου Σελίν, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για τα δυνατή συλλογή άρθρων και διαλέξεων της Λορντ, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Η αφηγηματική φωνή της Λάρσεν μου έφερε έντονα στο νου, ένα ύστερο και διαφορετικής ταυτότητας, μυθιστόρημα, το Πρόσωπα σε απόγνωση της Φοξ, περισσότερα εδώ.
Μετάφραση Νίκος Κατσιαούνης
Εκδόσεις Έρμα