Είχα για καιρό ένα θετικό προαίσθημα για το βιβλίο αυτό, αλλά, όπως συμβαίνει με τη ζωή γενικά, το ένα έφερε το άλλο και παραμέρισε το τρίτο την ώρα που ένα τέταρτο έβγαινε στην επιφάνεια σέρνοντας ξοπίσω του ένα πέμπτο, και ούτω καθεξής, διαρκώς και επαναλαμβανόμενα. Αποδείχτηκε όμως κατάλληλη η αναγνωστική συγκυρία, έστω και εκ των υστέρων και από καθαρή σύμπτωση μάλλον, αν και με το υποσυνείδητο έδαφος ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτα σίγουρος, αφού λίγο καιρό πριν είχα διαβάσει το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ και το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ.
«Δεν έχει καμία σημασία, μα μες στους κόλπους της οικογένειας, ανάμεσα στους συγγενείς μου, δεν υπήρχε κανείς διάσημος. Έμοιαζαν όλοι τους ικανοί να επιμείνουν σε ένα είδος ύποπτης απόστασης. Έγιναν ιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες (μα όχι για εμπνευσμένες αψίδες και προσόψεις, μα μόνο για βέβαιες, χρήσιμες κατασκευές, όπως δρόμους και γέφυρες). Εργάστηκαν ακόμη ως λογιστές και ως βιβλιοθηκονόμοι.
Ακολούθησαν ήσυχες ζωές, κρατώντας τον εαυτό τους μακριά από τις μυλόπετρες της εποχής που αλέθουν πρόσωπα και πράγματα. Σχεδόν κανείς τους δεν ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μα την ίδια στιγμή αυτό δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση πράξη αντίστασης. Οι βιογραφίες τους μοιάζουν να γράφονται βαθιά κάτι από το δέρμα, λες και τίποτα δεν καθρεφτιζόταν στις επιφάνειες, εκεί που και η παραμικρή κίνηση, ο ελάχιστος σπασμός γίνεται άξιος προσοχής και επιφέρει συνέπειες. Τώρα που όλοι τους έχουν περάσει σε νύχτες αιώνιες, τώρα που οι ιστορίες τους έχουν καταλήξει στα συμπεράσματά τους, μπορώ να εξετάσω αυτές τις ζωές, να μιλήσω γι' αυτές και να τις κρατήσω κάτω από το φως, επιθεωρώντας κάθε λεπτομέρεια. Στο τέλος της ημέρας όλες μου οι προσπάθειες αποκαλύπτονται και εγώ απομένω αβέβαιη για το αν οι πρακτικές μου, που τους φέρνουν και πάλι στο φως, θα μπορούσαν να τους ξαναπληγώσουν».
Η ανάμνηση της μνήμης δεν είναι μυθιστόρημα, παρότι το εξώφυλλο τέτοιο τη χαρακτηρίζει, όχι τουλάχιστον ένα τυπικό μυθιστόρημα, αλλά μια υβριδική κατασκευή. Και αυτό δεν συμβαίνει εξαιτίας της έντονης αυτοβιογραφικής συνισταμένης που το διέπει, αλλά λόγω της ιδιάζουσας κατασκευής του, εξ ου και η ευτυχής συγκυρία της πρόσφατης ανάγνωσης των βιβλίων του Περέκ και της Ζαλκ. Το κυρίως νήμα που διαπερνά την αφήγηση της Στεπάνοβα είναι η ανάγκη της να γράψει αυτό το βιβλίο, να αφηγηθεί την ιστορία των προγόνων της, να αναζητήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτή την αναζήτηση, να αναφερθεί στις προηγηθείσες αποτυχημένες απόπειρες συγγραφής, και, κυρίως, να αναζητήσει τον τρόπο με τον οποίο κάτι τέτοιο θα καταστεί εφικτό, ενώ, δηλαδή, γράφει το βιβλίο, διαπραγματεύεται το πώς θα το γράψει.
Και αν η Ζαλκ είναι ιστορικός, οι περιπτώσεις του Περέκ και της Στεπάνοβα είναι διαφορετικές, αφού έρχονται από διαφορετικό δημιουργικό μετερίζι, αν και οι τρεις εκείνο που γυρεύουν είναι απαντήσεις μάλλον προσωπικού ενδιαφέροντος, του τρόπου δηλαδή που το υλικό του παρελθόντος μάς αποτελεί και ασχολούμενοι με κάτι εκ πρώτης προσωπικό/ατομικό αναπόφευκτα παρατάσσονται στα πλαϊνά του μεγάλου ποταμού με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πίσω. Μάλιστα, αυτό το διάχυτο προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη της αναζήτησης και της κατανόησης, τοποθετεί σε (τουλάχιστον) δεύτερο επίπεδο τη φιλοδοξία για κάτι πέρα και έξω από τους ίδιους, για κάτι μεγαλειωδώς οικουμενικό, και όταν αυτό συμβαίνει, ενίοτε και σπάνια, το αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει εδώ, είναι εντυπωσιακό.
Αν έπρεπε σώνει και ντε να κατηγοριοποιήσω το βιβλίο αυτό, τότε θα το τοποθετούσα στην επικράτεια του αυτοδοκιμίου, αφού εδώ η μυθοπλασία, πέρα από τα απαραίτητα γεμίσματα και γεφυρώματα της μνήμης και της έρευνας, τις υποθέσεις απέναντι στην αιώνια σιωπή και τις υποδόριες προθέσεις των προσώπων, έρχεται σε δεύτερη μοίρα, απόρροια της κάθε μορφής αρχείου που η συγγραφέας επισκέπτεται και επί του οποίου σκύβει. Είπα: εκείνο που πρωτίστως απασχολεί την Στεπάνοβα, στην προκειμένη περίπτωση, και που ο τίτλος Η ανάμνηση της μνήμης τόσο εύστοχα αποτυπώνει, είναι το σουλάτσο σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς, σε όλες αυτές τις ιδιωτικές και ελάχιστες ατομικές διαδρομές, παράλληλα και μέσα στο μεγάλο κάδρο, το οποίο ελάχιστα διαμόρφωσαν, αν και ξέρετε τι λένε για τη μια και μόνη σταγόνα που υπερχειλίζει ένα ποτήρι γεμάτο ως απάνω με νερό, αλλά που σίγουρα διαμορφώθηκαν από αυτό.
Η ιδιάζουσα αυτή κατασκευή επιβάλλει ένα τίμημα, αφού η έντονη και συνεχής παρουσία του αναγνώστη ανάμεσα στα γρανάζια και τους μηχανισμούς περιστροφής αποτρέπει την ολική παράδοση που ένα μυθιστόρημα με τους ίδιους πρωταγωνιστές, τις ίδιες αγωνίες, τα πάθη και τα βάσανα, με καμουφλαρισμένες ωστόσο τις σκαλωσιές θα πρόσφερε πιθανότατα απλόχερα. Η ανάμνηση της μνήμης επιζητά μια άλλη οπτική γωνία, μια εγρήγορση, αλλά και μια ιδιότυπη συμμετοχή από πλευράς αναγνώστη, εντάσσοντας και εκείνον με τη σειρά του στον δικό του λαβύρινθο προς το παρελθόν, από το οποίο, καθώς απομακρυνόμαστε κάθε στιγμή, ολοένα και οι λεπτομέρειες σβήνουν, μια γενική, ίσως θολή, εικόνα απομένει, ένα λιβάδι στο οποίο ο άνθρωπος επιμένει να γυρεύει απαντήσεις με την ελπίδα πως θα αποδειχτούν επεξηγηματικές για τα πεπραγμένα και χρηστικές για τα, άγνωστα και τρομακτικά, μελλούμενα.
Και έχει έντονο δοκιμιακό χαρακτήρα γιατί εκτός από το προσωπικό ένστικτο, όχι την έμπνευση εδώ, αλλά τον βηματισμό στον οποίο η διαμόρφωση του χαρακτήρα δίνει ρυθμό και ανάσα, είναι και η προσφυγή της Στεπάνοβα για απαντήσεις προς τη λογοτεχνία κυρίως, του σπουδαίου Ζέμπαλντ ή της καίριας Σόνταγκ για παράδειγμα, η απόπειρα κατανόησης του πώς η σκέψη των άλλων, φαινομενικά ανεξάρτητης και ξένης προς τα εμάς, μας αφορά και μας διαμορφώνει, εξηγεί και φανερώνει, προφητεύει και ενίοτε, παρά τη θέλησή της, δικαιώνεται. Ένα μονοπάτι απαντήσεων στο γιατί διαβάζουμε τις αλλότριες αφηγήσεις, στο γιατί νιώθουμε πως μας αφορούν, στο αποτύπωμα που μας αφήνουν, στο γιατί επιλέγουμε το ένα ή το άλλο βιβλίο, στο γιατί βρίσκουμε κάτι που ως δια μαγείας αποδεικνύεται δικό μας στο ένα ή το άλλο βιβλίο, και τελικά στον τρόπο με τον οποίο η κάθε αφήγηση οσμίζεται και αποτυπώνει τα πραχθέντα. Και κάπως έτσι το συγγραφικό ατομικό μετατρέπεται σε αναγνωστικό ατομικό και αυτό αθροιζόμενο τείνει στο οικουμενικό.
Το έγραφα και πρόσφατα, αναφερόμενος στους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ, επίσης συγγενές ανάγνωσμα τώρα που το σκέφτομαι, πως το μέγεθος εδώ λειτουργεί ενισχυτικά του αρχικού ευρήματος, πως δηλαδή το μέγεθος, οι σχεδόν πεντακόσιες σελίδες στην περίπτωση του βιβλίου της Στεπάνοβα, αναδεικνύουν το εύρημα ως μια ικανή επιφάνεια επί της οποίας οικοδομείται η κατασκευή, μια βάση στέρεα και καλά προϋπολογισμένη ώστε να αντέξει και όχι ένα απλό καπρίτσιο, ένα υποβοήθημα στιγμιαίας, ανέμπνευστης τελικά, έμπνευσης. Και ίσως η κόπωση, ως διατυπωμένη ένσταση και ανάλογα σε ποιο σημείο εμφανίζεται, να μας δείχνει γεωμετρικά την προσωπική μας ανοχή στην αναζήτηση απαντήσεων, στην αμφιβολία που διαρκώς φέρνει νέα ερωτήματα στο προσκήνιο, στον τρόπο με τον οποίο ο ατομικός μας μηχανισμός λειτουργεί, ίσως αυτό κάτι να σημαίνει για τις θανατηφόρες, πλαστές και άχρηστες, αν και για κάποιους καθησυχαστικές, βεβαιότητες, τα απόλυτα ζεύγη αντιθέτων, τον θρίαμβο της αιτιοκρατίας, τη διαρκή αγωνία μήπως κάποια αγωνία ξεπηδήσει στην επόμενη στροφή του δρόμου, λίγο πριν ο ορίζοντας, πάντα απέραντος, εμφανιστεί ξανά.
Πολύ μου άρεσε το βιβλίο αυτό.
υγ. Για το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ περισσότερα εδώ, για το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ εδώ, για τους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ εδώ.