Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Η ανάμνηση της μνήμης - Μαρία Στεπάνοβα

Είχα για καιρό ένα θετικό προαίσθημα για το βιβλίο αυτό, αλλά, όπως συμβαίνει με τη ζωή γενικά, το ένα έφερε το άλλο και παραμέρισε το τρίτο την ώρα που ένα τέταρτο έβγαινε στην επιφάνεια σέρνοντας ξοπίσω του ένα πέμπτο, και ούτω καθεξής, διαρκώς και επαναλαμβανόμενα. Αποδείχτηκε όμως κατάλληλη η αναγνωστική συγκυρία, έστω και εκ των υστέρων και από καθαρή σύμπτωση μάλλον, αν και με το υποσυνείδητο έδαφος ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτα σίγουρος, αφού λίγο καιρό πριν είχα διαβάσει το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ και το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ.

«Δεν έχει καμία σημασία, μα μες στους κόλπους της οικογένειας, ανάμεσα στους συγγενείς μου, δεν υπήρχε κανείς διάσημος. Έμοιαζαν όλοι τους ικανοί να επιμείνουν σε ένα είδος ύποπτης απόστασης. Έγιναν ιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες (μα όχι για εμπνευσμένες αψίδες και προσόψεις, μα μόνο για βέβαιες, χρήσιμες κατασκευές, όπως δρόμους και γέφυρες). Εργάστηκαν ακόμη ως λογιστές και ως βιβλιοθηκονόμοι.

Ακολούθησαν ήσυχες ζωές, κρατώντας τον εαυτό τους μακριά από τις μυλόπετρες της εποχής που αλέθουν πρόσωπα και πράγματα. Σχεδόν κανείς τους δεν ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μα την ίδια στιγμή αυτό δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση πράξη αντίστασης. Οι βιογραφίες τους μοιάζουν να γράφονται βαθιά κάτι από το δέρμα, λες και τίποτα δεν καθρεφτιζόταν στις επιφάνειες, εκεί που και η παραμικρή κίνηση, ο ελάχιστος σπασμός γίνεται άξιος προσοχής και επιφέρει συνέπειες. Τώρα που όλοι τους έχουν περάσει σε νύχτες αιώνιες, τώρα που οι ιστορίες τους έχουν καταλήξει στα συμπεράσματά τους, μπορώ να εξετάσω αυτές τις ζωές, να μιλήσω γι' αυτές και να τις κρατήσω κάτω από το φως, επιθεωρώντας κάθε λεπτομέρεια. Στο τέλος της ημέρας όλες μου οι προσπάθειες αποκαλύπτονται και εγώ απομένω αβέβαιη για το αν οι πρακτικές μου, που τους φέρνουν και πάλι στο φως, θα μπορούσαν να τους ξαναπληγώσουν».

Η ανάμνηση της μνήμης δεν είναι μυθιστόρημα, παρότι το εξώφυλλο τέτοιο τη χαρακτηρίζει, όχι τουλάχιστον ένα τυπικό μυθιστόρημα, αλλά μια υβριδική κατασκευή. Και αυτό δεν συμβαίνει εξαιτίας της έντονης αυτοβιογραφικής συνισταμένης που το διέπει, αλλά λόγω της ιδιάζουσας κατασκευής του, εξ ου και η ευτυχής συγκυρία της πρόσφατης ανάγνωσης των βιβλίων του Περέκ και της Ζαλκ. Το κυρίως νήμα που διαπερνά την αφήγηση της Στεπάνοβα είναι η ανάγκη της να γράψει αυτό το βιβλίο, να αφηγηθεί την ιστορία των προγόνων της, να αναζητήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτή την αναζήτηση, να αναφερθεί στις προηγηθείσες αποτυχημένες απόπειρες συγγραφής, και, κυρίως, να αναζητήσει τον τρόπο με τον οποίο κάτι τέτοιο θα καταστεί εφικτό, ενώ, δηλαδή, γράφει το βιβλίο, διαπραγματεύεται το πώς θα το γράψει.

Και αν η Ζαλκ είναι ιστορικός, οι περιπτώσεις του Περέκ και της Στεπάνοβα είναι διαφορετικές, αφού έρχονται από διαφορετικό δημιουργικό μετερίζι, αν και οι τρεις εκείνο που γυρεύουν είναι απαντήσεις μάλλον προσωπικού ενδιαφέροντος, του τρόπου δηλαδή που το υλικό του παρελθόντος μάς αποτελεί και ασχολούμενοι με κάτι εκ πρώτης προσωπικό/ατομικό αναπόφευκτα παρατάσσονται στα πλαϊνά του μεγάλου ποταμού με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πίσω. Μάλιστα, αυτό το διάχυτο προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη της αναζήτησης και της κατανόησης, τοποθετεί σε (τουλάχιστον) δεύτερο επίπεδο τη φιλοδοξία για κάτι πέρα και έξω από τους ίδιους, για κάτι μεγαλειωδώς οικουμενικό, και όταν αυτό συμβαίνει, ενίοτε και σπάνια, το αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει εδώ, είναι εντυπωσιακό.

Αν έπρεπε σώνει και ντε να κατηγοριοποιήσω το βιβλίο αυτό, τότε θα το τοποθετούσα στην επικράτεια του αυτοδοκιμίου, αφού εδώ η μυθοπλασία, πέρα από τα απαραίτητα γεμίσματα και γεφυρώματα της μνήμης και της έρευνας, τις υποθέσεις απέναντι στην αιώνια σιωπή και τις υποδόριες προθέσεις των προσώπων, έρχεται σε δεύτερη μοίρα, απόρροια της κάθε μορφής αρχείου που η συγγραφέας επισκέπτεται και επί του οποίου σκύβει. Είπα: εκείνο που πρωτίστως απασχολεί την Στεπάνοβα, στην προκειμένη περίπτωση, και που ο τίτλος Η ανάμνηση της μνήμης τόσο εύστοχα αποτυπώνει, είναι το σουλάτσο σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς, σε όλες αυτές τις ιδιωτικές και ελάχιστες ατομικές διαδρομές, παράλληλα και μέσα στο μεγάλο κάδρο, το οποίο ελάχιστα διαμόρφωσαν, αν και ξέρετε τι λένε για τη μια και μόνη σταγόνα που υπερχειλίζει ένα ποτήρι γεμάτο ως απάνω με νερό, αλλά που σίγουρα διαμορφώθηκαν από αυτό.

Η ιδιάζουσα αυτή κατασκευή επιβάλλει ένα τίμημα, αφού η έντονη και συνεχής παρουσία του αναγνώστη ανάμεσα στα γρανάζια και τους μηχανισμούς περιστροφής αποτρέπει την ολική παράδοση που ένα μυθιστόρημα με τους ίδιους πρωταγωνιστές, τις ίδιες αγωνίες, τα πάθη και τα βάσανα, με καμουφλαρισμένες ωστόσο τις σκαλωσιές θα πρόσφερε πιθανότατα απλόχερα. Η ανάμνηση της μνήμης επιζητά μια άλλη οπτική γωνία, μια εγρήγορση, αλλά και μια ιδιότυπη συμμετοχή από πλευράς αναγνώστη, εντάσσοντας και εκείνον με τη σειρά του στον δικό του λαβύρινθο προς το παρελθόν, από το οποίο, καθώς απομακρυνόμαστε κάθε στιγμή, ολοένα και οι λεπτομέρειες σβήνουν, μια γενική, ίσως θολή, εικόνα απομένει, ένα λιβάδι στο οποίο ο άνθρωπος επιμένει να γυρεύει απαντήσεις με την ελπίδα πως θα αποδειχτούν επεξηγηματικές για τα πεπραγμένα και χρηστικές για τα, άγνωστα και τρομακτικά, μελλούμενα.

Και έχει έντονο δοκιμιακό χαρακτήρα γιατί εκτός από το προσωπικό ένστικτο, όχι την έμπνευση εδώ, αλλά τον βηματισμό στον οποίο η διαμόρφωση του χαρακτήρα δίνει ρυθμό και ανάσα, είναι και η προσφυγή της Στεπάνοβα για απαντήσεις προς τη λογοτεχνία κυρίως, του σπουδαίου Ζέμπαλντ ή της καίριας Σόνταγκ για παράδειγμα, η απόπειρα κατανόησης του πώς η σκέψη των άλλων, φαινομενικά ανεξάρτητης και ξένης προς τα εμάς, μας αφορά και μας διαμορφώνει, εξηγεί και φανερώνει, προφητεύει και ενίοτε, παρά τη θέλησή της, δικαιώνεται. Ένα μονοπάτι απαντήσεων στο γιατί διαβάζουμε τις αλλότριες αφηγήσεις, στο γιατί νιώθουμε πως μας αφορούν, στο αποτύπωμα που μας αφήνουν, στο γιατί επιλέγουμε το ένα ή το άλλο βιβλίο, στο γιατί βρίσκουμε κάτι που ως δια μαγείας αποδεικνύεται δικό μας στο ένα ή το άλλο βιβλίο, και τελικά στον τρόπο με τον οποίο η κάθε αφήγηση οσμίζεται και αποτυπώνει τα πραχθέντα. Και κάπως έτσι το συγγραφικό ατομικό μετατρέπεται σε αναγνωστικό ατομικό και αυτό αθροιζόμενο τείνει στο οικουμενικό.

Το έγραφα και πρόσφατα, αναφερόμενος στους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ, επίσης συγγενές ανάγνωσμα τώρα που το σκέφτομαι, πως το μέγεθος εδώ λειτουργεί ενισχυτικά του αρχικού ευρήματος, πως δηλαδή το μέγεθος, οι σχεδόν πεντακόσιες σελίδες στην περίπτωση του βιβλίου της Στεπάνοβα, αναδεικνύουν το εύρημα ως μια ικανή επιφάνεια επί της οποίας οικοδομείται η κατασκευή, μια βάση στέρεα και καλά προϋπολογισμένη ώστε να αντέξει και όχι ένα απλό καπρίτσιο, ένα υποβοήθημα στιγμιαίας, ανέμπνευστης τελικά, έμπνευσης. Και ίσως η κόπωση, ως διατυπωμένη ένσταση και ανάλογα σε ποιο σημείο εμφανίζεται, να μας δείχνει γεωμετρικά την προσωπική μας ανοχή στην αναζήτηση απαντήσεων, στην αμφιβολία που διαρκώς φέρνει νέα ερωτήματα στο προσκήνιο, στον τρόπο με τον οποίο ο ατομικός μας μηχανισμός λειτουργεί, ίσως αυτό κάτι να σημαίνει για τις θανατηφόρες, πλαστές και άχρηστες, αν και για κάποιους καθησυχαστικές, βεβαιότητες, τα απόλυτα ζεύγη αντιθέτων, τον θρίαμβο της αιτιοκρατίας, τη διαρκή αγωνία μήπως κάποια αγωνία ξεπηδήσει στην επόμενη στροφή του δρόμου, λίγο πριν ο ορίζοντας, πάντα απέραντος, εμφανιστεί ξανά.

Πολύ μου άρεσε το βιβλίο αυτό.

υγ. Για το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ περισσότερα εδώ, για το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ εδώ, για τους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ εδώ.

Μετάφραση Ελένη Κατσιώλη, Απόστολος Θηβαίος
Εκδόσεις Βακχικόν 

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Sha la la - Δήμητρα Παναγιωτοπούλου

«Ένα πέσιμο δεν είναι βέβαια κάτι τραγικό, αλλά να προσγειώνεται κανείς σ' αυτή την πόλη με το κεφάλι μισό μέτρο πάνω από το κράσπεδο και με τα χέρια ανοιγμένα σαν φτερά πουλιού δεν είναι και το πιο συνηθισμένο».

Έτσι ξεκινάει η νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου, Sha la la, με τον Χ.Π. να επιστρέφει στη γενέθλια πόλη, χρόνια μετά, με ένα ντοσιέ γεμάτο από έγγραφα σχετικά με την πώληση της πατρικής εστίας, η οποία μετά τον θάνατο των γονιών του απέμεινε έρημη και έρμαιο στον χρόνο και τη φθορά του, χρήσιμη μόνο ως ένα ανέλπιστο οικονομικό όφελος, τελευταίος πιθανά και ευκταία συσχετισμός με την πόλη εκείνη. Ο παντογνώστης αφηγητής εκκινά από το χρονικό σημείο μηδέν, από τη στιγμή που ο ήρωάς μας πάτησε με τον τρόπο του το έδαφος της ανώνυμης, μεθόριας πόλης κάπου στη Βόρεια Ελλάδα.

Θέμα ιδιαίτερα δημοφιλές λογοτεχνικά, η επιστροφή στον τόπο της νεαρής ηλικίας, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο εγκαταλείφθηκε, ίσως χωρίς πλήρη συνείδηση πως η φυγή αυτή θα αποδεικνυόταν απόφαση οριστική και τελεσίδικη, ωστόσο συνέβη. Η επιστροφή εν γένει στην επικράτεια της παιδική ηλικίας αποτελεί κοινό τόπο, εκτός της λογοτεχνίας, και της ψυχοθεραπείας, εκεί αναμένουν οι ειδικοί, περισσότερο από τον ίδιο τον θεραπευόμενο, να βρεθεί το πασπαρτού που θα μπορέσει να ξεκλειδώσει ή να διπλοκλειδώσει το κουτί της Πανδώρας, απαντώντας ή όχι, διασαφηνίζοντας ή όχι, απλοποιώντας ή όχι διάφορες εξισώσεις της ενήλικης ζωής.

Ταξίδι γνώριμο σε πολλούς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συντεταγμένα ή άναρχα, ανακτημένο λάφυρο της λήθης ή περιβόλι γεμάτο ρόδα και αγκάθια γύρω από την τρύπα που το πτηνό μας εγώ χώνει το κεφάλι του, η επιστροφή στην παιδική ηλικία, ενίοτε δεν είναι απλώς μια μεταφορά αλλά ένα πραγματικό ταξίδι, ένας τρομακτικός σταθμός λεωφορείων, η πρόσκαιρη στάση ενός τρένου, το αγκυροβόλι ενός πλοίου, ο διάδρομος προσγείωσης ενός αεροπλάνου, το πρώτο φανάρι μετά την έξοδο από την εθνική οδό. Αυτή η επιστροφή συνήθως δίνεται ως μια ιστορία ενηλικίωσης, μια βουτιά στο παρελθόν εκ του οποίου θα αντληθούν στοιχεία της ενήλικης εκδοχής, αιτιοκρατία και τυχαιότητα, τραύματα και βιώματα, πρώτοι έρωτες, φίλοι και γονεϊκή φροντίδα ή η απουσία τους, ή η τερατομορφία τους, σπανιότερα, ωστόσο, όπως στην περίπτωση του Χ.Π., η επιστροφή αυτή συντελείται και εκτείνεται σε πραγματικό χωροχρόνο στο εκεί και το τώρα.

Και ποια η πιο κατάλληλη διαδρομή επιστροφής στη γενέθλια πόλη παρά εκείνη του τρομακτικού λαβυρίνθου της γραφειοκρατίας, ο φάκελος υπό μάλης γεμάτος από έγγραφα, στην πλειοψηφία τους ακατανόητα μάλλον, η αναζήτηση του συμβολαιογράφου που θα ξέρει, ελπίζει ο Χ.Π. αφού τον βρει, τι να τα κάνει, να ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης, στο επόμενο δρομολόγιο να επιβιβαστεί και να επιστρέψει. Αλήθεια, προς τα πού γίνεται η επιστροφή, προς τα παιδικά ή προς τα ενήλικα χρόνια, ποιο είναι το σημείο αναχώρησης και ποιο το αντίστοιχο άφιξης, πού πηγαίνει και από πού έρχεται ο Χ.Π.; Ανάμεσα σε τοπόσημα γνώριμα, σημεία παιχνιδιού και σχόλης, αλλά και σε άλλα που υπέκυψαν στον χρόνο, εγκαταλείφθηκαν για να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο, ο ήρωάς μας χωρίς ιδιαίτερη πυγμή και αποφασιστικότητα προσπαθεί να προσανατολιστεί, ως προς τι, βέβαια, είναι ένα ακόμα ερώτημα.

Η Παναγιωτοπούλου στο πρωτόλειο έργο της προσφεύγει στην πύκνωση, μια παράγραφος ενιαία όλη η νουβέλα είναι, χωρίς να απλώνει τα πλοκάμια της ιστορίας, χωρίς να καταφεύγει σε αναλήψεις από το παρελθόν μήτε να εγκιβωτίζει περαιτέρω υποϊστορίες, με κάτι που θυμίζει κάπως αόριστα Μπέρνχαρντ, ίσως εξαιτίας των επαναλήψεων και των διαφόρων μικροσημείων περιστροφής. Προσθέτει έναν μέλλοντα χρόνο, όταν ο ήρωάς μας αφηγήθηκε κάποια από αυτά τα περιστατικά σε κάποιον ή κάποιους ανώνυμους δέκτες και με τον τρόπο αυτό σπάει την αυστηρά τριτοπρόσωπη αφήγηση, μέσα από τον ευθύ λόγο όσων εκείνος αργότερα αφηγήθηκε. Αυτό, εν συνεχεία της πύκνωσης, είναι το κυρίως αφηγηματικό στυλ της συγγραφέα, που δείχνει μια φιλοδοξία να πει με τον τρόπο της μια εν πολλοίς γνώριμη ιστορία, φιλοδοξία που αποδεικνύεται λειτουργική και ικανή να επιτείνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον πέρα και έξω από το αποκλειστικό μονοπάτι της αφήγησης των γεγονότων, πέρα από το τι έγινε αλλά πώς έγινε ή, ίσως καλύτερα, πώς αυτό που έγινε έγινε αφήγηση.

Με τον τρόπο του πρωτότυπο είναι και το πώς ο αφηγητής συστήνει τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής με τα οποία διασταυρώνεται η πορεία του ήρωα, δίνοντας μας εντός αγκυλών τα στοιχεία ταυτότητας, έτος γέννησης, σπουδές και επάγγελμα, ένα άκρως συνοπτικό βιογραφικό, όπως θα δινόταν σ' ένα θεατρικό κείμενο η διανομή των ρόλων. Η Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη αλλά ταυτόχρονα ατομική, αφηγηματική φωνή η οποία αποτελεί το νήμα που ακολουθεί ο Χ.Π. στην περιδιάβασή του στην ανώνυμη πόλη.

Ολιγοσέλιδη, η νουβέλα της πρωτοεμφανιζόμενης Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια γοητεία, παρότι σε σημεία κάπως αμήχανη. Θα μπορούσε να έχει πει την ίδια ιστορία με διαφορετικό τρόπο; Ναι, θα μπορούσε, να κινηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και μικρότερο ρίσκο. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί επέλεξε αυτό το μονοπάτι. Αν δηλαδή το σημείο εκκίνησης ήταν μια ήδη διαμορφωμένη αφηγηματική φωνή, ένας μονόδρομος αφήγησης, ή αν προϋπήρξε μια σκέψη περί επιθυμίας διαφοροποίησης. Δεν έχει και τόση σημασία ωστόσο, η φιλοδοξία είναι διακριτή και παρούσα, το Sha la la είναι μια νουβέλα που δοκιμάζει να υπαινιχθεί παρά να φανερώσει, που δεν στοχεύει και δεν χρησιμοποιεί το συναίσθημα ως σκευή για την κατασκευή και τη μετέπειτα αναγνωστική πρόσληψη, δεν ασχολείται με δίπολα, δεν γυρεύει απαντήσεις συγκεκριμένες αλλά μάλλον αχρείαστες. Ούτε ωστόσο παραδίδεται με τα χέρια ψηλά στην ατμοσφαιρικότητα που η αφηγηματική φωνή διαχέει στην περιδιάβαση του Χ.Π., ενώ χρησιμοποιεί το παίγνιο ως αντίβαρο μιας κάπως μίζερης επιστροφής, εξ αρχής εξοστρακισμένης από το συναίσθημα και παραδομένης στις δαγκάνες της γραφειοκρατίας και των απλών αποφάσεων κάποιου που νιώθει ξένος στον τόπο και στις πράξεις που απαιτούνται από μεριάς του.

Και κάπου εκεί, σε μια γραφειοκρατική και με υποσχέσεις οικονομικού ανταλλάγματος επιστροφή, κάποιες χαραμάδες είναι ικανές να επιτρέψουν στο συναίσθημα να εισέλθει, πλαγίως και χωρίς βιάση. Σε εκείνες τις χαραμάδες, ευρισκόμενες κατά τόπους στη συνδεσμολογία των δοκών, ως ένα βαθμό αδιόρατες και σίγουρα όχι σκόπιμα ακάλυπτες, ο αναγνώστης πιθανόν να βρει κάτι δικό του, κάτι ίσως απροσδιόριστο και συγκεχυμένο, μια υποψία συναισθήματος, μια ελάχιστη εγκοπή που, ποιος ξέρει, ίσως και να ξηλώσει μέρος ή ολόκληρο το περιτύλιγμα της δικής του μελλοντικής επιστροφής σ' εκείνα τα μέρη, τα κάποτε γνώριμα και οικεία.  

Ένα διακριτό πρώτο βήμα είναι το Sha la la, ο χρόνος θα δείξει περισσότερα, το όνομα της Παναγιωτοπούλου σημειώθηκε για μελλοντική παρακολούθηση.

Εκδόσεις Loggia

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού - Claire Zalc

Μόλις είχα γυρίσει την τελευταία σελίδα τού —μάλλον αταξινόμητου— W ή Η παιδική ανάμνηση του Ζορζ Περέκ, όταν έπιασα στα χέρια μου το —επίσης αταξινόμητο τελικά— Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού τής Κλερ Ζαλκ. Ήμουν υπό την επήρεια ακόμα της περιδιάβασης στο περεκικό σύμπαν και ήταν η εκ του τίτλου εμφανής συγγένεια που έτεινε ένα νήμα ομοιοπάθειας, ανάμεσα στη Ζαλκ και σε μένα, μια ταυτόχρονη παρουσία στο βασίλειο της αναγνωστικής επιρροής αυτού του τόσο σπουδαίου, η επιθυμία να παρατείνω την εμπειρία, ελπίζοντας —δικαιολογημένα τελικώς— πως θα «συνομιλούσα» με κάποια που θα καταλάβαινε την κατάστασή μου, κι ίσως εγώ τη δική της, αντίστοιχα.

Είχα όμως και μια επιφύλαξη. Είχε να κάνει με τους δεδομένους περιορισμούς του αντίδωρου, της κατά Περέκ —στην προκειμένη περίπτωση—συγγραφής, της απόδοσης ενός φόρου τιμής. Τη Ζαλκ δεν τη γνώριζα, ούτε το ακαδημαϊκό της έργο είχα υπόψη μου. Το νήμα, ωστόσο, έστεκε εκεί, κι εγώ το ακολούθησα.

Όπως και το βιβλίο του Περέκ, έτσι κι εδώ έχουμε μια διπλή, εναλλασσόμενη αφήγηση, η Ζαλκ προβαίνει, από τη μια, στην παρουσίαση του επιστημονικού της έργου, και, από την άλλη, στην αφήγηση της προσωπικής της ιστορίας, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την ειδικότητά της ως ιστορικού.

Ο Περέκ αναφερόμενος στο βιβλίο του έγραψε: «Υπάρχουν δύο κείμενα σε αυτό το βιβλίο, που απλώς διαδέχονται το ένα το άλλο· θα νόμιζε κανείς ότι δεν έχουν τίποτα κοινό, ωστόσο είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, λες και κανένα από τα δύο δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του, λες και μόνο από τη συνάντησή τους, από το φως που εκπέμπουν το ένα στο άλλο, μπορεί να φανερωθεί κάτι που ποτέ δεν λέγεται απόλυτα στο ένα, ποτέ δεν λέγεται απόλυτα στο άλλο, αλλά μονάχα στην εύθραυστη διασταύρωσή τους».

Η Ζαλκ, τοποθετώντας τα λόγια του ως μότο στο ανά χείρας βιβλίο, δηλώνει ταυτόχρονα την πρόθεσή της, το τι επιθυμεί να πετύχει, και την ελπίδα της, πώς εύχεται να λειτουργήσει αυτή η κατασκευή.

Δεν χρησιμοποιώ τυχαία τη λέξη κατασκευή εδώ, αλλά σαν συνέχεια των επιφυλάξεών μου σχετικά με τους περιορισμούς μιας τέτοιας απόπειρας. Η επιτυχής ή μη πραγμάτωση των συγγραφικών προθέσεων δεν έχει, για μένα, να κάνει με το πόσο πιστή ή εντός περεκικού κλίματος παρέμεινε η συγγραφέας στο Z, χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να είναι εν τέλει αδιάφορο, αλλά κυρίως έχει να κάνει με το πόσο αυτή η κατασκευή θα μπορούσε να λειτουργήσει πέρα της τεχνικής επικράτειας ή αν τελικά θα αποδεικνυόταν απλώς μια ευκολία γραφής ή ένα άψυχο κατασκεύασμα με κάποιες ομοιότητες με ένα σχεδιαστικό πρότυπο. Εκείνο που πιο γρήγορα διαφαίνεται στη διπλή αφήγηση είναι η επιρροή ή η μαγεία —ίσως καλύτερα— που το έργο του Περέκ —συνολικά ή ειδικά— της έχει ασκήσει. Αυτό αποτελεί το πρώτο, καθοριστικό, ρήγμα σε μια κατασκευή που μοιάζει εγκεφαλική. Εκείνο, ωστόσο, που τελικώς γεμίζει το καλούπι της κατασκευής και καθιστά σημαντικό το βιβλίο αυτό, προσδίδοντάς του μια ιδιότυπη λογοτεχνικότητα, είναι το πάθος της Ζαλκ για την επιστήμη και το επάγγελμά της.

Έχω επαναλάβει αρκετές φορές πως η αγάπη μου για την αφήγηση δεν περιορίζεται στη μυθοπλασία, αλλά εκτείνεται σε οτιδήποτε αφηγείται κανείς με πάθος και ευχέρεια λόγου. Και κάτι αντίστοιχο με το Z δεν είχα διαβάσει ως τώρα.

Το πάθος με το οποίο η Ζαλκ μιλάει για την έρευνά της, για την ιστορία εν γένει, για την ανάγκη και τις παγίδες της ποσοτικοποίησης, τη γειτνίαση της στατιστικής, για το θολό σύνορο ανάμεσα στις ανθρωπιστικές, κλασικές και κοινωνικές σπουδές, για τη σημασία, τέλος τέλος, όλων αυτών στην καταγραφή και απόπειρα κατανόησης του ανθρώπινου. Καταφέρνει, χωρίς να προδώσει το W να προχωρήσει παραπέρα, να ξεφύγει από την απλή αντιγραφή του αρχικού σκίτσου, να μην περιοριστεί σε αυτό, αλλά να το χρησιμοποιήσει ως μια βάση δημιουργίας για κάτι δικό της.

Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή του ένας πρωτοξάδερφος της αυτομυθοπλασίας, το αυτοδοκίμιο. Αν και μάλλον αταξινόμητο, το Z θα μπορούσε να ενταχθεί σ' αυτό. Το πάθος της Ζαλκ δεν θα αποτελούσε αρκετό καύσιμο για το βιβλίο αυτό, θα έδινε μια επιτάχυνση, κάποια πρώτα μέτρα πορείας, αλλά εν συνεχεία θα αδυνατούσε να το διατηρήσει σε κίνηση. Εδώ εντοπίζεται η κύρια αρετή της απόπειρας αυτής, που έχει να κάνει με την παρατήρηση του εαυτού ως βασικό συστατικό της συγγραφής αλλά και της άσκησης της επιστήμης της ιστορίας, μια καθοριστική ομοιότητα, ίσως μη εύκολα ανιχνεύσιμη, με τον Περέκ. Αντιλαμβάνομαι πως η αυτοπαρατήρηση ίσως εγείρει φοβία σολιψισμού και εγωπάθειας και εν συνέχεια ελαχιστοποίηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος.

Ο αναγνωστικός αυτός κίνδυνος υπάρχει, σίγουρα υπάρχει. Αλλά, αν είμαστε ειλικρινείς, ο κίνδυνος αυτός πάντοτε υπάρχει, ιδιαίτερα σε μια ιστορική περίοδο θριάμβου της ατομικότητας. Εδώ θα καταχωρήσω το χαρακτηριστικό της παντελούς έλλειψης διδακτισμού, αντιλαμβανόμενος πως κάτι τέτοιο ίσως να ακουστεί οξύμωρο δεδομένης της ακαδημαϊκής ιδιότητας της Ζαλκ. Και όμως, ισχύει. Το πάθος με το οποίο αναφέρεται στην επιστήμη της απαλύνει το κείμενο από τον όποιο διδακτισμό, αλλά και την όποια εγωπάθεια. Το πάθος ενός ερευνητή επιστήμονα, το πραγματικό πάθος τέλος πάντων, δεν μπορεί παρά να μην διακρίνεται για την ανάγκη συνομιλίας και συνεργασίας, για την επίγνωση της σημασίας της ανταλλαγής, της διαρκής εποπτείας της επιστήμης, αλλά και του συνόλου της ανθρώπινης εμπειρίας. Και η Ζαλκ από τέτοιο πάθος διακρίνεται, τουλάχιστον εντός του βιβλίου, καταφέρνοντας έτσι ένα πολύ ειδικού ενδιαφέροντος θέμα να ξεφύγει από τα στενά όρια του και να μπορέσει να απευθυνθεί σε ένα μεγαλύτερο κοινό που δεν ειδικεύεται στην επιστήμη της ιστορίας.

Δεν μπορώ να ξέρω ποια θα είναι η υποδοχή του βιβλίου αυτού από το ελληνικό κοινό, ίσως και να είναι ένα τεράστιο εκδοτικό ρίσκο. Δεν μπορώ όμως να μην αναγνωρίσω την ποικιλότροπη σημασία μιας τέτοιας έκδοσης, οριακής ως προς το πού ακριβώς ανήκει, σημαντικής τελικά ακριβώς γι' αυτό τον ανένταχτο χαρακτήρα της, εκεί είναι που συναντά την αχανή επικράτεια της λογοτεχνίας, αυτό το χωνευτήρι της ανθρώπινης εμπειρίας, τον ευαίσθητο μετρητή που προοικονομεί παραξενεύοντας αρχικά για την ταυτότητά του.

Και αν η αρχική προσδοκία ήταν η παραμονή σε μια συνθήκη υπό περεκικό καθεστώς, αυτό συνέβη και με το παραπάνω, αλλά η ανάγνωση συνολικά διόλου δεν αναλώθηκε αποκλειστικά σε αυτό. Με τον ιδιαίτερο τρόπο του, ένα σημαντικό βιβλίο.

υγ. Για το W ή Η παιδική ανάμνηση περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ρίκα Μπενβενίστε
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

W ή Η παιδική ανάμνηση, Georges Perec, δύο κείμενα

Τρένο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, αρχές του αιώνα, χωρίς εν κινήσει πρόσβαση στο διαδίκτυο, στάση στον Παλαιοφάρσαλο για αλλαγή μηχανής, ευκαιρία για τσιγάρο χωρίς το κυνηγητό εντός τρένου με τους ελεγκτές, διαβάζω την Ιδιωτική πινακοθήκη του άγνωστου τότε σε μένα Ζορζ Περέκ, μαγεμένος από το παιχνίδι που είχε στήσει μπροστά στα μάτια μου. Είκοσι και κάτι χρόνια μετά, με αδημονία τσεκάρω τις νέες εκδόσεις προσμένοντας την κυκλοφορία, επιτέλους και στα ελληνικά, του W ή Η παιδική ανάμνηση, πάντοτε σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, πρόωρο δώρο διακριτό σε μια πλημμύρα νέων εκδόσεων, το πιάνω στα χέρια μου, η απάντηση για το πρώτο βιβλίο της καινούργιας χρονιάς προφανής. Τι μεσολάβησε στο ενδιάμεσο;

Τα πράγματα, Ποιο παπάκι με νικέλινο τιμόνι στο προαύλιο;, Χορείες χώρων, Σκέψη/Ταξινόμηση, Έλις Άιλαντ, Ένας άνθρωπος που κοιμάται, Ζωή Οδηγίες Χρήσεως (κυρίως). Ο Ζορζ Περέκ έχει πάψει να μου είναι άγνωστος, έχει εισχωρήσει στην ελίτ των πλέον αγαπημένων, ένας συγγραφέας που γράφει με τον τρόπο που τα παιδιά παίζουν, μαζί με έναν άλλον πρόωρα χαμένο, τον Μπολάνιο, οι κύριες και καίριες λόγχες ενάντια στον λογοτεχνικό ελιτισμό· οι λίστες, το Ουλιπό, το τραύμα, το αρχείο, η λογοτεχνία ως μπούνκερ καταφυγής και παρατήρησης, όλα όσα αγαπώ και ελπίζω στη λογοτεχνία, δηλαδή.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος)

Κυκλοφόρησε επιτέλους στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Ύψιλον και σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, το W ή Η παιδική ανάμνηση του ποικιλοτρόπως σπουδαίου Ζορζ Περέκ. Ένα ακόμα κενό στη σπουδαία λογοτεχνία ήρθε να καλυφθεί.

Ο Περέκ, ένα από τα τρομερά παιδιά της γραφής, δοκίμασε αρκετά τα όρια της δημιουργίας, διαθέτοντας μια δυσανεξία στην όποια μανιέρα και ευκολία. Κάθε έργο του, παρότι εκ των υστέρων αναγνωρίσιμα περεκικό, παραμένει διακριτό μέρος ενός μόνο κατά επικράτειες χαρτογραφημένου σύμπαντος, η αναγνωστική περιπέτεια εντός του οποίου διαμορφώνεται εν πολλοίς από τα συντρίμμια του όποιου αυθαίρετου ορίζοντα προσδοκιών ο αναγνώστης είχε σχεδιάσει με βάση την πρότερη εμπειρία του. Αυτά τα αρχικά ερείπια όχι μόνο δεν απογοητεύουν, αλλά αντίθετα είναι αυτά που ενισχύουν τη γοητεία και το δέος, τη δίψα για ακόμα μια περιπέτεια, τη λαχτάρα για το τι άλλο έχει σκαρφιστεί το μυαλό αυτό. 

Το W, δύσκολο στην ακριβή ταξινόμηση, που τόσο αγαπούσε ο Περέκ, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω. Μια διπλή, εναλλασσόμενη, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που πηγάζει από την παιδική ηλικία του συγγραφέα με τρόπο διττό. Από τη μια, με πλάγια γράμματα, ένα κείμενο που ανήκει καθ' ολοκληρία στο φανταστικό, μια ιστορία που πρωτοσυστάθηκε στην παιδική, αχαλίνωτη και αμόλυντη φαντασία, μια περιπέτεια που στην πορεία ξαφνικά εγκατέλειψε το αφηγηματικό νήμα και ακολούθησε μια άλλη διαδρομή. Εκεί, στην παιδική φαντασία, από την οποία ο Περέκ ποτέ δεν μετανάστευσε οριστικά, όπου όλα είναι δυνατά, όλα βγάζουν νόημα και η φαντασία αποτελεί μια ήσυχη κρυψώνα παιχνιδιού εν μέσω ενός κόσμου που ολοένα και μεγαλώνει τριγύρω. Και από την άλλη, μια αυτοβιογραφική ανασύσταση της παιδικής ηλικίας, εκεί όπου τίποτα δεν είναι απαραίτητα ηρωικό ή φανταχτερά πρωτότυπο. Και αν η φαντασία αποτελεί τον σύμμαχο για τη μυθοπλασία, η λήθη προσδίδει τριβή και συχνά υψώνει εμπόδια στην ανασύσταση του εαυτού.

Έχουμε, λοιπόν, δύο σημεία εναλλαγής· τον κεντρικό διαχωρισμό των δύο κειμένων, το φανταστικό και το αυτοβιογραφικό, και τη διακοπή συνέχειας της φανταστικής ιστορίας που ξεκινά με την ανάμνηση της αφήγησης του ταξιδιού του ήρωα στο W για να ακολουθήσει ξάφνου μια εντελώς διαφορετική πλοκή. Στην περιγραφή ή στη θεωρία, αυτή η σύνθεση γεννά μάλλον προβληματισμό για έλλειψη συνοχής. Είναι, ωστόσο, ίδιον της σπουδαίας λογοτεχνίας η δυσκολία περιγραφής της, η εκ του μακρόθεν κατανόηση του γιατί θεωρείται τέτοια. Και εδώ, αυτή η θεωρητική δυσπιστία, ενδοκειμενικά μετατρέπεται σε αρετή και πηγή απόλαυσης.

Το W είναι αναπόσπαστο μέρος της λογοτεχνικής κορυφογραμμής. Αυτό μπορούμε να το θεωρήσουμε ως δεδομένο από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Εκείνο που μένει να εντοπιστεί είναι το ιδιαίτερο βάρος του, η ακριβής θέση του εντός του περεκικού σύμπαντος. Το W αποτελεί ίσως το πλέον πρόσφορο έδαφος για μια συμπυκνωμένη προσέγγιση του έργου του Περέκ. Παρότι εδώ απουσιάζει το υψηλής λειτουργίας χάος που χαρακτηρίζει εκείνο που από τους περισσότερους θεωρείται το κορυφαίο έργο του, το Ζωή: Οδηγίες χρήσεως, ή το υπέροχα συνεκτικό παρότι συνειρμικά γραμμένο, εξόχως απολαυστικό και στον πυρήνα του ιδιαιτέρως πολιτικό, Ένας άνθρωπος που κοιμάται, το W περιλαμβάνει όλα εκείνα τα θραύσματα που συνθέτουν το σύνολο του τρόπου με τον οποίο ο Περέκ προσλάμβανε, περιδιάβαινε και δημιουργούσε. Η αχαλίνωτη φαντασία, ένα μυαλό που διαρκώς γεννά ιστορίες, η απόπειρα η δημιουργία να υποταχθεί στη λογική (βλέπε την ένταξη στο OuLiPo), το φορτίο των παιδικών χρόνων, το γύρω περιβάλλον, το μεγάλο πλαίσιο της συλλογικής ιστορίας, η πολιτική θέση, η αναγκαιότητα για καταφυγή στο αρχείο, η τάση για ταξινόμηση, μεταξύ άλλων.

Το W είναι αντιπροσωπευτικό και για έναν ακόμα σημαντικό λόγο. Ο Περέκ είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς ο οποίος κατέστησε το βλέμμα προς τον εαυτό αναπόσπαστο κομμάτι του έργου του. Εκείνο που η κριτική και η λογοτεχνική θεωρία επιχειρούν να κάνουν στο έργο της μεγάλης πλειοψηφίας των σημαντικών δημιουργούν, να θεωρητικοποιήσουν και να εξηγήσουν, στον Περέκ συνέβαινε από τον ίδιο ταυτόχρονα με τη δημιουργία, τροφοδοτώντας και καθορίζοντας το έργο του. Η λογοτεχνική παραγωγή ως θέαση και απόπειρα γνωριμίας με τον εαυτό, που τα τελευταία χρόνια μέσα από την αυτομυθοπλασία και το αυτοδοκίμιο ευδοκιμεί και επικρατεί, εκείνος το έκανε από μια τάση φυσική, μ' έναν τρόπο μοναδικό.

Το W είναι ένας υπέρλαμπρος και μείζων πλανήτης του περεκικού σύμπαντος.

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

 
υγ. Για κάποιους από τους υπόλοιπους πλανήτες και αστερισμούς του περεκικού σύμπαντος, περισσότερα μπορείτε να βρείτε: για το Ζωή οδηγίες χρήσεως (εδώ), για το Χορείες χώρων (εδώ), για το Ένας άνθρωπος που κοιμάται (εδώ), για το Έλις Άιλαντ (εδώ).
 
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ύψιλον