Χρειαζόμουν μια καλή αυτομυθοπλασία για να επανεκκινήσω αναγνωστικά τη χρονιά, αυτό πίστευα, αυτό το τείχος δικαιολογίας είχα υψώσει· για την ακρίβεια χρειαζόμουν ένα μυθιστόρημα, πάντα είναι ένα μυθιστόρημα άλλωστε εκείνο που απαιτείται, ένα μυθιστόρημα που να ισορροπεί ακόμα πιο επικίνδυνα ανάμεσα στη βιογραφία και τη μυθοπλασία, που να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο βιογραφία γίνεται αλλά ταυτόχρονα να είναι και όσο το δυνατόν περισσότερο λογοτεχνία γίνεται. Σε τέτοιο αδιέξοδο είχα περιπέσει. Είχα κάποια βιβλία υπόψη μου, που πάνω κάτω ταίριαζαν στις σκόπιμα υψηλές προδιαγραφές που είχα θέσει, αλλά την κρίσιμη στιγμή ‒παίρνω το βιβλίο στα χέρια μου και γυρίζω την πρώτη σελίδα‒ αποτύγχαναν παταγωδώς να τραβήξουν το κάρο από το χιόνι. Ίσως, σκέφτομαι τώρα, εκείνο που περισσότερο είχα ανάγκη ήταν να διαβάσω μια ιστορία απώλειας, την ιστορία κάποιου που βίωσε την απώλεια ενός κοντινού του προσώπου και τη μετάπλασε σε λογοτεχνία. Ίσως γι' αυτό αποδείχτηκε κατάλληλο το βιβλίο της Ντιντιόν, όπως πριν κάποιους μήνες το βιβλίο της Ανί Ερνό, Μια γυναίκα, και ακόμα πιο πρόσφατα το βιβλίο του Θανάση Σταμούλη η ηχώ των πουλιών. Το ένιωσα μόλις διάβασα τις πρώτες γραμμές: Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει. Κάθεσαι για δείπνο κι η ζωή που ήξερες τελειώνει. Το ζήτημα της αυτολύπησης. Τράβηξα φωτογραφία το απόσπασμα, το δημοσίευσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περισσότερο από ό,τι άλλο για να εμφανίζεται εκεί κάθε χρόνο τέτοια μέρα, για να θυμάμαι αυτά τα απλά λόγια, εκείνο το μεσημέρι στον πεζόδρομο με τη ζέστη του ήλιου στο πρόσωπό μου. Το ζήτημα της αυτολύπησης.
Κάνω μια παρένθεση εδώ για να αναφερθώ σ' ένα δικό μου συναίσθημα απέναντι στη λογοτεχνία πένθους, υποκατηγορία της λογοτεχνίας του προσωπικού, στην οποία σαφέστατα ανήκει Η χρονιά της μαγικής σκέψης. Και το συναίσθημα αυτό διακρίνεται για την αυστηρότητά του, για την εκ των προτέρων κριτική θέση απέναντι στην εκμετάλλευση του πόνου της απώλειας για την εκπλήρωση στόχων στους οποίους βιαστικά και χωρίς δεύτερη σκέψη θα τοποθετούσα φαρδιά πλατιά την ταμπέλα της ματαιοδοξίας για να τους στεγάσω, αν και η χρήση της λέξης εκμετάλλευση θα ήταν αρκετή, κυρίως λόγω της σιωπής που χωρίς ικανό επιχείρημα θεωρώ ως τη μοναδική ορθή έκφανση πένθους. Και αντιλαμβάνομαι πως το συναίσθημα αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την κατά καιρούς ανάγκη μου να διαβάσω μια ιστορία απώλειας, γι' αυτό και η παρένθεση, για να δοκιμάσω να με τοποθετήσω ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντίθετες ροπές, γιατί πάντα μου φαίνεται σημαντικό να επιχειρεί κανείς, με όσα μέσα διαθέτει, να κατανοήσει τις αναγνωστικές του εμμονές, τις βαθύτερες ανάγκες που η λογοτεχνία καλείται να ικανοποιήσει. Κι εγώ σε αυτές τις αναγνώσεις μπαίνω με την επιφύλαξη εκείνου που πόνταρε τα πάντα και φοβάται πως θα απογοητευτεί, πως το κλαδί που επέλεξε θα λυγίσει και τελικά θα σπάσει, πως οι προσδοκίες δεν θα ικανοποιηθούν και αυτό δυστυχώς η επιθυμία δεν αρκεί για να το διασώσει. Δεν αρκεί να θες ένα βιβλίο να σε σώσει, πρέπει ένα βιβλίο να μπορεί να σε σώσει. Αυτό ήθελα να πω και η παρένθεση ξεχείλωσε.
Στην αρχή εκείνη πίστεψε πως ήταν ένα κρύο αστείο, μια απόπειρα να κάνει τη δύσκολη μέρα υποφερτή, του είπε: κόφ' το. Εκείνος είχε πέσει νεκρός. 30 Δεκεμβρίου 2003, ημέρα Τρίτη. Ήταν όντως μια δύσκολη μέρα, οι δυο τους είχαν πριν λίγο γυρίσει από την εντατική του νοσοκομείου που νοσηλευόταν με βαριά πνευμονία η θετή τους κόρη. Η Τζοάν θα άναβε τη φωτιά και θα ετοίμαζε κάτι για δείπνο, η ζωή που ήξερε τελείωνε, μετρούσε αντίστροφα. Κάποια στιγμή, λίγες βδομάδες μετά, έγραψε τις πρώτες εκείνες φράσεις, τον Μάιο έκανε κάποιες αλλαγές, έσωσε το αρχείο. Το καλοκαίρι έγραψε ένα κείμενο για την πολιτική επικαιρότητα, μετά από δεκαετίες θα ήταν το πρώτο κείμενο για το οποίο εκείνος δεν θα έλεγε τη γνώμη του. Η χρονιά της μαγικής σκέψης γράφτηκε σε λιγότερο από τρεις μήνες, ολοκληρώθηκε όταν πια πέρυσι κάθε μέρα δεν περιελάμβανε τον Τζον. Και απ' όλες τις σκέψεις, τις, έως ένα βαθμό, παράλογα ψύχραιμες, εκείνη ήταν που μάλλον περισσότερο από άλλες με βύθισε συναισθηματικά, εκείνο το πέρυσι τέτοια μέρα και κάθε επόμενη μέρα ο Τζον δεν υπήρχε πια, εκείνο το από τώρα και στο εξής. Το βάρος του χρόνου, η επετειακή κυκλικότητά του, η στάση του νεκρού, η τελική ημερομηνία. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός μέχρι τη στιγμή που η μνήμη αργά το βράδυ κρατώντας για δώρα τύψεις θα σου χτυπήσει την πόρτα.
Η μνήμη είναι αυτή που της προκαλούσε κρίσεις ιλίγγου. Ακόμα και όταν το περιβάλλον έμοιαζε απόλυτα ασφαλές, όταν εκείνη βρισκόταν σε μέρη που δεν είχε υπάρξει με τον Τζον και την κόρη τους, μέρη στα οποία δεν υπήρχαν ρουτίνες, δεχόταν τέτοιες επισκέψεις, ξαφνικά, μέσα από μια ελάχιστη χαραμάδα, στη μέση του δρόμου. Η Ντιντιόν, παρότι ορθολογίστρια, για καιρό πίστευε πως ο Τζον θα επιστρέψει. Δεν αναφέρομαι στις πηγαινοερχόμενες τύψεις για τα όσα πιθανόν να μπορούσε να έχει κάνει για να αποτρέψει τον χαμό τού συντρόφου της. Μιλώ για μεταφυσικές βεβαιότητες, τέτοιο είναι το βάρος του πένθους που παραμερίζει το οπλοστάσιο της λογικής, όσα και αν έχουν επενδυθεί για την περιχαράκωσή της. Η ψύχραιμη, την ώρα που γράφει το βιβλίο αυτό, Ντιντιόν δεν αρνείται εκείνη την εκδοχή της εαυτής της, δεν την κρύβει πίσω από ένα πιθανό πέπλο ντροπής. Σε κάποιο σημείο αναφέρεται στις στιγμές εκείνες που δεν μπόρεσε παρά να ρωτήσει τον απόντα Τζον τη γνώμη του για το ένα ή το άλλο, ως συγγραφέας, λέει τότε, δεν υπάρχει κάτι πιο εύκολο από το να δημιουργήσει έναν ολοκληρωμένο διάλογο, να υποθέσει τις απαντήσεις και τις αντιδράσεις τού, καίτοι απόντα, Τζον. Καταφύγιο για μία συγγραφέα ωστόσο δεν είναι μόνο ο ήχος των πλήκτρων, είναι και το γύρισμα των σελίδων, η ανάγνωση και η έρευνα. Στα βιβλία είχε μάθει να γυρεύει απαντήσεις, στα βιβλία επιστρέφει και τώρα.
Τη στιγμή της συγγραφής το συναίσθημα έχει υποχωρήσει, ο έλεγχος έχει ως ένα βαθμό ανακτηθεί, το βιβλίο αυτό είναι ο τρόπος της Ντιντιόν για να σωθεί, να ανακεφαλαιώσει. Το βιβλίο αυτό είναι για εκείνη. Μοιάζει ψυχρό αλλά δεν είναι, είναι σωτήριο, είναι ο τρόπος της να βρει πάλι τον τρόπο της, τη ρουτίνα της, είναι ο τρόπος της να κατανοήσει, να συνεχίσει. Η Ντιντιόν στο βιβλίο επιτελεί διάφορους ρόλους, κυρίως δύο, της πληγείσας και της περιθάλπουσας. Δεν είναι ένα βιβλίο αυτοβοήθειας, σε καμία περίπτωση. Δεν είναι ένα βιβλίο που θα σου πει τι να κάνεις. Δεν είναι καν ένα βιβλίο που περιγράφει τι έκανε η συγγραφέας, είναι ένα βιβλίο που η συγγραφέας παρατηρεί τι έκανε η συγγραφέας τη χρονιά εκείνη, είναι ένα βιβλίο για τη συγγραφή ενός βιβλίου. Και, παρότι μοιάζει παράδοξο, για τους λόγους αυτούς το βιβλίο διαβάστηκε τόσο πολύ, ακριβώς γιατί δεν γράφτηκε για να διαβαστεί τόσο πολύ.