Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η χρονιά της μαγικής σκέψης - Joan Didion

Χρειαζόμουν μια καλή αυτομυθοπλασία για να επανεκκινήσω αναγνωστικά τη χρονιά, αυτό πίστευα, αυτό το τείχος δικαιολογίας είχα υψώσει· για την ακρίβεια χρειαζόμουν ένα μυθιστόρημα, πάντα είναι ένα μυθιστόρημα άλλωστε εκείνο που απαιτείται, ένα μυθιστόρημα που να ισορροπεί ακόμα πιο επικίνδυνα ανάμεσα στη βιογραφία και τη μυθοπλασία, που να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο βιογραφία γίνεται αλλά ταυτόχρονα να είναι και όσο το δυνατόν περισσότερο λογοτεχνία γίνεται. Σε τέτοιο αδιέξοδο είχα περιπέσει. Είχα κάποια βιβλία υπόψη μου, που πάνω κάτω ταίριαζαν στις σκόπιμα υψηλές προδιαγραφές που είχα θέσει, αλλά την κρίσιμη στιγμή ‒παίρνω το βιβλίο στα χέρια μου και γυρίζω την πρώτη σελίδα‒ αποτύγχαναν παταγωδώς να τραβήξουν το κάρο από το χιόνι. Ίσως, σκέφτομαι τώρα, εκείνο που περισσότερο είχα ανάγκη ήταν να διαβάσω μια ιστορία απώλειας, την ιστορία κάποιου που βίωσε την απώλεια ενός κοντινού του προσώπου και τη μετάπλασε σε λογοτεχνία. Ίσως γι' αυτό αποδείχτηκε κατάλληλο το βιβλίο της Ντιντιόν, όπως πριν κάποιους μήνες το βιβλίο της Ανί Ερνό, Μια γυναίκα, και ακόμα πιο πρόσφατα το βιβλίο του Θανάση Σταμούλη η ηχώ των πουλιών. Το ένιωσα μόλις διάβασα τις πρώτες γραμμές: Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει. Κάθεσαι για δείπνο κι η ζωή που ήξερες τελειώνει. Το ζήτημα της αυτολύπησης. Τράβηξα φωτογραφία το απόσπασμα, το δημοσίευσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περισσότερο από ό,τι άλλο για να εμφανίζεται εκεί κάθε χρόνο τέτοια μέρα, για να θυμάμαι αυτά τα απλά λόγια, εκείνο το μεσημέρι στον πεζόδρομο με τη ζέστη του ήλιου στο πρόσωπό μου. Το ζήτημα της αυτολύπησης.

Κάνω μια παρένθεση εδώ για να αναφερθώ σ' ένα δικό μου συναίσθημα απέναντι στη λογοτεχνία πένθους, υποκατηγορία της λογοτεχνίας του προσωπικού, στην οποία σαφέστατα ανήκει Η χρονιά της μαγικής σκέψης. Και το συναίσθημα αυτό διακρίνεται για την αυστηρότητά του, για την εκ των προτέρων κριτική θέση απέναντι στην εκμετάλλευση του πόνου της απώλειας για την εκπλήρωση στόχων στους οποίους βιαστικά και χωρίς δεύτερη σκέψη θα τοποθετούσα φαρδιά πλατιά την ταμπέλα της ματαιοδοξίας για να τους στεγάσω, αν και η χρήση της λέξης εκμετάλλευση θα ήταν αρκετή, κυρίως λόγω της σιωπής που χωρίς ικανό επιχείρημα θεωρώ ως τη μοναδική ορθή έκφανση πένθους. Και αντιλαμβάνομαι πως το συναίσθημα αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την κατά καιρούς ανάγκη μου να διαβάσω μια ιστορία απώλειας, γι' αυτό και η παρένθεση, για να δοκιμάσω να με τοποθετήσω ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντίθετες ροπές, γιατί πάντα μου φαίνεται σημαντικό να επιχειρεί κανείς, με όσα μέσα διαθέτει, να κατανοήσει τις αναγνωστικές του εμμονές, τις βαθύτερες ανάγκες που η λογοτεχνία καλείται να ικανοποιήσει. Κι εγώ σε αυτές τις αναγνώσεις μπαίνω με την επιφύλαξη εκείνου που πόνταρε τα πάντα και φοβάται πως θα απογοητευτεί, πως το κλαδί που επέλεξε θα λυγίσει και τελικά θα σπάσει, πως οι προσδοκίες δεν θα ικανοποιηθούν και αυτό δυστυχώς η επιθυμία δεν αρκεί για να το διασώσει. Δεν αρκεί να θες ένα βιβλίο να σε σώσει, πρέπει ένα βιβλίο να μπορεί να σε σώσει. Αυτό ήθελα να πω και η παρένθεση ξεχείλωσε.

Στην αρχή εκείνη πίστεψε πως ήταν ένα κρύο αστείο, μια απόπειρα να κάνει τη δύσκολη μέρα υποφερτή, του είπε: κόφ' το. Εκείνος είχε πέσει νεκρός. 30 Δεκεμβρίου 2003, ημέρα Τρίτη. Ήταν όντως μια δύσκολη μέρα, οι δυο τους είχαν πριν λίγο γυρίσει από την εντατική του νοσοκομείου που νοσηλευόταν με βαριά πνευμονία η θετή τους κόρη. Η Τζοάν θα άναβε τη φωτιά και θα ετοίμαζε κάτι για δείπνο, η ζωή που ήξερε τελείωνε, μετρούσε αντίστροφα. Κάποια στιγμή, λίγες βδομάδες μετά, έγραψε τις πρώτες εκείνες φράσεις, τον Μάιο έκανε κάποιες αλλαγές, έσωσε το αρχείο. Το καλοκαίρι έγραψε ένα κείμενο για την πολιτική επικαιρότητα, μετά από δεκαετίες θα ήταν το πρώτο κείμενο για το οποίο εκείνος δεν θα έλεγε τη γνώμη του. Η χρονιά της μαγικής σκέψης γράφτηκε σε λιγότερο από τρεις μήνες, ολοκληρώθηκε όταν πια πέρυσι κάθε μέρα δεν περιελάμβανε τον Τζον. Και απ' όλες τις σκέψεις, τις, έως ένα βαθμό, παράλογα ψύχραιμες, εκείνη ήταν που μάλλον περισσότερο από άλλες με βύθισε συναισθηματικά, εκείνο το πέρυσι τέτοια μέρα και κάθε επόμενη μέρα ο Τζον δεν υπήρχε πια, εκείνο το από τώρα και στο εξής. Το βάρος του χρόνου, η επετειακή κυκλικότητά του, η στάση του νεκρού, η τελική ημερομηνία. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός μέχρι τη στιγμή που η μνήμη αργά το βράδυ κρατώντας για δώρα τύψεις θα σου χτυπήσει την πόρτα.

Η μνήμη είναι αυτή που της προκαλούσε κρίσεις ιλίγγου. Ακόμα και όταν το περιβάλλον έμοιαζε απόλυτα ασφαλές, όταν εκείνη βρισκόταν σε μέρη που δεν είχε υπάρξει με τον Τζον και την κόρη τους, μέρη στα οποία δεν υπήρχαν ρουτίνες, δεχόταν τέτοιες επισκέψεις, ξαφνικά, μέσα από μια ελάχιστη χαραμάδα, στη μέση του δρόμου. Η Ντιντιόν, παρότι ορθολογίστρια, για καιρό πίστευε πως ο Τζον θα επιστρέψει. Δεν αναφέρομαι στις πηγαινοερχόμενες τύψεις για τα όσα πιθανόν να μπορούσε να έχει κάνει για να αποτρέψει τον χαμό τού συντρόφου της. Μιλώ για μεταφυσικές βεβαιότητες, τέτοιο είναι το βάρος του πένθους που παραμερίζει το οπλοστάσιο της λογικής, όσα και αν έχουν επενδυθεί για την περιχαράκωσή της. Η ψύχραιμη, την ώρα που γράφει το βιβλίο αυτό, Ντιντιόν δεν αρνείται εκείνη την εκδοχή της εαυτής της, δεν την κρύβει πίσω από ένα πιθανό πέπλο ντροπής. Σε κάποιο σημείο αναφέρεται στις στιγμές εκείνες που δεν μπόρεσε παρά να ρωτήσει τον απόντα Τζον τη γνώμη του για το ένα ή το άλλο, ως συγγραφέας, λέει τότε, δεν υπάρχει κάτι πιο εύκολο από το να δημιουργήσει έναν ολοκληρωμένο διάλογο, να υποθέσει τις απαντήσεις και τις αντιδράσεις τού, καίτοι απόντα, Τζον. Καταφύγιο για μία συγγραφέα ωστόσο δεν είναι μόνο ο ήχος των πλήκτρων, είναι και το γύρισμα των σελίδων, η ανάγνωση και η έρευνα. Στα βιβλία είχε μάθει να γυρεύει απαντήσεις, στα βιβλία επιστρέφει και τώρα.

Τη στιγμή της συγγραφής το συναίσθημα έχει υποχωρήσει, ο έλεγχος έχει ως ένα βαθμό ανακτηθεί, το βιβλίο αυτό είναι ο τρόπος της Ντιντιόν για να σωθεί, να ανακεφαλαιώσει. Το βιβλίο αυτό είναι για εκείνη. Μοιάζει ψυχρό αλλά δεν είναι, είναι σωτήριο, είναι ο τρόπος της να βρει πάλι τον τρόπο της, τη ρουτίνα της, είναι ο τρόπος της να κατανοήσει, να συνεχίσει. Η Ντιντιόν στο βιβλίο επιτελεί διάφορους ρόλους, κυρίως δύο, της πληγείσας  και της περιθάλπουσας. Δεν είναι ένα βιβλίο αυτοβοήθειας, σε καμία περίπτωση. Δεν είναι ένα βιβλίο που θα σου πει τι να κάνεις. Δεν είναι καν ένα βιβλίο που περιγράφει τι έκανε η συγγραφέας, είναι ένα βιβλίο που η συγγραφέας παρατηρεί τι έκανε η συγγραφέας τη χρονιά εκείνη, είναι ένα βιβλίο για τη συγγραφή ενός βιβλίου. Και, παρότι μοιάζει παράδοξο, για τους λόγους αυτούς το βιβλίο διαβάστηκε τόσο πολύ, ακριβώς γιατί δεν γράφτηκε για να διαβαστεί τόσο πολύ.

Μετάφραση Ξένια Μαυρομάτη
Εκδόσεις Κέδρος

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Έτσι αρχίζει το κακό - Javier Marías

Το Έτσι αρχίζει το κακό του Χαβιέρ Μαρίας υπήρξε για καιρό μία από τις πλέον αναμενόμενες προσεχείς κυκλοφορίες. Και πώς όχι, από τη στιγμή που ο γεννημένος το 1951 στη Μαδρίτη συγγραφέας θεωρείται ‒και είναι‒ ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους συγγραφείς. Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε και το Έτσι αρχίζει το κακό σε μετάφραση της έμπειρης Έφης Γιαννοπούλου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Κατά την προσφιλή συνήθεια του Μαρίας, που ταυτόχρονα αποτελεί και μια ξεκάθαρη λογοτεχνική θέση, ο τίτλος ‒και αυτού‒ του μυθιστορήματός του, που στην Ισπανία κυκλοφόρησε το 2014, αποτελεί σεξπιρικό δάνειο, παρμένο από την αποστροφή του Άμλετ «Thus bad begins and worse remains behind» ‒ έτσι αρχίζει το κακό και το χειρότερο μένει πίσω.

Αφηγητής της ιστορίας είναι ο Χουάν ντε Βέρε ‒η παρήχηση του επιθέτου Βέρε με το λατινικό verus μόνο τυχαία δεν είναι‒, που το 1980, όταν ήταν είκοσι τριών ετών, δούλεψε για τον σκηνοθέτη Εντουάρντο Μουριέλ, αρχικά ως μεταφραστής αλλά σύντομα απέκτησε ρόλο γενικότερων καθηκόντων. Δεν είναι μόνο το επίθετο του αφηγητή προσεκτικά διαλεγμένο, αλλά και η ηλικία του, καθώς η ενηλικίωσή του συνέπεσε με το τέλος της δικτατορίας, γεγονός που αναπόφευκτα επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο στέκεται απέναντι στα πράγματα. Αφηγείται την ιστορία αυτή χρόνια μετά αφότου συνέβη, και της οποίας υπήρξε χωρίς να το επιδιώξει, αρχικά τουλάχιστον, αυτόπτης μάρτυρας. Μια συνθήκη ιδιότυπης συνενοχής, σ' ένα μοτίβο γνώριμο στα βιβλία του Μαρίας [«Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα [...]» (βλ. Καρδιά τόσο άσπρη)]. Και αυτός που έμαθε, χωρίς να έχει πια σημασία αν ήθελε ή δεν ήθελε να μάθει, γνωρίζει πια και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να αναιρεθεί, παρά μόνο με τον θάνατο.

Ο Χουάν ντε Βέρε περνούσε ολοένα και περισσότερο χρόνο στο σπίτι που ζούσαν ο Εντουάρντο Μουριέλ με τη σύζυγό του Μπεατρίθ Ρογκέρα, που κοιμούνταν πια σε διαφορετικά δωμάτια και το διαζύγιο δεν αποτελούσε διέξοδο για έναν αποτυχημένο στην πορεία των πραγμάτων γάμο όπως ο δικός τους, καθώς ο νόμος δεν είχε ψηφιστεί ακόμα. Λίγο αργότερα, ο Μουριέλ θα αναθέσει στον αφηγητή να παρακολουθήσει τον παιδίατρο Βαν Βέκτεν, καθώς στα αυτιά του έχουν φτάσει πληροφορίες για το παρελθόν του γιατρού, που στη μεταπολιτευτική Μαδρίτη απέλαυε ιδιαίτερα καλής φήμης για την αλληλεγγύη που επέδειξε τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Σύντομα ο Μουριέλ θα αλλάξει γνώμη, όμως ο αφηγητής δεν μπορεί πια παρά να συνεχίσει να ψάχνει.

Το Έτσι αρχίζει το κακό στην επιφάνειά του είναι ένα ερωτικό κατασκοπικό μυθιστόρημα. Το σκοτεινό παρελθόν ενός γάμου και μιας χώρας περιλαμβάνει μυστικά και ψέματα, που σε ανύποπτο χρόνο έρχονται στην επιφάνεια και μετατρέπονται σε αλήθεια. «Οι άνθρωποι της πραγματικότητας και οι άνθρωποι της δίδυμής της, της μυθοπλασίας, επαναλαμβάνονται στο πέρασμα των αιώνων», ισχυρίζεται ο αφηγητής στο Έτσι αρχίζει το κακό, ιδέα που διέπει μεγάλο μέρος της σκέψης και του έργου του Χαβιέρ Μαρίας, τόσο ως προς την επαναληπτικότητα, όσο και ως προς τη σχέση πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Η ιστορία που αφηγείται ο Μαρίας εδώ είναι ταυτόχρονα πραγματική και προϊόν μυθοπλασίας. Δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο εντάσσει εντός της πραγματικά πρόσωπα, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και ένα συγγραφικό παιχνίδι. Το Έτσι αρχίζει το κακό αποτελεί ίσως το πλέον πολιτικό μυθιστόρημα του Μαρίας, στο οποίο διαπραγματεύεται, με τον πάντοτε ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό του τρόπο, το ζήτημα της ιστορικής μνήμης. 

Οι ήρωες του Μαρίας επιλέγουν συχνά να εθελοτυφλούν εν γνώση τους, όπως ο Μουριέλ για παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση, δεν αντέχουν την αλήθεια ή πιστεύουν πως δεν θα την αντέξουν, ίσως γιατί ξέρουν πως η αλήθεια είναι μια συνθήκη σε διαρκή αναστολή που δεν τελεσιδικεί παρά μόνο με τον ερχομό του θανάτου. Στο Έτσι αρχίζει το κακό πρωταγωνιστεί η μεταπολιτευτική Ισπανία όπου, όπως και σε κάθε χώρα αντίστοιχα, το τέλος της δικτατορίας σήμανε και την εξαφάνιση των υποστηρικτών της, καθώς άπαντες έτρεξαν να προσκομίσουν βεβαιώσεις αντιδικτατορικού φρονήματος, τη στιγμή που το διακύβευμα της εθνικής ενότητας απαιτούσε το παρελθόν σύσσωμο να περιέλθει στη λήθη. Η λήθη δεν αποτελεί μόνο κρυψώνα για όσους είχαν τα χέρια τους λερωμένα, αλλά ίσως και το απαραίτητο διαβατήριο για την επόμενη μέρα, για τη συνύπαρξη και το τέλος του εμφυλίου, τέλος που θα επέλθει οριστικά μόνο με τον θάνατο. Η αλήθεια, η μη λήθη δηλαδή, έχει τίμημα βαρύ, και όσο και αν την απαιτεί κάποιος, αντανακλαστικά, με μια δεύτερη, πιο ψύχραιμη και συμφεροντολογική σκέψη ίσως την αρνηθεί, αν είναι στο χέρι του επιλέξει δηλαδή.

Με διάθεση ιδιαιτέρως στοχαστική και μια αφήγηση απαιτητική και κλασικότροπη, το Έτσι αρχίζει το κακό, με τον μακροπερίοδο λόγο και τις γνώριμες στο έργο τού Μαρίας σπείρες, είναι ένα μυθιστόρημα που αποζημιώνει τον επίμονο αναγνώστη καθώς του υπενθυμίζει το συναίσθημα της επαφής με την υψηλή λογοτεχνία.

υγ. Είχαν προηγηθεί οι Ερωτοτροπίες (εδώ), όλα όμως είχαν ξεκινήσει με την Καρδιά τόσο άσπρη (εδώ).

υγ2. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 15 Ιανουαρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Η περίληψη - Γιώργος Κυριακόπουλος

Μετά τη βραβευμένη με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος συλλογή διηγημάτων Η τρισέγγονη της Αραπίνας και άλλες ιστορίες (Εστία, 2017), ο Γιώργος Κυριακόπουλος πραγματοποιεί το δεύτερο λογοτεχνικό του βήμα με το μυθιστόρημα Η περίληψη. Στο ενδιάμεσο είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ποταμός Η αρχαιολογία του χτες, ένα εκλεκτό φωτογραφικό λεύκωμα ερειπωμένων σπιτιών και υποστατικών απ' όλο το Αιγαίο. Μια ματιά στο βιογραφικό του συγγραφέα αρκεί για να καταδείξει την ετερότητα και τον πλουραλισμό των ενδιαφερόντων του. Με σπουδές νομικής και πολιτικών επιστημών σε Αθήνα και Λονδίνο, ο γεννημένος το 1958 Κυριακόπουλος εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, έχοντας ωστόσο φροντίσει να διαφυλάξει, όσο αυτό είναι δυνατόν, ένα παράλληλο, προσωπικό σύμπαν αποτελούμενο από την έρευνα για τη νεώτερη ελληνική κεραμική, τη φωτογράφιση ερειπωμένων σπιτιών του Αιγαίου, το γράψιμο, την πολιτική, την αρχιτεκτονική, την ιστορία και την αρχαιολογία.

Η περίληψη δεν θα μπορούσε παρά να διαδραματίζεται ανάμεσα στην Αθήνα και το Αιγαίο, και πιο συγκεκριμένα τη Σίφνο, εκεί όπου μια ετερόκλητη παρέα νεαρών θα περάσουν κάποιες μέρες κοινών διακοπών τον Σεπτέμβρη του 1977, λίγο μετά το τέλος της εξεταστικής και πριν την έναρξη του δεύτερου έτους, εξεταστική που για τον Νίκο, τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή της Περίληψης, σημαδεύτηκε από μια ακόμα αποτυχημένη απόπειρα στο Ρωμαϊκό Δίκαιο. Στον δρόμο για τη Σίφνο, ο Νίκος και η Σοφία θα αποβιβαστούν στη Σέριφο. Ένα μαγικό τετραήμερο, τρεις νύχτες αξέχαστες, με χύμα κονιάκ, πολιτικές συζητήσεις στα καφενεία, τηγανητά αυγά και ρετσίνα στης γριάς και έρωτα, κυρίως αυτό, έρωτα. Στη Σίφνο, ο Νίκος θα συστηθεί με τον αδερφό της Σοφίας, τελειόφοιτο φοιτητή στην Οξφόρδη. «Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, χαίρω πολύ». Ο Νίκος, μέχρι τότε, τον αντιπαθούσε εξ αποστάσεως, λες και δεν ήταν συγγενείς με την κυρία Αλεξάνδρου και τη Σοφία. «"Είσαι ο γκόμενος της αδερφής μου" πρόλαβε να πει γελώντας, χωρίς υπεροψία όμως, πριν του πω "Νίκος, χάρηκα κι εγώ"». Έτσι ξεκινάει αυτή η ιστορία, λίγους μήνες μετά την κηδεία της μητέρας του Νίκου.

Ο Κυριακόπουλος αφηγείται μια ιστορία έντονα νοσταλγική και με χαρακτήρα απολογιστικό. Η γραμμικότητα της αφήγησης σπάει σε κομμάτια. Αναλήψεις και προλήψεις. Η Σίφνος και η Αθήνα, αλλά και η Οξφόρδη. Ο τρόπος ενός μυαλού να ανακαλεί τα περασμένα, η αποσπασματικότητα και όσα ξάφνου ξεπηδούν, παρότι χωμένα στη λήθη, τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε, οι συνδέσεις, όλα ένα κουβάρι. Η σημαντικότητα των γεγονότων καθίσταται αναπόφευκτα υπόθεση υποκειμενική, ο αφηγητής αποφασίζει πού θα σταθεί με λεπτομέρεια και τι θα προσπεράσει. Το παρελθόν, όσο και αν μοιάζει ακίνητο και ναρκωμένο, περασμένο και επαρκώς χαρτογραφημένο, με τους λογαριασμούς τακτοποιημένους, μάλλον σε ηφαίστειο προσιδιάζει. Το χτύπημα ενός τηλεφώνου αρκεί. Τέτοιου χαρακτήρα πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, έντονα προσωπικές, όπως αυτή της Περίληψης, οφείλουν, για να είναι λειτουργικές, να υποστηριχθούν, κατά κάποιο τρόπο να δικαιολογηθούν. Ο Κυριακόπουλος αυτό το ξέρει καλά και δεν το παραλείπει, ενώ ταυτόχρονα πετυχαίνει να συνθέσει μια ευδιάκριτη αφηγηματική φωνή στην οποία αντανακλάται η χρονική απόσταση, η κατακάθιση, αλλά όχι εξάτμιση, του συναισθήματος, το σκληρό μάθημα που δίνει η ζωή περνώντας, η απομάγευση, η βασανιστική σκέψη πως τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά.  

Ο συγγραφέας καθιστά τον τόπο κεντρικό άξονα της ιστορίας του. Η άνεση με την οποία κινείται αφηγηματικά τόσο στο αστικό όσο και στο νησιωτικό τοπίο φανερώνει τριβή, γνώση και, κυρίως, οξυδερκή παρατήρηση. Ο τόπος στην Περίληψη, έρμαιο και αυτός, όπως οι άνθρωποι, του χρόνου, επιτείνει τη νοσταλγικότητα της αφήγησης, κάνοντας, με τρόπο αβίαστο, τον αναγνώστη προσωπικά συμμέτοχο, ειδικότερα εκείνον που γνώρισε ένα Αιγαίο με λιγότερο αλλοτριωμένο χαρακτήρα. Στο κυρίως σώμα της αφήγησης, ο Κυριακόπουλος δεν παραλείπει να εντάξει το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Μέσω της αφήγησης ο Νίκος καθίσταται αρκούντως γνώριμος στον αναγνώστη, ενώ και οι υπόλοιποι χαρακτήρες αποδίδονται ικανοποιητικά, δεδομένης της διαμεσολάβησης του αφηγητή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο δευτερεύοντες χαρακτήρες της πλοκής, η μητέρα της Σοφίας, η κυρία Αλεξάνδρου, και η φίλη της η Νινή, τόσο για τον τρόπο που λειτουργούν ως δίδυμο, όσο και για όσα συνεισφέρουν στην αφήγηση ως η προηγούμενη γενιά.

Με την Περίληψη, ο Κυριακόπουλος αντεπεξέρχεται επιτυχώς των δυσκολιών της μετάβασης από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα, παραδίδοντας ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που δεν εγκλωβίζεται στη νοσταλγία και δεν αφορά μόνο τη γενιά του.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 4 Δεκεμβρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Τόρκι Μπαρ - Νίκος Βεργέτης

Ο Νίκος Βεργέτης εμφανίστηκε στα λογοτεχνικά δρώμενα το 2017 με το Χόλι Μάουντεν, έναν παραληρηματικό, γεμάτο αντιφάσεις προθανάτιο μονόλογο, που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση· δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία, με τη διασταύρωση, για τις ανάγκες του τίτλου, αυτών των δύο παράλληλων κεντρικών αθηναϊκών δρόμων να λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο μίνι μανιφέστο για τα μη όρια της λογοτεχνίας. Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Έρμα κυκλοφόρησε το Τορκι Μπαρ, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, στο οποίο τρεις ιστορίες έρχονται να συναντηθούν στη μπάρα τού Σκωτσέζου Τζίμι ΜακΝίκολ, του παλαίμαχου κεντρικού αμυντικού της Τόρκι Γιουνάιτεντ, που με το έμπειρο από τη νύχτα μάτι του εντοπίζει τελικά τον κατάλληλο μεταμεσονύκτιο ακροατή για την αγαπημένη του ιστορία στο πρόσωπο του Άρη Χρήστου, επιλογή για την οποία λίγο πιο πέρα στοιχημάτιζαν τα αδέρφια Άγρα, μόνιμοι θαμώνες του Τόρκι Μπαρ.

Το πώς βρέθηκε ένας Σκωτσέζος να έχει μπαρ στη Νέα Σμύρνη είναι μια μεγάλη ιστορία, μια ιστορία έρωτα, που ξεκίνησε από τα τμήματα υποδομής της άσημης Τόρκι Γιουνάιτεντ, για να ακολουθήσει μια διαδρομή γεμάτη από συγκυρίες και μαφιόζους προέδρους ομάδων. Το πώς βρέθηκαν τα αδέρφια Άγρα να έχουν το γραφείο μνημοσύνων «Στον χρόνο πάνω» είναι μια επίσης μεγάλη ιστορία, μια ιστορία οικονομικού αδιεξόδου, που ξεκίνησε, χρόνια πριν, σ' ένα χωριό της Πελοποννήσου, για το οποίο δύσκολα νιώθει περήφανος κανείς. Το πώς βρέθηκε ο Άρης Χρήστου να πίνει και να καπνίζει στο Τόρκι Μπαρ, σιωπηλός και χαμένος στις σκέψεις του, εγκλωβισμένος στην εικόνα μιας κηλίδας αίματος στο σχήμα της Κρήτης, αυτή και αν είναι μια μεγάλη ιστορία.

Κάθε μία από τις τρεις ιστορίες που συνθέτουν το Τόρκι Μπαρ λειτουργεί εξίσου και ως αυτόνομη. Η σύνδεσή τους δεν αποτελεί αυτοσκοπό με αποτέλεσμα η «συνάντησή» τους να γίνει ομαλά και αβίαστα αργά το βράδυ σ' ένα μπαρ, όπως άλλωστε συνήθως συμβαίνει. Ο Βεργέτης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που ένα μυθιστόρημα έχει. Στήνει μια ενδιαφέρουσα πλοκή για την κάθε ιστορία, αρκετά στέρεη, με έξυπνα ευρήματα, χρησιμοποιώντας λειτουργικά την παρέκβαση, ενώ και τα πρόσωπα είναι καλοσχηματισμένα, πειστικά και γνώριμα, πρωταγωνιστές κατάλληλοι. Παντογνώστης αφηγητής θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας ακόμα θαμώνας του μπαρ, εκείνος που συνηθίζει να κάθεται στην άκρη της μπάρας και να πίνει σιωπηλός, παρατηρώντας χωρίς να γίνεται αντιληπτός. 

Το Τόρκι Μπαρ, η πρώτη μυθιστορηματική απόπειρα του Νίκου Βεργέτη, διακρίνεται από μια παιχνιδιάρικη διάθεση, τον αντιστικτικά ανάλαφρο τρόπο αφήγησης τριών δύσκολων ιστοριών. Το χιούμορ που αναβλύζει αβίαστα από τις σελίδες του μυθιστορήματος αφήνει στον ουρανίσκο μια γεύση γλυκόπικρη, που ίσως σε κάποιους θυμίσει κάτι από Λένο Χρηστίδη, και σίγουρα αντικατοπτρίζει την αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Και αυτή η γενικότερη αμφίθυμη στάση απέναντι στα πράγματα, εκεί όπου η οργή αναζητά μια δημιουργική διέξοδο στο γέλιο, αποτελεί ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά συγχρονίας που το μυθιστόρημα του Βεργέτη διαθέτει. Με αφηγηματική άνεση και πλούσια φαντασία, ο συγγραφέας «εκμεταλλεύεται» διάφορα στοιχεία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας και τα τοποθετεί οργανικά στην πλοκή· ανάμεσα σε άλλα: η πλατεία της Νέας Σμύρνης, ο Πανιώνιος, η γενιά του '87 και ο Φάνης, ο φωτογράφος υπάλληλος βιβλιοπωλείου και συνάδελφος του ποιητή, η λάτρης των αστυνομικών μυθιστορημάτων που κάποτε είχε δισκάδικο, ο μαφιόζος παράγοντας με την πολιτική καριέρα, η ταβέρνα του Αγραφιώτη, η συνωνυμία ενός νεκρού με τον ποιητή Ηλία Λάγιο. Η παρουσία τους λειτουργεί διττά, καθώς από τη μια συσφίγγουν τους δεσμούς του αναγνώστη με το μυθιστόρημα, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν διάσπαρτους σημειολογικούς ανακλαστήρες αισθητικής, προθέσεων και συγγραφικών βιωμάτων. 

Το Τόρκι Μπαρ είναι ένα μυθιστόρημα σύγχρονο, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται, που αφήνει την αίσθηση πως στέκεσαι και παρατηρείς από την ίδια πλευρά με τον συγγραφέα, πως ο κόσμος που περιγράφεται είναι και δικός σου κόσμος, πως οι ήρωες είναι γνώριμοι και οικείοι, πως έχουν κάτι από σένα τον ίδιο, οι συνθήκες και τα βιώματα επίσης. Ένας ιδιότυπος ρεαλισμός που απαιτεί ένα ξεχωριστό ταλέντο, μια ικανότητα διάκρισης και ξεκαθαρίσματος τη στιγμή που ο συγγραφέας, όπως και ο αναγνώστης άλλωστε, αποτελεί μέρος αυτής, έτσι ώστε το αποτέλεσμα πραγματικά να αποτυπώνει και να αντανακλά την εποχή και να μην ξενίζει.

υγ. Για το χόλι μάουντεν περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

υγ2. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 20 Νοεμβρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Εκδόσεις Έρμα
 

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Κόκκινες ψυχές - Paul Greveillac

Ο Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς Κατούτσκοφ γεννήθηκε μια μουντή μέρα του Μαρτίου του 1930 στη Μόσχα. Η μητέρα του επέμενε να τον ονομάσουν Βλαντίμιρ ‒ προς τιμήν του Μαγιακόφσκι. Έναν μήνα μετά, ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε. Και δημοσιεύτηκε η πράξη γεννήσεως των γκουλάγκ.

Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Γκολτσένκο είχε γεννηθεί τον Απρίλιο του 1931, σε μια εποχή όπου είχε ήδη αρχίσει να δείχνει τα δόντια του αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν «Γκολοντομόρ». Ερχόταν από τη μακρινή, από την πανάρχαια Ουκρανία, αγροτική κοιτίδα της Ρωσίας.

Ο Κατούτσκοφ και ο Γκολτσένκο θα γνωριστούν τυχαία ένα βράδυ στη Μόσχα, ένα χρόνο περίπου μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν. Μια φιλία αναπτύσσεται μεταξύ τους, μια σχέση ιδιαίτερη, ανεξάρτητα από την εποχή μέσα στην οποία γεννήθηκε. Ο Κατούτσκοφ, παρά την απαξίωση στο βλέμμα της μητέρας του, δουλεύει ως λογοκριτής στην Γκλαβλίτ, την υπηρεσία που αποφασίζει τι και με τι όρους θα κυκλοφορήσει. Η πίστη με την οποία πρωτοδιάβηκε τη βαριά πόρτα της εισόδου της υπηρεσίας, πως θα μπορούσε δηλαδή να συνεισφέρει από το δικό του μετερίζι στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, εμποδίζοντας σπουδαία βιβλία, όπως η Νέα φρουρά, να χαθούν μες στον σωρό από τις ανοησίες που καθημερινά γράφονται, ολοένα και φθίνει, και ίσως η φθορά αυτή να ξεκίνησε όταν ένιωσε πως ο ίδιος προτιμούσε την εκδοχή της Νέας φρουράς του 1945 από την αναθεωρημένη, με εντολή του Στάλιν, έκδοση του 1951. Ο Γκολτσένκο συνειδητοποίησε αρκετά νωρίς, εξαιτίας της θείας του και της αγάπης της για τον κινηματογράφο, πως αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του, να ζήσει από αυτό. Εκμεταλλεύεται μια υποτροφία για να σπουδάσει στη Μόσχα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του, σ' έναν άλλο κόσμο. Δεν είχε φιλοδοξία να γίνει σκηνοθέτης ή διευθυντής φωτογραφίας, ήλπιζε όμως πως θα μπορούσε να είναι παρών στη δημιουργία ταινιών έστω και ως βοηθός οπερατέρ ή τεχνικός πλατό. Το όνομά του όμως δεν υπήρχε στις λίστες, είχε κοπεί. Εκείνο που τελικά κατάφερε ήταν να βρει μια δουλειά ως μηχανικός προβολής στον κινηματογράφο της Γκοσκινό της Κρατικής Επιτροπής Κινηματογράφου.

Ο Γκρεβεγιάκ, στο πρώτο του μυθιστόρημα, επιδεικνύει ένα καλώς εννοούμενο θράσος και μια ισχυρή πίστη στις δυνατότητές του. Με κεντρικούς άξονες τη ζωή των δύο πρωταγωνιστών του, ο γεννημένος το 1981 συγγραφέας παραδίδει μια μεγάλη τοιχογραφία της ζωής στη Μόσχα, από τον θάνατο του Στάλιν έως και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, σ' ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα απολαυστικό και χορταστικό. Υπάρχουν διάφορα στοιχεία ικανά να προκαλέσουν τον αναγνωστικό θαυμασμό. Ένα από αυτά είναι σίγουρα οι γνώσεις του Γκρεβεγιάκ, απόρροια αρκετής έρευνας και μελέτης. Όμως, η παράθεση όλων αυτών των πληροφοριών σχετικά με τη Σοβιετική Ένωση χωρίς τις κατάλληλες συνάψεις με την πλοκή δεν θα πρόσθεταν τίποτα άλλο παρά ένα αχρείαστο βάρος στο τελικό αποτέλεσμα. Εδώ φαίνεται η μαστοριά του συγγραφέα, στον τρόπο με τον οποίο μεταπλάθει και μπλέκει το ιστορικό ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία. Η ζωή των δύο, η καθημερινότητα, τα όνειρα, οι απογοητεύσεις, οι έρωτες, η απειθαρχία, οι παρεξηγήσεις, η μοναξιά, η ρουτίνα, οι φόβοι και οι ελπίδες τους, σε συνδυασμό με τα δεύτερα και τρίτα πρόσωπα της πλοκής και τη δική τους ζωή, αποτελούν τις λεπτομέρειες του μεγάλου κοινωνικοπολιτικού κάδρου της περιόδου που φιλοτεχνεί ο συγγραφέας.

Το επάγγελμα των δύο πρωταγωνιστών προφανώς και δεν είναι τυχαίο. Ο Γκρεβεγιάκ, πάνω και πέρα απ' όλα, εκείνο για το οποίο επιθυμεί να μιλήσει μέσα από τις Κόκκινες ψυχές είναι η λογοκρισία. Αυτό είναι που περισσότερο απ' όλα τον απασχολεί, απόρροια της αγάπης του για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, τα λογοκριμένα βιβλία που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, τη στιγμή που στο εξωτερικό γνώριζαν αποδοχή, αλλά και τις ταινίες που φυγαδεύονταν στη δύση. Το ζήτημα της λογοκρισίας αναπόφευκτα καθιστά τις Κόκκινες ψυχές ένα ιδιαιτέρως πολιτικό βιβλίο. Και ίσως αυτός ο αρκετά μονομερής τρόπος παρουσίασης της ζωής τα χρόνια εκείνα στη Σοβιετική Ένωση να ξενίζει κάπως, προσδίδοντας στο μυθιστόρημα μια στράτευση ιδεολογική που δεν του είναι απαραίτητη κατά τη γνώμη μου, μια υπόνοια καρικατούρας και συναισθηματικής καθοδήγησης, μια διάκριση καλού και κακού που στην πραγματική ζωή σπάνια συμβαίνει. Βέβαια, επειδή μπορεί κανείς να κάνει διάφορες αναγνώσεις, κάποια στιγμή ένιωσα πως ο Γκρεβεγιάκ μιλώντας για την εξουσία της λογοκρισίας, εκείνο που θέλει να αναδείξει είναι η δίψα του κόσμου για γραφή και ανάγνωση, την προθυμία του να ρισκάρει για να διαβάσει τη συνέχεια ενός μυθιστορήματος ή ένα ποίημα που δεν θα έπαιρνε ποτέ την έγκριση της Γκλαβλίτ, την κουλτούρα μιας κοινωνίας για την οποία η τέχνη είχε μια δύναμη που ξεπερνούσε τα όρια της απόλαυσης, μια δύναμη ικανή να ανατρέψει και να ονειρευτεί. Και αναδεικνύοντας αυτό, αναπόφευκτα γίνεται η σύνδεση με άλλες εποχές και άλλους τόπους, για να φτάσει η σύνδεση αυτή μέχρι το σήμερα, και τον ρόλο της λογοτεχνίας, αλλά και της τέχνης εν γένει, το πόσο ‒δεν‒ μετράει πια στην καθημερινότητα των πολιτών, και όλα αυτά αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα της λογοκρισίας και των διαφορετικών μορφών που αυτή μπορεί να λάβει.

Παρότι αρκετοί γνωστοί συγγραφείς παρελαύνουν από τις σελίδες του μυθιστορήματος, όπως ο Ζαμιάτιν, ο Πάστερνακ, ο Μπουλγκάκοφ, ο Μπρόντσκι κ.α., είναι ο Ταρκόφσκι, που έχει την ηλικία των δύο πρωταγωνιστών, και η εν προόδω φιλμογραφία του, που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του βιβλίου, έτσι όπως εκτυλίσσονται παράλληλα και η κάθε επόμενη ταινία βρίσκει τους δύο ήρωες σε διαφορετική φάση. Παρουσία έντονη που μου έφερε στον νου το σπουδαίο Σμιλεύοντας τον χρόνο και τη δίψα του Ταρκόφσκι για δημιουργία. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά και χρηστικότητα, παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο παντογνώστης αφηγητής επεμβαίνει με παιγνιώδη διάθεση στην αφήγηση, για να σχολιάσει ή να συνομιλήσει με τον αναγνώστη, αλλά κυρίως για να προάγει την πλοκή και να καλύψει κάποιες χαλαρές συνδέσεις. Συγγραφική επιλογή με αρκετό ρίσκο, ειδικά σ' ένα πρωτόλειο, που όμως δικαιώνεται απόλυτα. Η αφηγηματική ικανότητα του Γκρεβεγιάκ και η ενσωμάτωση των πραγματολογικών στοιχείων στην πλοκή είναι τέτοιες που ακόμα και τώρα νιώθω πως διάβασα ένα βιβλίο πρωτότυπα γραμμένο στα ρωσικά, όμως σ' αυτό καθοριστική είναι και η συμβολή της μεταφράστριας Στέλας Ζουμπουλάκη. 

Οι Κόκκινες ψυχές, το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Γκρεβεγιάκ, που έγινε γνωστός στη χώρα μας με την κυκλοφορία του Αφέντες και δούλοι, είναι μια από τις αποδείξεις πως το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων αργεί ακόμα, παρά τις όποιες περί του αντιθέτου φωνές και αν ακούγονται.

Μετάφραση Στέλα Ζουμπουλάκη
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

η ηχώ των πουλιών - Θανάσης Δ. Σταμούλης

Ήδη από τη Σκιά στο δέντρο, το μυθιστόρημα με το οποίο ο Θανάσης Σταμούλης πρωτοεμφανίστηκε το 2016, έγινε αντιληπτός ο ιδιαίτερα προσωπικός τρόπος του να χειρίζεται τη γλώσσα, η διάχυτη ποιητική αίσθηση μιας κατά βάθος ρεαλιστικής περιγραφής του περιβάλλοντος κόσμου, καθώς αφηγούνταν μια ιστορία δίχως κάποια φαινομενική πρωτοτυπία, μια ιστορία ενηλικίωσης στην Κατοχή, μια ιστορία μάλλον γνώριμη, και όμως δοσμένη με έναν τρόπο ικανό να χαραχτεί για καιρό στην αναγνωστική μνήμη. Το πάντα επίφοβο δεύτερο βήμα (Ab Ovo, 2017) ήρθε να επιβεβαιώσει και με το παραπάνω τον αρχικό ενθουσιασμό· η ιστορία τεσσάρων νέων ανθρώπων, η ανάγκη για επιβίωση, η ελπίδα για αναγέννηση και ο φόβος που παραφυλάει στη γωνία· μια ιστορία οικεία, που η γλώσσα και ο ρυθμός της, ο τρόπος αφήγησης εν γένει, τη μετατρέπουν σε νουβέλα, άλλωστε, η Ιστορία, κατά τη Λε Γκεν, είναι ο τρόπος που λέγεται η Ιστορία, και ο Σταμούλης έχει κατακτήσει τον δικό του τρόπο.

Πρόσφατα, και πάντα από τις εκδόσεις Ποταμός, κυκλοφόρησε η ηχώ των πουλιών. Αρχές Δεκέμβρη, ο γιατρός θα γράψει: «ο καρκίνος είναι ορατός με γυμνό μάτι, θυμίζει ανοιχτό σμήνος αστέρων». Ο πατέρας μόλις είχε αρρωστήσει. Δίπλα στον γιο η μητέρα, το πρόσωπό της διάφανο. Ο πατέρας θα πεθάνει, λίγους μήνες μετά. Η ηχώ των πουλιών στέκει κάπου μεταξύ πεζού και ποίησης, κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου, μνήμης και λήθης, κάπου μεταξύ βιώματος και λογοτεχνίας, ενώ ταυτόχρονα είναι όλα αυτά μαζί. Εγχειρίδιο είναι εκείνο που η ηχώ των πουλιών δεν είναι. Δεν υπάρχουν συνταγές για τη διαχείριση της απώλειας και ας κυκλοφορούν τόσες. Το κείμενο αυτό έρχεται να προστεθεί στην τεράστια λίστα κειμένων για τη σχέση πατέρα γιου. Για κάθε γιο υπάρχει ένας πατέρας και αυτό είναι το μόνο στο οποίο ομοιάζουν τα κείμενα αυτά μεταξύ τους, οτιδήποτε άλλο είναι βαθιά προσωπικό ανεξαρτήτως των αναλογιών που γεννά. Ο Σταμούλης γράφει την ηχώ των πουλιών γιατί δεν ξέρει άλλο τρόπο για να διαχειριστεί την απώλεια και τη ζωή που προηγήθηκε. Ένα κείμενο ειλικρινές, στο οποίο το συναίσθημα κρύβεται καλά πίσω από τις λέξεις, όπως συμβαίνει στην καλή ποίηση, χωρίς να φωνάζει. Ο συγγραφέας δεν επιζητά την προσοχή και την ενσυναίσθηση, δεν πουλάει το βίωμα του. Η ηχώ των πουλιών είναι λογοτεχνία, και μάλιστα υψηλού επιπέδου. 

Ο Σταμούλης επιλέγει για μότο του βιβλίου τα λόγια της Χέρτα Μύλλερ από τον Άγγελο της πείνας, «Να αφηγηθείς μπορείς μόνο αν εγκαταλείψεις αυτόν για τον οποίο αφηγείσαι». Πάντοτε οι άλλοι μοιάζει να μπορούν να περιγράψουν καλύτερα όσα μας φέρνει η ζωή. Αυτό είναι που κάνει τη λογοτεχνία οικουμενική, το συναίσθημα πως νιώθουμε να μας αφορά προσωπικά κάτι που έγραψε κάποιος άλλος κάποια στιγμή της δικής του ζωής. Οι διακειμενικές αναφορές που ως παραθέματα διανθίζουν την ηχώ των πουλιών είναι ο τρόπος του Σταμούλη να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του σ' όσους έριξαν σωσίβια στον ωκεανό της ύπαρξης. Τέτοιο σωσίβιο είναι και η ηχώ των πουλιών για τον αναγνώστη.

υγ. Για το Η σκιά στο δέντρο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ για το Ab Ovo εδώ.

Εκδόσεις Ποταμός

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Πάει και αυτός ο χρόνος

Το ετήσιο κείμενο ανασκόπησης, λίγο μετά του Αγιαννιού, είναι ένα από εκείνα που περισσότερο λαχταρώ. Και το λαχταρώ γιατί με ευγενικό τρόπο επιβάλλει την επιστροφή στα κείμενα της χρονιάς που πέρασε, εκατόν δεκατέσσερα για το 2021, και φέρνει στην επιφάνεια, χωρίς να προσβάλει την εκ φύσεως αδύναμη μνήμη, μια ανασκόπηση προσωπική. Δεν είναι μόνο τα βιβλία ή οι ταινίες, οι υποθέσεις και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, είναι κυρίως η στιγμή που το κάθε κείμενο γράφτηκε, που το βιβλίο διαβάστηκε εκείνο που περισσότερο βαραίνει σε μια τέτοια ανασκόπηση, όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο στον έξω κόσμο, στον πραγματικό κόσμο από τον οποίο η μυθοπλασία με έσωζε, εκείνος που ήμουν και εκείνος που έγινα. Αυτός εξακολουθεί να είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την ανάγνωση, έντονα βιωματικός και υποκειμενικός, αδυνατώντας ή αδιαφορώντας να απομονώσω τη λογοτεχνία από το προσωπικό.

Η χρονιά που πέρασε, από το σήμερα, μοιάζει κάπως αδιάφορη σε προσωπικό επίπεδο, στον μεγάλο έξω κόσμο, παράπονο δεν έχω, μια χαρά άσχημα πράγματα συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν. Διάβασα αρκετά και φέτος, αν και έκανα δύο μεγάλα κενά. Ήταν η πρώτη ίσως φορά που τον Αύγουστο δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο, ξεκίνησα αρκετά αλλά τα παράτησα γρήγορα. Το σημειώνω αυτό κυρίως για να το θυμάμαι, μια καταχώρηση στατιστικού χαρακτήρα για ιδία χρήση. Ακόμα ένα χαρακτηριστικό της αναγνωστικής χρονιάς ήταν η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Διάβασα αρκετή, απογοητεύτηκα από ένα μεγάλο μέρος της, δεν το κρύβω, αλλά υπήρξε στο σύνολο της μια διεργασία που άξιζε τον κόπο και διαρκώς ανανέωνε την επιθυμία να επιμείνω αναζητώντας ένα επόμενο βιβλίο γραμμένο πρωτότυπα στα ελληνικά, και όχι μόνο για μερικά πραγματικά ωραία βιβλία που διάβασα, αλλά κυρίως για την αποτύπωση των όσων ζούμε στην πυροδότηση της επιθυμίας για γραφή. Δύο από τα πιο ωραία ελληνικά βιβλία τα διάβασα τον Δεκέμβρη, λίγο πριν το σφύριγμα της λήξης, το Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα του Πάνου Τσερόλα και Η ηχώ των πουλιών του Θανάση Σταμούλη, οπότε αναπόφευκτα τα σχετικά κείμενα θα περαστούν λογιστικά στο είκοσι δύο. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί πέρυσι και με τον σπουδαίο Δον Υπαστυνόμο του Δημήτρη Καρακίτσου.

Από την ελληνική λογοτεχνία που διάβασα το 2021 ξεχώρισαν: Η ερευνήτρια του Μισέλ Φάις, μια διπλή βιογράφηση, του υποκειμένου και του αντικειμένου της έρευνας, αλλά και μια ολοκληρωμένη και λεπτομερής προσέγγιση του καφκικού σύμπαντος, που προσφέρει -κυρίως μέσω των διακειμενικών αναφορών- επιπλέον σημεία θέασης και αναγνωστικά νήματα. Το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ του Άρη Μαραγκόπουλου, ένα απόλυτα πολιτικό μυθιστόρημα, ακόμα και στην ελάχιστη λεπτομέρειά του. Σε παρόμοιο πλαίσιο κινήθηκε και η επιστροφή του Φαίδωνα Ταμβακάκη στη μεγάλη φόρμα με Το τελευταίο ποστάλι, μια γοητευτική κοσμοπολίτικη αφήγηση που φέρνει στον νου τον κόσμο του Τσίρκα. Το Τζίντιλι του Δημήτρη Χριστόπουλου, με τον μακροπερίοδο λόγο να είναι απολαυστικός και δουλεμένος στη λεπτομέρεια, ενώ η γλώσσα γεφυρώνει αρμονικά το χτες με το σήμερα σε μία πρόζα που διασταυρώνει οικολογικό άγχος και κοινωνική μέριμνα. Τα Πέτρινα πλοία της Μαρίας Ξυλούρη ήταν η καλύτερη συλλογή διηγημάτων που διάβασα φέτος. Στην κατηγορία «Δεν ξέρω από πού μου ήρθε», στις εκπλήξεις δηλαδή της χρονιάς υπάρχουν τρία βιβλία, για τα οποία, παρότι μου μίλησαν με θερμά λόγια, κρατούσα μικρό ‒ή και καθόλου‒ καλάθι: το Ένα πιάτο λιγότερο της Μαριλένας Παπαϊωάννου, το Υλικό καθαρισμού του Μιχάλη Κατράκη και το Από χώμα και κόκαλα του Γιάννη Νικολούδη. Ειδική μνεία αξίζει η συλλογή διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη, Έλγκαρ, το πλέον χαρακτηριστικό έργο του πολυπράγμονα δημιουργού.

Η μεταφρασμένη λογοτεχνία είχε τον πρώτο λόγο. Διάβασα περισσότερα βιβλία που μου άρεσαν παρά που δεν μου άρεσαν και αυτό από μόνο του είναι πολύ ευχάριστο. Τη λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς μου μονοπωλούν, όπως είναι αναμενόμενο, σχετικά καινούργιες εκδόσεις, όμως υπήρξαν και εκπλήξεις από το παρελθόν, βιβλία που είτε περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους είτε εμφανίστηκαν ‒από το πουθενά τις περισσότερες φορές‒ στον δρόμο μου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε το Ημερολόγιο του χειμώνα του Paul Auster, που το διάβασα πολλά χρόνια μετά την κυκλοφορία του, την κατάλληλη ίσως στιγμή. Με χρονολογική σειρά ανάγνωσης, ξεχώρισαν επίσης: Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις του Jose Saramago, ένας ιδιαίτερος, μακριά από κάθε άλλον, φόρος τιμής στον Φερνάντο Πεσσόα, που εκτείνεται από τον απόλυτο σεβασμό ως την πλήρη ασέβεια, αντίστοιχο της ζωής και του έργου του ίδιου του ποιητή. Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ του σπουδαίου László Krasznahorkai, μυθιστόρημα σύγχρονο και συνάμα παλιακό δείχνει αυτό το μυθιστόρημα, με το μεταμοντέρνο να συνομιλεί με το κλασικό, γεγονός που επιβάλλει μια άχρονη αναγνωστική πρόσληψη. Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι του Ocean Vuong, που συνδυάζει σε ικανοποιητικό βαθμό το συναίσθημα του βιώματος και τον εξωτικό χαρακτήρα της αφήγησης, την αναζήτηση της ταυτότητας και την ανάγκη για ρίζες, έχοντας στο επίκεντρό του τη γλώσσα. Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον της Elizabeth Strout που πετυχαίνει να παρουσιάσει ως απλό ένα αρκετά σύνθετο, ως προς τη σύλληψη και την εκτέλεση, κατασκεύασμα, από το οποίο αφαιρεί και την παραμικρότερη υποψία εγκεφαλικότητας, καθιστώντας το βαθιά ανθρώπινο. Ένας άνθρωπος που κοιμάται, ο Georges Perec, εκκινώντας από μια πρωτότυπη, αν και φαινομενικά απλή, κεντρική ιδέα, σίγουρα ενδιαφέρουσα αλλά περιορισμένου βεληνεκούς ως προς την έκταση που θα μπορούσε να λάβει, καταφέρνει με μαεστρία να απλώσει την ιστορία του, χωρίς να χάνει στιγμή τη σύνδεση μαζί της.

Ο δικός μας πόθος της Carolin Emcke, ένα βαθιά προσωπικό βιβλίο, μια αφήγηση χειμαρρώδης, μια απόπειρα πρωτίστως για τη συγγραφέα να κατανοήσει, να φιλτράρει το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί, να διαχειριστεί το αίσθημα της ενοχής. Χιλιανός ποιητής, ο Alejandro Zambra τοποθετεί τον πήχη ακόμα ψηλότερα, αρνούμενος τη στασιμότητα και τον εγκλωβισμό σε μια επαναλαμβανόμενη μανιέρα και παραδίδει ένα σπιρτόζικο, χορταστικό, συγκινητικό και αστείο μυθιστόρημα, στο οποίο, παρότι η γραφή του εξακολουθεί να είναι υπαινικτική, πετυχαίνει να δώσει το απαραίτητο βάθος τόσο στα πρόσωπα όσο και στην ιστορία, θυμίζοντας, κατά αναλογία πάντοτε, τον Κόου στα πρώτα του βιβλία. Δοκιμασία της Jenny Erpenbeck, άργησε αλλά κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, πάντοτε σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη, βιβλίο που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2008 και σήμανε το πέρασμα της συγγραφέως από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα. Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης του Manuel Puig ήταν από καιρό εξαντλημένο και η πρόσφατη κυκλοφορία του, σε νέα μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη, από τις εκδόσεις Carnívora ήρθε να καλύψει το κενό αυτό. Το πέρασμα του μακελάρη του John Williams, ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα, στο οποίο η αναγνωστική δυσκολία συμπορεύεται με το ταξίδι των ηρώων αλλά και την εν γένει τραχύτητα του τοπίου, καθιστώντας έτσι ιδιαιτέρως βιωματική την εμπειρία της ανάγνωσης, που ως αίσθηση, και κατά αναλογία πάντα, μου θύμισε το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου. Ανησυχία της Linn Ullmann, ακόμα και αν τα πρόσωπα του βιβλίου δεν ήταν αυτά που είναι θα παρέμενε ένα άρτιο δείγμα μυθοπλαστικής αυτοβιογραφίας, ένα από τα καλύτερα του είδους.

Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης του Franz Kafka έχει μια σημαντική διαφορά από τους προηγούμενους απ' αυτόν ήρωες του συγγραφέα, τόσο από τον Γκέοργκ Μπέντεμαν της Κρίσης και τον Γκρέγκορ Ζάμζα της Μεταμόρφωσης όσο και από τον Γιόζεφ Κ. της Δίκης, γεγονός που καθιστά το έργο αυτό περαιτέρω σημαντικό στην εργογραφία του Τσεχοεβραίου συγγραφέα. Αυτοχειρία του Édouard Levé, η ιδιαίτερη επιλογή της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης δημιουργεί εξ αρχής μια έντονη δυναμική, στην οποία είναι δύσκολο να διακριθούν τα πραγματικά συναισθήματα του αφηγητή απέναντι στον αυτόχειρα. Ο φίλος της Sigrid Nuñez, γραμμένο εξ ολοκλήρου σε πρώτο πρόσωπο είναι ένα χαμηλόφωνο μυθιστόρημα που διαπραγματεύεται κεφαλαιώδη ζητήματα της ζωής όπως η φιλία, ο έρωτας, η δημιουργία, η καθημερινότητα και η απώλεια. Όλοι θέλουν να χορεύουν του Alberto Garlini, χωρίς καμία επίκληση στο συναίσθημα, με όπλο την αφήγηση και ακολουθώντας τους ήρωές του, ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη στην Ιταλία της δεκαετίας τους ογδόντα μέσα από μια φρενήρη ανάγνωση. Η Ελένα ξέρει της Claudia Piñeiro, ένα πραγματικά σπουδαίο μυθιστόρημα, παρά τη συναισθηματική δυσφορία που γεννά, δείγμα γραφής μιας ικανότατης συγγραφέως, που δημιουργεί ιδιαίτερη ανυπομονησία για περαιτέρω επαφή με το έργο της.  

Νοσταλγία του Mircea Cartarescu, το κλασικότροπο εγκολπώνεται στο μεταμοντέρνο, ο συγγραφέας πετυχαίνει αβίαστα και με άνεση να συνομιλήσει με το παρελθόν της λογοτεχνίας, να φανερώσει μέρος από τις προσλαμβάνουσες, αποτίνοντας παράλληλα και ένα φόρο τιμής σε όσα τον διαμόρφωσαν, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται και να απολύει τη δική του φωνή, τον δικό του τρόπο να παίζει το παιχνίδι της λογοτεχνίας. Αρκαδία της Emanuelle Bayamack -Tam, ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα μαθητείας, που μοιάζει βγαλμένο από το λογοτεχνικό σύμπαν του Τομ Ρόμπινς, αυτού του σύγχρονου παραμυθοποιητή της πραγματικότητας. Το δέρμα του Sergio del Molino, ο τρόπος με τον οποίο ο Ισπανός συγγραφέας μετατρέπει μια μελέτη για την ψωρίαση διαφόρων διάσημων προσωπικοτήτων σ' ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, σχεδόν αδύνατο να καταταχθεί και να θυμίσει κάτι άλλο, είναι τουλάχιστον εντυπωσιακός, ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Η ανακάλυψη των σωμάτων του Pierre Ducrozet, αυτό το βιβλίο έσκασε πραγματικά από το πουθενά, δεν γνώριζα τίποτα γι' αυτό, δεν είχα καν χτίσει αναγνωστικές προσδοκίες, και ήδη από τις πρώτες κιόλας σελίδες ένιωθα πως έχω απέναντί μου ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.

Αφού πέρασα ώρες αφαιρώντας και προσθέτοντας βιβλία, το κείμενο αυτό μπορεί τώρα να κλείσει. Μια καινούργια χρονιά έχει κιόλας ξεκινήσει, ας ελπίσουμε πως, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, θα είναι μια καλή χρονιά!