Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Η επιστροφή του Φίλιπ Λατινοβιτς - Μίροσλαβ Κρίλεζα

Είχα υψηλότατες προσδοκίες για το βιβλίο αυτό. Παρότι κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021, ήταν ένα από τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα την περασμένη χρονιά. Συνέβη αυτό που συνήθως συμβαίνει με τα βιβλία που φέρουν τόσο υψηλές προσδοκίες, το φοβόμουν. Ένιωθα πως έπρεπε να είμαι ιδιαιτέρως προσεκτικός στην επιλογή του χρόνου. Ήταν, ένιωθα, σημαντικό η περίοδος να 'ναι η κατάλληλη ώστε να υποστηρίξει ένα μυθιστόρημα που a priori το θεωρούσα αριστούργημα, αλλά και να 'μαι σε αναγνωστική φόρμα. Η στιγμή που, επιτέλους, το τράβηξα από το ράφι με τα προσεχώς, έδειχνε να είναι η σωστή, ο ορίζοντας προσδοκιών έστεκε στο βάθος βαρυφορτωμένος.

Ξημέρωνε όταν ο Φίλιπ έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κάπτολ. Παρόλο που είχε να έρθει σ' αυτή τη μικρή απομονωμένη ελώδη περιοχή είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια, γνώριζε με ακρίβεια τη σειρά με την οποία εμφανίζονταν όλα: οι σάπιες ρυπαρές στέγες, το καμπαναριό της μονής, η γκρίζα ανεμοδαρμένη διώροφη κατοικία στο βάθος του σκοτεινού δρόμου και η γύψινη κεφαλή της Μέδουσας πάνω από τη βαριά δρύινη πόρτα με το κρύο μάνταλο. Πέρασαν είκοσι τρία χρόνια από εκείνο το πρωί που ξεγλίστρησε απ' αυτήν την πόρτα σαν άσωτος υιός: ένας μαθητής της εβδόμης τάξης του γυμνασίου που, αφού έκλεψε από τη μάνα του εκατό φιορίνια, γλεντοκοπούσε κι έπινε τρία μερόνυχτα με γυναίκες του πεζοδρομίου και με γκαρσόνες κι έπειτα, γυρίζοντας σπίτι, βρήκε την πόρτα κλειδωμένη· έτσι έμεινε στον δρόμο και από τότε, όλα αυτά τα χρόνια, ζει στον δρόμο χωρίς να έχει αλλάξει το παραμικρό.

Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, ο παντογνώστης αφηγητής μας εισάγει στον χωροχρόνο της ιστορίας. Όπως, άλλωστε, προοικονομεί ο τίτλος του μυθιστορήματος, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία επιστροφής, εκείνης του Φίλιπ Λατίνοβιτς στον γενέθλιο τόπο, μετά από μια περίοδο μακράς απουσίας και περιπλάνησης. Και δεν υπάρχει καλύτερο σημείο επιβίβασης στο βαγόνι της ιστορίας αυτής από τη στιγμή εκείνη που ο ήρωάς μας φτάνει στη μικρή αυτή πόλη και περπατώντας στέκεται μπροστά από την ίδια πόρτα, με την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου να τη βαραίνει, με εκείνη που αντίκρισε κλειδωμένη από την ίδια του τη μητέρα είκοσι τρία χρόνια πριν. Δύο αφηγηματικοί άξονες ξεπηδούν από την εναρκτήρια αυτή σεκάνς, ο πρώτος, αναληπτικός, που θα δοκιμάσει να καλύψει το κενό της απουσίας, όλα εκείνα που συνέβησαν στον ήρωά μας κατά τη διάρκεια της μοναχικής διαδρομής, και ο δεύτερος, που θα εξιστορήσει όλα όσα συνέβησαν από την επιστροφή του και ύστερα.

Η επιστροφή του ασώτου υιού είναι ένα πολυχρησιμοποιημένο λογοτεχνικό συστατικό. Η αναπόφευκτη νοσταλγία, εκείνη που γλυκαίνει και μαγεύει τον φυγά, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκε μακριά από τον γενέθλιο τόπο του, δοκιμάζει τις αντοχές του υποκειμένου, καθιστώντας το έρμαιο της γοητείας της, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την υποδοχή, με τη λύση όλων των θεμάτων που τον εκδίωξαν κάποτε από εκεί, και που όλο αυτό το διάστημα τον δελέαζε να επιχειρήσει την επιστροφή και εκείνος ολοένα και ανέβαλλε, περιμένοντας να νιώσει έτοιμος για το βήμα αυτό. Ο χρόνος, ωστόσο, φθοροποιός και εν γένει επιδραστικός, τίποτα δεν αφήνει ίδιο στο πέρασμά του, ιδίως όταν τρέξει μόνος του, χωρίς το πρόσωπο να κοιτάζει καθημερινά τον κόσμο γύρω του. Διόλου τυχαίο δεν είναι πως από τις πρώτες γραμμές ο αφηγητής επισημαίνει πόσο αναλλοίωτα δείχνουν τα πάντα στην ελάχιστη διαδρομή που κάνει ο Φίλιπ από τον σταθμό του τρένου μέχρι την πόρτα εκείνου που κάποτε υπήρξε το σπίτι του. Η ανάδειξη της ψευδαίσθησης ύπαρξης μιας σταθεράς, ενός αμετάβλητου άξονα περιστροφής, όπως συχνά είναι ο κόσμος της παιδικής ηλικίας, είναι η πρώτη από μια σειρά προκλήσεων με τις οποίες ο ήρωας θα βρεθεί αντιμέτωπος. Η φθορά του χρόνου που κάνει τους μεντεσέδες της πόρτας πια να τρίζουν αποτελεί ένα πρώτο σημάδι.

Ο Μίροσλαβ Κρίλεζα δράττεται της αφορμής που το εύρημα της επιστροφής του Φίλιπ προσφέρει απλόχερα για να προσδώσει στο μυθιστόρημά του περαιτέρω διαστάσεις. Με χειρισμό επιδέξιο και χωρίς να ξεφεύγει από τον κεντρικό άξονα της προσωπικής αυτής ιστορίας θα θέσει στο τραπέζι τη σχετικότητα της ταχύτητας του χρόνου, τον διαφορετικό ρυθμό με τον οποίο τα πράγματα αλλάζουν, τις διαφορές ανάμεσα στο μικρό μέρος και τη μεγάλη πόλη, ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, ανάμεσα στην πρόοδο και τη στασιμότητα. Μυθιστόρημα που ανήκει στον μοντερνισμό δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει την τεχνολογική πρόοδο, όπως το τρένο που από τις πρώτες γραμμές είναι παρόν. Αναμειγνύοντας τους δύο χρονικούς αφηγηματικούς άξονες, καθώς οι προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο Φίλιπ στο αφηγηματικό παρόν αναδύουν τα στοιχεία του χαρακτήρα του όπως αυτός διαμορφώθηκε στο μακρύ διάστημα της απουσίας του, συγκρούσεις αλλά και συμφιλιώσεις, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αναδείξει ακριβώς αυτό, το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου, χωρίς να επιδιώκει να δώσει πρόσημο σε αυτή τη διαδικασία.

Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση κατά την προώθηση της πλοκής ήταν ο λιγοστός χώρος που αφιερώνεται στην επανένωση μητέρας και γιου, μια αυθαίρετη προσδοκία που καλλιεργείται στον αναγνώστη από τις πρώτες γραμμές, απόρροια της σύγκρουσης των δύο, του καθοριστικού γεγονότος που ανάγκασε σε φυγή των ήρωα, και της προσδοκίας πως η επιστροφή του σε μεγάλο βαθμό θα είχε να κάνει με την επανένωση τους, το κατεξοχήν πεδίο συμφιλίωσης. Καθοριστικό, και διόλου τυχαίο, είναι πως ο Φίλιπ έγινε ζωγράφος, στοιχείο που, εκτός της παρουσίας της τεχνολογίας, έρχεται να επιβαρύνει το χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους, αλλά και της αναπόφευκτης επίδρασης του συστατικού αυτού στον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας κοιτάζει και αποκωδικοποιεί τον κόσμο γύρω του, του τρόπου, επίσης, με τον οποίο δοκιμάζει να εντοπίσει το προσωπικό του στίγμα, να προσδιορίσει τη θέση του στον κόσμο. Η σκηνή κατά την οποία ο γιος δοκιμάζει να κάνει το πορτραίτο της μητέρας του μένει ανεξίτηλη στον αναγνώστη, σκηνή που συμπυκνώνει μεγάλο μέρος των όσων το μυθιστόρημα διαπραγματεύεται, σεκάνς η οποία θα μπορούσε να σταθεί ως ένα υποδειγματικό διήγημα.  

Η επιστροφή του Φίλιπ Λατίνοβιτς αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από αντάξια των υψηλών προσδοκιών μου. Ο Μίροσλαβ Κρίλεζα, γεννημένος το 1893, πέτυχε να δώσει βάθος σε μια κοινότοπη λογοτεχνική ιστορία, ένα σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα που ωστόσο δεν δυσκολεύεται στις ανάσες του, ένα μυθιστόρημα που δεν στέκει απομονωμένο από το μεγάλο σώμα της σπουδαίας λογοτεχνίας, χωρίς ταυτόχρονα να χάνει τον τοπικό χαρακτήρα του, επίτευγμα από μόνο του υπεραρκετό. Ένα σπουδαίο βιβλίο ενός συγγραφέα που για πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά, άγνωστο γιατί τόσο αργοπορημένα.

υγ. Περισσότερα για τα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22 θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ισμήνη Ραντούλοβιτς
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Dissipatio H.G. - Guido Morselli

Για χρόνια πίστευα πως η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία τίποτα το ιδιαίτερα αξιόλογο δεν είχε να επιδείξει. Αντιλαμβάνομαι τη γενίκευση του παραπάνω αφορισμού, αλλά ό,τι δοκίμαζα να διαβάσω, προερχόμενο από τη γείτονα χώρα, δεν με ικανοποιούσε, αν εξαιρέσει κανείς τα έργα που ανήκουν στον ιταλικό κανόνα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξαν Τα οχτώ βουνά του Πάολο Κονιέτι, που πρόσφατα μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, βιβλίο που, παρότι δεν ήταν κακογραμμένο και έμοιαζε να ικανοποιεί τις συγγραφικές επιδιώξεις, αποδείχτηκε ωστόσο μάλλον αδιάφορο για τα γούστα μου. Κάτι αντίστοιχο ένιωθα και για το σύγχρονο ιταλικό σινεμά· περασμένα μεγαλεία που τα διαδέχτηκε μια μάλλον αδιάφορη περίοδος. Από πέρσι, ωστόσο, κάτι έχει αλλάξει και αυτό οφείλεται στις επιλογές των εγχώριων οίκων. Επιλογές που δεν περιορίζονται μόνο σε βιβλία γραμμένα πρόσφατα (βλ. Μια φιλία, Ο νόμος του μίσους, Napoli mon amour), αλλά περιλαμβάνει και πιο παλιά βιβλία, μετά τα μισά του περασμένου αιώνα, τα οποία για διάφορους λόγους επανήλθαν στο προσκήνιο (βλ.  Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, Πικρή ζωή). Και είναι τέτοια η αλλαγή που πια η είδηση της κυκλοφορίας ενός ιταλικού βιβλίου μου δημιουργεί προσδοκίες.

Πιάνοντας στα χέρια μου το Dissipatio H.G., στις προσδοκίες με βάση τη χώρα προέλευσης ήρθε να προστεθεί και το υπό διαπραγμάτευση ζήτημα της αυτοκτονίας, ζήτημα που πολλάκις έχω καταθέσει πως μου κινεί ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον. Ο Μορσέλι μου ήταν παντελώς άγνωστος. Αυτοκτόνησε το 1973, χρονιά κατά την οποία ολοκλήρωσε το συγκεκριμένο βιβλίο. Μόλις δύο βιβλία του κυκλοφόρησαν όσο ο συγγραφέας ήταν εν ζωή, το ενδιαφέρον για το έργο του ακολούθησε, η καταξίωση άργησε. Η σχετικά πρόσφατη κυκλοφορία του Dissipatio H.G. από τις εκδόσεις Loggia (με τις πάντοτε ενδιαφέρουσες προτάσεις) σε μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη έμοιαζε μια καλή πρώτη γνωριμία με το έργο του.

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας αυτής αποφασίζει να αυτοκτονήσει σε μια μικρή λίμνη που βρίσκεται στα βάθη μιας σπηλιάς, κοντά στο μέρος στο οποίο γεννήθηκε. Τελευταία στιγμή το μετανιώνει και επιστρέφει στην επιφάνεια του εδάφους. Στο ελάχιστο αυτό χρονικό διάστημα ένα παράδοξο γεγονός λαμβάνει χώρα, άπαντες οι εκπρόσωποι του ανθρώπινου είδους έχουν εξαφανιστεί. Ο τίτλος του μυθιστορήματος αποδίδεται στον φιλόσοφο Ιάμβλιχο και σε ένα κείμενό του σχετικά με το τέλος του ανθρώπινου είδους, Dissipatio Humani Generis, φράση προερχόμενη από τα λατινικά που στα ελληνικά θα αποδιδόταν ως Εξαέρωση Ανθρώπινου Είδους. Τα ζώα έχουν κιόλας αντιληφθεί πως πια δεν κινδυνεύουν από την ανθρώπινη παρουσία, διεκδικώντας νέες περιοχές, ενώ οι μηχανές συνεχίζουν να λειτουργούν χάρη στην αυτοματοποίηση. Ο αφηγητής περιφέρεται σε ένα μεταποκαλυπτικό σκηνικό αναζητώντας κάποιον άλλο επιζώντα. Επιστρέφει στη Χρυσούπολη (η οποία μοιάζει να αποτελεί μια φανταστική εκδοχή της Ζυρίχης), κινείται σε γνώριμους δρόμους, όπως στα γραφεία της εφημερίδας όπου δούλευε αλλά και στην αίθουσα του χρηματιστηρίου, αυτού του σύγχρονου ναού, στοχάζεται και αναρωτιέται τι να συνέβη, προσπαθεί να διακρίνει το συναίσθημά του απέναντι σε μια τέτοια παράδοξη εξέλιξη.

Το εύρημα της εξαφάνισης αποτελεί μια τέλεια αφορμή για στοχασμό αφού εκείνος που ήθελε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, θέτοντας εκούσιο τέλος στην ύπαρξή του, βρίσκεται να είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του είδους του στον κόσμο. Ο Μορσέλι δεν εγκλωβίζεται στο εύρημα αυτό, δεν περιορίζεται στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, δεν καταφεύγει σε εύπεπτες και εύκολες φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά αντίθετα χρησιμοποιεί τη συνθήκη για να αποτυπώσει τον συναισθηματικό αλλά και λογικό καμβά του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένας μάρτυρας ώστε να πιστοποιεί την ύπαρξή του, αφού ακόμα και το ερώτημα περί αυτοκτονίας μοιάζει ψευδές, έτσι όπως υπόκειται στον περιορισμό. Ας μη γελιόμαστε: χωρίς μάρτυρες δεν υπάρχει αυτοκτονία. Η αφήγηση δεν διέπεται μόνο από αγωνία, η ειρωνεία είναι διαρκώς παρούσα, τα συναισθήματα του αφηγητή είναι αρκετά πιο περίπλοκα, δεν νιώθει ακριβώς φόβο, περισσότερο επιχειρεί να διαχειριστεί την παράδοξη φύση της εξαφάνισης, τη νέα αυτή συνθήκη παρουσίας σε έναν γνώριμο, πλην όμως κενό από την ανθρώπινη παρουσία, κόσμο εκ του οποίου ήθελε να εξέλθει. Ένας παραλίγο αυτόχειρας, που πάσχει από ανθρωποφοβία και μισανθρωπία, νιώθει ξάφνου το συναίσθημα της μοναξιάς, έτσι όπως ο ετεροπροσδιορισμός της ύπαρξης παύει να ισχύει, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιεί πως ακόμα διαθέτει το ένστικτο της επιβίωσης. Η περιέργεια για το τι πραγματικά συνέβη διακλαδώνεται με την ανάγκη του αφηγητή για επαφή.

Η ιδέα-εύρημα του Μορσέλι είναι καταπληκτική, όχι μόνο λόγω της όποιας πρωτοτυπίας της, αλλά κυρίως λόγω των δυνατοτήτων που του προσφέρει και εκείνος εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Η γλωσσική διαχείριση της συνθήκης είναι άψογη, καθώς καταφέρνει να ενσωματώσει και να αναδείξει ικανοποιητικά την αντίφαση και την ποικιλομορφία των συναισθημάτων του αφηγητή, αλλά και τον κωμικοτραγικό χαρακτήρα της συνθήκης, χωρίς να υποκύψει σε ωραιοποίηση και νοσταλγία για το τέλος του ανθρώπινου είδους, αλλά ούτε και να καταφύγει σε έναν λίβελο. Αυτή η ισορροπία είναι που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό ενδιαφέρον. Σημαντικό επίσης είναι πως ο Μορσέλι καταφέρνει να κλείσει με έξυπνο τρόπο την αφήγηση αυτή, χωρίς να ποντάρει στην έκπληξη, χωρίς να αποδειχτεί θύμα της ίδιας του της έμπνευσης, χωρίς να αφήσει στον αναγνώστη μια αίσθηση αμηχανίας ενός βιαστικού και πρόχειρου τέλους. Εν ολίγοις, το Dissipatio H.G. είναι ένα πολύ καλό βιβλίο παρά την παραδοξότητά του. Ο τίτλος μου έφερε αναπόφευκτα στον νου το μυθιστόρημα της σπουδαίας Λισπέκτορ, Τα κατά α(νθρώπινο). γ(ένος). πάθη.

υγ. Βιβλία που αναφέρθηκα στο κείμενο: Μια φιλία, Ο νόμος του μίσους, Napoli mon amour, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, Πικρή ζωή, Τα οχτώ βουνά, Τα κατά α.γ. πάθη.

Μετάφραση Μαρία Φραγκούλη
Εκδόσεις Loggia

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

Πάρανταϊς - Fernanda Melchor

Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που ένα έργο τους αρκεί για να σε οπλίσει με τη σιγουριά πως πρόκειται να σε απασχολήσουν στο μέλλον ξανά και ξανά. Η Φερνάντα Μελτσόρ, γεννημένη το 1982 στη Βερακρούς του Μεξικού, είναι μια τέτοια περίπτωση. Οι πάντα ανήσυχες εκδόσεις Δώμα μάς τη σύστησαν πέρυσι με το συναισθηματικά ασφυκτικό και λογοτεχνικά άρτιο μυθιστόρημά της, Η εποχή των τυφώνων, με την καθοριστική μεταφραστική διαμεσολάβηση της Αγγελικής Βασιλάκου.

Το Πάρανταϊς είναι ένα συγκρότημα πολυτελών κατοικιών. Ο νεαρός Πόλο δουλεύει εκεί ως το παιδί για όλες τις δουλειές, αφού κλότσησε την ευκαιρία του να σπουδάσει και να ξεφύγει από το σκληρό και με ακρίβεια προδιαγεγραμμένο μέλλον του και τώρα ζει με τη μητέρα του, η οποία και καρπώνεται το πενιχρό εισόδημά του, και την έγκυο ξαδέρφη του. Κοιμάται σ' ένα χαλάκι. Ο Φράνκο Ανδράδε μένει στο συγκρότημα μαζί με τους παππούδες του χωρίς να αξιοποιεί τα προνόμια της τάξης του. Περνά τον χρόνο του βλέποντας πορνό, ενώ έχει αναπτύξει μια σεξουαλική εμμονή για μια πανέμορφη γειτόνισσα, σύζυγο ενός πλούσιου άντρα και μητέρα δύο παιδιών. Παρότι για τον Πόλο ο Φράνκο είναι ένας σιχαμερός χοντρός, οι δυο τους θα αναπτύξουν μια σχέση βασισμένη στο αλκοόλ και τα τσιγάρα.

Η Μελτσόρ φανερώνει εξ αρχής τα φύλλα της προοικονομώντας το κακό. «Για όλα έφταιγε ο χοντρός, αυτό θα τους έλεγε. Όλα έγιναν εξαιτίας του Φράνκο Ανδράδε και της εμμονής του με τη σενιόρα Μαριάν. Ο Πόλο απλώς έκανε ό,τι του είπαν, εντολές ακολουθούσε». Με μια ιδιότυπη τριτοπρόσωπη αφήγηση, η Μελτσόρ μαεστρικά θα πιάσει το νήμα από την αρχή και θα αφηγηθεί τα γεγονότα που οδήγησαν στο μοιραίο συμβάν. Και παρότι ο αναγνώστης εξ αρχής γνωρίζει πως η ιστορία αυτή θα τελειώσει με τρόπο φρικιαστικό, αυτό σε τίποτα δεν απαλύνει το σοκ όταν το επίμαχο περιστατικό θα δοθεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Η αφήγηση μοιάζει με μια εις εαυτόν απολογία του Πόλο, σαν να αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο την ιστορία αυτή ο ίδιος, αποστασιοποιημένος εξαιτίας της φρίκης της πράξης, επιχειρώντας να εντοπίσει ελαφρυντικά και να δείξει πως άλλο δεν ήταν παρά ένα απλό πιόνι στα χέρια του Φράνκο στην εφιαλτική σκακιέρα.

Το αφηγηματικό όχημα αποδεικνύεται καθοριστικό για την αναγνωστική πρόσληψη, καθώς προσδίδει την απαραίτητη ένταση, την ίδια στιγμή που αναδύεται ακόμα ένα θύμα, ο Πόλο. Μια απόφαση οριακή που καθιστά ιδιαίτερη μια ιστορία λίγο πολύ γνώριμη, μια φρικώδη ιστορία βίας, που ωστόσο δεν είναι μονοδιάστατη ή αυτοφυής και τη Μελτσόρ την ενδιαφέρει έντονα να το καταστήσει σαφές αυτό, δίνοντας το κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα το έγκλημα. Και είναι μια απόφαση οριακή, γιατί προσκομίζει ελαφρυντικά για όλα τα πρόσωπα της πλοκής και ιδιαίτερα για τον Πόλο, τοποθετώντας τον αναγνώστη εξαρχής σε θέση άμυνας απέναντι σε μια διαφαινόμενη απόπειρα δικαιολόγησης και αθώωσης. Η βία τρέφει τη βία και καλό είναι αυτό να το έχουμε διαρκώς υπόψη μας. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της ιστορίας αυτής, παρότι εν πολλοίς συντάσσεται γύρω από μια συγκεκριμένη όψη της.

Οι συγγραφικές αρετές που μας εντυπωσίασαν στην Εποχή των τυφώνων, είναι παρούσες και εδώ, παρότι η κατασκευή, φαινομενικά και μόνο, φαντάζει πιο απλή. Εδώ δεν υπάρχει ανάγκη κατάχρησης του μακροπερίοδου λόγου. Η αποφυγή του αποδεικνύει πως δεν λειτουργεί ως συγγραφική μανιέρα αλλά ως απότοκο των αναγκών της αφήγησης. Το συναίσθημα περιορίζεται στις αποχρώσεις του θυμού, ενός θυμού κοινωνικά διάχυτου, τον οποίο η συγγραφέας με οξυδέρκεια εντοπίζει και αποτυπώνει. Η Μελτσόρ πετυχαίνει την άρτια σκιαγράφηση των χαρακτήρων της, ακόμα και των δευτερευόντων, απομακρυνόμενη από τις ευκολίες της στερεοτυπίας και της απλοϊκής διάκρισης σε καλούς και κακούς. Στο επίκεντρο και αυτής της ιστορίας συναντάμε μια γυναίκα, ενώ το γειτονικό στον οικισμό εγκαταλελειμμένο σπίτι, στοιχειωμένο σύμφωνα με τις δοξασίες των κατοίκων, φέρνει στο νου το σπίτι της μάγισσας από το προηγούμενο βιβλίο.

Η Μελτσόρ άλλο δεν κάνει παρά να μεταφέρει τον διάχυτο ζόφο του κόσμου μας στο χαρτί και το κάνει με έναν τρόπο λογοτεχνικά υποδειγματικό, που εγκλωβίζει τον αναγνώστη και του επιβάλλει μια απνευστί, επώδυνη και ταυτόχρονη απολαυστική, ανάγνωση.

υγ. Περισσότερα για την Εποχή των τυφώνων θα βρείτε εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 11 Μαρτίου και μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Δώμα

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Η νύχτα θα είναι μεγάλη - Santiago Gamboa

Όταν είχα διαβάσει τις Νυχτερινές ικεσίες του Σαντιάγκο Γκαμπόα είχα ενθουσιαστεί. Με απογοήτευση είδα τον καιρό να περνάει και να μην κυκλοφορεί άλλο βιβλίο του στα ελληνικά, παρότι είχε τύχει ικανοποιητικής υποδοχής από το εγχώριο κοινό. Με χαρά είδα πως στο ανανεωμένο εκδοτικό πρόγραμμα των εκδόσεων Διόπτρα υπήρχε το όνομά του. Προσδοκίες στο μέγιστο και αναμονή στα κόκκινα. Με την κυκλοφορία του Η νύχτα θα είναι μεγάλη έγινε άμεση άρση οποιουδήποτε αναγνωστικού προγραμματισμού. Δεν γινόταν αλλιώς.

Εκτός από ενθουσιασμό, στη φαρέτρα των προσδοκιών υπήρχε το στυλιζάρισμα στην αφήγηση, οι διακειμενικές αναφορές, η σύγχρονη ποπ κουλτούρα, η έκδηλη αγωνία των προσώπων αλλά και η πρόφαση μιας αστυνομικής πλοκής που θα εξυπηρετούσε τις βαθύτερες συγγραφικές επιδιώξεις, μεταξύ άλλων να πει μια ιστορία από μια ταραγμένη γωνιά του πλανήτη. Ένας ευδιάκριτος, πλην όμως εν μέρει αυθαίρετος, ορίζοντας προσδοκιών είχε κιόλας δημιουργηθεί πριν ακόμα γυρίσω την πρώτη σελίδα. Η αρχή ήταν στο πλαίσιο όσων ανέμενα: Στην Κάουκα, μια επαρχία της Κολομβίας που όπως και οι υπόλοιπες βασανίστηκε από τον εμφύλιο πόλεμο των τελευταίων ετών, ένα κομβόι αυτοκινήτων πέφτει σε μια καλά στημένη ενέδρα ενόπλων. Μοναδικός μάρτυρας ένα παιδί, δώδεκα ετών, που στα μέρη εκείνα δεν είναι πια και τόσο παιδί. Η αρχική αστυνομική αναφορά θα κουκουλωθεί, η είδηση δεν θα φτάσει ως τις εφημερίδες, το σκηνικό θα καθαριστεί σχολαστικά. Μια ανώνυμη καταγγελία θα γίνει η αιτία για περαιτέρω έρευνα, η αιτία να μην μείνει στην αφάνεια μια ακόμα ιστορία βίας, όπως τόσες και τόσες άλλες, τη στιγμή που διάφορα πτώματα κάνουν την εμφάνισή τους. Μια θαρραλέα, ανεξάρτητη δημοσιογράφος, η Χουλιέτα Λεζάμα, που πουλά τα ρεπορτάζ της σε εφημερίδες του εξωτερικού, θα αφήσει την Μπογκοτά για να ερευνήσει από κοντά την καταγγελία αυτή, που η διαίσθησή της της λέει πως έχει πολύ ζουμί. Στο πλευρό της και ένας αδιάφθορος εισαγγελέας, ένας από τους λιγοστούς ευσυνείδητους υπηρέτες του νόμου. 

Με όχημα τη διαλεύκανση της υπόθεσης αυτής, ο Γκαμπόα θα αφηγηθεί μια ιστορία που, παρότι μοιάζει με μεμονωμένο περιστατικό, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης κολομβιανής πραγματικότητας, που οι ρίζες της φτάνουν βαθιά στα σκοτεινά υποστρώματα της βίας και της διαφθοράς. Η Χουλιέτα, με τη βοηθό της, πρώην στέλεχος των ανταρτών, αλλά και ο εισαγγελέας, με τους έμπιστους συνεργάτες του, είναι τα πρόσωπα κλειδιά, οι απαραίτητοι ήρωες που, αντίθετα με τη σιωπηλή πλειοψηφία του σιναφιού τους, δεν αδιαφορούν σηκώνοντας τους ώμους και λέγοντας πως αυτά είναι περιστατικά που συμβαίνουν και καλό είναι να μην μπλέκεται κανείς γιατί θα βρεθεί μπλεγμένος και ο ίδιος, οι απαραίτητοι τρελοί σε έναν κόσμο αρκούντως παράλογο. Είναι επίσης μια ιστορία που δεν αρκείται στην εξωτική βία της χώρας που εν πολλοίς έχει να κάνει με το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά που διαθέτει και άλλα παρακλάδια, όπως η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και η παρουσία δεκάδων θρησκευτικών σχημάτων που ψαρεύουν στα θολά νερά της απελπισίας και της φτώχειας. Άλλωστε, το διακύβευμα είναι πάντοτε ο πλούτος και η εξουσία. Είναι όμως και μια υπενθύμιση πως το τέλος του εμφύλιου πολέμου άλλο δεν είναι παρά ένα χαρτί με υπογραφές των δύο μερών, πως η καθημερινότητα της χώρας απέχει αρκετά από το να χαρακτηριστεί αθώα και ήρεμη.

Με ικανοποιητικό τρόπο, ο Γκαμπόα ξεδιπλώνει την έρευνα που θα οδηγήσει στην ανακάλυψη των δύο αντίπαλων μερών, επιδιώκοντας τις αναγκαίες κορυφώσεις, επιφυλάσσοντας τις αναμενόμενες ανατροπές μέχρι τη λύση του αινίγματος, χρησιμοποιώντας με σύνεση τα ευρήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια ρέουσα ανάγνωση με το απαραίτητο σασπένς που θα επιβάλλει τον δικό της αναγνωστικό ρυθμό. Παράλληλα, επιδιώκει να χτίσει πειστικά τους χαρακτήρες του, να κάνει εμφανές το υπόβαθρο από το οποίο αντλούν το πάθος και τη θέληση για την αποκάλυψη της αλήθειας, χωρίς να τους λειαίνει τις γωνίες εκείνες που θα τους έκαναν πραγματικούς ανθρώπους και πειστικούς χαρακτήρες και όχι στείρους λογοτεχνικούς ήρωες. Αν το Η νύχτα είναι μεγάλη κρινόταν αποκλειστικά και μόνο ως ένα αστυνομικό, κατά την ευρύτερη έννοια του είδους, μυθιστόρημα, τότε λίγα αρνητικά θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον συγγραφέα, αφού ως τέτοιο στέκεται με ιδιαίτερη άνεση σε μια απαιτητική κατηγορία, θυμίζοντας έναν άλλο αγαπημένο του ελληνικού κοινού, τον Γάλλο Καρίλ Φερέ. Ο τρόπος με τον οποίο ο Γκαμπόα ενσωματώνει την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Κολομβίας προσδίδει περαιτέρω πόντους στο τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της πώλησης εξωτισμού προς τέρψιν ενός εκτός συνόρων αναγνωστικού κοινού, που στη λογοτεχνία ζητά την επιβεβαίωση ενός πλήθους στερεοτύπων με τα οποία είναι φορτωμένος.

Όμως, από το βιβλίο αυτό περίμενα πολλά περισσότερα από ένα καλογραμμένο και με ένταση αστυνομικό μυθιστόρημα, ας όψονται οι προσδοκίες που ο ίδιος ο Γκαμπόα φρόντισε να με γεμίσει. Θυμήθηκα το Τέρρα Άλτα του Χαβιέρ Θέρκας, ένα συμπαθητικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με αναφορές στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Καταλονίας, άνισο ωστόσο ως προς το ύψος της βιβλιογραφίας του συγγραφέα. Η σύγκριση του έργου ενός συγγραφέα με βάση το δικό του πρότερο έργο μπορεί να είναι άδικη ή αυστηρή, είναι ωστόσο αναπόφευκτη, καθώς εξ αυτής προέρχονται οι προσδοκίες για κάθε επόμενο έργο του, ένα κλειστό κύκλωμα στο οποίο η όποια διαφορά στην τάση του ρεύματος είναι εμφανής. Στο Η νύχτα θα είναι μεγάλη το πρόβλημά μου δεν είχε να κάνει ούτε με τον αστυνομικό μανδύα ούτε με τις συγγραφικές επιδιώξεις, όπως τουλάχιστον μπόρεσα να τις διακρίνω, αλλά με την απουσία του γνώριμου από τις Νυχτερινές ικεσίες στυλ και του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε λογοτεχνικά την προώθηση της πλοκής. Οι δευτερεύουσες ιστορίες δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν παρά μόνο ως γέμιση της κεντρικής πλοκής, με την εξαίρεση ίσως της πρωτοπρόσωπης αφήγησης της ζωής ενός από τους ηγέτες των συμμοριών. Έλειπε επίσης η αγωνία στην αφήγηση και τα πρόσωπα που δικαιολογούσε ως ένα βαθμό την αφήγηση εκείνης της ιστορίας, ιστορίας αρκετά πιο φιλόδοξης και κοσμοπολίτικης. Στις Νυχτερινές ικεσίες, παρά το πιο βαρυφορτωμένο ταμπλό, ο Γκαμπόα πέτυχε πολλά, εδώ όχι και τόσα τελικά, σ' ένα αποτέλεσμα πιο αδιάφορο, ένα βιβλίο που δυστυχώς σύντομα θα ξεχαστεί, παρότι ίσως γνωρίσει υψηλότερες πωλήσεις. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την αδιαφορία.

Προσδοκίες προδομένες και ανικανοποίητες. Δυστυχώς.

υγ. Για τις θαυμαστές Νυχτερινές ικεσίες περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Μαπούτσε του Φερέ εδώ και για το Τέρα Άλτα του Θέρκας εδώ.

Μετάφραση Δήμητρα Σταυρίδου
Εκδόσεις Διόπτρα

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Λόλα Καραμπόλα - Ερωφίλη Κόκκαλη

Άφησα το βιβλίο αυτό για καιρό στη στοίβα με τα προσεχώς. Είχα περιέργεια, όμως, ταυτόχρονα, κάτι με κρατούσε μακριά. Ο καιρός πέρασε, η στιγμή ήρθε, το ένστικτο του αναγνώστη ανέλαβε πρωτοβουλία. Αντίθετα με άλλες παρόμοιες λογοτεχνικές απόπειρες, δεν ήμουν σίγουρος τι να περιμένω. Θέλω να πω πως δεν είχα κατασκευάσει συγκεκριμένο ορίζοντα προσδοκιών, κάτι, οφείλω να παραδεχτώ, σπάνιο, ειδικά όσον αφορά την κουήρ λογοτεχνία. Έμοιαζα έτοιμος να μπω στην ανάγνωση χωρίς χαρτοφυλάκιο ανά χείρας, όχι συνειδητά τουλάχιστον, παρότι κάτι τέτοιο δικαιολογημένα στέκει υπό αμφισβήτηση. Άλλωστε, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, μου έκανε εντύπωση η απόσταση του παντογνώστη αφηγητή από την πρωταγωνίστρια Λόλα και αυτό σίγουρα κάτι από δυσδιάκριτες προσδοκίες φέρει.

Μπορεί να μην ήμουν σίγουρος για το τι ακριβώς περίμενα ξεκινώντας να διαβάζω το βιβλίο αυτό, σίγουρα όμως δεν περίμενα μια τριτοπρόσωπη ιστορία ενηλικίωσης, όχι ως προς τον θεματικό άξονα αλλά ως προς την τεχνική διαχείριση της αφήγησης και την, όπως προείπα, απόσταση ανάμεσα στο αφηγηματικό υποκείμενο και τον κεντρικό χαρακτήρα, την παρούσα παλέτα που δημιουργεί απόσταση από τις υπόνοιες αυτομυθοπλασίας. Το Λόλα Καραμπόλα είναι —αποδείχτηκε να είναι— ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης αρκετά τυπικό του είδους ως προς την κατασκευή, χωρίς την πλήρη —και πολλαπλώς επίφοβη— επικέντρωση στο τραύμα, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει το τραύμα, πως απουσιάζουν οι βαρυφορτωμένοι ουρανοί. Είναι η ιστορία της Λόλας, που δεν την έλεγαν πάντοτε Λόλα, που για χρόνια την αντιμετώπιζαν ως αγόρι. Λόλα, να δύο φύλα, διαβάζουμε κάποια στιγμή και η ελάχιστης έκτασης φράση αυτή συμπυκνώνει εν πολλοίς τον άξονα περιστροφής στην πορεία ενηλικίωσής της.

Έχω πολλές φορές υπάρξει μάρτυρας σε συζητήσεις για τον τρόπο με τον οποίο η κουήρ λογοτεχνία —και κύρια η autofiction εκδοχή της— θυματοποιεί τον ίδιο της τον εαυτό, τον τρόπο με τον οποίο μακιγιάρεται για να ζητιανέψει το συναίσθημα και το κάθετο κούνημα του κεφαλιού των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, να γυρέψει την ελεημοσύνη για ένα αχ τα καημένα. Τον τρόπο με τον οποίο το βίωμα και το τραύμα υπερισχύουν της λογοτεχνικότητας, επιδιώκοντας να εξαιρεθούν από το κυρίως σώμα της λογοτεχνίας και να βρουν καταφύγιο σε μια υποκατηγορία της, όμοιοι μεταξύ ομοίων, επιλογή σε ευθεία σύγκρουση με το κουήρ. Έτσι, το διακύβευμα μετατοπίζεται στην όχθη της συγκλονιστικής ατομικής εμπειρίας, γεγονός που αναμενόμενα φέρνει το επίδικο στην ειλικρίνεια της ιστορίας, παραμερίζοντας τη σημασία του τρόπου με τον οποίο η κάθε ιστορία μεταμορφώνεται σε λογοτεχνία.

Προφανώς, ή έστω όχι και τόσο προφανώς, αλλά όπως και να έχει, δεν παραγνωρίζω τη δύναμη της κάθε ιστορίας —άλλωστε οι ιστορίες είναι ο κυρίως λόγος που διαβάζω λογοτεχνία και δη σύγχρονη—, την αλήθεια και το βίωμα που με μόχθο φέρει στις πλάτες της το εκάστοτε υποκέιμενο, όταν στέκομαι με έντονο προβληματισμό απέναντι σε αυτό που κάπως πιο λαϊκά θα ονομάζαμε κλάψα της λογοτεχνίας ενός ελάχιστα προνομιούχου περιθωρίου που γυρεύει τη θέση στον δημόσιο λόγο, άλλωστε, —και— ο χαρακτηρισμός κλάψα είναι εν πολλοίς τέκνο των προνομίων του κάθε υποκειμένου της ανάγνωσης. Στην περίπτωσή μας ωστόσο και απομακρυνόμενος από ένα πεδίο πιο θεωρητικό και αφηρημένο, θεωρώ πως η αφηγηματική διαχείριση του υλικού της πρωτοεμφανιζόμενης στη λογοτεχνία Ερωφίλης Κόκκαλη αποτελεί το κυρίως επίτευγμα του βιβλίου αυτού, την πηγή εκ της οποίας πηγάζουν και οι υπόλοιπες, περισσότερο ή λιγότερο ορατές, αρετές του βιβλίου. Αυτή είναι η ιστορία της Λόλας και δεκάρα δεν δίνω πώς θα σου φανεί αναγνώστη, όμως απαιτώ, ναι απαιτώ, και τη λογοτεχνική σου αξιολόγηση, αρκετά απολογήθηκα, αρκετά βασανίστηκα, αλλά η ζωή μου δεν ήταν μόνο αυτό, μέσα από τις συμπληγάδες πέρασα και να που τώρα στέκομαι εδώ, μπροστά σου, αυτό θεωρώ πως θα μας έλεγε η Λόλα Καραμπόλα αν τη ρωτούσαμε.

Η γλυκόπικρη ή, αν προτιμάτε, κωμικοτραγική, γεύση της ιστορίας αυτής τρέφεται από την ίδια την εξέλιξή της. Αν στη μια πλευρά του χρόνου τοποθετηθεί η μικρή Λόλα και στην άλλη η ώριμη εκδοχή της, τότε η γεύση αυτή αποκτά διαστάσεις και βάρος. Η Κόκκαλη αφήνει εκτός κυρίως κάδρου τις βεβαιότητες και την απομάγευση της ενήλικης ηρωίδας της και επικεντρώνεται σε εκείνο που θα έπρεπε να επικεντρωθεί μια ιστορία ενηλικίωσης, στις αβεβαιότητες και τη μαγεία της παιδικής ηλικίας. Καθιστά τον αφηγηματικό χρόνο σύγχρονο των παιδικών χρόνων της Λόλας, καταφέρνει να αποδώσει κάτι που δύσκολα αποδίδεται, την παιδική ματιά της πρωταγωνίστριας στον κόσμο και στον εαυτό, το μαγικά μπερδεμένο κουβάρι που η απόπειρα να ξεμπλέξει κανείς τα νήματα, με τον δικό του τρόπο και χωρίς κανένα μάνιουαλ, καθορίζει, παρέα με το στενότερο και ευρύτερο περιβάλλον, την άφιξη σ' ένα ύστερο χωροχρονικό σημείο, αν βέβαια δεν έχει δολοφονηθεί ή οδηγηθεί σε κάποιο ίδρυμα, ας μην αφήσουμε τον ωμό ρεαλισμό εκτός.

Η ονοματοποιία των προσώπων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, και απόλυτα πετυχημένο μάλιστα, του τρόπου με τον οποίο η Κόκκαλη αναπλάθει τα παιδικά χρόνια της Λόλας, λογοπαίγνια και ρίμες βγαλμένες από βιβλία παιδικά, που ωστόσο καταφέρνουν να αποτυπώσουν με ακριβή δυσφορία τον μικρόκοσμο στον οποίο η Λόλα μεγαλώνει, εκεί όπου για χρόνια όλα μοιάζουν με παιχνίδι, αργότερα ωστόσο το παιχνίδι αυτό, στα μάτια εκείνου που κάποτε ήταν παιδί, θα πάρουν τις τρομακτικές, αληθινές τους διαστάσεις. Η συνειδητή επιλογή της απομακρυσμένης θέσης του παντογνώστη αφηγητή, εκτός των παραπάνω, επιτρέπει στην Κόκκαλη να δώσει το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, να εντάξει στην κεντρική ιστορία τις απαραίτητες υποϊστορίες που την αποτελούν και αναπόφευκτα τη διαμορφώνουν, και έτσι, το Λόλα Καραμπόλα λειτουργεί σε αρκετά επίπεδα πρόσληψης και κατανόησης του γύρω κόσμου, στα δευτερεύοντα πρόσωπα αναγνωρίζει κανείς πρόσωπα οικεία παρότι αυτά δεν στενάζουν καταδικασμένα κάτω από τον ζυγό της στερεοτυπίας.

Η γλύκα και η αθωότητα επιστρέφουν στο τέλος της παιδικότητας με πάταγο, όχι μόνο στο πρόσωπο της Λόλας αλλά –κυρίως– στο δικό μας, παρότι δεν εξιστορούνται. Μια κεντρική επιρροή εντοπίζεται σε έναν πρωτοπόρο στο είδος αυτής της αφήγησης, τον Ταχτσή, ακόμα και ως προς τις γλωσσικές επιλογές στην αφήγηση. Μου άρεσε πολύ το βιβλίο αυτό για λόγους που με τίποτα δεν είχα φανταστεί, κυρίως από την «αυτοπεποίθηση» που γάργαρη πηγάζει από την παιδική ματιά, από τη γωνία θέασης του κόσμου, από την αποτύπωση του μπλεγμένου κουβαριού, από την προώθηση της διαπραγμάτευσης και της απόπειρας κατανόησης του εαυτού και της θέσης στην ολοένα και μεγαλύτερη εικόνα του κόσμου. Αλλά θα ήταν κατάφωρα άδικο να επικεντρωθώ μόνο σε αυτά και να παραγνωρίσω τις λογοτεχνικές, αφηγηματικές κυρίως, αρετές της Κόκκαλη, τον τρόπο με τον οποίο αποφεύγει τον συναισθηματικό εξαναγκασμό του αναγνώστη, που αδιαφορεί για τις σκέψεις του, αλλά πετυχαίνει, παρόλα αυτά να τον κρατήσει μέχρι την τελευταία σελίδα με τη λογοτεχνία και όχι με την κατήχηση και το κούνημα του δακτύλου. Αναγνωστική έκπληξη η Λόλα Καραμπόλα.

Εκδόσεις Έρμα

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Αντιαφηγήσεις - John Keene

Από την πρώτη στιγμή είχα υψηλές προσδοκίες από το βιβλίο αυτό. Άλλωστε, αυτές οι προσδοκίες ήταν που συμπεριέλαβαν τις Αντιαφηγήσεις του Τζον Κιν στη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το 2022. Σε εκείνο το παράδοξο αφιέρωμα έγραφα: «Το περίμενα αυτό το βιβλίο με λαχτάρα. Οι επιλογές των εκδόσεων και το όνομα του μεταφραστή ευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό γι' αυτή την προσμονή. Και όμως, τέσσερις μήνες μετά, είναι ακόμα στη στοίβα με τα αδιάβαστα, αρκετά ψηλά, αλλά στο τελικό ταμείο η διάκριση είναι αυστηρή: διαβασμένα-αδιάβαστα· και οι Αντιαφηγήσεις έμειναν στα αδιάβαστα. Μια πρόχειρη εξήγηση είναι η μικρή φόρμα, της οποίας αποδεδειγμένα δεν είμαι λάτρης. Δικαιολογίες θα πείτε και δίκιο θα έχετε, αλλά χωρίς δικαιολογίες πώς θα πάρουν σάρκα και οστά τα απωθημένα, θα προσθέσω εγώ».

Ο καιρός έφτασε, μια λέσχη ανάγνωσης ήταν η φαινομενική αφορμή για μια ανάγνωση που ανέβαλλα διαρκώς. Και αν στο αφιέρωμα ανέφερα ως βασική αιτία αναβολής τη μικρή φόρμα, θα ήταν μάλλον ανειλικρινές να μην προσθέσω σ' αυτό τόσο το ειδολογικό ανήκειν όσο και την αναζήτηση του κατάλληλου χρόνου πιστεύοντας πως πρόκειται για ένα αρκετά απαιτητικό βιβλίο. Οι Αντιαφηγήσεις, που είναι αυτό που ο τίτλος τόσο εύστοχα περιγράφει, ανήκουν στο είδος της ιστοριογραφικής μεταμυθοπλασίας, όπως αργότερα έμαθα πως ονομάζεται, υποείδος της ιστορικής λογοτεχνίας, που εν γένει δεν είναι ιδιαιτέρως του γούστου μου. Αρχίζοντας την ανάγνωση, και φτάνοντας σχεδόν μέχρι τα μισά, οι φοβίες ήταν παρούσες (μικρή φόρμα, ιστορική λογοτεχνία, απαιτητικό ανάγνωσμα) και ενώ μπορούσα να διακρίνω τις τεχνικές αρετές αδυνατούσα να αισθανθώ αναγνωστική απόλαυση. Είναι ένα παράξενο συναίσθημα αυτό, όταν μπορείς να διακρίνεις αρετές αλλά αδυνατείς να τις νιώσεις. Είναι κάτι που οφείλει ένας αναγνώστης να διακρίνει, το προσωπικό γούστο και την τεχνική αρτιότητα, τη σύγκρουση της λογικής με το συναίσθημα.

Φτάνοντας ωστόσο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, αρχής γενομένης από τη νουβέλα Οι αεροναύτες, τα πράγματα άρχιζαν να μεταβάλλονται με γοργούς ρυθμούς. Η απόλαυση έγινε αναπόσπαστο μέρος της ανάγνωσης. Μια πρόχειρη εξήγηση γι' αυτή τη μεταστροφή ίσως να είναι η χρονική εγγύτητα με το σήμερα, καθώς οι ιστορίες πλησίαζαν και πατούσαν στον περασμένο αιώνα, σε ένα πλαίσιο σαφώς πιο γνώριμο, ικανό να παράξει εικόνες και συναισθήματα. Η δομή του βιβλίου ακολουθεί μια χρονική γραμμικότητα, ξεκινώντας από το πρώτο διήγημα, με τον πρώτο μη ιθαγενή που πάτησε το πόδι του στο σημερινό Μανχάταν. Ο Κιν εμπνέεται από τον μονομερή τρόπο της καταγραφής της ιστορίας, την εμφανή προκατάληψη, το αποκλειστικό δικαίωμα των νικητών στην κατασκευή της, τον έντονα υποκειμενικό της χαρακτήρα, τον αποκλεισμό των διαχρονικά ηττημένων αλλά και την στερεοτυπία που καθιέρωσε στην αντιμετώπισή τους. Αποτελούμενη από διηγήματα αλλά και νουβέλες, οι Αντιαφηγήσεις εν πολλοίς στηρίζονται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας και τα επαναδιαπραγματεύονται με έναν υπέροχο λογοτεχνικά τρόπο.

Εκείνο που αποφεύγει με άνεση ο Κιν είναι η ωραιοποίηση, η προσκόλληση στον στερεότυπο και η αναπαραγωγή των κλισέ. Δεν τον ενδιαφέρει μονομερώς η αντιαφήγηση μόνο ως προς το ιστορικό της πλαίσιο αλλά ταυτόχρονα επιθυμεί να δώσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά στους ιθαγενείς αλλά και στους μαύρους που έφτασαν ως δούλοι στην ήπειρο. Μοιάζει σαν να έφτασε η στιγμή κατά την οποία υπάρχει αρκετή αφήγηση μη λευκών και μη ετεροφυλόφιλων προσώπων και τώρα πια έφτασε το πλήρωμα του χρόνου ώστε αυτή η αφήγηση να κερδίσει ακόμα μερικά μέτρα στον λογοτεχνικό στίβο, να αποκτήσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά και να πάψει η επικρατούσα συνθήκη εξαίρεσης. Ο Κιν, με τις Αντιαφηγήσεις του, προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της λευκής στρέιτ λογοτεχνίας. Σε μια περίοδο που μια διάθεση καθαρισμού επιχειρεί να επικρατήσει, εκείνος μοιάζει να προτείνει μια διαφορετική οπτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το διήγημα Ποτάμια, στο οποίο πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα του δημοφιλούς έργου του Μαρκ Τουέιν, ο Σόγιερ, ο Χάκλμπερι και ο μαύρος δούλος, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν οι δυο τους δεν είναι πια παιδιά, αλλά άντρες με πολιτική θέση και αποφάσεις. Εδώ ο Κιν, εκκινώντας από ένα διάσημο βιβλίο, κινείται σε ένα μεταμυθοπλαστικό πλαίσιο αφηγούμενος την υποθετική εξέλιξη της ιστορίας κάποια χρόνια αργότερα. Αφήγηση η οποία μάλλον θα επιφέρει απομάγευση και θα στεναχωρήσει τους αναγνώστες εκείνους που στα πρώιμα αναγνωστικά τους χρόνια αγάπησαν εκείνα τα δύο παιδιά και γοητεύτηκαν από τις περιπέτειές τους.

Τα διηγήματα και οι νουβέλες της συλλογής διαθέτουν το απαραίτητο στοιχείο της συνοχής, που τα καθιστά ακριβώς αυτό, μια συλλογή, γραμμένα επί τούτου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κιν τα κατασκευάζει είναι έντονα και εμφανώς εγκεφαλικός, διαθέτοντας κάτι από έναν τρόπο γραφής που περισσότερο προσομοιάζει, στη σύλληψή του, ως δοκίμιο, αλλά κατά την εκτέλεση τα προικίζει με όλα εκείνα τα απαραίτητα γνωρίσματα της πολύ υψηλής λογοτεχνίας. Με μια πρώτη ματιά, θα μπορούσε κάποιος να πει πως τα μέρη της συλλογής διαθέτουν έναν χαρακτήρα ασκήσεων και πειραματισμών ως προς την κατασκευή και την αφήγηση, αλλά αυτό θα ήταν εν τέλει μάλλον άδικο να σταθεί ως πόρισμα, αφού θα άφηνε απέξω όλες τις μικρές ή μεγάλες συγγραφικές αποφάσεις ως προς το ανάπτυγμα των χαρακτήρων και της κατάλληλης και ενδεδειγμένης αφηγηματικής φωνής, αλλά και την ικανότητα χαμαιλέοντα που διακρίνει τον Κιν έτσι όπως κινείται με άνεση ανάμεσα σε διαφορετικά είδη αφηγηματικού λόγου. Άλλωστε, επανερχόμενος στα της εγκεφαλικής γραφής, ο Κιν δεν μοιάζει να ποντάρει στο συναίσθημα, χωρίς ωστόσο να το αποκλείει δίνοντας μια αεροστεγή κατασκευή, αλλά δεν είναι σίγουρα η βασική του πρόθεση, εκείνη που πραγματικά, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον τίτλο, είναι η αντιαφήγηση και η αποκατάσταση, η αλλαγή οπτικής γωνίας.

Είναι σημαντικό να επαναληφθεί η μη σαγήνη του στερεότυπου και ο μη αποπροσανατολισμός της ωραιοποίησης. Οι χαρακτήρες του Κιν κινούνται στο όριο χωρίς η κατάστασή τους να τους απαλλάσσει από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, τις αρετές αλλά και τις σκοτεινές πλευρές τους. Η ανθρωποποίηση είναι ξεκάθαρο ζητούμενο, το χρώμα του δέρματος ή οι σεξουαλικές προτιμήσεις έπονται της ανθρώπινης διάστασης, τα στοιχεία της ταυτότητάς τους δεν είναι ικανά να τους περιορίσουν ή να τους καθορίσουν, αλλά αποτελούν επιμέρους πτυχές μιας αρκετά περίπλοκης συνθήκης όπως είναι αυτή του να είσαι άνθρωπος. Είναι ωστόσο οριακός ο τρόπος με τον οποίο ο Κιν τους φέρνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη δοκιμάζοντας με τον τρόπο αυτό και τα δικά του όρια ανοχής και ανθρωπισμού, δοκιμάζοντας πιο σύνθετες καταστάσεις πέρα από το άσπρο και το μαύρο, το καλό και το κακό, φέρνοντας τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τα δικά του προνόμια και τη θέση από την οποία διαβάζει τις ιστορίες αυτές, γιατί δεν είναι μόνο ο πομπός που επηρεάζεται από τα στοιχεία της ταυτότητάς του ή τις προσλαμβάνουσες ή τον μικρόκοσμο εντός του οποίου διάγει την παρουσία του στη γη, αλλά και ο δέκτης. Κάθε αναγνώστης διαβάζει εκείνο που μπορεί και ο Κιν παίζει με τα όρια αυτά, καθιστώντας απαιτητική τόσο τη γραφή όσο και την ανάγνωση των ιστοριών αυτών.

Αναγνώσεις όπως αυτή, πέρα από την έστω και καθυστερημένη απόλαυση, κρίνονται ως σημαντικές για τη διεύρυνση του υποδοχέα πρόσληψης, είναι μια λογοτεχνία, πέρα από το υποείδος που ανήκει, που μου αρέσει παρότι με ζορίζει, έτσι όπως οι βεβαιότητες και η εικόνα του εαυτού δοκιμάζονται και τελικώς, αλλά και ευτυχώς, μετατοπίζονται. Θυμήθηκα διαβάζοντας τις Αντιαφηγήσεις τον σπουδαίο Χσβιέρ Θέρκας που καταπιάνεται με παρόμοια ιστορικά γεγονότα αν και με έναν τρόπο αρκετά διαφορετικό. Και αν η γραφή και η ανάγνωση απαιτούν, τι να πει κανείς για τη μετάφραση ενός βιβλίου όπως αυτό δια χειρός Γιώργου Μαραγκού, που να μη μοιάζει λίγο, αλλά και για τη φροντίδα με την οποία οι εκδόσεις Loggia φρόντισαν αυτό το τόσο σημαντικό και ξεχωριστό βιβλίο του πολυπράγμονα Κιν.

υγ. Τρία βιβλία έχουν πια μείνει αδιάβαστα από εκείνη τη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το 2022 και την οποία βρίσκετε εδώ. Ένα ενδεικτικό βιβλίο του Θέρκας είναι Ο μονάρχης των σκιών, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Γιώργος Μαραγκός
Εκδόσεις Loggia

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι - Akwaeke Emezi

Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα ένα μυθιστόρημα όπως αυτό που τελικά διάβασα, άλλος ήταν ο ορίζοντας προσδοκιών που είχα φροντίσει να σχηματίσω πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο του Ακουέκε Εμέζι, γεννημένου το 1987 στη Νιγηρία, που πια ζει και δημιουργεί στη Νέα Υόρκη. Δεν αναφέρομαι τόσο στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος όσο στα τεχνικά, στον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να αφηγηθεί τον θάνατο του Βιβέκ Ότζι. Εδώ και κάποια χρόνια, η queer λογοτεχνία έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί με την αυτομυθοπλασία. Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι, ωστόσο, δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. «Έκαναν στάχτες την αγορά τη μέρα που πέθανε ο Βιβέκ Ότζι», έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα αυτό, τοποθετώντας τον χρόνο προς το τέλος της ιστορίας, τη μέρα των μεγάλων ταραχών στην πόλη, όταν η μητέρα θα βρει το άψυχο σώμα του παιδιού της στην είσοδο του σπιτιού.

Αρχή η οποία δημιουργεί μια σειρά από ερωτήματα που θα συνοδεύσουν τον αναγνώστη παράλληλα με την ανάληψη της ιστορίας του νεκρού· ο δολοφόνος, ο τρόπος και η αιτία, κυρίως. Έτσι, το μυθιστόρημα αποκτά μια επίγευση αστυνομικής λογοτεχνίας, η αναζήτηση του ενόχου, οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η δολοφονία, η απόπειρα να διαλευκανθεί η υπόθεση αυτή, οι «καταθέσεις» των μαρτύρων. Η επιλογή αυτή θα προσδώσει ένα υπόστρωμα σασπένς σε μια ιστορία εξαρχής τραγική και θλιβερή, μια επιλογή καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η κατασκευή. Στο πλευρό του παντογνώστη αφηγητή θα τεθούν, σε πρώτο πρόσωπο, οι αφηγήσεις του νεκρού και του ξαδέρφου του, Όζιτα, καίριες και καθοριστικές παρεμβολές στη διαδοχή των κεφαλαίων. Το Εμέζι, δεξιοτεχνικά, θα προβεί σε διαρκή αφηγηματικά μπρος πίσω, πιάνοντας το νήμα από την αρχή, από τους γονείς του Βιβέκ σε νεαρή ηλικία, φτάνοντας μέχρι το αφηγηματικό παρόν, όταν εκείνοι θα έχουν πια ένα νεκρό παιδί να θρηνήσουν, κυριευμένοι από ερωτήματα και ενοχές, από δεκάδες τι θα είχε συμβεί εάν είχαν κάνει το ένα ή το άλλο, αν, κυρίως, είχαν καταφέρει να κατανοήσουν καλύτερα το ίδιο τους το παιδί.

Με έναν μετρημένο λυρισμό και με έναν απαραίτητο ρεαλισμό, η ιστορία ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, μια καλοκουρδισμένη αφήγηση που η επιλογή της τριτοπρόσωπης, εκ φύσεως αποστασιοποιημένης, αφήγησης απαλλάσσει το μυθιστόρημα από τον ασφυκτικό συναισθηματικό εξαναγκασμό, που στέκει διαρκώς παραστάτης στο κατώφλι, χωρίς ωστόσο να στερεί τίποτα από την τραγικότητα της ιστορίας. Μην πέφτοντας στην παγίδα αυτή, δημιουργείται ο απαραίτητος χώρος για την αφήγηση, αλλά και το μπόλιασμα όλων των σημαντικών ερωτημάτων που αναδύονται κατά την προώθηση της πλοκής και τη συμπλήρωση των κομματιών. Μοιάζει να είναι οι γονείς του Βιβέκ οι κύριοι αποδέκτες της αφήγησης αυτής, τα δικά τους κενά καλύπτει ο παντογνώστης αφηγητής σε αυτή την ιδιότυπη εκ του μηδενός σχεδόν γνωριμία τους με τον νεκρό πια παιδί τους, την πρόσβαση στον σύνθετο συναισθηματικό του κόσμο, στον τρόπο με τον οποίο βίωνε το ίδιο του το σώμα και τη σύντομη καθημερινότητά του στη γη. Ο αναγνώστης παίρνει τον ρόλο ενός αυτόπτη μάρτυρα αυτής της αποκάλυψης, στα μάτια τους βλέπει τον ιριδισμό του λευκού του θανάτου.

Η ιστορία του Βιβέκ δεν θα μπορούσε να είναι ανεξάρτητη από το πλαίσιο της νιγηριανής κοινωνίας, τα δικά της όρια είναι εκείνα που εν πολλοίς διαμόρφωναν το ασφυκτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε μέχρι τη μέρα της δολοφονίας του. Τα στερεότυπα και τα συντηρητικά αντανακλαστικά τού έτσι τα βρήκαμε έτσι τα μάθαμε έτσι θα τα αφήσουμε θα αποτελέσουν τις παρωπίδες που στερούσαν την καθαρή ματιά από το οικογενειακό περιβάλλον του νεκρού, αλλά ταυτόχρονα επέτειναν και την αγωνία του ίδιου του Βίβεκ στην απόπειρά του να κατανοήσει και να επανασυνθέσει τον ίδιο του τον εαυτό, δοκιμάζοντας και τα δικά του όρια, την ίδια στιγμή που οι συνομήλικοί του, κάποια εξ αυτών και σίγουρα όχι όλοι, διαισθητικά αντιλαμβανόντουσαν περισσότερα πράγματα. Εντούτοις, το μυθιστόρημα αυτό δεν αποτελεί ένα απευθείας μεγάλο κατηγορώ προς την κοινωνία και τις αγκυλώσεις της, το Εμέζι επιμένει στην ίδια την ιστορία του νεκρού, που βάδισε εν πολλοίς στα τυφλά, οδηγημένος από το ίδιο του το σώμα, επιτρέποντας ταυτόχρονα στους γονείς να θρηνήσουν χωρίς να τους φορτώνει το σύνολο των κατηγοριών. Η αφήγηση πλησιάζει στον Βιβέκ, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, παγιδευμένη στον κοινωνικό ιστό, αποφασισμένη, ωστόσο, να αναζητήσει τα όρια και την προσωπική ελευθερία, να γυρέψει την απόλαυση στο δικό του μονοπάτι. Και αυτή η σύγκλιση είναι καθοριστική για τον μη αποπροσανατολισμό του αναγνώστη από το επίκεντρό της ιστορίας αυτής, από τον, νεκρό πια, πρωταγωνιστή.

Επιστρέφοντας, μετά το τέλος της ανάγνωσης, στα ερείπια του ορίζοντα προσδοκιών που είχα κατασκευάσει, διακρίνω, ανάμεσα σε άλλα, την προσδοκία να εντοπίσω λογοτεχνικές αρετές σε μια έντονα βιωματική ιστορία που αναπόφευκτα θα έπαιρνε τον πρώτο ρόλο και θα επιζητούσε τη σύγκρουση με τα προνόμιά μου, που θα επιδίωκε να πλήξει το συναίσθημα και να ξεγελάσει την αναγνωστική μου κρίση. Αντί κάποιων εξ αντανακλάσεως λογοτεχνικών αρετών, παρεπόμενων και δευτερευουσών, Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι με διέψευσε πανηγυρικά, καθώς οι λογοτεχνικές αρετές διόλου παρεπόμενες της ιστορίας δεν ήταν, αντίθετα ήταν παρούσες διαρκώς και με τρόπο καθοριστικό για τη σύλληψη και την εκτέλεση του συγγραφικού οράματος. Το μυθιστόρημα είναι φτιαγμένο από υλικά πρώτης διαλογής, με συγκεκριμένο σχέδιο και όχι αφημένο στο ένστικτο και το συναίσθημα, οικοδομημένο σε βάσεις στέρεες, με συγγραφικές αποφάσεις καθοριστικής λειτουργικής αξίας και όχι για χάρη ενός στείρου, με χαρακτηριστικά κομήτη, εύκολου μα κενού εντυπωσιασμού. Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι γυρεύει το ενδιαφέρον και την προσοχή του αναγνώστη χωρίς να προτάσσει την queer φύση του, δεν ζητάει εκπτώσεις, δεν κρατάει παντιέρα τον δικαιωματισμό, αντίθετα έχει περισσό, καλώς εννοούμενο, θράσος να κατεβεί στη γενική κατηγορία της λογοτεχνίας και όχι σε κάποια ειδική υποκατηγορία μικρότερου ανταγωνισμού. Παρεπόμενα είναι εδώ όσα εκ της λογοτεχνίας εκπορεύονται· η συγχρονία, η συντήρηση, το φύλο, η αποδοχή και η απόρριψη της διαφορετικότητας. Όπως επίσης το μυθιστόρημα δεν θέτει ως στρατηγικό σκοπό την πώληση εξωτικότητας, κάτι, εκ των προτέρων πιθανό, καθώς η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ανοίκειο περιβάλλον όπως αυτό της Νιγηρίας. Και ενταγμένο σε αυτό, το γλωσσικό κράμα της αγγλικής γλώσσας μπολιασμένης με διάφορα τοπικά δάνεια λειτουργεί περίφημα.

Σκέφτομαι, κλείνοντας, πόσο παράτολμη, αν και αναπόφευκτη, πράξη είναι η εκ των προτέρων σκιαγράφηση ενός λεπτομερούς ορίζοντα προσδοκιών, πόσο επίφοβο είναι να εξαντλήσει στην αυθαιρεσία της την ίδια την επιθυμία για ανάγνωση, να αποκλείσει, τελικά, τον αναγνώστη από ένα τέτοιο βιβλίο κάνοντάς τον να πιστεύει πως ξέρει από τα πριν τα πάντα. Όχι, δεν τα ξέρει.

υγ. Ο Βιβέκ μου θύμισε έντονα τον Έρικ από το Sex education. Μια σειρά, σαφέστατα εκτός των ορίων των ενδιαφερόντων μου, που τόσο πολύ μου άρεσε.

Μετάφραση Βίβιαν Στεργίου
Εκδόσεις Στερέωμα

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Αόριστος - Ελευθερία Παπουτσάκη

Η ψυχοθεραπεία, με τις διάφορες εκφάνσεις της, αποτελεί ένα συχνό εύρημα στην τέχνη, από τις ταινίες του Γούντυ Άλεν μέχρι τα υβριδικής μυθοπλασίας βιβλία του Γιάλομ και του Μπουκάι, αλλά και του Σακς, παρότι τα βιβλία του ανήκουν περισσότερο στα εδάφη της νευρολογίας, άλλωστε για πολλά χρόνια οι δύο αυτές επιστήμες βάδιζαν χέρι-χέρι και μόνο σχετικά πρόσφατα διαχωρίστηκαν ευκρινώς. Πριν από περίπου δέκα χρόνια, όταν είχα διαβάσει το Ένας ανθρωπολόγος στον Άρη, προσπάθησα να διακρίνω τι ήταν εκείνο που έλκυε έναν λάτρη της μυθοπλασίας σε κείμενα όπως αυτά του Σακς. Κατέληξα τότε στο συμπέρασμα πως ήταν η ατομικότητα της θεραπείας εκείνο που με συγκινούσε βαθιά, Η θεραπεία του ενός όπως ονόμασα το κείμενο εκείνο. Η δυνατότητα ενός απλού ασθενή, πάντοτε με την οικονομική άνεση για μια θεραπεία με έντονα τα στοιχεία του ταξικού διαχωρισμού, να γίνεται το απόλυτο ενδιαφέρον ενός σπουδαίου μυαλού, που στρέφει πάνω του όλη του την προσοχή και την επιστημονική σκευή, σε μια απόπειρα κατανόησης και επίλυσης του θέματος που ταλανίζει τον ασθενή, μακριά από τη γενικευμένη, βάσει βιβλιογραφίας και οικονομίας χρόνου, αντιμετώπιση που συνήθως λαμβάνει χώρα. Βέβαια, στο συμπέρασμα αυτό δεν άργησαν να φυτρώσουν αγριόχορτα με αγκάθια με τη μορφή της ένστασης που η γειτνίαση με τη λογοτεχνία έσπειρε, πως δηλαδή οι ιστορίες αυτές ήρθαν στα μέτρα των συγγραφέων ώστε να αποτελέσουν το υλικό ενός βιβλίου στο μεταίχμιο επιστήμης και λογοτεχνίας, πως δεν ήταν δηλαδή κάποιο ιδεαλιστικό γνώρισμα των θεραπόντων, αλλά μια κατασκευή, πέρα από την υποχρέωση για τη διασφάλιση του απορρήτου.

Ο Αόριστος είναι το πρώτο λογοτεχνικό βήμα της Ελευθερίας Παπουτσάκη (Αθήνα, 1977), που νωρίτερα είχε προλογίσει και επιμεληθεί την ποιητική συλλογή κάποιων μαθητών της στο Τα χαϊκού της Γκράβας (εκδόσεις Book Lab, 2022). Η περιγραφή στο οπισθόφυλλο ήταν εκείνη που μου τράβηξε το ενδιαφέρον, καθώς περιέγραφε μια αντιστροφή των ρόλων στο σχήμα που αναφέρθηκα παραπάνω. Στις δώδεκα μικρές ιστορίες της συλλογής δίνεται ο λόγος στους θεραπευόμενους ώστε να αφηγηθούν την εμπειρία τους από την ψυχοθεραπεία, οι ειδικοί περνούν σε δεύτερο πλάνο. Η συγγραφέας «συμμετέχει» με τρεις ιστορίες, ενώ για τις άλλες εννέα προχώρησε σε συνεντεύξεις με φίλους και γνωστούς της, από τις οποίες και προέκυψε το υλικό για το βιβλίο αυτό. Η γνωριμία της συγγραφέως με τα υποκείμενα των ιστοριών ήταν απαραίτητη για εκείνη ώστε να μπορέσει να μπει στα παπούτσια τους, να χρησιμοποιήσει το πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση και να επιχειρήσει να μετατρέψει σε λογοτεχνία την περιγραφείσα εμπειρία, φροντίζοντας να διασφαλίσει την ανωνυμία τους, αλλάζοντας διάφορα πραγματολογικά στοιχεία τα οποία δεν θα επηρέαζαν ωστόσο την κεντρική πλοκή της κάθε εκμυστήρευσης.

Η συνοχή της συλλογής διασφαλίζεται τόσο από τον κοινό θεματικό άξονα όσο και από την αφηγηματική φωνή. Και η συνοχή, για μένα, είναι ένα από τα προαπαιτούμενα μιας συλλογής διηγημάτων, που την καθιστά συλλογή και όχι συγκέντρωση σκόρπιων ανά τον χρόνο κειμένων με σκοπό τη δυνατότητα έκδοσης. Ο υβριδικός χαρακτήρας των ιστοριών, αφού αυτές πατάνε με το ένα πόδι στη μυθοπλασία και με το άλλο στην πραγματικότητα, τραβάει την αναγνωστική ματιά περισσότερο στην εμπειρία παρά στις λογοτεχνικές αρετές. Δεν λέω πως τα διηγήματα στερούνται λογοτεχνικότητας, απλώς λέω πως εδώ είναι μια από τις εξαιρέσεις του κανόνα πως σημασία έχει το πώς θα αφηγηθεί κανείς μια ιστορία παρά η ίδια η ιστορία καθαυτή. Άλλωστε, αυτό είναι κάτι που περιλαμβάνεται στις συγγραφικές επιδιώξεις της Παπουτσάκη.

Δεν θεωρώ πως έχει νόημα η περίληψη των ιστοριών σε ένα κείμενο παρουσίασης όπως αυτό. Όπως επίσης δεν έχει νόημα η απόπειρα διάκρισης ανάμεσα στο μυθοπλαστικό πέπλο και την αλήθεια. Θεωρώ ωστόσο ενδιαφέρουσα τη σκέψη γύρω από την «ειλικρίνεια» των υποκειμένων κατά τη διάρκεια της «συνέντευξης». Αναρωτιέμαι γενικότερα σχετικά με τον τρόπο που κάποιος επιλέγει να αφηγηθεί τα του εαυτού του, τη μάσκα που φοράει συχνά εν αγνοία του ίδιου του του εαυτού, μάσκα η οποία στη διάρκεια της ψυχοθεραπείας αναμένεται να πέσει ώστε ο θεραπευόμενος να αντικρίσει τον εαυτό του με τη μέγιστη δυνατή ειλικρίνεια αλλά και καθαρότητα. Με βάση αυτό σκέφτομαι πώς θα ήταν μια απομαγνητοφώνηση των «συνεντεύξεων» αυτών. Για να επιστρέψω όμως στο βιβλίο, η Παπουτσάκη ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις επιδιώξεις που ο αναγνώστης υποθέτει πως είχε κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση αυτής της πρωτότυπης ιδέας. Οι ιστορίες είναι αυτές που είναι, είναι το τίμημα της αλήθειας, το πλεονέκτημα της μυθοπλασίας χάνεται σε μεγάλο βαθμό, ενώ ούτε το ευτυχές τέλος διασφαλίζεται, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην πραγματική ζωή.

Η αντιστροφή των ρόλων επιτρέπει να έρθει στην επιφάνεια ο τρόπος με τον οποίο οι θεραπευόμενοι στέκονται απέναντι στον θεράποντα, τα συναισθήματα που αυτός τους προκαλεί, αλλά και η διαδικασία καθαυτή, πώς εκείνοι στέκονται και προσέρχονται, ποιο είναι το πλαίσιο της παράλληλης, εκτός γραφείου, ζωής τους, παρότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για τα αιτήματά τους κατά την είσοδο στο γραφείο στο πρώτο ραντεβού. Σε αυτό σημαντικό ρόλο αναπόφευκτα παίζει και η σχολή την οποία ο εκάστοτε θεράποντας ακολουθεί, όχι όμως μεγαλύτερο, τουλάχιστον σε αυτή τη μέθοδο που η Παπουτσάκη επιλέγει να στηρίξει τον Αόριστο, από τους ίδιους τους αιτούντες θεραπεία.

Συνοψίζοντας θα έλεγα πως το παρόν βιβλίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας της πρωτότυπης και μάλλον λοξής ματιάς του απέναντι στη ψυχοθεραπεία, ο τρόπος που τα μη ειδικευμένα άτομα προσλαμβάνουν τη διαδικασία, αλλά και η διαμεσολάβηση ενός τρίτου, της συγγραφέως δηλαδή, στην εξόρυξη της εμπειρίας.

υγ. Για τη Θεραπεία του ενός περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Εκδόσεις Νήσος

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

Δικιά σου για πάντα - Claudia Piñeiro

Το Η Ελένα ξέρει ήταν μια τεράστια αναγνωστική έκπληξη, ένα από τα βιβλία εκείνα που υπερνικούν τη λήθη και αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους και ας μην ανήκει στο κυρίως σώμα της υψηλής λογοτεχνίας. Στο σχετικά μικρό αυτό μυθιστόρημα, η Πινιέιρο πέτυχε να καθηλώσει τον αναγνώστη, κυρίως με τον άκρως ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο απέδωσε γλωσσικά και υφολογικά την κάθε στιγμή της Ελένα, τον τρόπο με τον οποίο εκείνη βίωνε τη νόσο του Πάρκινσον, την έντονη αντίθεση μεταξύ της ταχύτητας με την οποία σκεπτόταν και ενεργούσε, τον εγκλωβισμό ενός άκρως λειτουργικού μυαλού, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, τις δικές του προσλαμβάνουσες, τα δικά του βιώματα, σ' ένα σώμα ολοένα και λιγότερο υπάκουο. Η σκιαγράφηση και της παραμικρότερης λεπτομέρειας, η ακρίβεια των λέξεων, η αποτύπωση της κινητικής και ψυχολογικής κατάστασης της Ελένα υπήρξαν εντυπωσιακές. Η Πινιέιρο ενσωμάτωσε τον αναγνώστη στην Ελένα, αναγκάζοντάς τον να κινηθεί μαζί της, να κοιτάξει τον κόσμο με τα δικά της μάτια, να νιώσει τον τρόμο της αδυναμίας σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη, άμαθος όπως είναι. Η κυκλοφορία, δύο χρόνια μετά, ενός ακόμα βιβλίου της πολυβραβευμένης και εκτενώς μεταφρασμένης συγγραφέως, πάντοτε από τις εκδόσεις Carnívora και σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη, αναπροσάρμοσε, αναπόφευκτα, τη στοίβα με τα προσεχώς.

Ένα τόσο καλό βιβλίο, όπως στην προκειμένη περίπτωση το Η Ελένα ξέρει, αποτελεί ευχή και κατάρα για τον κάθε συγγραφέα. Ευχή γιατί ο αναγνώστης θα σπεύσει να αναζητήσει κάθε επόμενο βιβλίο του με την κυκλοφορία του, κατάρα γιατί θα συγκρίνεται και θα αξιολογείται, αναπόφευκτα, με τις προσδοκίες και τον πήχη που εκείνο όρισε στην αναγνωστική συνείδηση. Το Δική σου για πάντα, πρωτοκυκλοφόρησε το 2006, ένα χρόνο πριν από το Η Ελένα ξέρει. Η Ινές, που δεν χρειάστηκε να δουλέψει, ασχολείται με την ανατροφή της, έφηβης πια, κόρης της και τις δουλειές του σπιτιού. Ο άντρας της δουλεύει σε θέση ευθύνης και είναι εκείνος που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι. Μια μέρα, μάλλον τυχαία, η Ινές θα ανακαλύψει τεκμήρια που συνηγορούν πως εκείνος την απατά, κάτι το οποίο εξηγεί την απόσταση των σωμάτων τα τελευταία χρόνια. Στο ερωτικό ραβασάκι εκείνη υπογράφει ως Δική σου για πάντα. Η Ινές θα ακολουθήσει τον άντρα της ένα βράδυ που εκείνος, ύστερα από ένα παράξενο, αργά τη νύχτα, τηλεφώνημα, προφασίστηκε προβλήματα στη δουλειά. Θα γίνει μάρτυρας ενός μοιραίου ατυχήματος. Η απόφασή της είναι ξεκάθαρη, οφείλει να προστατέψει τον γάμο της και γι' αυτό είναι διατεθειμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να βοηθήσει τον άντρα της να μείνει μακριά από τις έρευνες της αστυνομίας. Παράλληλα, η κόρη της, που ετοιμάζεται για μια πολυήμερη εκδρομή με το σχολείο, ζει το δικό της δράμα, το οποίο, κρυμμένο πίσω από τις εφηβικές συναισθηματικές αναστατώσεις και τις αλληλοκατηγορίες των γονέων σχετικά με την ευθύνη, θα διαφύγει της προσοχής τους.

Με όχημα μια νουάρ κατασκευή, η Πινιέιρο θα στρέψει την προσοχή της στο συχνά νοσηρό περιβάλλον της (μεγαλοαστικής) οικογένειας, θα επιτρέψει να αναδυθούν από τον βάλτο οι παθογένειες του φαίνεσθαι, την ώρα που τα συναισθήματα βυθίζονται σε σκοτεινά, λασπώδη ύδατα. Αντίθετα με την Ελένα, την οποία η Πινιέιρο αγκάλιασε με αγάπη, σεβασμό και προσοχή, η αντιμετώπιση της Ινές διαθέτει μια έντονη και διάχυτη ειρωνεία, στο όριο της πρόκλησης. Η συγγραφέας δεν τη συμπονεί, δεν τη δικαιολογεί, δεν την οπλίζει με επιχειρήματα, αλλά την αφήνει να τα βγάλει πέρα μόνη της, να αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη των πράξεών της. Και αυτή η επιλογή της Πινιέιρο καθιστά ξεχωριστή μια ιστορία γνώριμη και αρκετά φορεμένη, που έχει να κάνει με ένα ερωτικό τρίγωνο και έχει ως βασικό σημείο πυροδότησης ένα θανατηφόρο ατύχημα. Ένα οικογενειακό δράμα αρκετά τυπικό ως προς την κατασκευή του, στο οποίο η συγγραφέας προσθέτει το απαραίτητο αλατοπίπερο.

Η στάση της συγγραφέως απέναντι στον κεντρικό χαρακτήρα της καθορίζει εν πολλοίς και το ύφος της αφήγησης, την επιλογή ένα μέρος της ιστορίας να το αφηγηθεί η ίδια η Ινές σε πρώτο πρόσωπο, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις διεργασίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα της Ινές και, με βάση αυτά, να οικοδομηθεί η σχέση ανάμεσα σε εκείνον και την κεντρική ηρωίδα, ενώ ταυτόχρονα, μέσω της ματιάς της, έρχεται σε επαφή με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας. Η ιστορία της κόρης, παράλληλη αλλά εξαρτημένη από την κεντρική ιστορία, λειτουργεί ικανοποιητικά, αφού καθαρίζει την εικόνα για τη γενικότερη λειτουργία της οικογένειας, για τη συναισθηματική απόσταση που ολοένα και μεγαλώνει, καθώς καθένα από τα μέλη της παίρνει έναν δρόμο πιο μοναχικό, πιο εγωιστικό.

Η Πινιέιρο, ευρηματικά, επιλέγει μια αφηγηματική ποικιλομορφία, χωρίς να στοχεύει στον εντυπωσιασμό αλλά στη λειτουργικότητα της επιλογής. Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτουν τα επεισόδια από τη ζωή της κόρης, γραμμένα σε μορφή διαλόγων, αλλά και αφηγηματικά μέρη που προσομοιάζουν σε αστυνομικές εκθέσεις ή ρεπορτάζ εφημερίδων. Το αφηγηματικό αυτό εύρημα μπορεί να μη διέπεται από πρωτοτυπία, αλλά αποδεικνύεται καθοριστικά σημαντικό για την προώθηση τόσο της κυρίως πλοκής, όσο και της δευτερεύουσας, που έχει να κάνει με την κόρη. Το Δικιά σου για πάντα είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται με έντονους ρυθμούς, όχι αποκλειστικά και μόνο λόγω του ολιγοσέλιδου μεγέθους του, αλλά του τρόπου με τον οποίο η Πινιέιρο οικοδομεί, με αργά και σταθερά βήματα, την ιστορία, την ίδια στιγμή που η στάση της Ινές εγείρει την ενόχληση του αναγνώστη που επιθυμεί να την ταρακουνήσει, ενώ προσμένει πως στην επόμενη σελίδα κάτι θα αλλάξει, πως η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι δεν θα αργήσει να εμφανιστεί.

Πρόσφατα διάβασα το δεύτερο βιβλίο της Μεξικανής Φερνάντα Μελτσόρ, Παραντάις, του οποίου είχε προηγηθεί το αριστοτεχνικά καθηλωτικό Η εποχή των τυφώνων, και η ανάγνωση του Δική σου για πάντα μου το έφερε στο νου, όχι μόνο λόγω της αναπόφευκτης σύγκρισης των δύο βιβλίων με τα προηγούμενα των συγγραφέων τους, αλλά και για τη συναισθηματική διαχείριση των κεντρικών γυναικείων χαρακτήρων, την άρνηση των συγγραφέων να τις μακιγιάρουν πριν τη συνάντηση με τον αναγνώστη. Κοινό γνώρισμα και των δύο βιβλίων είναι ο έκκεντρος τρόπος με τον οποίο ισορροπούν ανάμεσα στην κακή και την καλή λογοτεχνία, ο υπονομευτικός ειδολογικός τους χαρακτήρας, η χρήση του νουάρ ως όχημα, ο τρόπος με τον οποίο εγκιβωτίζουν τις ιστορίες τους σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα και ο παράδοξος τρόπος να μιλήσουν για τις εν γένει παθογένειες των κοινωνιών που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν τον μηχανισμό δράσης των υποκειμένων.

Η Πινιέιρο, χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές, εφοδιάζει την κατασκευή με τις απαραίτητες ανατροπές και τις ανάλογες κορυφώσεις, ενώ σπάει τις νουάρ αποχρώσεις με μια διάχυτη και παιχνιδιάρικη ειρωνεία, που αποτρέπει τον συναισθηματικό εκβιασμό και τη, χωρίς δεύτερη σκέψη, διάκριση των προσώπων σε καλούς και κακούς, επιτρέποντας στο μυθιστόρημά της να λειτουργήσει και να υπηρετήσει τις συγγραφικές επιδιώξεις αλλά και να ικανοποιήσει τις αναγνωστικές προσδοκίες.

υγ. Για το υπέροχο Η Ελένα ξέρει περισσότερα θα βρείτε εδώ, για την Εποχή των τυφώνων εδώ και για το Πάρανταϊς εδώ.
 
Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora