Είχα υψηλότατες προσδοκίες για το βιβλίο αυτό. Παρότι κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021, ήταν ένα από τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα την περασμένη χρονιά. Συνέβη αυτό που συνήθως συμβαίνει με τα βιβλία που φέρουν τόσο υψηλές προσδοκίες, το φοβόμουν. Ένιωθα πως έπρεπε να είμαι ιδιαιτέρως προσεκτικός στην επιλογή του χρόνου. Ήταν, ένιωθα, σημαντικό η περίοδος να 'ναι η κατάλληλη ώστε να υποστηρίξει ένα μυθιστόρημα που a priori το θεωρούσα αριστούργημα, αλλά και να 'μαι σε αναγνωστική φόρμα. Η στιγμή που, επιτέλους, το τράβηξα από το ράφι με τα προσεχώς, έδειχνε να είναι η σωστή, ο ορίζοντας προσδοκιών έστεκε στο βάθος βαρυφορτωμένος.
Ξημέρωνε όταν ο Φίλιπ έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κάπτολ. Παρόλο που είχε να έρθει σ' αυτή τη μικρή απομονωμένη ελώδη περιοχή είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια, γνώριζε με ακρίβεια τη σειρά με την οποία εμφανίζονταν όλα: οι σάπιες ρυπαρές στέγες, το καμπαναριό της μονής, η γκρίζα ανεμοδαρμένη διώροφη κατοικία στο βάθος του σκοτεινού δρόμου και η γύψινη κεφαλή της Μέδουσας πάνω από τη βαριά δρύινη πόρτα με το κρύο μάνταλο. Πέρασαν είκοσι τρία χρόνια από εκείνο το πρωί που ξεγλίστρησε απ' αυτήν την πόρτα σαν άσωτος υιός: ένας μαθητής της εβδόμης τάξης του γυμνασίου που, αφού έκλεψε από τη μάνα του εκατό φιορίνια, γλεντοκοπούσε κι έπινε τρία μερόνυχτα με γυναίκες του πεζοδρομίου και με γκαρσόνες κι έπειτα, γυρίζοντας σπίτι, βρήκε την πόρτα κλειδωμένη· έτσι έμεινε στον δρόμο και από τότε, όλα αυτά τα χρόνια, ζει στον δρόμο χωρίς να έχει αλλάξει το παραμικρό.
Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, ο παντογνώστης αφηγητής μας εισάγει στον χωροχρόνο της ιστορίας. Όπως, άλλωστε, προοικονομεί ο τίτλος του μυθιστορήματος, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία επιστροφής, εκείνης του Φίλιπ Λατίνοβιτς στον γενέθλιο τόπο, μετά από μια περίοδο μακράς απουσίας και περιπλάνησης. Και δεν υπάρχει καλύτερο σημείο επιβίβασης στο βαγόνι της ιστορίας αυτής από τη στιγμή εκείνη που ο ήρωάς μας φτάνει στη μικρή αυτή πόλη και περπατώντας στέκεται μπροστά από την ίδια πόρτα, με την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου να τη βαραίνει, με εκείνη που αντίκρισε κλειδωμένη από την ίδια του τη μητέρα είκοσι τρία χρόνια πριν. Δύο αφηγηματικοί άξονες ξεπηδούν από την εναρκτήρια αυτή σεκάνς, ο πρώτος, αναληπτικός, που θα δοκιμάσει να καλύψει το κενό της απουσίας, όλα εκείνα που συνέβησαν στον ήρωά μας κατά τη διάρκεια της μοναχικής διαδρομής, και ο δεύτερος, που θα εξιστορήσει όλα όσα συνέβησαν από την επιστροφή του και ύστερα.
Η επιστροφή του ασώτου υιού είναι ένα πολυχρησιμοποιημένο λογοτεχνικό συστατικό. Η αναπόφευκτη νοσταλγία, εκείνη που γλυκαίνει και μαγεύει τον φυγά, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκε μακριά από τον γενέθλιο τόπο του, δοκιμάζει τις αντοχές του υποκειμένου, καθιστώντας το έρμαιο της γοητείας της, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την υποδοχή, με τη λύση όλων των θεμάτων που τον εκδίωξαν κάποτε από εκεί, και που όλο αυτό το διάστημα τον δελέαζε να επιχειρήσει την επιστροφή και εκείνος ολοένα και ανέβαλλε, περιμένοντας να νιώσει έτοιμος για το βήμα αυτό. Ο χρόνος, ωστόσο, φθοροποιός και εν γένει επιδραστικός, τίποτα δεν αφήνει ίδιο στο πέρασμά του, ιδίως όταν τρέξει μόνος του, χωρίς το πρόσωπο να κοιτάζει καθημερινά τον κόσμο γύρω του. Διόλου τυχαίο δεν είναι πως από τις πρώτες γραμμές ο αφηγητής επισημαίνει πόσο αναλλοίωτα δείχνουν τα πάντα στην ελάχιστη διαδρομή που κάνει ο Φίλιπ από τον σταθμό του τρένου μέχρι την πόρτα εκείνου που κάποτε υπήρξε το σπίτι του. Η ανάδειξη της ψευδαίσθησης ύπαρξης μιας σταθεράς, ενός αμετάβλητου άξονα περιστροφής, όπως συχνά είναι ο κόσμος της παιδικής ηλικίας, είναι η πρώτη από μια σειρά προκλήσεων με τις οποίες ο ήρωας θα βρεθεί αντιμέτωπος. Η φθορά του χρόνου που κάνει τους μεντεσέδες της πόρτας πια να τρίζουν αποτελεί ένα πρώτο σημάδι.
Ο Μίροσλαβ Κρίλεζα δράττεται της αφορμής που το εύρημα της επιστροφής του Φίλιπ προσφέρει απλόχερα για να προσδώσει στο μυθιστόρημά του περαιτέρω διαστάσεις. Με χειρισμό επιδέξιο και χωρίς να ξεφεύγει από τον κεντρικό άξονα της προσωπικής αυτής ιστορίας θα θέσει στο τραπέζι τη σχετικότητα της ταχύτητας του χρόνου, τον διαφορετικό ρυθμό με τον οποίο τα πράγματα αλλάζουν, τις διαφορές ανάμεσα στο μικρό μέρος και τη μεγάλη πόλη, ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, ανάμεσα στην πρόοδο και τη στασιμότητα. Μυθιστόρημα που ανήκει στον μοντερνισμό δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει την τεχνολογική πρόοδο, όπως το τρένο που από τις πρώτες γραμμές είναι παρόν. Αναμειγνύοντας τους δύο χρονικούς αφηγηματικούς άξονες, καθώς οι προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο Φίλιπ στο αφηγηματικό παρόν αναδύουν τα στοιχεία του χαρακτήρα του όπως αυτός διαμορφώθηκε στο μακρύ διάστημα της απουσίας του, συγκρούσεις αλλά και συμφιλιώσεις, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αναδείξει ακριβώς αυτό, το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου, χωρίς να επιδιώκει να δώσει πρόσημο σε αυτή τη διαδικασία.
Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση κατά την προώθηση της πλοκής ήταν ο λιγοστός χώρος που αφιερώνεται στην επανένωση μητέρας και γιου, μια αυθαίρετη προσδοκία που καλλιεργείται στον αναγνώστη από τις πρώτες γραμμές, απόρροια της σύγκρουσης των δύο, του καθοριστικού γεγονότος που ανάγκασε σε φυγή των ήρωα, και της προσδοκίας πως η επιστροφή του σε μεγάλο βαθμό θα είχε να κάνει με την επανένωση τους, το κατεξοχήν πεδίο συμφιλίωσης. Καθοριστικό, και διόλου τυχαίο, είναι πως ο Φίλιπ έγινε ζωγράφος, στοιχείο που, εκτός της παρουσίας της τεχνολογίας, έρχεται να επιβαρύνει το χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους, αλλά και της αναπόφευκτης επίδρασης του συστατικού αυτού στον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας κοιτάζει και αποκωδικοποιεί τον κόσμο γύρω του, του τρόπου, επίσης, με τον οποίο δοκιμάζει να εντοπίσει το προσωπικό του στίγμα, να προσδιορίσει τη θέση του στον κόσμο. Η σκηνή κατά την οποία ο γιος δοκιμάζει να κάνει το πορτραίτο της μητέρας του μένει ανεξίτηλη στον αναγνώστη, σκηνή που συμπυκνώνει μεγάλο μέρος των όσων το μυθιστόρημα διαπραγματεύεται, σεκάνς η οποία θα μπορούσε να σταθεί ως ένα υποδειγματικό διήγημα.
Η επιστροφή του Φίλιπ Λατίνοβιτς αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από αντάξια των υψηλών προσδοκιών μου. Ο Μίροσλαβ Κρίλεζα, γεννημένος το 1893, πέτυχε να δώσει βάθος σε μια κοινότοπη λογοτεχνική ιστορία, ένα σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα που ωστόσο δεν δυσκολεύεται στις ανάσες του, ένα μυθιστόρημα που δεν στέκει απομονωμένο από το μεγάλο σώμα της σπουδαίας λογοτεχνίας, χωρίς ταυτόχρονα να χάνει τον τοπικό χαρακτήρα του, επίτευγμα από μόνο του υπεραρκετό. Ένα σπουδαίο βιβλίο ενός συγγραφέα που για πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά, άγνωστο γιατί τόσο αργοπορημένα.
υγ. Περισσότερα για τα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22 θα βρείτε εδώ.