Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Wonderfuck - Katharina Volckmer

Το Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Ποταμός), το πρώτο βιβλίο της γεννημένης το 1987 στη Γερμανία, Καταρίνα Φόλκμερ, που κυκλοφόρησε στα μέρη μας, γνώρισε μια σχετική εκδοτική επιτυχία μέσα από τον πλέον ασφαλή δρόμο, εκείνον της από στόμα σε στόμα διάδοσης. Δεν το έχω διαβάσει ακόμα. Από τις εκδόσεις Στερέωμα και σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη κυκλοφόρησε πρόσφατα το Wonderfuck με την ωραία διασκευή του αρχικού εξωφύλλου.

Περίμενα πως θα διαβάσω ένα κουήρ μυθιστόρημα. Δεν μπορώ με ακρίβεια να προσδιορίσω τις αξιώσεις που κάτι τέτοιο με γέμισε και με ώθησε τελικά στην ανάγνωση, περισσότερο μια αίσθηση ήταν παρά μια στέρεη πεποίθηση. Όσο η κουήρ λογοτεχνία καταλαμβάνει τον χώρο που της αναλογεί, τόσο οι απαιτήσεις από αυτήν μεγαλώνουν, στην αρχή το διαφορετικό ήταν αρκετό, η κυκλοφορία και μόνο βιβλίων έξω από τον κανόνα του προνομίου ήταν μια πράξη έως και πολιτική, πλέον όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό. Δεν αναφέρομαι μόνο στο τεχνικό κομμάτι, στον συνολικό μηχανισμό υποστήριξης της εκάστοτε ιστορίας, αλλά και στα συστατικά από τα οποία η ίδια η ιστορία αποτελείται, τις διαστάσεις και τα επίπεδα που θα της επιτρέπουν να απλώσει τα κλαδιά της σε μεγαλύτερη επιφάνεια.

Η Φόλκμερ επιστρατεύει έναν παντογνώστη αφηγητή για να μας εξιστορήσει μια μέρα από τη ζωή του Τζίμι, μια εργασιακή μέρα για την ακρίβεια, στο τηλεφωνικό κέντρο υποδοχής παραπόνων από πελάτες ενός ταξιδιωτικού πρακτορείου που για τον έναν ή τον άλλο λόγο, σοβαρό ή γελοίο, δεν νιώθουν ικανοποιημένοι από το επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών, κάτι άλλο πίστευαν πως είχαν πληρώσει. Ο Τζίμι γνωρίζει το προνόμιο του σε σχέση με τους συναδέλφους από το τμήμα πωλήσεων, εκείνος απλώς δέχεται κλήσεις, δεν ενοχλεί κανέναν επιχειρώντας να πουλήσει φανταχτερά και υπερκοστολογημένα πακέτα διακοπών. Κάτι είναι και αυτό.

Επαγγέλματα όπως αυτό της τηλεφωνικής εξυπηρέτησης βρίσκονται στον πυθμένα της εργασιακής πυραμίδας, υπάλληλοι που για τον έναν ή τον άλλον λόγο βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μια συνθήκη εντατικοποίησης και πρεσαρίσματος, με στόχους άπιαστους, να αποτελούν το πρόσωπο της εταιρείας απέναντι στους πελάτες, υποχρεωμένοι να δικαιολογήσουν, να καθησυχάσουν, να απορροφήσουν την οργή και τον θυμό του πελάτη που νιώθει εξαπατημένος, ο τελευταίος τροχός της άμαξας, το εύκολο θύμα ώστε κάποιος να νιώσει αρκετά δυνατός, για μια φορά και εκείνος στη ζωή του, να καλέσει και να βάλει τις φωνές, να απειλήσει με το δώσε μου τον προϊστάμενο ή με μια κακή αξιολόγηση που σίγουρα θα οδηγήσει τον ανεπαρκή υπάλληλο πίσω στον πόλεμο της ανεργίας και της απόγνωσης.

Σε μια εποχή που τα ταξικά όρια διαρκώς διαφανοποιούνται για να εξαφανιστούν κάποια στιγμή οριστικά, ο Τζίμι και οι συνάδελφοί του αιωρούνται κάπου ανάμεσα στα χαμηλά στρώματα, παρότι οι ίδιοι ίσως και να το αρνούνται, η έλξη του να δηλώνεις μεσαία τάξη είναι άλλωστε τεράστια και γοητευτική, ακόμα και αν, συνήθως, η πεποίθηση αυτή είναι αίολη, ένα κατασκεύασμα οικονομικοπολιτικό, όπου η φτώχεια είναι η χειρότερη δυνατή ασθένεια, επιπλέον κολλητική.

Η επιλογή της Φόλκμερ να καταπιαστεί με το εργασιακό ωράριο μιας μέρας του Τζίμι αποδεικνύεται καθοριστική για τη συνολική λειτουργία της κατασκευής. Παρότι δεν απαιτείται ιδιαίτερη οξυδερκής ή πρωτότυπη σκέψη, η εργασιακή πραγματικότητα που καταλαμβάνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας της πλειοψηφίας των ατόμων δεν αποτυπώνεται λογοτεχνικά όσο της αναλογεί. Αυτή η επιλογή είναι που δίνει έναν έντονο και καθοριστικό ρεαλισμό, αλλά και αληθοφάνεια, στην ιστορία του Τζίμι, που μετακόμισε με τη μητέρα του από την Ιταλία στη Μεγάλη Βρετανία, αφήνοντας πίσω της μια ζωή, κυνηγώντας μια άλλη.

Η αποτύπωση του εργασιακού ζόφου επιτρέπει επιπλέον στον βαρυφορτωμένο με διάφορα προβλήματα Τζίμι να αναπνεύσει ως χαρακτήρας, να μην αποδειχτεί υπερβολικός, να μη γεννήσει στον αναγνώστη την αίσθηση πως εκβιάζεται συναισθηματικά, παγίδα πρόδηλη που ευτυχώς αποφεύγεται. Δίπλα του και πάνω του, συνάδελφοι και προϊστάμενοι, παρά τα όποια ψήγματα προνομίων, διαβιούν στις ίδιες συνθήκες, από απόσταση δεν μοιάζουν τόσο διαφορετικοί τελικά.

Η παράδοση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας, έχοντας περάσει από διάφορες φάσεις και εποχές, εδώ ανανεώνεται, δεν είναι παρωχημένη, αλλά (δυστυχώς) παρούσα και γνώριμη. Οι παθογένειες του σύγχρονου τρόπου ζωής, ακόμα και για εκείνους που με τίποτα δεν θα τον άλλαζαν με μια πρότερη εκδοχή του, είναι χειροπιαστές και συγκεκριμένες. Η συναισθηματική μοναξιά, το εργασιακό αδιέξοδο, οι οικογενειακές σχέσεις, η υποχρέωση στην προσωπική πλήρωση, βελτίωση και ευτυχία, μεταξύ άλλων, είναι εδώ, βασικά συστατικά της ύπαρξης, της σημερινής αγωνίας.

Και αν ο αφηγηματικός χρόνος είναι παροντικός και εντός εργασιακού ωραρίου, η Φόλκμερ με τρόπο λειτουργικό και σημαντικά υποστηρικτικό καταφεύγει στις αναλήψεις από το παρελθόν, συμπληρώνοντας τα κομμάτια του παζλ που το οκτάωρο αδυνατεί να φανερώσει. Αυτό το ανακάτεμα επιτείνει την αίσθηση χάους που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα, αυτή την διαρκώς άβολη συνθήκη, την έλλειψη της όποιας ηρεμίας, του χρόνο για μια ανάσα, για μια ψύχραιμη σκέψη που πιθανώς θα μπορούσε να αποδειχτεί σωτήρια για μια αλλαγή. Ασφυκτικό μα οικείο. Εκεί ρίχνει τη σπορά της η συγγραφέας, εκεί βλασταίνει και ανθίζει η ιστορία αυτή, στην ασφυξία.

Περίμενα πως θα διαβάσω ένα κουήρ μυθιστόρημα. Και από μια άποψη είναι κουήρ το μυθιστόρημα αυτό αφού ο Τζίμι είναι γκέι. Αλλά το Wonderfuck δεν εξαντλείται σε αυτό, δεν είναι μόνο αυτό, είναι η αποτύπωση της ζωής μας, ακόμα και αν κάποιοι με περισσή μα αστήρικτη μάλλον αυτοπεποίθηση σκεφτούν: τι σχέση έχω εγώ με κάποιον όπως ο Τζίμι; τυφλωμένοι από ένα τυχαίο και μόνο σε σύγκριση με κάποιον όπως ο Τζίμι προνόμιο. Το Wonderfuck σίγουρα δεν είναι κατάλληλο για αναγνώστες που επιθυμούν να διαβάσουν κάτι όμορφο (γενικά και αόριστα), να ξεφύγουν (από πού και από τι), να ταξιδέψουν (η πιο άθλια περιγραφή αναγνωστικής επιθυμίας), ούτε είναι κατάλληλο για εκείνους που λατρεύουν τη βεβαιότητα και τη γυρεύουν στο (λογοτεχνικό) παρελθόν. Το Wonderfuck είναι ένα μυθιστόρημα σημερινό, είναι ο βρώμικος ρεαλισμός παρά το γκλίτερ και το έντονο κραγιόν, είναι ο ρομαντισμός σε μια εποχή απομάγευσης των πάντων, είναι το τέλος του μήνα που σε βρίσκει χωρίς λεφτά και σε υποχρεώνει να ανέχεσαι πράγματα και συμπεριφορές που υπό άλλες συνθήκες θα σε είχαν οδηγήσει απλώς στην έξοδο με το μεσαίο δάκτυλο υψωμένο προς τα πίσω.

Το πρόβλημα του Τζίμι δεν είναι πως είναι γκέι. Το πρόβλημά του είναι πως είναι φτωχός και μόνος, πως ζει ακόμα με τη μητέρα του και σκέφτεται τον θάνατό της ως σωτηρία, πως έχει μια σκατοδουλειά και διόλου αυτοπεποίθηση πως κάτι τέτοιο δεν του αξίζει, πως κάτι καλύτερο μπορεί να παρουσιαστεί, πως δεν μπορεί καν να φανταστεί το μέλλον του, όχι με χρώματα τουλάχιστον.

Το Wonderfuck είναι τόσο ρεαλιστικό και σύγχρονο που οι κραυγές που το συνθέτουν δεν ακούγονται παράφωνες και ψεύτικες, εργαλεία άσκησης συναισθηματικής χειραγώγησης. Ο Τζίμι είναι αληθινός, τα προβλήματά του είναι αληθινά, η ζωή του είναι αληθινή, και οικεία, το είπαμε κιόλας αυτό. Η Φόλκμερ ωστόσο δεν καταθέτει απλώς μια σύγχρονη και ρεαλιστική λογοτεχνία χωρίς αξιώσεις λογοτεχνικές, δεν αρκείται στην ιστορία της, στο συναισθηματικό της εκτόπισμα, στη σχεδόν ντοκουμενταρίστικη αποτύπωση της εκεί έξω συνθήκης. Και είναι η δεξιοτεχνία της, που κυρίως φαίνεται στο πάντρεμα του τώρα με τις αναλήψεις του χτες, η οξυδερκής ματιά της στον κόσμο γύρω της, η καλή πρόζα, που, μεταξύ άλλων, γεννούν στον αναγνώστη αυτό το αντιστικτικό συναίσθημα πως διαβάζει για κάτι τρομακτικό λόγω του ρεαλισμού που του κόβει την ανάσα και τον ωθεί να αποστρέψει το βλέμμα και όμως, ταυτόχρονα, διαβάζει κάτι όμορφα και καλά γραμμένο που τον έλκει και τον «υποχρεώνει» να συνεχίσει.

Πρόσφατα διάβασα τα δύο βιβλία του Ντ. Χάντερ (Chav & Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας). Αν εκείνος μας μιλάει για τους αόρατους, η Φόλκμερ, έστω και χωρίς το αυτομυθοπλαστικό όχημα, μας μιλάει για ορατούς αόρατους, που το προνόμιο τους ελάχιστη ισχύ έχει.

Πέρα από κάθε προσδοκία υπήρξε η ανάγνωση αυτή. Σύντομα θα επιδιώξω να διαβάσω και το Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί.

υγ. Για τα βιβλία του Χάντερ, εδώ.

Μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Εκδόσεις Στερέωμα 

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Γεννιέται ο κόσμος - Βάσια Τζανακάρη

 
«Give me the first six months of love
before the truth comes spilling out
before you open yor big mouth»

 

«Γεννιέται ο κόσμος, όταν φιλιούνται δυο», λέει ο στίχος. Στο βιβλίο της Τζανακάρη, το πρώτο μισό, ως τίτλος, συνομιλεί με το εξώφυλλο δια χειρός Στέφανου Ρόκου και τον συμπληρώνει. Μια από τις λειτουργίες της τέχνης του λόγου είναι το συναίσθημα πως κάποιος που δεν σε γνωρίζει αποτύπωσε λεκτικά κάτι που το νιώθεις οικείο, κάτι που ως τότε παρέμενε μέσα σου ως μια απροσδιόριστη και ίσως όχι ορατή αίσθηση, οι λέξεις μπήκαν στη σειρά. Ανάδυση. Η Τζανακάρη εξαρχής αποδέχεται και συνηγορεί σ' αυτό, η γραμματεία του έρωτα είναι εκτενής. Ο στίχος της αποκάλυψε κάτι που ένιωσε ή της προλόγισε κάτι. Γεννιέται το βιβλίο.

Παρακολουθώ από το 2013 το έργο της Τζανακάρη, αναφέρομαι στο συγγραφικό, αφήνοντας έξω το μεταφραστικό, και κάθε φορά μου επιβεβαιώνει την αρχική εκτίμηση πως το έργο της με αφορά, η ικανότητά της να αφηγείται μια σύγχρονη ιστορία που λαμβάνει χώρα κάπου εδώ γύρω. Ίσως να παίζει καθοριστικό ρόλο και το γεγονός πως ανήκουμε στην ίδια γενιά. Παρεμφερείς προσλαμβάνουσες, παραπλήσιο πλαίσιο, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ελπίδες και φόβοι. Η συγχρονία, αλλά και η συντοπία, είναι σημαντικές μεταβλητές στη λογοτεχνία που αναζητώ, το συναίσθημα πως κάποιος που ζει λίγα μέτρα μακριά σου και κινείται στους ίδιους δρόμους, παρατηρεί και γράφει, με εντυπωσιάζει, σαν η δυνατότητα της επιβεβαίωσης, ναι, έτσι έχουν τα πράγματα, ή της έκπληξης, καλέ αυτό ήταν εκεί και δεν το είχα ποτέ παρατηρήσει, να προσδίδουν περαιτέρω κοινό εμβαδό μεταξύ της εκάστοτε ιστορίας και της δικής μου εμπειρίας έξω από την ανάγνωση.

Η Τζανακάρη γράφει μια σύγχρονη ποπ λογοτεχνία που αν ήταν μεταφρασμένη θα τύγχανε μεγαλύτερης προσοχής θεωρώ, δεν θα άλλαζε τη λογοτεχνική ιστορία, δεν θα ανέτρεπε τα πάντα, αλλά θα ήταν μια καλή εκδοχή μιας λογοτεχνίας ευπώλητης, φρέσκιας και τίμιας. Ίσως αν δεν ήταν γυναίκα, επίσης. Μια διαδεδομένη παρεξήγηση ταυτίζει το ποπ με το αφελές και το εκτός κλίματος χαζοχαρούμενο. Δυστυχώς δεν μπορείς να εξηγήσεις κάτι σε κάποιον που αρνείται να το δει, που έχει οικοδομήσει μεγάλο μέρος της προσωπικότητάς του πάνω στη συντήρηση, πάνω σε εμμονές άκαμπτες. Δεν πειράζει.

Το Γεννιέται ο κόσμος πρώτα και κύρια (μου) υπενθυμίζει την ανάγκη για ακόμα μια ιστορία αγάπης. Αυτές και αν έχουν ειπωθεί. Δεν έχουν ωστόσο εξαντληθεί. Όχι μόνο γιατί είναι μια κατάσταση προσωπική και επομένως υποκειμενική και ως ένα βαθμό μοναδική, αλλά και γιατί το πλαίσιο μεταβάλλεται. Ο έρωτας, όπως και κάθε συναίσθημα, καθορίζεται και διαφοροποιείται από το μικρό ή το μεγάλο περιβάλλον εντός του οποίου φύεται. Ανάμεσα στο αόριστο και άπιαστο συναίσθημα που κατακλύζει και την παραδομένη θεωρία του έρωτα, γεμάτη από βεβαιότητες και στερεότυπα, αλλά και πρώτο στη λίστα με την κατηγορία της αφέλειας, η αιχμή της απομάγευσης, έρωτες και κουραφέξαλα, συνήθως ακούμε να λένε διάφοροι, υπάρχει εκείνος ο χώρος που η τέχνη και η έμπνευση καταλαμβάνουν, σε όσους έχουν την ικανότητα, και ας μην το γνώριζαν από τα πριν, να λεκτικοποιήσουν αυτό που νιώθουν, να το παρατηρήσουν και να του δώσουν σχήμα και μορφή, με προσδιορισμούς και παρομοιώσεις, μεταξύ άλλων. Και, ενίοτε, ύστερα συμβαίνει το παραπάνω, διαβάζεις κάτι και λες ναι, αυτό νιώθω, έτσι είναι, όπως τα λέει.

Το Γεννιέται ο κόσμος είναι ένα ερωτικό γράμμα προς το υποκείμενο του έρωτα της αφηγήτριας, προς εκείνον με τον οποίο πέρασαν τόσα χρόνια πάνω στη γη πριν να συναντηθούν τυχαία ένα βράδυ σε κάποιο άσημο τσιπουράδικο. Η υπερβολή εδώ είναι καλοδεχούμενη, ίσως και αναγκαία, δεν υπάρχει χωρίς αυτή ερωτική ιστορία, αναλογιστείτε την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας μιας από τις πλέον αρχετυπικές ιστορίες αγάπης. Δεν μπορεί κανείς να κρίνει λογοτεχνικά την υπερβολή αυτή, το συναίσθημα, τις εικόνες που το μυαλό του ερωτευμένου κατασκευάζει και επικοινωνεί. Ειδικά όταν αυτή η επικοινωνία έχει έναν συγκεκριμένο παραλήπτη, όταν ο αναγνώστης νιώθει το προνόμιο ή την άβολη συνθήκη να είναι παρών και να διαβάζει λαθραία κάτι που δεν είναι για εκείνον.

Σε μια εποχή που το αυτομυθοπλαστικό ολοένα και κυριαρχεί και η υποδοχή του, δυστυχώς, για κάποιους γίνεται με όρους αντικειμενικής αλήθειας, σαν να πρόκειται για ένα κείμενο ιστορικό που οφείλει να είναι πιστό και αντικειμενικό απέναντι στα γεγονότα, που με μεγεθυντικό φακό αναζητείται η αλήθεια με το άλφα κεφαλαίο, αφήνοντας παράμερα το ίδιο το κείμενο, την ίδια την ιστορία, το συναίσθημα, τις λογοτεχνικές αρετές. Δεν με νοιάζει αν η Τζανακάρη βίωσε ή βιώνει αυτόν τον έρωτα, καθόλου δεν με νοιάζει, δεν έχει κάποιο νόημα μια πιθανή αυθεντικότητα, κάθε τι που αφηγούμαστε, άλλωστε, από τη στιγμή που περνά από το γλωσσικό όργανο μετατρέπεται πάραυτα σε μυθοπλασία, το παρελθόν μας το ίδιο όταν εμείς το επισκεπτόμαστε γίνεται λογοτεχνία, εκεί βρίσκονται οι αβεβαιότητες που μετατρέψαμε σε βεβαιότητες ώστε να προχωρήσουμε στη σύνθεση αυτού που αυτή την ελάχιστη στιγμή πιστεύουμε ως εγώ.

Και είστε καλοδεχούμενοι να πείτε: και τι με νοιάζει εμένα η ερωτική επιστολή μιας ερωτευμένης γυναίκας; Μαζί σας.

Αν είναι μια φορά δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς, να πείσει αν προτιμάτε, κάποιον με τεχνικούς όρους και λογοτεχνικές περιγραφές να διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο, επιχειρώντας να προεξοφλήσει το γεγονός πως και εκείνος θα διακρίνει και θα αισθανθεί τη σημαντικότητά του, όπως ο αυτοανακηρυγμένος λογοτεχνικός ευαγγελιστής, τότε αντιλαμβάνεστε πως μάλλον είναι απίθανο να πείσει κανείς κάποιον να διαβάσει ένα βιβλίο όπως αυτό, που πρώτα και κύρια βασίζεται στο συναίσθημα, στην υπερβολή και τη στερεοτυπία του έρωτα, παρότι είπαμε ήδη και ίσως και να συμφωνήσαμε, ποιος ξέρει;, πως ο έρωτας είναι μια συνθήκη προσωπική και υποκειμενική, παρά το κοινό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε.

Και διόλου δουλειά μου δεν είναι να πείσω.

Το Γεννιέται ο κόσμος έχει μια ειλικρίνεια, παρότι κάτι τέτοιο μοιάζει και είναι εξόχως παρακινδυνευμένο να λεχθεί, είναι ένα συναίσθημα δύσκολο να μεταφερθεί, αντίστοιχα δύσκολο με τη διαδικασία λεκτικοποίιησης του ίδιου του έρωτα. Έχει, υπονόησα ή είπα και προηγουμένως, μια συγχρονία και μια ακόλουθη συντοπία, που προσφέρει μια βάση κοινής εμπειρίας επί της οποίας χτίζεται το οικοδόμημα αυτό. Έχει και κάτι το επαναστατικό. Εξαιτίας της εποχής. Αλλά και εξαιτίας της χρονικής ταύτισης ανάμεσα στο συναίσθημα και τη γραφή. Η αφηγήτρια παίρνει το ρίσκο να φανερώσει τα χαρτιά της τώρα και όχι στην ασφάλεια του μέλλοντος έναντι του παρελθόντος. Δεν είναι μια παλιά ιστορία, ένα οικοδόμημα που κατέπεσε. Και ας καταπέσει την επόμενη στιγμή. Η μπεκετική προτροπή θα είναι διαχρονικά επίκαιρη.

υγ. Είχαν προηγηθεί: Τζόνι και Λούλου, περισσότερα εδώ, Αδελφικό, περισσότερα εδώ.

Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Μελέτη περίπτωσης - Graeme Macrae Burnet

Πριν από έξι χρόνια, διάβασα και απόλαυσα Το ματωμένο του έργο τού, άγνωστου ως τότε σε μένα, Γκρέαμ Μακρέι Μπερνέτ, γεννημένου στη Σκοτία το 1967. Στο μυθιστόρημα εκείνο ο Μπερνέτ, στον ρόλο του αφηγητή-ερευνητή, μεταφέρει τον αναγνώστη στα Χάιλαντς του 19ου αιώνα, με αφορμή ένα τριπλό φονικό και τη δίκη που ακολούθησε, για να διηγηθεί μια ιστορία με τεράστιο ενδιαφέρον, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη της δίκης, αλλά κυρίως για τις συνθήκες διαβίωσης σε εκείνη την απομακρυσμένη περιοχή, όπου η ζωή ήταν ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης, η γη ανήκε σε έναν μεγαλογαιοκτήμονα, η εκπαίδευση ήταν αχρείαστη πολυτέλεια, οι βεντέτες κάτι συνηθισμένο και η πατρική εξουσία απόλυτη, χωρίς να παραλείψει κανείς να αναφερθεί στις επικρατούσες δεισιδαιμονίες, την ισχύ της εκκλησίας και τη σεξουαλική καταπίεση. 

Άγνωστες οι βουλές του αναγνωστικού κοινού αλλά και της συγκυρίας, το μυθιστόρημα εκείνο δεν γνώρισε και την πιο ένθερμη υποδοχή, παρότι, μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, ένα αντίστοιχης ατμόσφαιρας βιβλίο, ο λόγος για Τα έθιμα ταφής, διαβάστηκε με ενθουσιασμό και βρέθηκε για καιρό στα πλέον ευπώλητα μυθιστορήματα μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Έκανα τον πρόλογο αυτό για να πω πως περίμενα με ενδιαφέρον κάποιο επόμενο βιβλίο του Μπερνέτ στα ελληνικά, φοβούμενος μήπως η χλιαρή υποδοχή εκείνου του πρώτου μυθιστορήματος αποθάρρυνε τον εκδοτικό οίκο. Όμως, όχι! Πρόσφατα σχετικά κυκλοφόρησε η Μελέτη περίπτωσης.

Στον, οργανικά ενταγμένο στο μυθιστόρημα, πρόλογο ο συγγραφέας πληροφορεί τον αναγνώστη πως κάποιος άγνωστος σε εκείνον επικοινώνησε μαζί του για να τον πληροφορήσει πως, ύστερα από το θάνατο μιας συγγενούς του, είχαν πέσει στα χέρια του κάποια τετράδια που αναφέρονταν στην εμπειρία της συγγραφέως στο δωμάτιο του αμφιλεγόμενου ψυχοθεραπευτή Κόλινς Μπρέιθγουεϊτ. Για τον Μπερνέτ, ο Μπρέιθγουεϊτ αποτέλεσε για καιρό αντικείμενο ενδελεχούς έρευνας, γεγονός το οποίο κατέστησε άκρως ιντριγκαδόρικη την ύπαρξη αυτών των τετραδίων ασχέτως αν διατηρούσε επιφυλάξεις σχετικά με την εγκυρότητά τους. Το εύρημα της ύπαρξης ενός χειρογράφου που πέφτει στα χέρια του συγγραφέα είναι αρκετά παλιό και σύνηθες, για μένα ως αναγνώστη πάντοτε δελεαστικό ως ύπαρξη, παρότι δεν είναι λίγες οι φορές που οι ενθουσιώδεις προσδοκίες που αυτό γέννησε δεν ικανοποιήθηκαν εντέλει.

Στα τετράδια της άγνωστης συγγραφέως, ο Μπερνέτ ενσωματώνει και παρεμβάλλει βιογραφικά αποσπάσματα σχετικά με τη ζωή του Μπρέιθγουεϊτ. Το αφηγηματικό αυτό εύρημα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικό και καθοριστικό για τη σύλληψη και οικοδόμηση αυτού του απολαυστικού μυθιστορήματος που μας μεταφέρει στο Λονδίνο της δεκαετίας του '60, όταν πια ήδη είχε γίνει σύνηθες η επίσκεψη στο δωμάτιο της ψυχοθεραπείας, την ώρα που η αντικουλτούρα επιτελούσε τον καθοριστικό της ρόλο στη διαμόρφωση όχι μόνο του πολιτισμικού αλλά και του ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου.

Η συντάκτρια των τετραδίων θα αποφασίσει να επισκεφθεί ως πελάτισσα το ιατρείο του Μπρέιθγουεϊτ πιστεύοντας πως η υπόθεση της αδερφής της, της Βερόνικα, που αυτοκτόνησε και  που για καιρό τον συναντούσε ως ειδικό ψυχικής υγείας, είχε γίνει περιστατικό με το όνομα Ντόροθυ, με αλλαγμένα κάπως τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, σ' ένα από τα διάσημα βιβλία που εκείνος εξέδωσε. Θα επινοήσει μια διαφορετική ταυτότητα, εκείνη της Ρεβέκκα Σμάιθ, και όχι Σμιθ, όπως θα έσπευδε σε κάθε αφορμή να διευκρινίσει, ελπίζοντας να τον παραπλανήσει και να μην αντιληφθεί πως είναι η αδερφή της, έτσι ώστε να μπορέσει, με την πρώτη ευκαιρία, να ψαχουλέψει στους φακέλους με τα περιστατικά του για να επιβεβαιώσει τις υποψίες της. Εκείνος θα αποδειχτεί ωστόσο ένας ικανός αντίπαλος.

Σε αυτή την ευφυή μυθοπλαστική κατασκευή, ο Μπερνέτ, με την τρομερή αφηγηματική άνεση και την έκδηλη ικανότητα στη διαχείριση μιας σύνθετης πρώτης ύλης που τον διακρίνει, θα πετύχει σε μεγάλο βαθμό τις επιδιώξεις του, με κύρια εκείνη της παιγνιώδους, αλλά όχι ελαφριάς, διάθεσης που επιθυμεί και καταφέρνει να διαπνέει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος αυτού, προσφέροντας γενναιόδωρα μια ιλιγγιώδη ανάγνωση, χωρίς να παραμένει εγκλωβισμένος στην ίδια του την ιστορία, αλλά χρησιμοποιώντας τη συνολική κατασκευή με τέτοιο τρόπο που κατορθώνει να την υπερβεί, αποτυπώνοντας συνολικά εκείνη την ενδιαφέρουσα και σκληρή, όπως κάθε εποχή, εποχή, τη γεμάτη από ετερόκλητες ζυμώσεις. Αλλά, και πέρα από την χρονική εκείνη περίοδο, να αναφερθεί, έστω και πλάγια διαμέσου της μυθοπλαστικής οδού, σε ζητήματα ακόμα και σήμερα, ή ιδιαιτέρως σήμερα, επίκαιρα, που σχετίζονται με την ψυχική υγεία, το σκοτεινό πλαίσιο που την χαρακτηρίζει, καθώς μοιάζει, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο επάγγελμα, ένα ξέφραγο αμπέλι για τον κάθε επίδοξο σύμβουλο ή ειδικό, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το εκάστοτε θύμα του.

Και αν η σύλληψη και εμψύχωση της Ρεβέκκας Σμάιθ δεν αποτελεί κάποιο ιδιαίτερης μνείας συγγραφικό παράσημο, παρότι εκείνη αργά και σταθερά χάνεται ανάμεσα στον πραγματικό και επινοημένο εαυτό της, ο χαρακτήρας του Μπρέιθγουεϊτ, παρέα με όλα τα εργοβιογραφικά συστατικά του, σίγουρα αποτελεί ένα παράσημο στο πέτο του Μπερνέτ, λειτουργώντας ως ο κεντρικός άξονας περιστροφής γι' αυτό το ωραίο μυθιστόρημα, χαρακτήρας που αποτυπώνει υπέροχα την έννοια του αμφιλεγόμενου και προκαλεί τα ανάμεικτα συναισθήματα τόσο όσων τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν αλλά και του ίδιου του αναγνώστη, που ποτέ δεν είναι σίγουρος αν πρόκειται για μια ιδιοφυΐα ή για έναν απατεώνα που εκμεταλλεύεται τους εύπιστους ασθενείς του. Αλλά και παραπέρα, ο Μπερνέτ πετυχαίνει μέσω του Μπρέιθγουεϊτ να αποτυπώσει τον εν γένει αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του επαγγέλματος και της επιστήμης της ψυχολογίας αλλά και της ψυχιατρικής, χωρίς να παίρνει ξεκάθαρη, αλλά για τον αναγνώστη αδιάφορη, θέση υπέρ ή κατά, παρότι από τον τίτλο που επιλέγει για το μυθιστόρημά του, Μελέτη περίπτωσης, μοιάζει να ενστερνίζεται τη μοναδικότητα του κάθε περιστατικού, την απουσία, δηλαδή, μιας ξεκάθαρης και γενικευμένης θεωρίας και άρα και θεραπείας. Και αυτή η μοναδικότητα του κάθε ατόμου βρίσκεται ανέκαθεν ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες της επιβεβλημένης κανονικότητας που την καθιστά ευάλωτη και της ψυχοθεραπείας που συχνά αδυνατεί να τη διακρίνει και να τη φροντίσει.

Η Μελέτη περίπτωσης είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, παρά τον ιδιαιτέρως εγκεφαλικό, σε όλες τις εκφάνσεις, χαρακτήρα του. Ο Μπερνέτ καταφέρνει και εδώ να αναμείξει την επινοημένη πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, χωρίς αυτό να μοιάζει με μανιέρα ευκολίας, αλλά, μάλλον, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγγραφικής του ματιάς.

Θα επαναληφθώ: ελπίζω κάποια στιγμή να κυκλοφορήσει και κάποιο άλλο από τα βιβλία του Σκοτσέζου συγγραφέα.

υγ. Για Το ματωμένο του έργο έγραφα αυτά εδώ, ενώ για τα Έθιμα ταφής εδώ.

Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Εκείνοι που δεν έφυγαν - Αταλάντη Ευριπίδου

Την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του βιβλίου αυτού δέχτηκα μηνύματα παρότρυνσης ανάγνωσης από τρεις αναγνώστες που εκτιμώ. Δεν γνώριζα την Αταλάντη Ευριπίδου, ίσως γιατί δεν τριγυρνώ στις ψηφιακές γειτονιές της ευρύτερης επιστημονικής φαντασίας ή της λογοτεχνίας του τρόμου. Έλαβα ωστόσο σοβαρά τις υποδείξεις. Στις εκλεκτές γνωριμίες άλλωστε οφείλω μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης, η πλήρης εποπτεία της λογοτεχνικής παραγωγής είναι μάλλον αδύνατη.

Μπορεί και να διάβαζα αυτή τη συλλογή διηγημάτων, μπορεί και όχι. Αν το έκανα θα ήταν ένας συνδυασμός συγκυρίας και επιθυμίας για (υποψήφια) καλή εγχώρια λογοτεχνία, αν όχι τότε αυτό μάλλον θα οφειλόταν στο γεγονός πως το folk horror δεν είναι ακριβώς του γούστου μου, παρότι έχω διαβάσει κάποια πολύ καλά βιβλία. Θέλω να πιστεύω πως με διακρίνει μια διάθεση για αναγνωστικές δοκιμές έξω από τη ζώνη ασφαλείας μου, μπορεί ίσως απλώς να επιθυμώ να το πιστεύω, αφού κάτι τέτοιο ντοπάρει την (αναγνωστική) γαματοσύνη μου.

Διαβάζοντας κανείς τη συλλογή αυτή μπορεί γρήγορα και με σχετική ασφάλεια να διακρίνει πως το νήμα συνοχής μεταξύ των διηγημάτων δεν εξαντλείται στην ειδολογική τους συγγένεια, αλλά διαθέτει ικανή ποσότητα προσωπικού ύφους, παρότι έχουμε να κάνουμε με μια πρωτόλεια λογοτεχνική απόπειρα. Το γεγονός πως διηγήματα της Ευριπίδου είχαν ήδη δημοσιευτεί αριστερά δεξιά επιτείνει τη δυσκολία για συνοχή και δικαιολόγηση της παρουσίας των συγκεκριμένων διηγημάτων στο πλαίσιο μιας συλλογής.

Στις σημειώσεις της συγγραφέως που συνοδεύουν την έκδοση επιβεβαιώθηκε η υποψία πως οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ιστορίες δεν είναι αποτέλεσμα συγγραφικής έμπνευσης αλλά υλικό αντλημένο από προφορικές και λαογραφικές πηγές. Υπό διαφορετικές συνθήκες μεταφοράς τους στο χαρτί, αυτό θα ήταν κάτι το αρνητικό, ένας από τους λόγους που με κρατούν σε απόσταση από το συγκεκριμένο είδος. Εδώ, όμως, η Ευριπίδου πετυχαίνει να οικειοποιηθεί τις ιστορίες αυτές, όχι να τις κλέψει και να τις σφετεριστεί, αλλά να τις φέρει στα λογοτεχνικά της μέτρα, να τις μετατρέψει από προφορικό σε γραπτό λόγο, να τους προσθέσει τα στοιχεία εκείνα που θα τους επιτρέψει να σταθούν λογοτεχνικά.

Ακόμα ένας κίνδυνος καραδοκεί εδώ, η παραποίηση. Δεν αναφέρομαι σε πιθανή διαστρέβλωση της γραπτής έναντι της προφορικής εκδοχής των ιστοριών αυτών. Αυτό διόλου δεν απασχολεί. Εκείνο που έχω κατά νου ως ένα εμπόδιο που η συγγραφέας υπερπήδησε είναι το γλωσσικό και άρα και υφολογικό βαρυφόρτωμα. Θεωρώ πως η χρήση κάποιων παρωχημένων ή τραβηγμένων λέξεων ή φράσεων είναι σύμφυτη με το είδος του λαϊκού τρόμου, του μεταφυσικού χαρακτήρα, της παραβολικής ή συμβολικής διάστασης της κάθε ιστορίας, ωστόσο, όπως συμβαίνει, η χρήση και η κατάχρηση είναι μόλις τέσσερα γράμματα μακριά. Οι σειρήνες με το τραγούδι τους επιθυμούν να δελεάσουν και να εκτρέψουν τη συγγραφική ρότα. Η Ευριπίδου ωστόσο δεν υποκύπτει.

Η διαδοχή των διηγημάτων ακολουθεί μια χρονική σειρά, από την οθωμανική κατοχή μέχρι και σχετικά πρόσφατα. Για λόγους καθαρά προσωπικού γούστου, όσο οι ιστορίες πλησιάζουν στη συγχρονία, τόσο περισσότερο μου άρεσαν, τόσο περισσότερο ένιωθα να με αφορούν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, τόσο η συναισθηματική μου εμπλοκή μεγάλωνε και κατά συνέπεια και η απόλαυση που αντλούσα από την ανάγνωση. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μου άφησε μια γεύση ανισότητας μεταξύ των διηγημάτων και αυτό σίγουρα οφείλεται στην αρτιότητα. Γιατί άλλο είναι το προσωπικό και υποκειμενικό μου αρέσει/δεν μου αρέσει και άλλο το είναι/δεν είναι καλή λογοτεχνία.

Παρά την υφολογική συνοχή, η Ευριπίδου δεν μοιάζει να γυρεύει ανάπαυση σε μια μανιέρα, αλλά δοκιμάζει κάποια φιλόδοξα αφηγηματικά ευρήματα, κάποια στο όριο του μεταμοντέρνου, μια, παρότι αντιστικτική, ενδιαφέρουσα επιλογή που προσδίδει περαιτέρω διαστάσεις στις ιστορίες αυτές, ένα αντίβαρο στη στερεοτυπία που ως επί το πλείστον διακρίνει τέτοιου είδους αφηγήσεις λαογραφικής κληρονομιάς, που συχνά, στα μάτια μου, τις κάνει να μοιάζουν κάπως παρωχημένες στην αφηγηματική συγχρονία και τις κορυφές που η γραφή δοκιμάζει να πατήσει. Αυτό δεν είναι κάτι απλό ή εύκολο να συμβεί, η Ευριπίδου δοκιμάζει αυτά τα βήματα με σύνεση και προσοχή υποψιασμένη για τον κίνδυνο που ελοχεύει στον πειραματισμό, την απώλεια, μεταξύ άλλων, του ελέγχου. 

Καθόλου πρωτότυπα θα πω πως περιμένω με ενδιαφέρον τα επόμενα βήματα της Ευριπίδου, τον δρόμο που θα διαλέξει, το όχημα μεταφοράς που θα επιλέξει, την ειδολογική επιμονή ή τη δοκιμή σε νέες εκτάσεις. Πιθανότατα δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος για να προσδιορίσω την ειδολογική αξία του Εκείνοι που δεν έφυγαν, λόγω έλλειψης της σχετικής σκευής, όμως με βεβαιότητα μπορώ να πω: παρότι δεν είναι ιδιαίτερα του γούστου μου αυτή η λογοτεχνική πτυχή, απόλαυσα το βιβλίο αυτό.

υγ. Ο δαίμων του τυπογραφείου, αυτό το τέρας, που από την εποχή του Γουτεμβέργιου ξέρει να φυλάγεται καλά και γεννά εφιάλτες σε όσους εμπλέκονται στην έντυπη παραγωγή, κατάφερε να παρεισφρήσει, ίσως για να μας υπενθυμίσει πως ο τρόμος, παρά τον ορθολογισμό που πιστεύουμε πως με σύνεση και προσοχή έχουμε οικοδομήσει, μπορεί ανά πάσα στιγμή να δεχτεί ικανό πλήγμα, η δοξασία να μετατραπεί σε εφιάλτη.

Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Στραβό αλέτρι - Itamar Vieira Junior

Υπάρχει μια φαινομενική δυσαναλογία ανάμεσα στο μέγεθος της Βραζιλίας και της λογοτεχνίας που φτάνει εξ αυτής μεταφρασμένη στη χώρα μας, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς το τι συμβαίνει με τις λοιπές λατινοαμερικάνικες χώρες. Στα τέλη της προηγούμενης και στις αρχές της τρέχουσας χρονιάς, ένα κενό καλύφθηκε με την κυκλοφορία, σε μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά, των δύο έργων του σημαντικού Ραντουάν Νασσάρ. Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Αίολος και σε μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα, κυκλοφόρησε το Στραβό αλέτρι, του Ίταμαρ Βιέιρα Ζούνιορ, που κατάφερε να συμπεριληφθεί στην τελική λίστα των υποψήφιων βιβλίων για το Βραβείο Booker International για την περασμένη χρονιά.

Είναι μια ιστορία από το πρόσφατο παρελθόν, όταν, παρότι η δουλεία είχε δια νόμου καταργηθεί, ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού συνέχισε να ζει σε συνθήκες σχεδόν πλήρους στέρησης δικαιωμάτων, δουλεύοντας από ανατολή σε δύση, από Κυριακή σε Κυριακή, για λογαριασμό πλούσιων γαιοκτημόνων, που μόνο ως επισκέπτες και εισπράκτορες της παραχθείσας υπεραξίας καταδέχονταν να επισκεφθούν την ύπαιθρο εγκαταλείποντας για λίγο την αστική τους καθημερινότητα.

Δύο αδερφές, η Μπιμπιάνα και η Μπελονίζια, γεννημένες στην Άγκουα Νέγρα, θα βρουν στη βαλίτσα της γιαγιάς τους, ανάμεσα σε άλλα μικροπράγματα, ένα εντυπωσιακό μαχαίρι με λαβή από ελεφαντόδοντο. Η παιδική περιέργεια, εκδηλωμένη σε διάθεση για σκανταλιά, θα της οδηγήσει να δοκιμάσουν τη γεύση της κοφτερής λεπίδας στη γλώσσα τους. Η επίσκεψη στο νοσοκομείο, λεύγες μακριά από το αγρόκτημα, δεν θα γιατρέψει το κακό. Το ατύχημα θα καταστήσει μουγκή τη μια τους. Έτσι, η μια γίνεται η φωνή της άλλης, το δέσιμο μεταξύ τους γίνεται ακόμα πιο ισχυρό.

Χωρισμένο σε τρία μέρη, το μυθιστόρημα του γεννημένου το 1979 συγγραφέα συνομιλεί με αξιώσεις με τη λογοτεχνική παράδοση του μαγικού και του κοινωνικού ρεαλισμού, αποδεικνύοντας πως ο τρόπος διαχείρισης της –λογοτεχνικής– παράδοσης μπορεί να την καταστήσει επίκαιρη και όχι αναμασημένη τροφή. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που η πίστη στο μεταφυσικό στοιχείο είναι διάχυτη, πριν ο εκχριστιανισμός επικρατήσει ολοκληρωτικά στους απόκληρους της βραζιλιάνικης κοινωνίας, όταν οι ψυχές των γητεμένων συνέχιζαν να κυκλοφορούν και μετά τον θάνατό τους, όταν οι αρρώστιες αντιμετωπίζονταν με γιατροσόφια από βότανα, θυσίες και προσευχές, όταν η πρόσβαση στην παιδεία ήταν αδύνατη. Η ιστορία δεν περιορίζεται ωστόσο στα στενά όρια ενός παραμυθιού, αλλά διαθέτει τον απαραίτητο κοινωνικό ρεαλισμό, πετυχαίνοντας να αποτυπώσει με ευκρίνεια εκείνες τις άγονες ζωές.

Η παραγωγή καλής λογοτεχνίας, πρωτεύων συγγραφικός στόχος του Ίταμαρ Βιέιρα Ζούνιορ, δεν αποκλείει την ανάδειξη της πολιτικής διάστασης της ιστορίας αυτής, δεν την καλλωπίζει, δεν την αφήνει στη λήθη του παρελθόντος και στο περιθώριο της κυρίαρχης αφήγησης του προνομίου, χωρίς ωστόσο να εγκλωβίζεται σε μια, χωρίς λογοτεχνικό ενδιαφέρον, κοινωνιολογική και ανθρωπολογική δοκιμιακή γραφή. Πετυχαίνει έναν συνδυασμό δύσκολο σε σύλληψη και εκτέλεση, ιδιαίτερα απολαυστικό στην ανάγνωση, χωρίς να απουσιάζει η γεύση της σκόνης από το στόμα.

Πριν από μια δεκαετία περίπου, σε μετάφραση Γιώργου Ρούβαλη, είχε κυκλοφορήσει ένα σημαντικό βιβλίο σκληρού ρεαλισμού, το Άγονες ζωές του επίσης Βραζιλιάνου Γκρασιλιάνο Ράμος, στεγνό από όμορφες και εξωτικές περιγραφές, υπηρετώντας με απόλυτη προσήλωση τον τίτλο του. Στο επίκεντρο εκείνης της ιστορίας υπήρχε ως κύριο διακύβευμα, για ένα καλύτερο μέλλον, το ζήτημα της πρόσβασης στην παιδεία και της συλλογικής οργάνωσης. Το Στραβό αλέτρι αποτελεί έναν άξιο απόγονο εκείνου του βιβλίου, ενταγμένο ταυτόχρονα στο σύγχρονο πλαίσιο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με την μεταποικιακή, αλλά και φεμινιστική και κουήρ, λογοτεχνία, όπου η απελευθέρωση και η διεκδίκηση ενός καλύτερου αύριο δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί στα χέρια της κυρίαρχης τάξης.

Ωστόσο, ο συγγραφέας υπενθυμίζει διαρκώς, τοποθετώντας τις γυναίκες στο κέντρο της ιστορίας αυτής, πως ακόμα και εντός των πλέον απόκληρων υπάρχει μια ξεκάθαρη διαβάθμιση καταπίεσης, με τις γυναίκες, ήδη από μικρά κορίτσια, να αποτελούν θύματα της πατριαρχικής οργάνωσης –και αυτής– της κοινωνικής μικρογραφίας. Η κοινωνική θέση δεν δικαιολογεί και δεν αθωώνει εκ προοιμίου κανέναν και καμία από την κατηγορία της καταπίεσης και της βίας.

Το Στραβό αλέτρι είναι ένα ωραίο βιβλίο. Καλογραμμένο χωρίς να παραμορφώνει, ρεαλιστικό χωρίς να απολύει τη λογοτεχνική του αξία, ισόποσα σκληρό και ποιητικό, όπως το φυσικό περιβάλλον που το περιβάλλει. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί, και ίσως, ποιος ξέρει, να εντείνει το ενδιαφέρον προς τη βραζιλιάνικη λογοτεχνία.

υγ. Για τις Άγονες ζωές περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για τη νουβέλα του Ραντουάν Νασσάρ, Ένα ποτήρι οργή, εδώ, για το μυθιστόρημά του, Αρχαία καλλιέργεια, εδώ. Ενώ, μιλώντας για βραζιλιάνικη λογοτεχνία, δεν θα μπορούσε να λείπει το όνομα της υπέροχης Κλαρίσε Λισπέκτορ, για το Η ώρα του αστεριού περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα
Εκδόσεις Αίολος  

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Ο θάνατος του κύριου Γκόλουζα - Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς

Μία από τις αναγνωστικές κορυφές της χρονιάς που σιγά σιγά οδεύει στη λήξη της ήταν σίγουρα η νουβέλα Στόμα γεμάτο χώμα. Βιβλίο που είχα διαβάσει είκοσι χρόνια πριν και το αποτύπωμά του αντιστάθηκε στη φθορά των όσων ακολούθησαν, πάντοτε υποψήφιο σε κάθε πιθανή λίστα με τα χ καλύτερα βιβλία που διάβασα ή με τα πιο αγαπημένα. Η αναγνωστική επιστροφή είναι ένα μυστήριο ταξίδι, η αναμέτρηση με μια παλιότερη εκδοχή του αναγνωστικού σου εαυτού είναι σε διαρκή επιφυλακή ανάδειξης ατελειών και αδυναμιών. Η συγκεκριμένη βγήκε αλώβητη, ίσως και πιο ισχυρή, το Στόμα γεμάτο χώμα είναι ένα σπουδαίο βιβλίο.

Ο τρόπος που διάβαζα προ εικοσαετίας ήταν πιο αυθόρμητος και χαοτικός, το ένα βιβλίο έφερνε τυχαία το άλλο, το τι διάβαζε η παρέα μου καθόριζε εν πολλοίς τα επόμενα αναγνώσματα. Τότε δεν είχα ψάξει για τη συλλογή από μικρές νουβέλες Ο θάνατος του κυρίου Γκόλουζα (μτφρ. Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, εκδόσεις Ηρόδοτος). Τώρα το πρόσθεσα στο καλάθι με τα επιθυμητά, λίγες βδομάδες αργότερα το παράγγειλα, την ίδια μέρα το ξεκίνησα.

Όπως λέει και ο Θ., αν κάποιος έχει γράψει κάτι τόσο δυνατό και υπέροχο όπως το Στόμα γεμάτο χώμα τότε αυτό αποκλείεται να ήταν αποτέλεσμα απλής τύχης και απότοκο συγκυρίας. Το άκουγα το επιχείρημα αλλά δεν το άφηνα να ταΐσει τις προσδοκίες μου. Ο Θ., όπως συνηθίζει, είχε δίκιο.

Οι τέσσερις νουβέλες που απαρτίζουν τη συλλογή αυτή διακρίνονται για την υπαρξιακή τους αγωνία, αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό τους, το φλερτάρισμα με το παράλογο, επίσης. Οι εναρκτήριες προτάσεις δίνουν το στίγμα:

(Ο θάνατος του κυρίου Γκόλουζα): Πέρασαν μερικές βαριές και αβέβαιες μέρες· δεν είναι τίποτα γνωστό για τον κύριο Γκόλουζα εκτός απ' το ασυνήθιστο επώνυμό του, που με τη λοξή του υπογραφή καταχωρήθηκε στο σκονισμένο βιβλίο του ξενοδοχείου.

(Εκείνος ο άλλος καιρός): Τίποτα δεν με τραβούσε σ' αυτή τη μυστική νύχτα που την εγκατέλειπε και το τελευταίο τραμ: τόσο μικροσκοπικό και αθόρυβο, στο βάθος, έμοιαζε με ζωντανό πλάσμα.

(Η ντροπή): Δεν ξέρω ούτε ποιος είμαι, ούτε πού βρίσκομαι: περιμένω κάποιον ήχο, κάποια μυρωδιά ή ένα ορατό σημάδι ζωής για να πιστέψω ίσως ότι δεν εξαφανίστηκε και το τελευταίο φως μαζί με τη μνήμη μου.

(Πριν από την αλήθεια): Σχεδόν τίποτα δεν μπορούσε ν' αναγνωρίσει.

Η ξενότητα απέναντι στους άλλους αλλά και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό, τα αμείλικτα ερωτήματα που γεννούν τρόμο και αμφιβολία για τα πάντα τριγύρω. Απλές στη σύλληψή τους μα δουλεμένες με έναν τρόπο που τις καθιστά αρχετυπικές και υποδειγματικές, οι τέσσερις αυτές νουβέλες επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητα του Σέρβου συγγραφέα, τη συνομιλία της δικής του λογοτεχνίας με τη συγκαιρινή της, που έρχεται να συνοψίσει την υπαρξιακή αγωνία καθώς ο εικοστός αιώνας προχωρά, απομακρυσμένη από τις προσωρινές και ευμετάβλητες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, που δεν μπορούν να αγγίξουν τα βάθη της ανθρώπινης σκέψης, παρά μόνο να προσαρμοστούν σ' αυτές, εκείνο που ο Κάφκα ονομάτισε και ακολούθως η χρήση του επιθέτου καφκικός υποδηλώνει, αγωνία και τρόμος που οι ρίζες του τραβούν ίσα ευθεία προς την αρχή των πάντων και παρότι μόλις πρόσφατα ονοματίστηκε άμεσα έγινε κοινός τόπος.

Η συνομιλία της λογοτεχνίας του Στσεπάνοβιτς με τη συγκαιρινή παγκόσμια είναι ένα σκέλος, η συνομιλία με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό είναι ένα δεύτερο σκέλος, ίσως πιο δυσπρόσιτο στη σύγκριση, αλλά σίγουρα παρόν, αν και δυσδιάκριτο. Και αν η υπαρξιακή αγωνία αποτέλεσε μια πρόκληση, η ανάδειξη της σκιάς του σύγχρονου δυτικού κόσμου, εντός της Γιουγκοσλαβίας οφείλει να λάβει κανείς υπόψη του και τον περιορισμό της λογοκρισίας, τους διαφορετικούς κινδύνους που αντιμετώπιζε το άτομο ως μονάδα, η λοξή ματιά που αναδείκνυε την πρώτη ύλη του ανθρώπου, την αγωνία της μοναξιάς κάτω από τον έναστρο ουρανό και τη σιγή. Η λογοτεχνία που υπηρετεί ο Στσεπάνοβιτς ούσα ανθρώπινη είναι βαθιά πολιτική, χωρίς φωνές και πυροτεχνήματα.

Υπάρχει εκείνη η θεωρία, που αποδίδεται νομίζω στον Χεμινγουέη, και παραλληλίζει τη μικρή φόρμα με το παγόβουνο, του οποίου ελάχιστο τμήμα είναι ορατό. Να μια ακόμα ιδανική μελέτη περίπτωσης οι νουβέλες αυτές, ένα στοιχείο που αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό ιδιαίτερα σε αυτές με την τριτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και ακόμα πιο δυναμική ισχύ σε εκείνο το: Δεν ξέρω ούτε ποιος είμαι, ούτε πού βρίσκομαι.

Ελπίζω την έκδοση του Στόμα γεμάτο χώμα να ακολουθήσει και η επανακυκλοφορία αυτής της απολαυστικής και υψηλής λογοτεχνικής στάθμης συλλογής.

υγ. για το Στόμα γεμάτο χώμα, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση, έγραφα αυτό.

Μετάφραση  Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης
Εκδόσεις Ηρόδοτος

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Αρκτικός - Ιωάννα Ντούμπρου

Όταν γνωρίζω τον Π., κοντεύω μισό αιώνα πάνω στη Γη, και ο Αρκτικός δεν είναι παρά μια περιοχή στον χάρτη.

Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα αυτό. Ήδη από την πρώτη πρόταση, η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια τοποθετεί στο κέντρο του κάδρου τον Π., τον Αρκτικό και την ηλικία της, τα τρία βασικά συστατικά της ιστορίας αυτής. Επίσης, η πρώτη αυτή πρόταση, εκτός από το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης, μας αποκαλύπτει αρκετά από το ύφος, με κύριο χαρακτηριστικό τη χρήση του ιστορικού ενεστώτα, αλλά και το πώς τοποθετεί την εαυτή της σε σχέση με τον μεγάλο χωροχρόνο.

Είναι σύνηθες, και δείγμα ελλιπούς επιμέλειας, οι πρώτες σελίδες ενός μυθιστορήματος να είναι κάπως διστακτικές ή, καλύτερα, διερευνητικές του ύφους και της αφηγηματικής φωνής. Συμβαίνει ωστόσο και το αντίθετο, οι πρώτες σελίδες να είναι γεμάτες από έμπνευση και εργατοώρες και η συνέχεια να μην είναι αντάξια. Εδώ, ούτε το ένα, ούτε το άλλο συμβαίνει. Από την πρώτη κιόλας πρόταση, ως και την τελευταία, έχουμε ένα ύφος συμπαγές, μια αφηγηματική φωνή ενιαία, μια κατασκευή πλήρη και στέρεα. Και αυτό οφείλουμε να το πιστώσουμε, πρώτο και κύριο, σε μια σειρά από πιστώσεις που θα ακολουθήσουν. Μου άρεσε το βιβλίο αυτό.

Αναφέρομαι συχνά με ένα σχόλιο αμφίσημο στα βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας που μου αρέσουν. Λέω πως μοιάζουν με μετάφραση κάποιου αλλόγλωσσου κειμένου. Αντιλαμβάνομαι πλήρως τον προβληματικό χαρακτήρα ενός τέτοιου σχολίου, ποια μετάφραση άλλωστε μπορεί να σταθεί ψηλότερα από το πρωτότυπο κείμενο αναφοράς; Και όμως, σε μια χώρα με έντονη την ξενομανία, αποτελεί για μένα μονόδρομο ένα σχόλιο όπως αυτό. Εναλλακτικά θα μπορούσα να πω: αν ήταν μετάφραση ενός ξένου βιβλίου τότε ο ενθουσιασμός θα ήταν λιγότερο επιφυλακτικός, οι ύμνοι λιγότερο δύσθυμοι, μια ενδιαφέρουσα νέα φωνή θα είχε φανεί στον εκδοτικό ορίζοντα. Το συγκεκριμένο σχόλιο, επίσης, ανοίγει στα μάτια μου μια ευδιάκριτη χαραμάδα που διαχωρίζει το εκάστοτε κρινόμενο ελληνικό έργο με τις παθογένειες της εγχώριας γραμματείας εν γένει.

Η Ντούμπρου στον Αρκτικό, που είναι το πρώτο της βιβλίο που διαβάζω, θέτει εξαρχής τον πήχη της φιλοδοξίας, ενώ μοιάζει να σκιαγραφεί ευδιάκριτα τις συγγραφικές προθέσεις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποδεικνύεται άκρως λειτουργική, ικανή, εκτός από αμεσότητα, να δομήσει επαρκώς τον χαρακτήρα του υποκειμένου της γραφής. Μια τέτοια δόμηση, με βάση το πρώτο πρόσωπο, με απουσία του σχολιασμού ενός εξωτερικού παρατηρητή, έχει διάφορες απαιτήσεις, ικανοποιώντας κάποιες αφηγηματικές ανάγκες αλλά αφήνοντας συνήθως αντίστοιχα κενά ως προς το δόσιμο των προσώπων. Διαβάζοντας κανείς το μυθιστόρημα αυτό θα παρατηρήσει κάτι, μάλλον, σπάνιο: στο τέλος της ανάγνωσης θα νιώθει πως γνωρίζει περισσότερα για την αφηγήτρια παρά για τον Π. Και αυτό γίνεται με τρόπο ρεαλιστικό, προσφέροντας ένα κοινό εμβαδόν με τον αναγνώστη.

Το αποκαλώ κοινό εμβαδόν και ρεαλιστικό αφού για εμάς γνωρίζουμε, αν γνωρίζουμε, περισσότερα από ό,τι για τον άλλον, τον κάθε άλλον, ειδικά αν είναι το πρόσωπο του έρωτα, που σε μεγάλο βαθμό υπάγεται στους περιορισμούς του συναισθήματος, της επιθυμίας και της προβολής. Ο Αρκτικός είναι (και) μια ιστορία αγάπης, με όλες τις ιδιαιτερότητες και τις κοινοτοπίες της. Μια ιστορία αγάπης με την αφηγήτρια σχεδόν μισό αιώνα επί της Γης, για τον Π. ακόμα περισσότερο.

Εκείνη δεν έχει παιδιά και δεν πρόκειται να αποκτήσει. Της λείπει, δηλαδή, το πλέον διαχρονικό διαβατήριο αποδοχής από την κοινωνία, ακόμα και από τον πλέον στενό κύκλο ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται. Η ετυμηγορία είναι έτοιμη και αμείλικτη, παρότι διατυπωμένη με πλείστους διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους, στον πυρήνα της παραμένει η ίδια έχοντας χαρακτήρα κατηγορίας. Ίσως το μεγαλύτερο τι θα συνέβαινε εάν στη ζωή ενός ανθρώπου και δη μιας γυναίκας, μια απόφαση ή συγκυρία ξεκάθαρα προσωπική που ωστόσο γίνεται βορά στις παρεμβατικές ορέξεις των άλλων.

Η Ντούμπρου πιάνει την ιστορία από την αρχή της σχέσης αποτυπώνοντας με ακρίβεια το μικροκλίμα της περιόδου εκείνης, την ανάγκη, την επιθυμία, τις προβολές, τη φοβία, το πετάρισμα, τη γνωριμία των σωμάτων, μεταξύ άλλων. Δύο ώριμοι άνθρωποι που απέτυχαν, όπως αποδείχτηκε, συναισθηματικά, ξανά και ξανά και όμως δεν διστάζουν να δοκιμάσουν ξανά, να πάρουν ξανά το ρίσκο. Αυτή η περίοδος λειτουργεί αυτόνομα και δεν εντάσσεται ως μια ανάμειξη ανάληψης από το παρελθόν στο αφηγηματικό παρόν. Λίγες σελίδες αργότερα, θα προσπεράσει αρκετά χρόνια, σαν να είναι γνωστό τι μεσολάβησε από την αρχή της σχέσης, άπαξ και η σχέση αυτή άντεξε και σχεδόν ενηλικιώθηκε, ύλη γνωστή, όταν το πάθος ημερεύει.

Παίρνοντας στα χέρια της τα χρήματα από το ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ασφαλιστήριο που με συνέπεια πλήρωνε όλα αυτά τα χρόνια, η αφηγήτρια αποφασίζει να ικανοποιήσει ένα ταξίδι απωθημένο από χρόνια, να πατήσει με τον Π. στον Αρκτικό, που οι περισσότεροι τον μπερδεύουμε με την Ανταρκτική, το αιώνια παγωμένο σημείο μηδέν, εκεί που το παρελθόν με το παρόν ή το μέλλον απέχουν ένα μόλις βήμα. Η αφήγηση αυτού του ταξιδιού είναι το κυρίως πιάτο.

Αναφέρθηκα παραπάνω στις εξαρχής ευδιάκριτες συγγραφικές προθέσεις και φιλοδοξίες της Ντούμπρου. Παρότι φαινομενικά δοκιμάζει να πει μια χιλιοειπωμένη ιστορία, την ιστορία αγάπης δύο ανθρώπων που δεν το έβαλαν συναισθηματικά κάτω, που δεν παραιτήθηκαν από το κυνήγι του έρωτα, κόντρα στις πιθανότητες και τις δυσκολίες, εντούτοις δεν δείχνει διάθεση να υποτάξει τη φιλοδοξία της υπό το βάρος αυτό. Αυτό δεν σημαίνει πως επιχειρεί να εντυπωσιάσει ή να φέρει κάτι το ρηξικέλευθα νέο στη λογοτεχνία.

Όπως συμβαίνει εκεί έξω, τα πράγματα δεν είναι απόλυτα ζεύγη άσπρου-μαύρου, αλλά, κυρίως, είναι οι άπειρες και δυσδιάκριτες αποχρώσεις του μεταξύ τους χώρου, το αυτό ισχύει και στη λογοτεχνία. Ανάμεσα στον μη συμβιβασμό και το φανταχτερά, για πόσο άραγε, νέο, η Ντούμπρου μαζεύει με προσοχή και υπομονή το υλικό της, φανερώνοντας την έντονη ανάγκη της να πει την ιστορία αυτή με τους δικούς της όρους. Ακόμα μια αντιστοιχία: ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο καθένας μας νιώθει πως διέρχεται τον έρωτα και η γενίκευση όταν αυτή η εμπειρία εγκλωβίζεται στις ελάχιστες διαθέσιμες λέξεις.

Η συγγραφέας φορτώνει την ιστορία της με αρκετές εξωκειμενικές αναφορές και πραγματολογικά στοιχεία. Το φορτώνει μοιάζει λάθος ρήμα, όμως λάθος δεν είναι το ρήμα αλλά ο τρόπος με τον οποίο είθισται να φορτώνεται συναισθηματικά, ως κάτι το αρνητικό. Οι αναφορές αυτές λειτουργούν περίφημα σε διπλό επίπεδο. Από τη μια παρουσιάζουν ολοένα και πιο ευδιάκριτη την αφηγήτρια στα μάτια του αναγνώστη, φανερώνοντας τον τρόπο με τον οποίο πορεύεται, τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση κάποιας που, μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών, σε κάθε ευκαιρία ανατρέχει στη βιβλιοθήκη ώστε να μελετήσει, τον εγκεφαλικό τρόπο με τον οποίο επεξεργάζεται όσα συναντά και όσα τις συμβαίνουν στον δρόμο της, τη μέθοδο κατανόησης και θεωρητικοποίησης της ύπαρξης, την απόπειρα για απαλοιφή της τυχαιότητας, την υποψία ανάγκης για έλεγχο.

Από την άλλη, οι αναφορές σε ναυάγια (ευτυχής συγκυρία η πρόσφατη ανάγνωση του Γουέιτζερ) ή σε γλωσσολογικές και ανθρωπολογικές μελέτες, μεταξύ άλλων, διευρύνουν τα στενά όρια μιας ακόμα προσωπικής ιστορίας αγάπης, χωρίς όμως να τις στερούν τις προσδοκώμενες αλλά και επιθυμητές ιδιαιτερότητες μα και κοινοτοπίες της. Η Ντούμπρου, θέλω με λίγα λόγια να πω, αποφεύγει περίφημα τη στείρα επίδειξη ευρυμάθειας από μεριάς της αφηγήτριάς της, αλλά εντάσσει τις αναφορές αυτές ομαλά στο κυρίως σώμα της αφήγησης.

Το αμφιλεγόμενο σχόλιο περί αίσθησης ανάγνωσης μεταφρασμένης λογοτεχνίας περικλείει επίσης τις αναφορές, ορατές μα ταυτόχρονα καλοχωνεμένες, της συγγραφέως, κυρίως από τη σύγχρονη αγγλοσαξονική παράδοση. Από τη δική μου σκευή θα ανέσυρα τα ονόματα του Μπαρνς και της Στράουτ, ανάμεσα σε τόσα άλλα. Επίσης, αμφιλεγόμενο σχόλιο, δείγμα του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος, και δη ο λογοτεχνικός, έχει δομηθεί, είναι και εκείνο περί γυναικείας λογοτεχνίας, σχόλιο που και μόνο η σκέψη του γεννά την ανάγκη για διευκρινίσεις. Και αυτό εδώ, αφήνω στην άκρη την αρνητική μπέρτα που φέρει, είναι ένα σπουδαίο δείγμα γυναικείας λογοτεχνίας, κάτι το οποίο μόνο έμμεσα αποδίδεται στην Ντούμπρου, αφού η επινοημένη αφηγήτρια είναι εκείνη που το φέρνει εις πέρας με τέτοια πειστικότητα και επιτυχία.

Συνολικά και καταληκτικά, ο Αρκτικός είναι ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο, μιας υψηλής λειτουργικότητας και λεπτομέρειας κατασκευή με σπουδαία συνοχή, που διαβάζεται αχόρταγα. Πάμε πάλι: ποιος λέει (ακόμα) πως δεν γράφεται καλή λογοτεχνία στα μέρη μας;

υγ. Δική μου αγαπημένη λέξη για το χιόνι από το λεξικό των Ινουίτ: krikaya, χιόνι που αναμειγνύεται με την ανάσα σου.
υγ.2 Για το συναρπαστικό Γουέιτζερ περισσότερα θα βρείτε εδώ, για τα βιβλία της Στράουτ θα μπορούσατε να ξετυλίξετε το νήμα ξεκινώντας από εδώ.

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Ανέκδοτα για τους ένοπλους - Mazen Maarouf

Την περίμενα την έκδοση αυτή. Είχα διαβάσει διαγώνια κάποια από τα διηγήματα στην περσινή έκθεση βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και είχαν κάτι το ελκυστικά παράδοξο χωρίς τη συνοδεία εξωτισμού. Αναφέρομαι στο Ανέκδοτα για τους ένοπλους και άλλα διηγήματα του Μέζιν Μααρούφ. Άργησε αλλά τελικά κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες το βιβλίο αυτό από τις εκδόσεις Χαραμάδα με έδρα την Πάτρα.

Δεν πάει καιρός που διάβασα (και ενθουσιάστηκα) με την Ασήμαντη λεπτομέρεια της Αντανία Σίμπλι, επίσης από την Παλαιστίνη. Εξαρχής υπενθυμίζω κάτι που οι σταθεροί αναγνώστες του μπλογκ αυτού μάλλον γνωρίζουν, πως η αραβική λογοτεχνία δεν είναι του γούστου μου, καλύτερα ειπωμένο ίσως θα ήταν πως η αραβική λογοτεχνία, όπως και η αφρικανική, με φοβίζουν εξαιτίας των διάφορων εξωτικών συστατικών με τα οποία ήταν παραφορτωμένα διάφορα βιβλία που κατά καιρούς διάβασα. Κάτι άλλο που επίσης με φοβίζει στη λογοτεχνία αυτή, επιτρέψτε μου τη γενίκευση, είναι ο συναισθηματικός εκβιασμός, με το ζόρι συναίσθημα δεν δημιουργείται, η καλή λογοτεχνία δεν το κάνει αυτό, έστω, η λογοτεχνία του γούστου μου, για να είμαι πιο ακριβής. Η μαρτυρία και η δημοσιογραφική έρευνα ανήκουν σε άλλη κατηγορία.

Εκείνη η διαγώνια ανάγνωση ωστόσο είχε εξαλείψει τους φόβους, ακόμα περισσότερο: είχε δημιουργήσει προσδοκίες.

Ο τόπος στον οποίο διαδραματίζονται τα δεκατέσσερα διηγήματα της συλλογής δεν κατονομάζεται, αν και μάλλον είναι εμφανές πως πρόκειται για την Παλαιστίνη ή τον Λίβανο, εκεί όπου ο συγγραφέας μεγάλωσε, ο χρόνος επίσης δεν δίνεται φανερά και με ακρίβεια, αν και μάλλον είναι εμφανές πως είναι το εγγύς παρελθόν, με όρους ιστοριογραφίας το παρόν. Σε εκείνη τη διαγώνια ανάγνωση είχα διακρίνει εκείνο το ελκυστικό παράδοξο, που πρώτα σε διηγήματα του Κορτάσαρ είχα εντοπίσει και καμία σχέση δεν είχε με τον Μαγικό Ρεαλισμό στον οποίο για μεγάλο διάστημα η Λατινική Αμερική εξειδικευόταν.

Και όπως ο τόπος και ο χρόνος δεν δίνονται με ακρίβεια, το αυτό συμβαίνει και με την περιρρέουσα πραγματικότητα, τη μεγάλη εικόνα, την ιστορία που συνήθως γράφεται με το γιώτα κεφαλαίο. Ο Μααρούφ αφηγείται μικρές, ατομικές, δυσδιάκριτες εξαιτίας της απόστασης ιστορίες. Στο βάθος η πραγματικότητα, ακόμα και για τον αναγνώστη που ελάχιστα γνωρίζει για εκείνη τη γωνιά του πλανήτη, είναι παρούσα, ως ένα φόντο, ως κάτι που συμβαίνει ταυτόχρονα με την εκάστοτε ατομική ιστορία, σαφώς επηρεασμένη, με τον τρόπο που οι καιρικές συνθήκες για παράδειγμα επηρεάζουν την καθημερινότητα, αλλά χωρίς τη διάθεση να γίνει μια εκβιαστική σύνδεση μεταξύ των δύο.

Το παράδοξο, η λοξή ματιά, η ανάγκη για επιβίωση και η ζωή που συμβαίνει ανοίγουν ρωγμές στην πραγματικότητα από τις οποίες εισχωρεί ένα χιούμορ μη αναμενόμενο, ένα σκληρό η ζωή συνεχίζεται ακόμα και εν μέσω πολέμου και τρόμου. Και αυτό είναι κάτι που οι κάτοικοι πιο ήσυχων συνθηκών συχνά ξεχνάμε, ίσως για να πείσουμε τον εαυτό μας με όρους μηδέν και ένα πως το εδώ καμία σχέση δεν έχει με το εκεί, και δεν έχει, αλήθεια είναι αυτό, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως η ζωή εκεί βρίσκεται σε παύση.

Διάβασα πρόσφατα (και ενθουσιάστηκα) το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ. Δύο παράλληλες ιστορίες, μια ατομική, η ερωτική σχέση με έντονο το κακοποιητικό στοιχείο ενός μεσήλικα και μιας νεαρής, και μια πιο μεγάλη, η περίοδος πριν και μετά από την πτώση του τείχους. Αν η συγγραφέας είχε το ελεύθερο να γράψει το οπισθόφυλλο, συνοπτικά θα έγραφε: ό,τι και αν πιστεύετε εσείς οι εκτός της δικής μας καθημερινότητας, η ζωή μας ήταν πολύ πιο σύνθετη και γεμάτη χαρές και λύπες από τη διαρκή αγωνία και την εξαντλητική αναμονή για την πτώση του τείχους, είχαμε ζωή πριν να έρθετε και να μας σώσετε (όπως σας δίδαξαν να νομίζετε).

Η λογοτεχνία που γράφεται σε τέτοιες περιόδους, που για κάποιες γωνιές του πλανήτη αποτελεί μια σχεδόν μόνιμη και καθημερινή συνθήκη, μια σταθερά, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Και η οξυδέρκεια του καλού γραφιά δεν αποτυπώνεται σε ζεύγη μηδέν και ένα, άσπρου και μαύρου, σωστού και λάθους, καλού και κακού, εχθρού και συμμάχου, αλλά διαθέτει μια πλούσια παλέτα αποχρώσεων. Αν κάποιος διαβάζοντας καλή λογοτεχνία όπως αυτή που γράφει ο Μααρούφ, και άρα πολιτική, έστω και αν δεν το φωνάζει, διακρίνει μια μονομέρεια ή μια ανάγκη για στράτευση τότε νιώθω πως έχω αρκετούς λόγους να αμφισβητώ τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνει την πραγματικότητα εξ αποστάσεως.

Εδώ, στα διηγήματα της συλλογής αυτής, δεν θα βρεθεί μια μονόπλευρη αποτύπωση. Ανάμεσα στο μηδέν και το ένα υπάρχει ένα άπειρο πλήθος αριθμών, άλλωστε. Η γενίκευση δεν είναι ποτέ καλός σύμμαχος, σίγουρα όχι ο καλύτερος. Όταν κάποιος ταυτίζει το ατομικό με την πολιτική εξουσία, τότε υπάρχει ζήτημα. Οι σημαίες ανεμίζουν από καιρό ταλαιπωρημένες από το αίμα με το οποίο έχουν λερωθεί. Ο Μααρούφ δεν επιθυμεί να σταθεί στη μια ή την άλλη πλευρά. Όσο σίγουρος είμαι πως η καταγωγή του θα οπλίσει με άρνηση (αν όχι με θυμό και με μίσος) μια μερίδα αναγνωστών, που ταυτίζουν τον παλαιστινιακό λαό με τη Χαμάς ή με μια γενίκευση περί Αράβων, άλλο τόσο σίγουρος είμαι πως τα διηγήματα αυτά θα βρεθούν στο στόχαστρο αναγνωστών φίλα προσκείμενων στο δίκαιο του αγώνα της Παλαιστίνης. Είναι ενδιαφέρον πως και οι δύο αυτές μερίδες αναγνωστών, άθελά τους και χωρίς να το αντιλαμβάνονται, θα μοιραστούν ένα κοινό έδαφος, εκείνο που για τους μεν πλεονάζει, για τους δε απουσιάζει.   

Ήδη από τα πρώτα διηγήματα της συλλογής, τα νήματα συγγένειας απλώθηκαν προς δύο σύγχρονες συλλογές διηγημάτων, παρότι είναι πιθανόν κανείς από τους συγγραφείς να μη γνωρίζει το έργο του άλλου. Αναφέρομαι στο Ανάσκελα της Ρίτα Μπουλγουίνκελ και το Δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι της Καταρίνα Μπέντιξεν. Το νήμα συγγένειας που αρχικά διαφάνηκε εξαιτίας της χρήσης του παράδοξου, έγινε εντονότερο με την (έντονη παρότι χωρίς κραυγές) πολιτική διάσταση και των τριών συλλογών. Και επειδή αναφέρθηκα στο παράδοξο, ας δώσω ένα παράδειγμα, την εναρκτήρια πρόταση του διηγήματος Ο ταυρομάχος: «Ο θείος μου πέθανε τρεις φορές σε μια εβδομάδα».

Η λοξή ματιά του συγγραφέα στην πραγματικότητα είναι το πλέον ευδιάκριτο νήμα που προσδίδει στη συλλογή αυτή την απαραίτητη συνοχή, την ώρα που τα διηγήματα, ανεξαρτήτως προτιμήσεων, στέκουν στο ίδιο επίπεδο ξεπερνώντας τον σκόπελο της άνισης συλλογής, των αδιάφορων διηγημάτων που απλώς τοποθετήθηκαν γύρω από κάποια πιο δυνατά και άξια έκδοσης. Αλλά και θεματικά υπάρχει μια σύνδεση, δεν αναφέρομαι απλώς στον χωροχρόνο, αλλά σε εκείνα τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που ομαδοποιούν τα διηγήματα. Το γέλιο που προκύπτει εδώ, δεν είναι πικρό, όπως συχνά συμβαίνει, δεν γεννά την ακόλουθη ενοχή στον αναγνώστη, αλλά περισσότερο σηματοδοτεί και αποτυπώνει ξεκάθαρα εκείνο που αναφέρθηκε παραπάνω: η ζωή συνεχίζεται. Όπως το χιούμορ, έτσι και η ζωή η ίδια κάποιες φορές, είναι όταν παρ' όλ' αυτά γελάς/ζεις.

Μια τελευταία παρατήρηση. Ξέρω τι σκέφτεστε αρκετοί από εσάς, το σκέφτομαι και εγώ: μήπως η κυκλοφορία βιβλίων όπως αυτό κρύβει μια διάθεση καιροσκοπισμού την ώρα που τα βλέμματα της παγκόσμιας κοινής γνώμης είναι στραμμένα προς εκείνη την περιοχή του πλανήτη; Διόλου παράλογη σκέψη, η έκδοση βιβλίων, άλλωστε, είναι (και) μια επιχειρηματική δραστηριότητα που σκοπό της έχει το κέρδος. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Μααρούφ, επιτρέψτε μου να πω: δεν είναι μια τέτοια περίπτωση αυτή. Η καλή λογοτεχνία είναι παντός καιρού.

Το Ανέκδοτα για τους ένοπλους και άλλα διηγήματα έφτασε ως τη μακρά λίστα του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ το 2019.

υγ. Περισσότερα για το Ανάσκελα θα βρείτε εδώ, για Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι εδώ, ενώ για το βιβλίο της Σίμπλι, Ασήμαντη λεπτομέρεια εδώ, για το Καιρός της Έρπενμπεκ εδώ.

Μετάφραση Πέρσα Κουμούτση
Εκδόσεις Χαραμάδα