Το Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Ποταμός), το πρώτο βιβλίο της γεννημένης το 1987 στη Γερμανία, Καταρίνα Φόλκμερ, που κυκλοφόρησε στα μέρη μας, γνώρισε μια σχετική εκδοτική επιτυχία μέσα από τον πλέον ασφαλή δρόμο, εκείνον της από στόμα σε στόμα διάδοσης. Δεν το έχω διαβάσει ακόμα. Από τις εκδόσεις Στερέωμα και σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη κυκλοφόρησε πρόσφατα το Wonderfuck με την ωραία διασκευή του αρχικού εξωφύλλου.
Περίμενα πως θα διαβάσω ένα κουήρ μυθιστόρημα. Δεν μπορώ με ακρίβεια να προσδιορίσω τις αξιώσεις που κάτι τέτοιο με γέμισε και με ώθησε τελικά στην ανάγνωση, περισσότερο μια αίσθηση ήταν παρά μια στέρεη πεποίθηση. Όσο η κουήρ λογοτεχνία καταλαμβάνει τον χώρο που της αναλογεί, τόσο οι απαιτήσεις από αυτήν μεγαλώνουν, στην αρχή το διαφορετικό ήταν αρκετό, η κυκλοφορία και μόνο βιβλίων έξω από τον κανόνα του προνομίου ήταν μια πράξη έως και πολιτική, πλέον όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό. Δεν αναφέρομαι μόνο στο τεχνικό κομμάτι, στον συνολικό μηχανισμό υποστήριξης της εκάστοτε ιστορίας, αλλά και στα συστατικά από τα οποία η ίδια η ιστορία αποτελείται, τις διαστάσεις και τα επίπεδα που θα της επιτρέπουν να απλώσει τα κλαδιά της σε μεγαλύτερη επιφάνεια.
Η Φόλκμερ επιστρατεύει έναν παντογνώστη αφηγητή για να μας εξιστορήσει μια μέρα από τη ζωή του Τζίμι, μια εργασιακή μέρα για την ακρίβεια, στο τηλεφωνικό κέντρο υποδοχής παραπόνων από πελάτες ενός ταξιδιωτικού πρακτορείου που για τον έναν ή τον άλλο λόγο, σοβαρό ή γελοίο, δεν νιώθουν ικανοποιημένοι από το επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών, κάτι άλλο πίστευαν πως είχαν πληρώσει. Ο Τζίμι γνωρίζει το προνόμιο του σε σχέση με τους συναδέλφους από το τμήμα πωλήσεων, εκείνος απλώς δέχεται κλήσεις, δεν ενοχλεί κανέναν επιχειρώντας να πουλήσει φανταχτερά και υπερκοστολογημένα πακέτα διακοπών. Κάτι είναι και αυτό.
Επαγγέλματα όπως αυτό της τηλεφωνικής εξυπηρέτησης βρίσκονται στον πυθμένα της εργασιακής πυραμίδας, υπάλληλοι που για τον έναν ή τον άλλον λόγο βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μια συνθήκη εντατικοποίησης και πρεσαρίσματος, με στόχους άπιαστους, να αποτελούν το πρόσωπο της εταιρείας απέναντι στους πελάτες, υποχρεωμένοι να δικαιολογήσουν, να καθησυχάσουν, να απορροφήσουν την οργή και τον θυμό του πελάτη που νιώθει εξαπατημένος, ο τελευταίος τροχός της άμαξας, το εύκολο θύμα ώστε κάποιος να νιώσει αρκετά δυνατός, για μια φορά και εκείνος στη ζωή του, να καλέσει και να βάλει τις φωνές, να απειλήσει με το δώσε μου τον προϊστάμενο ή με μια κακή αξιολόγηση που σίγουρα θα οδηγήσει τον ανεπαρκή υπάλληλο πίσω στον πόλεμο της ανεργίας και της απόγνωσης.
Σε μια εποχή που τα ταξικά όρια διαρκώς διαφανοποιούνται για να εξαφανιστούν κάποια στιγμή οριστικά, ο Τζίμι και οι συνάδελφοί του αιωρούνται κάπου ανάμεσα στα χαμηλά στρώματα, παρότι οι ίδιοι ίσως και να το αρνούνται, η έλξη του να δηλώνεις μεσαία τάξη είναι άλλωστε τεράστια και γοητευτική, ακόμα και αν, συνήθως, η πεποίθηση αυτή είναι αίολη, ένα κατασκεύασμα οικονομικοπολιτικό, όπου η φτώχεια είναι η χειρότερη δυνατή ασθένεια, επιπλέον κολλητική.
Η επιλογή της Φόλκμερ να καταπιαστεί με το εργασιακό ωράριο μιας μέρας του Τζίμι αποδεικνύεται καθοριστική για τη συνολική λειτουργία της κατασκευής. Παρότι δεν απαιτείται ιδιαίτερη οξυδερκής ή πρωτότυπη σκέψη, η εργασιακή πραγματικότητα που καταλαμβάνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας της πλειοψηφίας των ατόμων δεν αποτυπώνεται λογοτεχνικά όσο της αναλογεί. Αυτή η επιλογή είναι που δίνει έναν έντονο και καθοριστικό ρεαλισμό, αλλά και αληθοφάνεια, στην ιστορία του Τζίμι, που μετακόμισε με τη μητέρα του από την Ιταλία στη Μεγάλη Βρετανία, αφήνοντας πίσω της μια ζωή, κυνηγώντας μια άλλη.
Η αποτύπωση του εργασιακού ζόφου επιτρέπει επιπλέον στον βαρυφορτωμένο με διάφορα προβλήματα Τζίμι να αναπνεύσει ως χαρακτήρας, να μην αποδειχτεί υπερβολικός, να μη γεννήσει στον αναγνώστη την αίσθηση πως εκβιάζεται συναισθηματικά, παγίδα πρόδηλη που ευτυχώς αποφεύγεται. Δίπλα του και πάνω του, συνάδελφοι και προϊστάμενοι, παρά τα όποια ψήγματα προνομίων, διαβιούν στις ίδιες συνθήκες, από απόσταση δεν μοιάζουν τόσο διαφορετικοί τελικά.
Η παράδοση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας, έχοντας περάσει από διάφορες φάσεις και εποχές, εδώ ανανεώνεται, δεν είναι παρωχημένη, αλλά (δυστυχώς) παρούσα και γνώριμη. Οι παθογένειες του σύγχρονου τρόπου ζωής, ακόμα και για εκείνους που με τίποτα δεν θα τον άλλαζαν με μια πρότερη εκδοχή του, είναι χειροπιαστές και συγκεκριμένες. Η συναισθηματική μοναξιά, το εργασιακό αδιέξοδο, οι οικογενειακές σχέσεις, η υποχρέωση στην προσωπική πλήρωση, βελτίωση και ευτυχία, μεταξύ άλλων, είναι εδώ, βασικά συστατικά της ύπαρξης, της σημερινής αγωνίας.
Και αν ο αφηγηματικός χρόνος είναι παροντικός και εντός εργασιακού ωραρίου, η Φόλκμερ με τρόπο λειτουργικό και σημαντικά υποστηρικτικό καταφεύγει στις αναλήψεις από το παρελθόν, συμπληρώνοντας τα κομμάτια του παζλ που το οκτάωρο αδυνατεί να φανερώσει. Αυτό το ανακάτεμα επιτείνει την αίσθηση χάους που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα, αυτή την διαρκώς άβολη συνθήκη, την έλλειψη της όποιας ηρεμίας, του χρόνο για μια ανάσα, για μια ψύχραιμη σκέψη που πιθανώς θα μπορούσε να αποδειχτεί σωτήρια για μια αλλαγή. Ασφυκτικό μα οικείο. Εκεί ρίχνει τη σπορά της η συγγραφέας, εκεί βλασταίνει και ανθίζει η ιστορία αυτή, στην ασφυξία.
Περίμενα πως θα διαβάσω ένα κουήρ μυθιστόρημα. Και από μια άποψη είναι κουήρ το μυθιστόρημα αυτό αφού ο Τζίμι είναι γκέι. Αλλά το Wonderfuck δεν εξαντλείται σε αυτό, δεν είναι μόνο αυτό, είναι η αποτύπωση της ζωής μας, ακόμα και αν κάποιοι με περισσή μα αστήρικτη μάλλον αυτοπεποίθηση σκεφτούν: τι σχέση έχω εγώ με κάποιον όπως ο Τζίμι; τυφλωμένοι από ένα τυχαίο και μόνο σε σύγκριση με κάποιον όπως ο Τζίμι προνόμιο. Το Wonderfuck σίγουρα δεν είναι κατάλληλο για αναγνώστες που επιθυμούν να διαβάσουν κάτι όμορφο (γενικά και αόριστα), να ξεφύγουν (από πού και από τι), να ταξιδέψουν (η πιο άθλια περιγραφή αναγνωστικής επιθυμίας), ούτε είναι κατάλληλο για εκείνους που λατρεύουν τη βεβαιότητα και τη γυρεύουν στο (λογοτεχνικό) παρελθόν. Το Wonderfuck είναι ένα μυθιστόρημα σημερινό, είναι ο βρώμικος ρεαλισμός παρά το γκλίτερ και το έντονο κραγιόν, είναι ο ρομαντισμός σε μια εποχή απομάγευσης των πάντων, είναι το τέλος του μήνα που σε βρίσκει χωρίς λεφτά και σε υποχρεώνει να ανέχεσαι πράγματα και συμπεριφορές που υπό άλλες συνθήκες θα σε είχαν οδηγήσει απλώς στην έξοδο με το μεσαίο δάκτυλο υψωμένο προς τα πίσω.
Το πρόβλημα του Τζίμι δεν είναι πως είναι γκέι. Το πρόβλημά του είναι πως είναι φτωχός και μόνος, πως ζει ακόμα με τη μητέρα του και σκέφτεται τον θάνατό της ως σωτηρία, πως έχει μια σκατοδουλειά και διόλου αυτοπεποίθηση πως κάτι τέτοιο δεν του αξίζει, πως κάτι καλύτερο μπορεί να παρουσιαστεί, πως δεν μπορεί καν να φανταστεί το μέλλον του, όχι με χρώματα τουλάχιστον.
Το Wonderfuck είναι τόσο ρεαλιστικό και σύγχρονο που οι κραυγές που το συνθέτουν δεν ακούγονται παράφωνες και ψεύτικες, εργαλεία άσκησης συναισθηματικής χειραγώγησης. Ο Τζίμι είναι αληθινός, τα προβλήματά του είναι αληθινά, η ζωή του είναι αληθινή, και οικεία, το είπαμε κιόλας αυτό. Η Φόλκμερ ωστόσο δεν καταθέτει απλώς μια σύγχρονη και ρεαλιστική λογοτεχνία χωρίς αξιώσεις λογοτεχνικές, δεν αρκείται στην ιστορία της, στο συναισθηματικό της εκτόπισμα, στη σχεδόν ντοκουμενταρίστικη αποτύπωση της εκεί έξω συνθήκης. Και είναι η δεξιοτεχνία της, που κυρίως φαίνεται στο πάντρεμα του τώρα με τις αναλήψεις του χτες, η οξυδερκής ματιά της στον κόσμο γύρω της, η καλή πρόζα, που, μεταξύ άλλων, γεννούν στον αναγνώστη αυτό το αντιστικτικό συναίσθημα πως διαβάζει για κάτι τρομακτικό λόγω του ρεαλισμού που του κόβει την ανάσα και τον ωθεί να αποστρέψει το βλέμμα και όμως, ταυτόχρονα, διαβάζει κάτι όμορφα και καλά γραμμένο που τον έλκει και τον «υποχρεώνει» να συνεχίσει.
Πρόσφατα διάβασα τα δύο βιβλία του Ντ. Χάντερ (Chav & Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας). Αν εκείνος μας μιλάει για τους αόρατους, η Φόλκμερ, έστω και χωρίς το αυτομυθοπλαστικό όχημα, μας μιλάει για ορατούς αόρατους, που το προνόμιο τους ελάχιστη ισχύ έχει.
Πέρα από κάθε προσδοκία υπήρξε η ανάγνωση αυτή. Σύντομα θα επιδιώξω να διαβάσω και το Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί.
υγ. Για τα βιβλία του Χάντερ, εδώ.