Γύρευα ένα πολυσέλιδο καταφύγιο από την άρρωστη πραγματικότητα. Πέρασα κάποια ώρα ξεφυλλίζοντας τα υποψήφια βιβλία, η επιλογή έπρεπε να είναι η κατάλληλη, ελάχιστο περιθώριο υπήρχε για λάθη. Στο μυθιστόρημα της Αβαλόνε στάθηκα λίγο παραπάνω· μάλιστα, ξεκίνησα να το διαβάζω χωρίς να έχω ολοκληρώσει επίσημα τις συνεντεύξεις –μετά από ώρες και με την αναπόφευκτη ενοχή, τακτοποίησα τα απορριφθέντα πίσω στο ράφι με τα προσεχώς. Πρώτα στάθηκα στο αόριστο άρθρο του τίτλου, στη συναισθηματική αντίστιξη που αυτό το μια γεννούσε δίπλα στη φιλία, αυτή η απόπειρα κατάλυσης της μοναδικότητάς της, της ρίψης της από τον θρόνο απ' όπου βασίλευε κάποτε, παλιά. Ύστερα ήταν η πρώτη λέξη: Μπολόνια· παρότι εγώ ακόμα επιμένω να τη γράφω με ωμέγα, άλλωστε, έτσι την έγραψα πρώτη φορά στην αίτηση, έτσι βρέθηκα εκεί, πάνε πολλά χρόνια, συγχωρέστε με.
Το Μια φιλία είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της τριαντατριάχρονης Ελίζα. Ζει στη Μπολώνια, παλεύει με τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που δίνει το πανεπιστήμιο και τον ρόλο του εξ ημισείας γονέα. Είναι 18 Δεκεμβρίου 2019, 2 η ώρα τη νύχτα, όταν αποφασίζει να επιστρέψει στην ημερολογιακή καταγραφή της ζωής της, συνήθεια που είχε από μικρή μα εγκατέλειψε όταν έπαψαν να είναι φίλες με τη Μπεατρίτσε. Γιατί με την Μπεατρίτσε υπήρξαν κάποτε φίλες, κολλητές. Σε εκείνη και μόνο απευθύνονται οι γραμμές αυτές, στη Μπεατρίτσε, που από μικρή ξεχώριζε, που κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο,
να γίνει πολυπόθητη ινφλουένσερ για κάθε διαφημιστή και κέντρο προσοχής για
ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, με κάθε ψηφιακή της παρουσία να γεννά
ένα τσουνάμι αντιδράσεων. Χωρίς την Ελίζα, όλα αυτά.
Η Αβαλόνε στήνει έξυπνα τον μηχανισμό που κινεί την αφήγηση. Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση στη Μπεατρίτσε δικαιολογεί όλα τα κενά, οι δυο τους, άλλωστε, τα γνωρίζουν όλα. Με διαρκείς αναλήψεις από το παρελθόν, η Ελίζα επανασυνθέτει την ιστορία των δυο τους, σε μια απόπειρα να καταλάβει, να δικαιολογήσει, να υπερασπιστεί, να κατηγορήσει, να θυμηθεί όλα όσα έλαβαν χώρα πριν από το εκκωφαντικής σιωπής κενό που μεσολάβησε όταν έπαψαν πια να είναι φίλες. Τα ερωτήματα που αναπόφευκτα γεννούνται στον αναγνώστη απαντώνται στην εξέλιξη της αφήγησης, όταν το παζλ υποδέχεται τα τελευταία κομμάτια του, ακόμα και το κυρίως ζητούμενο: τι είναι αυτό που πυροδότησε την ανάγκη της Ελίζα να επανέλθει στην ημερολογιακή καταγραφή της ζωής της;
Η συγγραφέας πετυχαίνει να προσδώσει το απαραίτητο συναισθηματικό φορτίο στην αφήγηση της Ελίζα. Αυτό το φορτίο αποτελεί τη ραχοκοκαλιά ολόκληρου του μυθιστορήματος, αυτό δικαιολογεί τον όγκο και το περιεχόμενο, την ανάγκη, εν τέλει, η ιστορία αυτή να ειπωθεί. Μια φωνή γεμάτη ειλικρινή πόνο για όσα πέρασαν και χάθηκαν, για τις δυνατότητες ευτυχίας που ξέφτισαν, για τις εναλλακτικές πραγματικότητες που πολιορκούν τον αγώνα για το σήμερα, για τον χρόνο που όλο τρέχει. Ωστόσο, η πειστικότητα της φωνής επιβάλλει και σε συναισθήματα πιο δεύτερα, λιγότερο ή καθόλου εκλεπτυσμένα, να μπλεχτούν στα κλαδιά της αφήγησης, συναισθήματα όπως ο φθόνος και η πίκρα δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν· το εγώ που γλύφει το τραύμα του, που αποδέχτηκε πως πόνεσε, που χρειάστηκε να βρει ψήγματα πίστης στον εαυτό, αν είναι να λέμε αλήθειες δηλαδή. Η Αβαλόνε ρίχνει αρκετή δόση πραγματικής ζωής στο καζάνι της ιδεατής εφηβικής φιλίας και καταφέρνει να φωτίσει επαρκώς μια σκοτεινή γωνιά της ενήλικης ζωής, την ανάγκη για μια εφηβικής έντασης φιλία.
Και αν ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης που βίωσα διαβάζοντας το μυθιστόρημα της, σχεδόν συνομήλικής μου, Αβαλόνε είχε να κάνει με τον τόπο, τη Μπολώνια δηλαδή, την πόλη εκείνη που ακόμα και ξεβράκωτος με ροζ μαλλί να κυκλοφορήσεις μέρα μεσημέρι ελάχιστοι θα στρέψουν το κεφάλι, την «κόκκινη» Μπολώνια με τις πλατείες της και το παρελθόν που τη βαραίνει, με τους φοιτητές και τους πύργους της, ετούτο από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό. Η οξυδερκής αποτύπωση του τόπου είναι ωστόσο μια βασική συνισταμένη της συγχρονίας, που αποτελεί ένα βασικό προσόν του μυθιστορήματος αυτού. Γεννημένη το '84, η Αβαλόνε έχει ζήσει τη μετάβαση στην ψηφιακή πραγματικότητα, τη ρομαντική αρχή και τη χαοτική εξέλιξη του διαδικτύου, το τέλος της αναλογικής εποχής. Και αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο μέσα από την επιτυχία της Μπεατρίτσε χάρη στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά αφήνει διακριτά σημάδια σε κάθε πτυχή της ζωής, επομένως και της αφήγησης.
Η λογοτεχνία είναι πανταχού παρούσα στο μυθιστόρημα αυτό. Η αγάπη γι' αυτή, η ανάγκη γι' αυτή, η επιστροφή πάντα σ' αυτή. Η ιταλική λογοτεχνία αλλά και η μεταφρασμένη, η παλιότερη αλλά και η νεότερη, η Έλσα Μοράντε αλλά και ο Φίλιπ Ροθ, και σίγουρα η Φεράντε, που έστρεψε και πάλι το βλέμμα προς την Ιταλία. Η σύγχρονη τάση στην αυτομυθοπλασία δεν θα μπορούσε να λείπει. Η Αβαλόνε κλείνει το μάτι στο autofiction, χρησιμοποιώντας ως δούρειο ίππο την Ελίζα. Επιλέγει μεν μια παραδοσιακή φόρμα αφήγησης, εκείνη της ημερολογιακής καταχώρησης, αλλά ταυτόχρονα οπλίζει το άλτερ έγκο της με τη φιλοδοξία πως όλες αυτές οι λέξεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα μυθιστόρημα. Ένα έξυπνο παιχνίδι ανάμεσα στο αληθινό και το μυθοπλαστικό, που καθρεφτίζει τον χώρο ανάμεσα στην ψηφιακή και αναλογική εκδοχή της ζωής, ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, ανάμεσα στο ειπωμένο και το ανείπωτο, επιχειρώντας να διερευνήσει στο ερώτημα για το αν η ζωή αποκτά υπόσταση αποκλειστικά και μόνο μέσα από την αφήγηση, αν απαιτείται η παρουσία ενός τρίτου, ενός αυτόπτη μάρτυρα στο δωμάτιο της ύπαρξης ή αν αλλιώς όλα είναι μάταια και χαμένα.
Χορταστικό μυθιστόρημα που επιβάλλει υψηλό αναγνωστικό ρυθμό χωρίς αυτό να βαίνει εις βάρος των ποιοτικών χαρακτηριστικών του. Φιλόδοξο, χωρίς να υποχωρεί υπό το βάρος αυτό, και καλογραμμένο. Το Μια φιλία υπήρξε το πολυσέλιδο καταφύγιο που είχα ανάγκη.
υγ. Μακάρι να συνεχιστεί και το '23 αυτό το σερί καλής ιταλικής λογοτεχνίας που ξεκίνησε το '22 και για το οποίο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.