Τι και αν οι φάροι συνεχώς αναβοσβήνουν; Ναυάγια ξεβράζουν τα κύματα, ανθρώπους και παλιοσίδερα.
«Όρθιος στο κατάστρωμα του φέρι ο Φουθ αδράχνει την κρύα κουπαστή με τα μαλακά του χέρια. Κάτω από το καινούργιο άνορακ ο άνεμος του ρίχνει αλύπητα γροθιές σ’ όλο του το σώμα, του ανακατώνει το αραιό πια μαλλί, του φέρνει δάκρυα στα μάτια. Τέτοιο καιρό καλοκαιριάτικα δεν τον περίμενε. Έχει να πατήσει το πόδι του σε φέρι από δώδεκα χρονών, από το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό μαζί με τον πατέρα το. Και τότε καλοκαίρι ήταν κι είχε τον ίδιο παλιόκαιρο, οπότε δε θα ‘πρεπε να εκπλήσσεται.»
Η Άλισον Μουρ μας συστήνει τον πρωταγωνιστή της ιστορία της από την πρώτη κιόλας αράδα, δίχως περιττές εισαγωγές, δίχως αναβολές. Είναι ο Φουθ που, στο σήκωμα της αυλαίας, στέκει μονάχος στο κατάστρωμα του φέρι. Κοιτάζει τα βρετανικά παράλια να σβήνουν καθώς το πλοίο ολοένα κερδίζει μίλια, απομακρύνεται από την υπό ανατροπή ζωή του, αναζητά την ανάσα που τόσο του έλειψε τις τελευταίες μέρες. Ο χωρισμός, αναμενόμενος μα αρκούντως σοκαριστικός. Στην επιστροφή, ένα καινούργιο διαμέρισμα θα τον περιμένει, γεμάτο κούτες προς τακτοποίηση, σύνθεση ετερόκλητων κομματιών, απομεινάρια χρόνιας συμβίωσης, ελλείψεις και μπαλώματα, μια καθημερινότητα διαφορετική, χωρίς εκείνη. Τώρα αναζητά τη φυγή, την προσωρινή αναστολή λειτουργίας. Απαραίτητη δειλία.
Το σχέδιο αποφυγής περιλαμβάνει μία βδομάδα πεζοπορία στη γερμανική ύπαιθρο. Άσκηση αυτοσυγκέντρωσης, κόπωση του σώματος, διοχέτευση της θλίψης και του εκνευρισμού, στόχος ανομολόγητος η ανασυγκρότηση. Σε μονοπάτια γνώριμα από παλιά, τότε που βάδισε, μικρό παιδί, στο πλευρό του πατέρα του, την τελευταία φορά που πήρε το φέρι.
Ο Φουθ δε διαθέτει τίποτα το ηρωικό, πρόκειται για ένα συνηθισμένο άνθρωπο που είδε τη ζωή του να ανατρέπεται. Είχε επενδύσει στη βεβαιότητα της μέσης ηλικίας, απόφαση φαινομενικά χαμηλού ρίσκου και ανεκτής απόδοσης· η εξαίρεση, όμως, είναι αυτή που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Τα σημάδια δεν έλειψαν, οι φάροι σήμαναν ξέρες. Ναυάγιο.
Συμβάν κομβικό που προσδίδει λογοτεχνικό ενδιαφέρον και ωθεί τη συγγραφέα να διηγηθεί την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Πιστή στη βρετανική λογοτεχνική παράδοση, του ήπιου και εσωτερικού ρυθμού, που προτιμά τον ψίθυρο από την κραυγή και το δάκρυ από το λυγμό, η Μουρ, αποδίδει το πορτραίτο του Φουθ, επιμένοντας στο παρελθόν, πατώντας στο παρόν και φοβούμενη το μέλλον. Λόγος λιτός που δεν απομακρύνει στιγμή το φως του προβολέα από τα πρόσωπα των χαρακτήρων, η αφηγήτρια, μια παρουσία διακριτική, υπηρετεί πιστά την ιστορία της.
Η μορφή της Βιρτζίνια Γουλφ παρούσα από τον τίτλο κιόλας, ευθεία παραπομπή σε ένα από τα μυθιστορήματά της - Στο Φάρο - που ακόμα ασκεί ισχυρή επίδραση στην αγγλοσαξονική και όχι μόνο γραμματεία. Η Μουρ νιώθει οικεία με τη λογοτεχνική κληρονομιά, δεν επιθυμεί να καινοτομήσει, δε διεκδικεί καν πρωτοτυπία στο θέμα της και εντάσσει δίχως ενοχή στερεότυπα στην ιστορία της. Ξέρει όμως να διηγηθεί και αυτό είναι το σημαντικό.
Info: Ο Φάρος εντάσσεται στη νεοσύστατη σειρά ξενόγλωσσης λογοτεχνίας των Εκδόσεων Ίκαρος που διακρίνεται, εκτός της αισθητικής της, για την επιλογή σπουδαίων μεταφραστών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αθηνάς Δημητριάδη. Ένα εγχείρημα τολμηρό σε περίοδο συρρίκνωσης της αγοράς του βιβλίου, μακάρι να βρει την ανταπόκριση που του πρέπει.
Εκδόσεις Ίκαρος
Με μια διαφορετική ματιά το είδα στη δική μουανάρτηση. Την καλησπέρα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπερίζω με τη σειρά μου. Όσο κι αν εκτιμώ την κρίση σου, φίλε No14me, μάλλον θα συμφωνήσω με την πρωλαλήσασα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαραθέτω εδώ και τη δική μου άποψη...
«…Και ο Φουθ κοίταζε τον φάρο και αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο – πώς γινόταν να υπάρχει αδιάλειπτη προειδοποίηση για τον κίνδυνο, να λαμβάνονται τόσες προφυλάξεις και παρ’ όλα αυτά να υπάρχουν τόσα ναυάγια.»
Η απάντηση είναι απλή: Πλανιόμαστε πως το φως του φάρου μάς προσκαλεί. Έτσι έπεσε στην παγίδα και ο Φουθ. Ο ήρωας της Άλισον Μουρ ταξιδεύει προς το «φως» (Hellhaus: σπίτι του φωτός) αναζητώντας καταφύγιο για να επουλώσει τις πληγές του, επιφανειακές και βαθύτερες. Επιχειρεί μια επιστροφή στην παιδική του ηλικία, καθώς επαναλαμβάνει το ίδιο ταξίδι που είχε κάνει χρόνια πριν με τον πατέρα του, με σκοπό να αποδράσει από τον πρόσφατο χωρισμό του με τη γυναίκα του και ίσως ακόμη να απαγκιστρωθεί από όσα τον βαραίνουν, κυρίως από την εγκατάλειψη της μητέρας του, κάτι που ποτέ δεν ξεπέρασε. Ίχνη από μυρουδιές και γεύσεις ξυπνούν θύμησες, συνδέουν γεγονότα και πρόσωπα λειτουργώντας ως σύμβολα, με κυρίαρχο το φάρο-άρωμα της μητέρας του που τον συντροφεύει πάντα, περισσότερο ως υποκατάστατο αυτού που κάποτε είχε και τώρα πια έχει χάσει παρά ως ενθύμιο.
Από την άλλη, η Έστερ παλεύει με τους δικούς της δαίμονες. Κι όταν το «φως του φάρου» φέρνει τον Φουθ στο δρόμο της, η τροπή που παίρνει η ιστορία είναι αναπόφευκτη.
Σ’ αυτή την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία η Άλισον Μουρ, φανερά επηρεασμένη από τη Βιρτζίνια Γουλφ, καταφέρνει με τη λιτότητα της πένας της να παρασύρει τον αναγνώστη ώστε να ακολουθήσει τον Φουθ στο ταξίδι του. Η ήπιων τόνων γραφή της προσδίδει μια αίσθηση ισορροπίας καθώς ακροβατούμε μεταξύ παρόντος και παρελθόντος (μακρινού και πρόσφατου), ενώ το πέπλο μυστηρίου που απλώνεται σε ολόκληρο το έργο δημιουργεί αγωνία και κάνει τον αναγνώστη να προσμένει κι εκείνος το «φως». Κατά τη γνώμη μου, ίσως η Μουρ να εστιάζει περισσότερο στο πώς φτάνει κανείς μέχρι το «φάρο» και όχι τόσο στο τι συμβαίνει αφότου καταφέρει να ακολουθήσει το φως και να φτάσει εκεί. Όπως και να ‘χει, μην ξεγελιέστε, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μια απλή ιστορία. Οι ήρωες μπορεί να φαντάζουν απόμακροι, αλλά είναι τόσο περίπλοκοι όσο κι εμείς.