Συζητούσα με έναν νεαρό πελάτη στη δουλειά γύρω από τα βιβλία της Κασκ. Δεν ξέρω, μου είπε, αν όντως μου αρέσει, θυμάμαι, ωστόσο, να διαβάζω την τριλογία της μαγνητισμένος. Συχνά οι άλλοι εκφράζουν με ακρίβεια, εν τη ρύμη του λόγου τους, πράγματα σκόρπια που για καιρό σκεφτόμαστε. Μαγνητισμένος, ναι, αυτή ήταν η ακριβής περιγραφή, αυτό και το αίτημα για την ανάγνωση που τώρα είχα ανάγκη. Είχα μόλις τελειώσει Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, ήθελα περισσότερο οξυγόνο, ήθελα όμως και να μείνω σε μια προσωπική γραφή. Έτσι τράβηξα το βιβλίο αυτό από τη στοίβα.
Συχνά ως κριτήριο κρίσης ενός βιβλίου διατυπώνεται το ερώτημα: τι θα θυμάσαι από αυτό σε λίγο καιρό; Δεν ξέρω, είναι η απάντηση. Νιώθω, επίσης, πως το ερώτημα αυτό είναι τεχνηέντως ύποπτο, αφού επιχειρεί να συνδέσει το αδάμαστο και ακατανόητο κτήνος της μνήμης στη διαμάχη με τη λήθη με την ποιοτική λογοτεχνία. Λίγα χρόνια πριν, το 2019, όταν διάβασα το Περίγραμμα της Κασκ, το πρώτο βιβλίο της που διάβαζα, μου άρεσε πολύ, παρότι δυσκολεύτηκα να διατυπώσω τα της ανάγνωσης με λέξεις από τη φαρέτρα της εμπειρίας, έμοιαζε με ένα βιβλίο αυτοβιογραφικής φύσης, αλλά ταυτόχρονα ήταν, ένιωθα πως ήταν, αρκετά διαφορετικό. Ο Κώστας Καλτσάς, στο επίμετρο της έκδοσης, αναφέρθηκε στο γελάκι που θα σχηματιζόταν στα χείλη του Μαρσέλ Προυστ αν μας άκουγε να μιλάμε για αυτομυθοπλασία, δεν είχε άδικο στη βάση του σκεπτικού, ωστόσο, θα επιμείνω, αυτό εδώ ήταν κάτι το διαφορετικό.
Από τότε κύλησε νερό στον μύλο της αυτομυθοπλασίας, η Ανί Ερνό πήρε νόμπελ, οι παρουσιάσεις του Εντουάρ Λουί είναι ασφυκτικά γεμάτες, οι προπαραγγελίες για το καινούργιο βιβλίο του Όσεαν Βουονγκ προκαλούν ίλιγγο. Αυτό το φρέσκο που αρχικά αρκούσε για να προκαλέσει αναγνωστική ευδαιμονία, η παιγνιώδης εμπλοκή του γράφοντος προσώπου ως ανώνυμο πρόσωπο της πλοκής, αυτή η ιδιότυπη παρατήρηση του εαυτού, με τον καιρό δεν είναι από μόνα τους αρκετά. Κάθε τι, λένε οι Ισπανοί, πέφτει από το ίδιο του βάρος. Πολύ σοφά μιλάνε. Συνεχίζω να δοκιμάζω αναγνώσεις αυτού του ύφους, κάποιες τις απολαμβάνω λιγότερο και κάποιες περισσότερο, δεν είναι παράξενο αυτό, κάθε άλλο.
Συχνά πυκνά αναρωτιέμαι, ωστόσο, γιατί με έλκει αυτή η lo-fi και ήπια λογοτεχνία, προερχόμενη κυρίως από θηλυκότητες, γιατί λειτουργεί με τον τρόπο της καταπραϋντικά μέσα μου. Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε ένας πολύ καλός δίσκος, η Ακίδα του Τσόλιμον. Είχα πολύ καιρό να απολαύσω έναν εγχώριο δίσκο από την αρχή ως το τέλος, και ακόμα περισσότερο να νιώσω πως οι στίχοι δεν είναι ενοχλητικοί και επιζήμιοι για την ακουστική εμπειρία, κάθε άλλο. Στο τραγούδι Δεν με νοιάζει, που μόνο και ως τίτλος είναι σημαντικό για μένα σε διάφορα επίπεδα, λέει: Και όμως κάθομαι και διαβάζω/ Και αναρωτιέμαι γιατί το κάνω/ Ενώ θα μπορούσα απλώς να αράζω/ Βλέπεις, είναι η τρικυμία μου/ Που γαληνεύει μονάχα/ Χαρτογραφώντας την ανθρώπινη/ Εμπειρία μου. Σε αυτή τη συστάδα στίχων διέκρινα την απάντηση που γύρευα στα παραπάνω ερωτήματα.
Καλώς ή κακώς, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, ζούμε τον θρίαμβο (πανωλεθρία αν προτιμάτε) της ιδιωτείας και διαμέσου αυτής καλούμαστε να πλοηγηθούμε στη συντριπτική επικράτεια του επί της γης περάσματός μας. Η ανάγνωση για μένα είναι ίσως το κύριο κανάλι μέσω του οποίου «η τρικυμία μου γαληνεύει μονάχα χαρτογραφώντας την ανθρώπινη εμπειρία μου». Δεν αναφέρομαι, καθόλου όμως, σε κάποιου είδους ταύτιση, σε μια λογοτεχνία γεμάτη από ήρωες και αντίστοιχης ποιότητας πράξεις. Ούτε η ανάγκη για μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα, ούτε η ο διαρκής έλεγχος για την πιστότητα των γεγονότων. Δεν συμβαίνει αυτό εδώ. Άλλωστε η εκ των υστέρων αφήγηση, όσο ακριβής και αν θεωρούμε πως είναι, δεν παύει να είναι μια μυθοπλαστική σύνθεση έντονα υποκειμενική, συχνά παραπλανητική και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του γράφοντος υποκειμένου, μια εκ των υστέρων ιδιότυπη όσμωση. Η αναμέτρηση με τον κόσμο, το άθροισμα των προνομίων, των δυσκολιών, των τυχαιοτήτων, της διαφορετικότητας, των αντιφάσεων, της ματαιότητας ή της σκοπιμότητας, των μονόδρομων ή των εναλλακτικών διαδρομών, η αγωνία και η ανάγκη για αφήγηση, η ανάγκη κυρίως για μια αργή κίνηση και παρατήρηση, για μια στιγμή ησυχίας εν μέσω μιας διαρκής καταιγίδας, όλα αυτά και άλλα τόσα ίσως, συνθέτουν τη λογοτεχνία αυτή για την οποία μιλώ, καθιστώντας την με τον τρόπο τους σημαντική για μένα. Στις πηγές της λογοτεχνίας αυτής, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του λογοτεχνικού παρελθόντος, θα διέκρινα τη Βιρτζίνια Γουλφ.
Το Περί γάμου και χωρισμού κυκλοφόρησε το 2012, η τριλογία (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος) ακολούθησε ανά δύο χρόνια, αρχής γενομένης το 2014. Θέτω την ημερολογιακή διαδοχή αυτών των τεσσάρων βιβλίων της Κασκ, γιατί ένιωσα πως η τριλογία, που ορθώς έγινε δεκτή ως μυθοπλασία, ως αυτομυθοπλασία έστω, πήγασε από το βιβλίο εκείνο, το οποίο, ίσως επειδή προηγήθηκε του όρου αυτομυθοπλασία, εντάχθηκε στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία. Έχει και αυτό το επιπρόσθετο ενδιαφέρον η ανάγνωση αυτών των τεσσάρων βιβλίων, η απόπειρα να διακρίνει κανείς τα όρια και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους. Αν κάποιος περιμένει μια τυπική αυτοβιογραφική εξιστόρηση του τέλους ενός γάμου, τότε μάλλον θα απογοητευτεί, αν γυρεύει συμβουλές και βοήθεια, τότε είναι που θα απογοητευτεί στα σίγουρα, αν όμως κάποιος αναγνώστης της τριλογίας θεωρήσει πως το συγκεκριμένο δεν τον ενδιαφέρει, τότε μάλλον θα χάσει ένα βιβλίο του γούστου του.
Ποιος θα διάβαζε την ιστορία μιας ξένης γυναίκας σχετικά με τον γάμο ή το διαζύγιο της; Κανείς, έστω ελάχιστοι. Εδώ καλά καλά δεν έχουμε την υπομονή και τη διάθεση να ακούσουμε μια ακόμα τέτοια ιστορία από κοντινούς μας ανθρώπους. Αφού παραπάνω περιέγραψα πως το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι δοκίμιο, ούτε καν αυτοδοκίμιο, όχι με τον τρόπο που Οι αργοναύτες της Νέλσον είναι, τότε εκείνο το μοναδικό στο οποίο μπορεί να ποντάρει τις προσδοκίες του ένας υποψήφιος αναγνώστης άλλο δεν είναι παρά η λογοτεχνική αξία της αφήγησης της Κασκ.
Και η Κασκ είναι μια δεινή αφηγήτρια, παρότι καταφεύγει στον γνώριμο και βιωμένο ταμιευτήρα για να αντλήσει πρόσωπα και γεγονότα. Κάθε παράγραφος, κάθε μικρό θραύσμα υποϊστορίας εκκινεί με μια απλή εισαγωγική φράση, όπως για παράδειγμα: Κάθε εβδομάδα οδηγώ επί τρία τέταρτα κατά μήκος της ακτής για να συναντήσω τον Ψ./ Συναντιέμαι με την πιο παλιά μου φίλη -την Τ.- για ένα ποτό./ Φεύγω για μερικές μέρες με τα παιδιά και όταν επιστρέφω με επισκέπτεται η γειτόνισσα. Μιλώντας για ανθρώπινη εμπειρία και έχοντας ξεκαθαρίσει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια δοκιμιακή γραφή ή ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας θα συμφωνούσαμε θεωρώ πως το κρίσιμο είναι η αληθοφάνεια. Προσοχή, προσοχή. Δεν αναφέρομαι στα γεγονότα ή τα πρόσωπα, άλλωστε η αυτομυθοπλασία διαθέτει αυτή την ελάχιστη μεμβράνη που στέκεται ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο συνθετικό. Αν κάποιος δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτή τη σύμβαση, τότε μάλλον το υποείδος αυτό δεν είναι του γούστου του.
Η Κασκ είναι μια δεινή αφηγήτρια γιατί η πρόζα της έχει κάτι το πειστικό και ταυτόχρονα χειρουργικό, έτσι όπως ανασύρει, συνθέτει, συνδυάζει, επεξεργάζεται και αφήνει στο χαρτί ένα πυκνό υλικό καταγραφής και επεξεργασίας της δικής της ανθρώπινης εμπειρίας. Και αυτό δίνει λογοτεχνική υπηκοότητα στο αποτέλεσμα, την ώρα που του αφαιρείται η αντίστοιχη δοκιμιακή. Έχουμε έναν δέκτη με πολλά κανάλια, με διάφορα επίπεδα καταγραφής της καθημερινής εμπειρίας και έναν μίκτη επεξεργασίας των δεδομένων πριν από την έξοδο στα ηχεία. Είναι ο τρόπος με τον οποίο συνθέτει το βίωμα αυτό που ταυτόχρονα ενισχύει αλλά και υπονομεύει το αληθοφανές του τελικού αποτελέσματος, αυτό που το καθιστά, κατά τη γνώμη μου, μυθοπλασία, με μια πύκνωση που ίσως δεν διακρίνεται σε μια επιφανειακή και γρήγορη ανάγνωση. Μου έχει κολλήσει μια παρομοίωση: Ο τρόπος της Κασκ, της καλής αυτομυθοπλασίας εν γένει, είναι σαν κάποιος να περιγράφει τα δόντια του, τη μασητική εμπειρία, ένα κομματάκι κρέας που σκάλωσε και η οδοντογλυφίδα δεν τα κατάφερνε, ένα ελάχιστο φύλλο μαρουλιού κολλημένο ανάμεσα στα μπροστινά δόντια, τις επώδυνες επισκέψεις στον οδοντίατρο κτλ κτλ και όσο διαβάζεις αυτό το μάλλον αδιάφορο άθροισμα από οδοντικές εμπειρίες, ξαφνικά και αδιόρατα εμφανίζονται πυκνές ρίζες, κρυφές κύστες που δεν προειδοποιούν δια του πόνου, και φτάνει ίσως μέχρι το πρώτο ξέσκισμα του ούλου για την κάθοδο του πρώτου νεογιλού δοντιού και του μη κατανοητού και αβάσταχτου πόνου χωμένου βαθιά στη ντουλάπα της ζωής πριν τη μνήμη. Και καθόλου δεν θα βοηθήσει η οδοντική εμπειρία κάποιου, ακόμα και αν είναι ο πλέον επιμελής φροντιστής.
Η γραφή της Κασκ με μαγνητίζει.
υγ. Σύνδεσμος για την Ακίδα του Τσόλιμον εδώ. Για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα εδώ. Οι αργοναύτες της Νέλσον εδώ. Για τα υπόλοιπα έργα της Κασκ εδώ.