Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Συγγραφέας στα κρυφά - Σταύρος Κρητιώτης

Σ' αυτή την ψηφιακή γωνιά έχω αρκετές φορές ασχοληθεί με το έργο του Σταύρου Κρητιώτη, της κύριας περσόνας ενός συνόλου από ετερώνυμους, ενός υποκειμένου γραφής που, ιδίως σε μια εποχή εξωφρενικής φανέρωσης, ακολουθεί ένα μονοπάτι μοναχικό και σκοτεινό και το μόνο βήμα αποκάλυψης είναι η συμπερίληψη πλέον της πλήρους εργογραφίας του στις πληροφορίες κάθε νέας έκδοσης, της τεράστιας και πολυποίκιλης εργογραφίας του, εκεί που το παιγνιώδες αποτελεί κύρια και πρωταρχικά καταστατική επιλογή. Όλα ξεκίνησαν με το Μηνολόγιο ενός απόντος, ένα από τα πλέον αγαπημένα μου βιβλία εγχώριας προέλευσης και εξελίχθηκε σ' ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης.

Η προσήλωση στο παιχνίδι αυτό είναι για μένα κύρια λογοτεχνική. Έχω πει ξανά πως αν ένα πράγμα μπορεί η λογοτεχνία να προσφέρει στον συστηματικό αναγνώστη είναι η εκμηδένιση της διάθεσης για κουτσομπολιό, η εξύψωση του πήχη, αφού δύσκολα, αν όχι αδύνατα, θα ακούσει κάποιος στην καθημερινότητά του κάτι τόσο εξόχως ενδιαφέρον που να μην το έχει συναντήσει στη λογοτεχνία τερατωδώς πολυπλοκότερο και τραβηγμένο. Ποιος είναι ο Σταύρος Κρητιώτης, μπορεί να είναι ένα ερώτημα, ποιος/ποια κρύβεται πίσω από αυτό το ψευδώνυμο, το κύριο ανάμεσα σε τόσα ακόμα, ερώτημα που εμένα μου φαίνεται αδιάφορο, ίσως, ακόμα ακόμα, και απομαγευτικό, όπως συμβαίνει όταν ένας ταχυδακτυλουργός αποκαλύπτει τον μηχανισμό εξαπάτησης, όταν η μαγεία γίνεται επίμονη τεχνική προσήλωση.

Όσα ξέρω για τον Κρητιώτη, και των συν αυτώ, συνθέτουν ένα υποκείμενο, χωρίς βιογραφικά και οπτικά στοιχεία, που αγαπά τη λογοτεχνία, ίσως το ρήμα αγαπώ να μην είναι αρκετό, που ρίχνεται στη θάλασσα του παιγνιώδους με όρους αντιμετώπισης του παιχνιδιού από τα παιδιά, με την ύψιστη δηλαδή αφοσίωση και σοβαρότητα, που κινείται ανάμεσα στην έρευνα και την απόλαυση της λογοτεχνίας, που ενσωματώνει σ' αυτήν την καταστατική απόφαση να παραμείνει στο σκοτάδι. Αυτή η αγάπη και η προσήλωση στη λογοτεχνία, πρώτα, αλλά και ο τρόπος, η ικανότητα, επιμονή και εμμονή με την οποία την παράγει, είναι αυτό που με έλκει, που κάθε φορά στη θέα ενός επόμενου βιβλίου με τραβάει κοντά του. Είναι αυτή η σοβαροφάνεια που γεννά το ποικίλο ρήγμα στον εαυτό της, η στράτευση στην ανωνυμία που οδηγεί στην ενσωμάτωση, σε κάθε έργο του, μιας τουλάχιστον ακόμα ψηφίδας στην εικόνα από πυκνά πίξελ.

Κάποτε, σε μια πιο αθώα εποχή, αθώα με θέση παρατήρησης το σήμερα, οι ερασιτέχνες ή οι εν κρυπτώ επαγγελματίες, πίσω από ένα ψευδώνυμο, διάβαζαν και αποτιμούσαν, καθένας με τη δική του ατζέντα τη λογοτεχνική παραγωγή. Ισχυρίζονται κάποιοι πως τότε υπήρχε το περιθώριο για ειλικρίνεια χωρίς να σπάνε τα αυγά των δημοσίων σχέσεων. Το φανέρωμα, αναπόσπαστο μέρος της επικράτησης της ιδιωτείας και του εαυτού, να εγώ είμαι αυτός που γράφει και διαβάζει, θαυμάστε με, ίσως να στρογγύλεψε κάπως τις γωνίες, μπορεί και να έχουν δίκιο όσοι το πρεσβεύουν αυτό ως θέση. Αυτή όμως είναι μια άλλη κουβέντα. Στη λογοτεχνία, λίγα είναι τα παραδείγματα της εν κρυπτώ γραφής, ο Πεσσόα, ο πλέον διάσημος απατεώνας, ο Τόμας Πίντσον, επίσης, η Φεράντε, αλλά, ας μην ξεχνάμε και τις γυναίκες που κρύφτηκαν πίσω από ένα αντρικό ονοματεπώνυμο γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, και ας αφήσουμε τη λίστα ανοιχτή για όσους δεν γνωρίζουμε, συγγραφείς που πονοκεφαλιάζουν τα τμήματα πώλησης και μάρκετινγκ των εκδοτικών οίκων, είπαμε, σε μια εποχή πλήρους διαφάνειας (και) στη λογοτεχνία.

Στο Συγγραφέας στα κρυφά, ο Κρητιώτης, μέσω ενός πρωτοπρόσωπου συγγραφέα/αφηγητή, που είδε το βιβλίο του να εκδίδεται χωρίς τη συναίνεσή του, με όνομα συγγραφέα όχι το δικό του, αφηγείται αυτή την ιστορία, την απόπειρα να δικαιωθεί και να του αποδοθεί το πνευματικό του παιδί. Ανέφερα παραπάνω πως η σοβαροφάνεια γεννά το ποικίλο ρήγμα στον εαυτό της: ο συγγραφέας/αφηγητής που συνήθιζε να εξαπατά υπογράφοντας με ψευδώνυμα τα έργα του, κάποια από αυτά πραγματικών προσώπων, όπως η γειτόνισσά του, που έβαζε εν γνώσει ή μη φίλους του να υπογράφουν συμβόλαια με εκδοτικούς οίκους αντί αυτού, τώρα έρχεται να λουστεί όσα εκείνος πρώτα έβρεξε, το βιβλίο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, χωρίς το όνομά του. Ο Κρητιώτης στήνει ένα πανηγύρι γύρω από την εγχώρια εκδοτική πραγματικότητα με πρώτο νούμερο προς τέρψη του πλήθους τον ίδιο του τον εαυτό, ακολούθως τον εκδότη των εκδόσεων «Ουδείς ενδιαφέρθηκε» και τον μηχανισμό αυτοεκδόσεων που ιδιαιτέρως ανθίζει, τα λογοτεχνικά περιοδικά, που είναι υπό εξαφάνιση, τη σοβαροφάνεια, το περίκλειστο κύκλωμα ενδιαφέροντος που διόλου δεν περιλαμβάνει το κύριο μέρος της κοινωνίας κτλ κτλ.

Παιγνιώδης και αιχμηρός, χωρίς, επαναλαμβάνω να βγάζει την ουρά του απέξω, ο Κρητιώτης συμβάλλει σε μια λογοτεχνία που η μόδα και η ζήτηση έχουν αναμφίβολα επηρεάσει αρνητικά, εκείνη που αφορά τα βιβλία γύρω από βιβλία, συγγραφείς, βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους αλλά και αναγνώστες, μια ειδικού και στενού ενδιαφέροντος λογοτεχνία, που πλέον, με τρόπο διαφορετικό φιγουράρει στα ευπώλητα περισσότερο ως αυτοβοήθεια και λιγότερο ή καθόλου ως καλή λογοτεχνία. Το όνομα του εκδοτικού οίκου που οικειοποιήθηκε το γραπτό τού συγγραφέα/αφηγητή, θα μπορούσε άνετα και χωρίς δεύτερη σκέψη να τιτλοφορεί το μεγαλύτερο μέρος της εκδοτικής παραγωγής. Η λογοτεχνία, εσωστρεφής εκ φύσεως, εξαιτίας του περιορισμένου βεληνεκούς ενδιαφέροντος, αποτυπώνει ως συνθήκη την ευρύτερη διαμορφωθείσα πραγματικότητα, εκεί που η ατομικότητα αποθεώνεται, καθένας μπορεί να συμμετάσχει στον δημόσιο λόγο, να μιλήσει για το τι έφαγε και να αποφανθεί για τα ψευδοδιλήμματα της καθημερινότητας, αλλά ουδείς ενδιαφέρεται πέρα από το υποκείμενο, που κυνηγά ή πιστεύει πως τον κυνηγούν ανεμόμυλοι, έτσι και ο συγγραφέας/αφηγητής που μόνος του όρισε τους δικούς του κανόνες, είδε τα βιβλία του μόνο μέσω σκανδάλων να έχουν μια προσωρινή επιτυχία, όσα δηλαδή δεν μούχλιασαν, αν όντως πότε τυπώθηκαν, στις αποθήκες του ενός ή του άλλου εκδοτικού οίκου.

Ο Κρητιώτης δεν παίρνει στα σοβαρά των ήρωά του, ήρωας αλήθεια γιατί, εξαιτίας ποιας ηρωικής πράξης άραγε, και μην παίρνοντάς τον στα σοβαρά πετυχαίνει να μιλήσει με σοβαρότητα για την εκδοτική πραγματικότητα, όχι από θέση υψηλή αλλά μέσα από τον βούρκο που περιγράφει, πώς το έλεγε ένα παλιό περιοδικό: πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε· έτσι και εδώ. Απολαυστικό, αν και σε σημεία αναπόφευκτα υπερβολικό, το Συγγραφέας στα κρυφά, ικανοποιεί τον αναγνώστη που γνωρίζει τον Κρητιώτη και το έργο του, εισάγει, ωστόσο, περίφημα και τον νεοσύλλεκτο. Πίσω από το βιτριολικό modus vivendi της εκδοτικής πραγματικότητας, ένα τεράστιο υπαρξιακό ερώτημα, έμπλεο ματαιότητας, αναδύεται: γιατί γράφουμε; Μην παίρνοντας τον ήρωά του στα σοβαρά, ο Κρητιώτης καταφέρνει κάτι, ίσως δευτερεύον στον αρχικό σχεδιασμό και στόχευση, να μην τον ρεζιλέψει, να μην τον καταστήσει καρικατούρα, να μην τον ρίξει στην πυρά με τα χάχανα στον κύκλο γύρω της, αλλά να προκαλέσει και μια ενσυναίσθηση, κυρίως σε εκείνους που βασανίζονται με τη γραφή, χωρίς αυτό κανέναν να μην ενδιαφέρει, ούτε καν τους κοντινούς του ανθρώπους, πόσο μάλλον τους άσχετους, και όμως εκείνος να επιμένει, να καταστρώνει φανταστικές εκστρατείες, να σκιαγραφεί εχθρούς και θαυμαστές, οι πρώτοι συντριπτικά περισσότεροι βέβαια, να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην αυτοεικόνα του που με τόσο κόπο και μεράκι κατασκεύασε, και το έργο του προέκταση αυτής είναι, αλλά είπαμε: «Ουδείς ενδιαφέρθηκε».

υγ.ια τα προηγούμενα έργα του Κρητιώτη: Το μηνολόγιο ενός απόντος (εδώ), Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης (εδώ), Η κατασκευή μιας υστεροφημίας (εδώ), ως Αρίστη Προυσσιώτη Το θρόισμα των εκδοχών (εδώ), Ο Χειραγωγός (εδώ).

Εκδόσεις Τόπος

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Η Παραβολή του Σπορέα - Octavia Butler

Όταν, πέντε χρόνια πριν, κυκλοφορούσε το Εξ αίματος της Οκτάβια Μπάτλερ, για πρώτη φορά στα ελληνικά, δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο πολύ θα μου άρεσε. Εκείνοι που γνώριζαν το έργο της ήταν σίγουροι, οι εκδόσεις Αίολος πάντοτε είναι εγγύηση, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την επιστημονική φαντασία, είχα κάποιες προσδοκίες, λοιπόν, δεν ήξερα όμως τι με περίμενε. Ύστερα ήρθε η ανάγνωση και το σοκ ήταν εφάμιλλο της πρώτης πρώτης εμπειρίας με το έργο της Λε Γκεν, αντιλαμβάνεστε για τι ύψη κάνω λόγο.

Διόλου τυχαία δεν αναφέρομαι στη σπουδαία Λε Γκεν. Είναι το είδος της πολιτικής, κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής επιστημονικής φαντασίας που με συναρπάζει, και ας με αφήνει με το στομάχι σε άσχημη κατάσταση, σε απαραίτητο συνδυασμό με τη λογοτεχνική αρτιότητα, σύμφωνη πάντα με τα ειδολογικά χαρακτηριστικά εντός του οποίου χτίζονται οι φανταστικοί, αλλά αναλογικά αναγνωρίσιμοι κόσμοι στους οποίους διαδραματίζεται η πλοκή. Στο βιβλίο αυτό, η εκλεκτική συγγένεια μεταξύ των δύο αποκαλύφθηκε.

Η Παραβολή του Σπορέα, μυθιστόρημα γραμμένο το 1993, διαδραματίζεται το 2024, σε ένα εγγύς μέλλον, για μας παρόν, στο οποίο η κοινωνική, οικονομική και πολιτική αποσάθρωση στη Βόρεια Αμερική είναι συντριπτική. Μικρές εστίες κοινοτήτων επιχειρούν να διαφυλάξουν τα ελάχιστα που έχουν στη διάθεσή τους από ομάδες ατόμων σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, δομές και υπηρεσίες δεν υπάρχουν, η αυτοοργάνωση είναι η μόνο δίοδος, ενώ είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς μια δουλειά και να πληρώνεται με χρήματα. Αντίθετα με την πλειοψηφία των λογοτεχνικών, και όχι μόνο, έργων που διαπραγματεύονται μια μελλοντική δυστοπία, εδώ δεν αφήνεται να υπονοηθεί κάποια καταστροφή, κάποιος ιός, για παράδειγμα, η οποία να ευθύνεται, αλλά είναι ξεκάθαρο, γεγονός που καθιστά το μυθιστόρημα άκρως πολιτικό, πως η μελλοντική εκείνη συνθήκη είναι απλή εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου διαχείρισης.

Όταν η Μπάτλερ έγραφε το βιβλίο αυτό, τη δεκαετία του '90, η πλειοψηφία των συστημικών διανοούμενων έβλεπε μια ανοιχτή λεωφόρο αέναης ανάπτυξης να απλώνεται στα πόδια της ανθρωπότητας, κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον γαλανό ουρανό, ούτε καν αυτός δεν αποτελούσε όριο, η φιλοδοξία έφτανε μέχρι τον εποικισμό σε άλλους πλανήτες, ακόμα και στην οριστική νίκη επί του θανάτου. Ελάχιστοι, με την ταμπέλα του γραφικού ή του καταστροφολόγου, του αρνητή της προόδου ή του συντηρητικού, περιθωριακοί και υπόγειοι, μιλούσαν και προειδοποιούσαν για την άσχημη τροχιά. Εδώ είναι που κάποιοι θα κοτσάρουν το επίθετο προφητικός για βιβλία και συγγραφείς, το πλέον αταίριαστο και διόλου επιθυμητό επίθετο. Κάποιοι είδαν και με τον τρόπο τους μίλησαν, δεν ήθελαν να αποδειχτούν σωστοί, αλλά να πέσουν έξω, η αρτιότητα των βιβλίων τους να είναι αμιγώς λογοτεχνική, ακόμα και αφελής, ένα παραμύθι και τίποτα άλλο. Η ανθρωπινότητα στην τέχνη είναι κάτι που συχνά παραμερίζεται, όλα, εδώ και χρόνια, είναι θέμα αριθμών και ποσοτικών αποτυπώσεων.

Η δεκαοχτάχρονη Λόρεν, κόρη ενός μαύρου πάστορα, γεννημένη μ' ένα σύνδρομο υπερευαισθησίας, καταγράφει στο ημερολόγιο της την καθημερινότητα στην κοινότητα αυτή. Όταν η οικογένειά της χαθεί, δεν έχει άλλη επιλογή από το να πάρει τον δρόμο προς τον Βορρά, προς αναζήτηση ενός καταφυγίου που θα της επιτρέψει να επιβιώσει.

Δεν ήταν απαραίτητο για την Μπάτλερ να ταξιδέψει τριάντα χρόνια αργότερα ώστε να βρει τις ζοφερές συνθήκες που θέτουν τη ζωή ενός ατόμου σε διαρκή απειλή και που το αναγκάζουν να αναζητήσει μακριά από τη γη του την ελπίδα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια τέτοια περίπτωση. Η απόφασή της, ωστόσο, έρχεται έγκαιρα και με οξυδέρκεια να διακρίνει την άβυσσο επί της οποίας κρέμεται από μια ελάχιστη ίνα κλωστής το πλέον δυνατό κράτος του κόσμου, μια αιώρηση που απειλεί τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων, ασχέτως φύλου, φυλής ή και τάξης ως ένα βαθμό. Η Παραβολή του Σπορέα, αντίθετα με το Εξ αίματος, δεν περιορίζεται στα δεινά των αφροαμερικανών και στις ιδιαιτερότητες της αφροαμερικανικής κοινότητας, αλλά ανοίγει τη βεντάλια και συμπεριλαμβάνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού που σταδιακά απολύει τα όποια προνόμια διέθετε.

Οι σύγχρονοι δούλοι δεν αμοίβονται με χρήματα αλλά με κουπόνια τα οποία χρησιμοποιούν για τα απαραίτητα που τα αγοράζουν από τους εργοδότες τους, ένας φαύλος κύκλος χρέους που τους κρατά εγκλωβισμένους, χωρίς αλυσίδες και μαστίγια, καταφεύγουν και παραμένουν σε πόλεις ιδιωτικές, με ιδιωτικό στρατό και οικονομία, χωρίς πραγματικά να έχουν κάποια καλύτερη προοπτική, όχι βιώσιμη τέλος πάντων. Συχνά πυκνά, στην απέναντι ακτή από τους «προφητικούς» στέκουν εκείνοι με τον μεγεθυντικό φακό γυρεύουν αντιστοιχίες μία προς μία, για να καταλήξουν στην αφέλεια και την κινδυνολογία του ενός ή του άλλου έργου, αρνούμενοι να διακρίνουν τις αναλογίες, μ' ένα βλέμμα κοντόφθαλμο. Βάζουν τελεία στο τα πράγματα πάνε καλύτερα. Θέση που σε γενικές γραμμές έχει σπόρους αλήθειας. Η ζωή των μαύρων για παράδειγμα, ποιος δεν θα έλεγε πως έχει βελτιωθεί μέσα στα χρόνια; Βάζουν ωστόσο τελεία πριν εξετάσουν αν αυτή η κατά τα φαινόμενα βελτίωση οδηγεί προς μια συνθήκη αδιέξοδη, ένα τέλος οδυνηρό, μια κατηφόρα ιλιγγιώδη.

Σημαντικό κομμάτι του βιβλίου είναι η θρησκευτική πίστη, η ανάγκη, καλύτερα ειπωμένο, για πίστη σε κάτι ανώτερο, ένα αποκούμπι ελπίδας και νοήματος. Οι παλιοί Θεοί δεν δείχνουν πια δυνατοί, ίσως και να έχουν αποσυρθεί αφήνοντας τον άνθρωπο έρμαιο του ανθρώπου. Αυτή η ανάγκη για κάτι νέο, έρχεται να ενισχύσει την οικτρή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος, τώρα που ακόμα και η ιδιωτεία ελάχιστα προσφέρει, τώρα που η δημιουργία κοινοτήτων είναι η μόνη ίσως πιθανότητα επιβίωσης. Όσο παράδοξο και αν μοιάζει, το θρησκευτικό αίσθημα είναι αντιστρόφως ανάλογο των προνομίων, όσο πιο πένης τόσο πιο θρήσκος που έλεγε και ένας ηλικιωμένος φίλος μου, όσο πιο απελπισμένος τόσο πιο ευάλωτος στην αόριστη και μεταφυσική ελπίδα, όσο πιο άνυδρο και στείρο το παρόν έδαφος, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ένα εύφορο μεταθανάτιο τόπο. Παράλληλα με το ημερολόγιο της, το οποίο η Λόρεν ενημερώνει σε κάθε ευκαιρία, συντάσσει ένα πιστεύω, τους Γαιόσπορους, εκεί αναζητά μια ελπίδα επίγεια, ένα σύστημα αξιών και ηθικής, τους σπόρους μιας νέας κοινωνίας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Μπάτλερ μέσα από τη Λόρεν διαπραγματεύεται το κομμάτι της μεταφυσικής πίστης, της ανάγκης ύπαρξής της, του εξανθρωπισμού της, της χρηστικότητάς της, της φιλοσοφικής της διάστασης, είναι έξοχος, καταφέρνοντας να αναδείξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση που επικρατεί, χωρίς να χρειάζεται να την περιγράψει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Και επιπλέον, η ανάγκη για πίστη και το ένστικτο για επιβίωση είναι οι δύο πυλώνες επί των οποίων στηρίζεται η αληθοφάνεια των ανθρώπων εδώ, οι αγωνίες, οι φόβοι ακόμα και οι ελπίδες τους, οι πόθοι και τα πάθη τους, μας είναι γνώριμα και ας μην μοιάζουν ακόμα οι συνθήκες να είναι τόσο ζοφερές, όχι για εμάς τους προνομιούχους τουλάχιστον. 

Η Μπάτλερ διαθέτει μια πρόζα τρομερά καθηλωτική, η αντίστιξη ανάμεσα σε όσα ζοφερά περιγράφει και στον γοητευτικό τρόπο με τον οποίο τα περιγράφει είναι τρομακτικής έντασης και διαρκώς παρούσα, το ερώτημα πώς γίνεται να απολαμβάνω αυτό που διαβάζω κρέμεται διαρκώς πάνω από τον σκυμμένο στην ανάγνωση αυχένα.

υγ. Για το Εξ αίματος έγραφα τότε αυτό.

Μετάφραση Βαγγέλης Πούλιος
Εκδόσεις Αίολος

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Κάτω από το ηφαίστειο - Malcolm Lowry

Εκκρεμούσε αυτή η κυκλοφορία, η επανασύσταση ενός κλασικού έργου στο ελληνικό κοινό· υπεύθυνοι γι' αυτό οι εκδόσεις Μεταίχμιο και η καλή μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά. Το Κάτω από το ηφαίστειο είναι το πρώτο βήμα ενός ευρύτερου εκδοτικού σχεδιασμού του έργου τού Λόουρυ, ήδη το Ουλτραμαρίν και η Πέτρα της κόλασης βρίσκονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Το Κάτω από το ηφαίστειο πρωτοεκδόθηκε το 1947 και ειδολογικά (όσο ασφυκτικά και αν είναι τέτοια όρια) ανήκει στον ύστερο μοντερνισμό, αποτελεί εξέχων μέλος μια εκλεκτής και ολιγομελής ομάδας έργων που, παρότι παράγωγα υψηλής και κλασικής λογοτεχνίας, έχουν ευρέως διαβαστεί και ενταχθεί στην πολιτισμική κληρονομιά, ξεπερνώντας τους όποιους χωροχρονικούς περιορισμούς και τα στεγανά μιας μειοψηφούσας αναγνωστικής ελίτ, δημιουργώντας έναν μύθο γύρω τους. Επίσης, μιλώντας για εξαιρέσεις, εδώ υπάρχει ακόμα μία, η πετυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος το 1984 από τον Τζον Χιούστον, κάτι το οποίο συντέλεσε επίσης καθοριστικά στη διαδρομή του μέσα στα χρόνια.

Η πλοκή διαδραματίζεται μέσα σε δύο μέρες, με απόσταση ενός χρόνου της μίας από την άλλη. Στο πρώτο κεφάλαιο, δύο Νοεμβρίου του 1939, Μέρα των Νεκρών, στην Κουαουναγουάκ του Μεξικό, στη σκιά των δύο ηφαιστείων, Ποποκατέπετλ και Ιστακσίουατλ, στη δύση του ηλίου, ο δρ Αρτούρο Ντίας Βίγκιλ και ο Ζακ Λαρυέλ πίνουν ανίς στην κεντρική βεράντα ενός ξενοδοχείου μετά από έναν απαιτητικό αγώνα τένις. Σύντομα αναθυμούνται τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν πέρυσι την ίδια μέρα. Ο παντογνώστης αφηγητής θα ακολουθήσει τον Λαρυέλ στην επιστροφή του στο σπίτι του, για την οποία διαλέγει ένα μεγαλύτερης έκτασης μονοπάτι, βυθισμένος καθώς είναι στους συλλογισμούς και τις αναμνήσεις για την τραγική μοίρα του Πρόξενου και της πρώην συζύγου του που επέστρεψε την ίδια εκείνη μέρα στην μεξικανική ενδοχώρα.

Ένα χρόνο πριν, άυπνος και μεθυσμένος ο Βρετανός Πρόξενος θα συναντήσει την Υβόν στον σταθμό των λεωφορείων, την πανέμορφη Υβόν που σαν από θαύμα γύρισε σε εκείνες τις εσχατιές παρότι είχαν εδώ και καιρό χωρίσει. Χαμένος στους λαβύρινθους του αλκοόλ, δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν αυτό εντάθηκε με τον χωρισμό και τη φυγή της ή αν ο χωρισμός και η μετέπειτα φυγή της οφείλονταν στη διαρκή μέθη του, ίσως και τα δύο να συνέβησαν, καμιά φορά αυτό συμβαίνει, η μια εκδοχή βυθίζεται στο σώμα της άλλης, δυσδιάκριτες διαφορές ενός κοινού σώματος πια. Ο Πρόξενος, που κάποτε θεωρήθηκε ήρωας της πατρίδας του, κατέληξε μετά από διάφορους σταθμούς μιας καριέρας φθίνουσας, σ' αυτή την αδιάφορη πόλη στη σκιά των ηφαιστείων, χωρίς πραγματική ατζέντα αρμοδιοτήτων. Και όμως, κάποτε η ζωή, δίπλα στην Υβόν, έμοιαζε υπέροχη ή μήπως όχι; Μια ακόμα ιστορία αγάπης. Και ναι, και όχι.

Ήδη, στην ανάμνηση της προ εικοσαετίας πρώτης ανάγνωσης, το μεγαλύτερο εμβαδόν καταλάμβαναν η θλίψη και μια αίσθηση βύθισης σε κινούμενη άμμο, παρούσες και τώρα, αρχής γενομένης από το δεύτερο κεφάλαιο, παρότι η επιστροφή της Υβόν μοιάζει να υπόσχεται ένα ανάχωμα στην πτώση. Εδώ έχουμε ένα επίτευγμα της γραφής, ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, με πρώτη ύλη το άνυδρο έδαφος και την περιδιάβαση σ' αυτό του Πρόξενου υπό την επήρεια του αλκοόλ. Ο Λόουρυ πετυχαίνει ταυτόχρονα να αποδώσει αυτή τη θολή πραγματικότητα, εσωτερική και εξωτερική, της μέθης, χωρίς ωστόσο στιγμή να απολύει τον συνολικό προσανατολισμό του. Η συνεχής αντίστιξη του θολωμένου αντιήρωα και του οξυδερκή και σε διαρκή ετοιμότητα τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή, χαρίζει μια φαινομενικά εύθραυστη ισορροπία, που, χωρίς να μειώνει την εγκεφαλικότητα της κατασκευής, δεν στερεί τον αέρα από το έντονο και πολυποίκιλο συναίσθημα που η τραγωδία φέρει, τη στιγμή που καμπυλώνει, συστέλλοντας και διαστέλλοντας, τον χρόνο, επιτείνοντας το συναίσθημα της βύθισης σε κινούμενη άμμο. Κυρίως, όμως, δεν υψώνει τείχη αποκλεισμού, παρά μόνο περαιτέρω επίπεδα αναγνωστικής βύθισης. Μια ανάγνωση ποτέ δεν είναι άλλωστε αρκετή για βιβλία όπως αυτό.

Παράλληλα με την ερωτική ιστορία, στα κενά και στα πλαϊνά της, ανάμεσα σε δύο γουλιές μεσκάλ, το κλίμα της εποχής βρίσκει τον απαραίτητο χώρο για να υπάρξει ως απόηχος λόγω της δεδομένης απόστασης από την Ευρώπη, της κεντρικής σκηνής, όπου ο εμφύλιος στην Ισπανία και η άνοδος του ναζισμού είναι κάποια από τα προεόρτια ενός ζόφου που αλλού χτυπούσε επίμονα την πόρτα και αλλού ήδη στρογγυλοκαθόταν στο σαλόνι. Η παρουσία ενός Βρετανού αξιωματούχου στην μεξικανική ενδοχώρα, ενός ξένου σ' ένα περιβάλλον ανοίκειο, εντείνει τη θολότητα και το αίσθημα διαρκούς απειλής, ενώ ταυτόχρονα δικαιολογεί την εξωτικότητα του τόπου, καθιστώντας τον Πρόξενο, αλλά και την Υβόν και τον αδερφό του Χιου, ολοκληρωτικά χαμένους, παρά τα όποια τυπικά προνόμιά τους.

Ο Λόουρυ με το Κάτω από το ηφαίστειο, το δεύτερο ολοκληρωμένο και τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε εν ζωή, αφήνει πίσω του μια πολύτιμη κληρονομιά, έναν αξέχαστο και αρχετυπικό αντίηρωα, μια σκληρή ιστορία αγάπης και μια παράπλευρη ανατομία της εποχής. Ένα σπουδαίο στο σύνολό του μυθιστόρημα, σκληρού ρεαλισμού και ασφυκτικής υπαρξιακής αγωνίας, υψίστης λογοτεχνικής στάθμης και αναγνωστικής απόλαυσης, προπομπός σημαντικών έργων και ρευμάτων.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Σκοτεινά σαν τον τάφο που ο φίλος μου κείται περισσότερα θα βρείτε εδώ, για την κινηματογραφική μεταφορά του Κάτω από το ηφαίστειο εδώ, για Το ρολόι φάντασμα εδώ.

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Peter Heller

Το (αναγνωστικό) μονοπάτι διαμορφώνεται περπατώντας· μικρές και τυχαίες αποφάσεις το καθορίζουν· ο τελικός προορισμός διαφεύγει στην ασάφειά του· αυτό δεν είναι μια παρτίδα σκάκι, εγώ δεν είμαι ένας μαιτρ· εκ των υστέρων, πάντα εκ των υστέρων, μια λογική αλληλουχία εμφανίζεται. Πρόσφατα, τα έφερε έτσι η διαδρομή που βρέθηκα να περπατώ σε επικράτειες δυστοπίας, κάποιοι επιζώντες ήταν οι (εντός πολλών, πάμπολλων εισαγωγικών) ήρωες των ιστοριών αυτών. Ο αστερισμός του σκύλου, που δημοσιεύτηκε το 2023, ήταν ένα μυθιστόρημα που είχα σημειωμένο, εξαιτίας και της μεταφραστικής υπογραφής του Άγγελου και της Μαρίας Αγγελίδου, ήταν (έμοιαζε να είναι) η κατάλληλη στιγμή να το τραβήξω από τη στοίβα.

Μια πανδημία γρίπης (σας προλαβαίνω, το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2012) αφανίζει ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού. Ο Χιγκ, τον μονόλογο του οποίου διαβάζουμε εδώ, κατάφερε, με κάποιον τρόπο, να επιβιώσει. Μαζί με τον σκύλο του, τον Τζάσπερ, ενοικούν σ' ένα παλιό αεροδρόμιο, έχοντας για γείτονα τον Μπάνγκλεϊ, αρκούντως μισάνθρωπο ώστε να επιβιώνει από τις επισκέψεις ομάδων ανθρώπων με άγνωστες προθέσεις, χωρίς η ηθική να τον περιορίζει ή να τον παραπλανά. Το συστατικό εκείνο που διαφοροποιεί μια γνώριμη συνταγή δυστοπικής μυθιστορίας είναι το αεροπλάνο που ο Χιγκ ξέρει να πετά, εκμεταλλευόμενος τα καύσιμα που παρέμειναν πίσω. Οι πτήσεις του, οι απόπειρες να χρησιμοποιήσει τον ασύρματο αναζητώντας ζωή σε κοντινά αεροδρόμια, η θέα του έρημου τόπου από ψηλά, ο ανεφοδιασμός σε προμήθειες, κυρίως αναψυκτικών, προσδίδουν κάτι διαφορετικό σε μια ιστορία που δεν μοιάζει να μπορεί να εντυπωσιάσει, παρά τις όποιες ανατροπές της, τον αναγνώστη.

Ο Χέλερ δοκιμάζει την παρτιτούρα μιας γνώριμης μελωδίας, λοιπόν. Είναι δεκάδες, αν όχι περισσότερα, τα παραδείγματα δυστοπικής μυθιστορίας που διαπραγματεύονται τη μεμονωμένη ζωή σ' έναν έρημο πλανήτη. Τα ευρήματα, απαραίτητο καύσιμο για την αληθοφάνεια της ιστορίας, χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερη έμπνευση, αλλά κυρίως, με καθοριστική για την εξέλιξη της πλοκής αποτελεσματικότητα, συμβάλλοντας στη συνολική κατασκευή και διασφαλίζοντας το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ιστορίες όπως αυτή μπορούν εύκολα να διαχωριστούν στα δύο, μια σύνθεση δράσης και θεωρίας. Από τη μια, η κάθε μέρα, ο αγώνας για την επιβίωση, η αναζήτηση τροφής και ασφάλειας, από την άλλη, η φιλοσοφική, έστω και απλής μορφής, διάθεση για στοχασμό και αναπόληση του παρελθόντος, σ' έναν κόσμο διαφορετικό σε σίγαση.

Η πειστικότητα του θεωρητικού μέρους είναι επίσης καθοριστικής σημασίας, σε μια εξωανθρώπινη συνθήκη, την οποία δύσκολα το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να προσχεδιάσει, παρ' όλη τη δύναμη της φαντασίας. Ο Χέλερ τα καταφέρνει περίφημα, ο Χιγκ ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ενός επιζώντα, ανήκει σε εκείνη την κατηγορία επιζώντων, όπως η λογοτεχνία, αλλά και ο κινηματογράφος, μας τη σύστησε. Ενδιαφέρον έχει επίσης η ελάχιστη, μηδαμινή σχεδόν, επιφάνεια που καταλαμβάνει το πώς έφτασε η ανθρωπότητα σ' αυτή την καμπή, τι οδήγησε στον αφανισμό το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, τι θα μπορούσε να έχει συμβεί ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Αυτό είναι κάτι που ενισχύει τον ρεαλισμό, αφού είναι ένα κομμάτι σκέψης που απασχολεί κάποιους, αν όντως τους απασχολεί, πριν τα πράγματα οδηγηθούν σε αυτή την κλιμάκωση, εκ των υστέρων είναι κάτι που δεν έχει χρησιμότητα, καθώς οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές.

Μου άρεσε τόσο το βιβλίο αυτό που συνέχισα με ακόμα ένα δικό του, Το ποτάμι, πράγμα που σπάνια κάνω, αφήνοντας κάβα τα υπόλοιπα βιβλία του εκάστοτε συγγραφέα.

Το ποτάμι δεν ανήκει ωστόσο στη δυστοπική μυθιστορία, όχι ξεκάθαρα τουλάχιστον, δεν το ήξερα αυτό, δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικά με το βιβλίο, το όνομα του συγγραφέα ήταν το μόνο εχέγγυο επιλογής του επόμενου αναγνώσματος. Ευτυχώς, σκέφτομαι εκ των υστέρων, είπαμε πάντα εκ των υστέρων γίνονται αυτές οι σκέψεις, εκ του αποτελέσματος και της διανυθείσας διαδρομής. Ίσως, σκέφτομαι τώρα, να μου είχε πέσει βαριά μια ακόμα δυστοπική ιστορία.

Δύο φίλοι, που γνωρίστηκαν στο κολλέγιο, και κανένας τους δεν πίστευε πως θα συναντούσε κάποιον σαν τον άλλο, με τον οποίο να μπορούν να συζητούν όσα τους απασχολούν με πάθος, μοιράζονται, μεταξύ άλλων, την αγάπη τους για τη φύση, για την δραπέτευση από τον ανθρώπινα πολύβουο κόσμο. Σχεδιάζουν και υλοποιούν την κατάβαση ενός ποταμού κάπου στη Βόρεια Αμερική, ανάμεσα στα σύνορα των Η.Π.Α. και του Καναδά, με ένα κανό και αρκετές προμήθειες, χωρίς τη βοήθεια της τεχνολογίας, μόνο με κάποιες σελίδες από έναν οδηγό άλλων εραστών της περιπέτειας που προηγήθηκαν, χρόνια πριν, γνωρίζοντας, ωστόσο, πως το ποτάμι είναι ένα δυναμικό περιβάλλον που διαρκώς μεταλλάσσεται.

Οι πρώτες σελίδες προετοιμάζουν τον αναγνώστη πως κάτι κακό επίκειται, πως οι ειδυλλιακές εικόνες της φύσης σύντομα θα ανατραπούν, κάνει μπαμ πως αυτή η ιστορία δεν θα έχει ευτυχή κατάληξη. Μια φωτιά που έρχεται από τον ορίζοντα, ο αέρας φέρνει την οσμή της και ο κατά προσέγγιση υπολογισμός της ταχύτητάς της εντείνουν την ανησυχία, έτσι όπως κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται ώστε να τους διασώσει αν αυτό καταστεί απαραίτητο. Θα σταματήσω κάπου εδώ τα σχετικά με την πλοκή για λόγους ευνόητους.

Ο Χέλερ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, παιδί της Μητρόπολης δηλαδή, αλλά τα τελευταία χρόνια ζει στο Ντένβερ του Κολοράντο, εκεί που η φύση, παρά τις επίμονες ανθρώπινες επιθέσεις, κυριαρχεί, μοιάζει να γνωρίζει αρκετά για τη διαβίωση σε μη ανθρώπινης κυρίαρχης επικράτειας περιβάλλοντα, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό ώστε να φανεί πειστικός σ' έναν αναγνώστη της πόλης. Ο άνθρωπος, χωρίς ιδιαίτερα υποβοηθήματα, απέναντι στη φύση, το αίσθημα εγκλεισμού παρά το αχανές του φυσικού περιβάλλοντος, ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται η σχέση των δύο όταν η επιβίωση καθίσταται το κυρίως διακύβευμα και η ηθική που προσαρμόζεται στις περιστάσεις, εκεί όπου η εκ του ασφαλούς θεωρία αποδεικνύεται μάλλον άχρηστη και κυρίως αδύναμη, είναι κάποια από τα στοιχεία που, σε συνδυασμό με το σασπένς της πλοκής, τις ανατροπές ως την τελική έκβαση, αναγκάζουν τον αναγνώστη να γυρίζει με φρενήρεις ρυθμούς τις σελίδες.

Ο Χέλερ, και στα δύο βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά, αποδεικνύεται ικανός μάστορας στο χτίσιμο και την προώθηση της πλοκής, εγκλωβίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ανταποκρίνεται με επιτυχία στις ειδολογικές απαιτήσεις, δεν προβαίνει σε εκπτώσεις, μοιάζει να καταφέρνει να γράψει τα βιβλία που ήθελε εξ αρχής να γράψει, και αυτό πάντα είναι ένα ιδιαιτέρως θετικό στοιχείο, παρά την υποκειμενική φύση και τις αυθαίρετες εν πολλοίς υποθέσεις του αναγνώστη, στοιχείο που υποβοηθά την ανάγνωση. Ο άνθρωπος απέναντι στη φύση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλά και ο άνθρωπος ως μέρος της ανθρωπότητας απέναντι στη φύση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι ένα ζεύγος που παραδόξως δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, παρότι εδώ και κάποια χρόνια, ολοένα και πιο έντονα όσο πλησιάζουμε στο παρόν, μοιάζει να είναι επιτακτικό, ο Χέλερ το αντιμετωπίζει ως συνθήκη και όχι ως καμβά διδακτισμού και ηθικολογίας, δεν προσέρχεται στη γραφή ως ένας προφήτης του κακού, αλλά μάλλον έχοντας επίγνωση του ελάχιστου εμβαδού που καταλαμβάνει στο φυσικό σύστημα, την ανικανότητα η ανθρωπότητα να επιβληθεί ουσιαστικά και πλήρως σ' αυτό Απαλλαγμένο από το αίσθημα του μισανθρωπισμού, το έργο τού Χέλερ μυρίζει ανθρωπίλα, χωρίς την ανάγκη η ανθρώπινη αδυναμία να υπερτονιστεί, το μέγεθος του ανθρώπου μια χαρά διαγράφεται μακριά από τον παραμορφωτικό καθρέφτη και τη μέθη του πολιτισμού, όταν απομείνει μονάχος του απέναντι στη φύση.

Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Αυτό που δεν έχει όνομα - Piedad Bonnett

Ήμουν στο μαγαζί όταν έφτασε το βιβλίο της Πιεδάδ Μπονέτ, για την οποία τίποτα δεν γνώριζα, είδα στο σύντομο βιογραφικό πως είναι Κολομβιανή, γεννημένη το 1951, ξεκίνησα να διαβάζω, λίγες σελίδες αργότερα το άφησα, οι συνθήκες δεν ήταν και οι πλέον ιδανικές, αργότερα στο σπίτι ξενύχτησα, την επόμενη μέρα νωρίς το απόγευμα το είχα τελειώσει.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, συχνά σε πρώτο πληθυντικό σε μια απόπειρα συμπερίληψης όλης της οικογένειας, ξεκινά από τη στιγμή που η συγγραφέας και ο άντρας της φτάνουν στο διαμέρισμα του γιου τους στη Νέα Υόρκη, το παράθυρο, από το οποίο πήδηξε και προσγειώθηκε νεκρός στο κράσπεδο λίγες μέρες πριν, ήταν ανοιχτό. Ο θάνατος φέρει μαζί του μια σειρά από ψυχρές, απαραίτητες, έντονα γραφειοκρατικές διαδικασίες, το άδειασμα του σπιτιού, τα έγγραφα ταφής, η τελετή, η επικοινωνία του γεγονότος, χαρτιά και άλλα χαρτιά, γνώση ή υπόθεση των επιθυμιών του νεκρού, μια διαδικασία που κρατάει στον αφρό τους πενθούντες και δεν τους αφήνει να βυθιστούν. Αυτό συμβαίνει όταν γυρίσουν πίσω σε εκείνο που λέγεται καθημερινότητα.

Δύο βιβλία πριν, διάβασα το Αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, στη συνέχεια το Περί γάμου και χωρισμού, χωρίς να το έχω υπολογίσει Αυτό που δεν έχει όνομα ήρθε να συμπληρώσει μια τριάδα πόνου και απώλειας, τριάδα επίσης σε μια δυσδιάκριτη επικράτεια, κάπου στα σύνορα της αυτομυθοπλασίας με την αυτοβιογραφία. Το αναγνωστικό μονοπάτι, ενίοτε, χαρακτηρίζεται από παράξενες συμπτώσεις, το ένστικτο ή η τυχαιότητα διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο, φανερώνουν κάτι από το βαρομετρικό της περιόδου εκείνης.

Το πένθος ανέκαθεν αποτελεί καύσιμο της λογοτεχνίας, της δημιουργίας εν γένει, κρυμμένο λιγότερο ή περισσότερο ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου. Η Μπονέτ, συγγραφέας ήδη, μετά την αυτοκτονία του γιου της, δεν ξέρει πώς αλλιώς μπορεί να διαχειριστεί το πένθος τής απώλειας, καταφεύγει σε γνώριμα καταφύγια, σε εκείνα της γραφής και της ανάγνωσης, δεν επιθυμεί να αποσπάσει τη σκέψη, να ξεχάσει, όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν φρικτό, να καταλάβει θέλει, να διαβάσει αφηγήσεις αντίστοιχες, να μπορέσει να συμπληρώσει τα κενά της ιστορίας του γιου της, να κατανοήσει. Εκείνος είναι πια νεκρός, και ας ξεχνιέται εκείνη κάποιες στιγμές ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του και περιμένοντας να τον δει μπροστά της, τι ανοίγεις την πόρτα ρε μάνα, να της πει, μια μελωδία θα ήταν αυτή, η σιωπή και η ακινησία βασιλεύουν πια.

Δεν αγαπώ καθόλου τους ανθρώπους εκείνους που χωρίς να έχουν διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο αποφαίνονται πως ο δημιουργός εκμεταλλεύεται τον πόνο, πως τον βγάζει σε πάγκο στην αγορά να τον πουλήσει στον κάθε περαστικό αναγνώστη. Θα μπορούσαν απλά να μη διαβάσουν το βιβλίο, δεν θα το έκαναν έτσι και αλλιώς, και να σωπάσουν, να ασχοληθούν με κάτι άλλο, να μας αφήσουν ήσυχους.

Αυτό δεν είναι ένα συναισθηματικά εύκολο βιβλίο και πώς θα μπορούσε να είναι. Η διάκριση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο είναι εδώ καθοριστική. Απομονώνοντας το περιεχόμενο, η ιστορία λέει πως ένας νεαρός άντρας που υπέφερε από έντονες ψυχικές διακυμάνσεις αυτοκτόνησε πηδώντας στο κενό από το ανοιχτό παράθυρο. Η ιστορία αυτή, ωστόσο, δεν θα ήταν από μόνη της αρκετή ώστε να πάρει λογοτεχνική μορφή και να μπορέσει να σταθεί και ως τέτοια, πέρα από μια συμπυκνωμένη και οδυνηρή περίληψη του γεγονότος.

Έγραφα και στο αντίστοιχο κείμενο για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα πως υπάρχει η ενοχή της ανάγνωσης, η απόλαυση που αντλεί ο αναγνώστης σε πλήρη και ευθεία αντίθεση με την ιστορία που διαβάζει. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Το γεγονός, η γυναικοκτονία στο ένα και η αυτοκτονία εδώ, είναι γνωστό από την πρώτη σελίδα, κανένα περιθώριο ευτυχούς τέλους δεν υπάρχει, η ανάληψη από το παρελθόν, τα βήματα που οδήγησαν στον θάνατο απλώς έρχονται να πουν την ιστορία δύο ανθρώπων που πια δεν δύνανται να το κάνουν για τον εαυτό της, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής, μια απόπειρα επούλωσης του τραύματος αλλά και των τύψεων που μένουν να βασανίζουν τους εναπομείναντες στη ζωή, το αν θα μπορούσαν να έχουν κάτι έγκαιρα, όταν όλα ήταν ακόμα δυνατά.

Με τα λόγια της Μπονέτ: «Μετά τον θάνατο του Ντανιέλ, όταν ο συγγραφέας και φίλος μου Αντόνιο Γκαρθία μαθαίνει ότι γράφω αυτό το βιβλίο, μου χαρίζει το Γεγονός, ένα σκληρό και όμορφο βιβλίο της Ανί Ερνό. Σε αυτό διαβάζω το εξής: "Είναι πιθανό μια ιστορία όπως αυτή να προκαλέσει όχληση ή αποστροφή, ή να χαρακτηριστεί κακόγουστη, Το γεγονός πως έχεις ζήσει κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, σου δίνει το δικαίωμα να γράφεις γι' αυτό. Δεν υπάρχει κατώτερη αλήθεια". Δίνει το δικαίωμα, πράγματι. Αλλά αναρωτιέμαι γιατί το κάνω. Ίσως επειδή ένα βιβλίο γράφεται κυρίως για να γεννήσει ερωτήματα. Επειδή το να αφηγείσαι συνεπάγεται να αποστασιοποιείσαι, να δίνεις προοπτική και νόημα. Επειδή, λέγοντας την ιστορία μου, ίσως λέω και πολλές άλλες ακόμα. Επειδή, παρ' όλα αυτά, παρ' όλη τη σύγχυση και τη μελαγχολία μου, ακόμα έχω πίστη στις λέξεις. Επειδή, παρότι ζηλεύω αυτούς που μπορούν να γράψουν λογοτεχνία με ξένα δράματα, εγώ μπορώ να τραφώ μόνο από τα δικά μου σπλάχνα. Αλλά κυρίως επειδή, όπως γράφει ο Μιγιάς, "η συγγραφή ανοίγει και την ίδια στιγμή καυτηριάζει τις πληγές"».

Η ανάγνωση, ο κύριος τρόπος μέσω του οποίου αντλώ από τη δεξαμενή της ανθρώπινης εμπειρίας, δεν είναι πάντοτε ευγενική μαζί μου, ευτυχώς. Παραπάνω από μια φορές σκέφτηκα τους δύο νεκρούς, τη Λιλιάνα και τον Ντανιέλ, τη δολοφονημένη και τον αυτόχειρα, με όρους σύγκρισης, εκείνη που δεν το επέλεξε και εκείνος που το επέλεξε, να το πλεονέκτημα. Με ενόχλησα και με εκνεύρισα, με θύμωσα κάνοντας τη σκέψη αυτή, είδα κάτι ποταπό μέσα μου, κάτι το συντηρητικό, κάτι το οποίο με λύσσα θα αρνιόμουν πως είναι συστατικό μου, όμως τέτοιας ποιότητας άνθρωπος είμαι, ακόμα ένα κρακ πήρε τη θέση του στην ηχητική αίθουσα, παρέα με άλλα πολλά, της ανάγνωσης τέκνα.

Κατά την ανάγνωση, προσπαθούσα να ελέγχω αν η αφήγηση της Μπονέτ έτεινε στον συναισθηματικό εκβιασμό, μήπως έλεγε: πώς μπορείς να πεις κάτι σε μια μάνα που πενθεί· χωρίς να το λέει ευθέως. Η απόπειρα βίαιης εξόρυξης συναισθήματος με κάνει να στυλώνω τα πόδια. Η Μπονέτ δεν ασχολείται με τον αναγνώστη αλλά με την εαυτή της, με την οικογένειά της και τον νεκρό πια γιο της, αυτοί είναι οι συντελεστές της εξίσωσης εδώ. Και αν σε επίπεδο απόπειρας συναισθηματικής ίασης κάτι τέτοιο μοιάζει προφανές, σε επίπεδο παραγωγής λογοτεχνίας μοιάζει ύποπτο, πώς γίνεται μια δημιουργός, μια πομπός να μην έχει κατά νου τον δέκτη; Σε περιπτώσει όπως αυτή, υποθέτω, πως είναι ακόμα πιο σαφές πως το βιβλίο, όταν ολοκληρωθεί, εγκαταλείπει τον συγγραφέα και περιφέρεται αυτόνομο στα ράφια των βιβλιοπωλείων, επιτρέποντας σε ξένα και άγνωστα χέρια και μάτια να το διαβάσουν.

Κάτι άλλο που σκέφτομαι, αυτή τη φορά μετά το τέλος της ανάγνωσης, και κάπως έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση της απόλαυσης, εμπεριέχεται στο εξής ερώτημα: το αδηφάγο διάβασμα οφείλεται στις αφηγηματικές αρετές ή είναι μια επώδυνη συναισθηματικά διαδικασία που θέλεις να τελειώσει το συντομότερο δυνατόν; Δεν ξέρω να πω, θα έλεγα γενικά και τετριμμένα πως κάπου ανάμεσα στα δύο βρίσκεται η απάντηση.

Πέρα από την (ενοχική) απόλαυση της ανάγνωσης, τις διακειμενικές αναφορές που κάποιες υπήρξαν κοινές (ο Όστερ ή ο Μαρίας για παράδειγμα) και άλλες σημειώθηκαν για περαιτέρω διερεύνηση, το έντονο συναίσθημα που η βιωματική γραφή της Μπονέτ μου γέννησε, υπήρξε και κάτι ακόμα που έκανε αυτή την ανάγνωση σημαντική και έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση του ζητήματος της ψυχικής υγείας με όρους θεραπείας. Ο Ντανιέλ είχε πάντοτε πρόσβαση σε ειδικούς με ισχυρή σύσταση, ένα προνόμιο οικονομικό και κοινωνικό το οποίο η πλειοψηφία δεν διαθέτει, επίσης, με βάση την αφήγηση της Μπονέτ, ο γιος της είχε και την υποστήριξη από τον οικογενειακό πυρήνα, ωστόσο δεν τα κατάφερε να υποτάξει τους δαίμονές του. Η αορατότητα της ψυχικής νόσου, παρά τις όποιες καμπύλες και νέες βιβλιογραφικές καταχωρήσεις, πέρασε κάτω από όλα τα ραντάρ, μεταμορφώθηκε, έδειξε να νικιέται, λούφαξε, αυτό που δεν έχει όνομα είχε τον τελευταίο λόγο. Το δεν υπάρχουν ασθένειες αλλά ασθενείς έμεινε απλώς ένα ευφυολόγημα, μια ευχή σε έναν θεό που δεν υπάρχει ή είναι κωφός.

Η αυτοχειρία, η πράξη ή ο ιδεασμός της, ειδικά για τους ορθολογιστές δίχως μεταφυσικές ανησυχίες, υψώνει ακόμα ένα φιλοσοφικό ερώτημα, δοκιμάζοντας τα όρια της ηθικής/ορθής επιλογής της επιθυμίας για ζωή απέναντι στην επιθυμία για θάνατο, ερώτημα αντιμέτωπο με τον μονόλογο των ζωντανών και τη σιωπή των αυτόχειρων.

Βιβλία όπως αυτό, πάντα θα μου φέρνουν στο μυαλό το καλύτερο ίσως της κατηγορίας πένθους, το Η χρονιά της μαγικής σκέψης της Τζόαν Ντίντιον.

υγ. Αναφέρθηκα στην πρόσφατη ανάγνωση του Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, περισσότερα εδώ, στο Περί γάμου και χωρισμού, περισσότερα εδώ, στο Η χρονιά της μαγικής σκέψης, περισσότερα εδώ, στον Όστερ, κυρίως στο Ημερολόγιο του χειμώνα, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Καλυψώ Αγγελοπούλου
Εκδόσεις Κυψέλη