Σ' αυτή την ψηφιακή γωνιά έχω αρκετές φορές ασχοληθεί με το έργο του Σταύρου Κρητιώτη, της κύριας περσόνας ενός συνόλου από ετερώνυμους, ενός υποκειμένου γραφής που, ιδίως σε μια εποχή εξωφρενικής φανέρωσης, ακολουθεί ένα μονοπάτι μοναχικό και σκοτεινό και το μόνο βήμα αποκάλυψης είναι η συμπερίληψη πλέον της πλήρους εργογραφίας του στις πληροφορίες κάθε νέας έκδοσης, της τεράστιας και πολυποίκιλης εργογραφίας του, εκεί που το παιγνιώδες αποτελεί κύρια και πρωταρχικά καταστατική επιλογή. Όλα ξεκίνησαν με το Μηνολόγιο ενός απόντος, ένα από τα πλέον αγαπημένα μου βιβλία εγχώριας προέλευσης και εξελίχθηκε σ' ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης.
Η προσήλωση στο παιχνίδι αυτό είναι για μένα κύρια λογοτεχνική. Έχω πει ξανά πως αν ένα πράγμα μπορεί η λογοτεχνία να προσφέρει στον συστηματικό αναγνώστη είναι η εκμηδένιση της διάθεσης για κουτσομπολιό, η εξύψωση του πήχη, αφού δύσκολα, αν όχι αδύνατα, θα ακούσει κάποιος στην καθημερινότητά του κάτι τόσο εξόχως ενδιαφέρον που να μην το έχει συναντήσει στη λογοτεχνία τερατωδώς πολυπλοκότερο και τραβηγμένο. Ποιος είναι ο Σταύρος Κρητιώτης, μπορεί να είναι ένα ερώτημα, ποιος/ποια κρύβεται πίσω από αυτό το ψευδώνυμο, το κύριο ανάμεσα σε τόσα ακόμα, ερώτημα που εμένα μου φαίνεται αδιάφορο, ίσως, ακόμα ακόμα, και απομαγευτικό, όπως συμβαίνει όταν ένας ταχυδακτυλουργός αποκαλύπτει τον μηχανισμό εξαπάτησης, όταν η μαγεία γίνεται επίμονη τεχνική προσήλωση.
Όσα ξέρω για τον Κρητιώτη, και των συν αυτώ, συνθέτουν ένα υποκείμενο, χωρίς βιογραφικά και οπτικά στοιχεία, που αγαπά τη λογοτεχνία, ίσως το ρήμα αγαπώ να μην είναι αρκετό, που ρίχνεται στη θάλασσα του παιγνιώδους με όρους αντιμετώπισης του παιχνιδιού από τα παιδιά, με την ύψιστη δηλαδή αφοσίωση και σοβαρότητα, που κινείται ανάμεσα στην έρευνα και την απόλαυση της λογοτεχνίας, που ενσωματώνει σ' αυτήν την καταστατική απόφαση να παραμείνει στο σκοτάδι. Αυτή η αγάπη και η προσήλωση στη λογοτεχνία, πρώτα, αλλά και ο τρόπος, η ικανότητα, επιμονή και εμμονή με την οποία την παράγει, είναι αυτό που με έλκει, που κάθε φορά στη θέα ενός επόμενου βιβλίου με τραβάει κοντά του. Είναι αυτή η σοβαροφάνεια που γεννά το ποικίλο ρήγμα στον εαυτό της, η στράτευση στην ανωνυμία που οδηγεί στην ενσωμάτωση, σε κάθε έργο του, μιας τουλάχιστον ακόμα ψηφίδας στην εικόνα από πυκνά πίξελ.
Κάποτε, σε μια πιο αθώα εποχή, αθώα με θέση παρατήρησης το σήμερα, οι ερασιτέχνες ή οι εν κρυπτώ επαγγελματίες, πίσω από ένα ψευδώνυμο, διάβαζαν και αποτιμούσαν, καθένας με τη δική του ατζέντα τη λογοτεχνική παραγωγή. Ισχυρίζονται κάποιοι πως τότε υπήρχε το περιθώριο για ειλικρίνεια χωρίς να σπάνε τα αυγά των δημοσίων σχέσεων. Το φανέρωμα, αναπόσπαστο μέρος της επικράτησης της ιδιωτείας και του εαυτού, να εγώ είμαι αυτός που γράφει και διαβάζει, θαυμάστε με, ίσως να στρογγύλεψε κάπως τις γωνίες, μπορεί και να έχουν δίκιο όσοι το πρεσβεύουν αυτό ως θέση. Αυτή όμως είναι μια άλλη κουβέντα. Στη λογοτεχνία, λίγα είναι τα παραδείγματα της εν κρυπτώ γραφής, ο Πεσσόα, ο πλέον διάσημος απατεώνας, ο Τόμας Πίντσον, επίσης, η Φεράντε, αλλά, ας μην ξεχνάμε και τις γυναίκες που κρύφτηκαν πίσω από ένα αντρικό ονοματεπώνυμο γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, και ας αφήσουμε τη λίστα ανοιχτή για όσους δεν γνωρίζουμε, συγγραφείς που πονοκεφαλιάζουν τα τμήματα πώλησης και μάρκετινγκ των εκδοτικών οίκων, είπαμε, σε μια εποχή πλήρους διαφάνειας (και) στη λογοτεχνία.
Στο Συγγραφέας στα κρυφά, ο Κρητιώτης, μέσω ενός πρωτοπρόσωπου συγγραφέα/αφηγητή, που είδε το βιβλίο του να εκδίδεται χωρίς τη συναίνεσή του, με όνομα συγγραφέα όχι το δικό του, αφηγείται αυτή την ιστορία, την απόπειρα να δικαιωθεί και να του αποδοθεί το πνευματικό του παιδί. Ανέφερα παραπάνω πως η σοβαροφάνεια γεννά το ποικίλο ρήγμα στον εαυτό της: ο συγγραφέας/αφηγητής που συνήθιζε να εξαπατά υπογράφοντας με ψευδώνυμα τα έργα του, κάποια από αυτά πραγματικών προσώπων, όπως η γειτόνισσά του, που έβαζε εν γνώσει ή μη φίλους του να υπογράφουν συμβόλαια με εκδοτικούς οίκους αντί αυτού, τώρα έρχεται να λουστεί όσα εκείνος πρώτα έβρεξε, το βιβλίο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, χωρίς το όνομά του. Ο Κρητιώτης στήνει ένα πανηγύρι γύρω από την εγχώρια εκδοτική πραγματικότητα με πρώτο νούμερο προς τέρψη του πλήθους τον ίδιο του τον εαυτό, ακολούθως τον εκδότη των εκδόσεων «Ουδείς ενδιαφέρθηκε» και τον μηχανισμό αυτοεκδόσεων που ιδιαιτέρως ανθίζει, τα λογοτεχνικά περιοδικά, που είναι υπό εξαφάνιση, τη σοβαροφάνεια, το περίκλειστο κύκλωμα ενδιαφέροντος που διόλου δεν περιλαμβάνει το κύριο μέρος της κοινωνίας κτλ κτλ.
Παιγνιώδης και αιχμηρός, χωρίς, επαναλαμβάνω να βγάζει την ουρά του απέξω, ο Κρητιώτης συμβάλλει σε μια λογοτεχνία που η μόδα και η ζήτηση έχουν αναμφίβολα επηρεάσει αρνητικά, εκείνη που αφορά τα βιβλία γύρω από βιβλία, συγγραφείς, βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους αλλά και αναγνώστες, μια ειδικού και στενού ενδιαφέροντος λογοτεχνία, που πλέον, με τρόπο διαφορετικό φιγουράρει στα ευπώλητα περισσότερο ως αυτοβοήθεια και λιγότερο ή καθόλου ως καλή λογοτεχνία. Το όνομα του εκδοτικού οίκου που οικειοποιήθηκε το γραπτό τού συγγραφέα/αφηγητή, θα μπορούσε άνετα και χωρίς δεύτερη σκέψη να τιτλοφορεί το μεγαλύτερο μέρος της εκδοτικής παραγωγής. Η λογοτεχνία, εσωστρεφής εκ φύσεως, εξαιτίας του περιορισμένου βεληνεκούς ενδιαφέροντος, αποτυπώνει ως συνθήκη την ευρύτερη διαμορφωθείσα πραγματικότητα, εκεί που η ατομικότητα αποθεώνεται, καθένας μπορεί να συμμετάσχει στον δημόσιο λόγο, να μιλήσει για το τι έφαγε και να αποφανθεί για τα ψευδοδιλήμματα της καθημερινότητας, αλλά ουδείς ενδιαφέρεται πέρα από το υποκείμενο, που κυνηγά ή πιστεύει πως τον κυνηγούν ανεμόμυλοι, έτσι και ο συγγραφέας/αφηγητής που μόνος του όρισε τους δικούς του κανόνες, είδε τα βιβλία του μόνο μέσω σκανδάλων να έχουν μια προσωρινή επιτυχία, όσα δηλαδή δεν μούχλιασαν, αν όντως πότε τυπώθηκαν, στις αποθήκες του ενός ή του άλλου εκδοτικού οίκου.
Ο Κρητιώτης δεν παίρνει στα σοβαρά των ήρωά του, ήρωας αλήθεια γιατί, εξαιτίας ποιας ηρωικής πράξης άραγε, και μην παίρνοντάς τον στα σοβαρά πετυχαίνει να μιλήσει με σοβαρότητα για την εκδοτική πραγματικότητα, όχι από θέση υψηλή αλλά μέσα από τον βούρκο που περιγράφει, πώς το έλεγε ένα παλιό περιοδικό: πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε· έτσι και εδώ. Απολαυστικό, αν και σε σημεία αναπόφευκτα υπερβολικό, το Συγγραφέας στα κρυφά, ικανοποιεί τον αναγνώστη που γνωρίζει τον Κρητιώτη και το έργο του, εισάγει, ωστόσο, περίφημα και τον νεοσύλλεκτο. Πίσω από το βιτριολικό modus vivendi της εκδοτικής πραγματικότητας, ένα τεράστιο υπαρξιακό ερώτημα, έμπλεο ματαιότητας, αναδύεται: γιατί γράφουμε; Μην παίρνοντας τον ήρωά του στα σοβαρά, ο Κρητιώτης καταφέρνει κάτι, ίσως δευτερεύον στον αρχικό σχεδιασμό και στόχευση, να μην τον ρεζιλέψει, να μην τον καταστήσει καρικατούρα, να μην τον ρίξει στην πυρά με τα χάχανα στον κύκλο γύρω της, αλλά να προκαλέσει και μια ενσυναίσθηση, κυρίως σε εκείνους που βασανίζονται με τη γραφή, χωρίς αυτό κανέναν να μην ενδιαφέρει, ούτε καν τους κοντινούς του ανθρώπους, πόσο μάλλον τους άσχετους, και όμως εκείνος να επιμένει, να καταστρώνει φανταστικές εκστρατείες, να σκιαγραφεί εχθρούς και θαυμαστές, οι πρώτοι συντριπτικά περισσότεροι βέβαια, να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην αυτοεικόνα του που με τόσο κόπο και μεράκι κατασκεύασε, και το έργο του προέκταση αυτής είναι, αλλά είπαμε: «Ουδείς ενδιαφέρθηκε».
υγ.ια τα προηγούμενα έργα του Κρητιώτη: Το μηνολόγιο ενός απόντος (εδώ), Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης (εδώ), Η κατασκευή μιας υστεροφημίας (εδώ), ως Αρίστη Προυσσιώτη Το θρόισμα των εκδοχών (εδώ), Ο Χειραγωγός (εδώ).
Εκδόσεις Τόπος