Ξημερώνει μ' έναν ουρανό κατακόκκινο, σαν φωτιά, αν κι ο αέρας είναι δροσερός και υγρός και ο ορίζοντας μια γκρίζα κηλίδα. Οι δύο άντρες έχουν βγει στο κατάστρωμα. Είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που κοιτάζουν προς την ακτή, κρυμμένη πίσω απ' το πούσι. Τα μάτια του Σταν έχουν το χρώμα της ομίχλης· του Τσάρλι, εκείνο της φωτιάς. Η αρμυρή αύρα τους ραντίζει τα πρόσωπα με διάφανες σταγόνες. Ο Σταν περνάει τη γλώσσα απ' τα χείλη του και νιώθει, ίσως για τελευταία φορά σ' αυτό το ταξίδι, την αρμύρα της θάλασσας. Τα μάτια του είναι γαλανά, μικρά και σχιστά, τα αφτιά του πεταχτά και τα μαλλιά του λεπτά και σγουρά... Μια πνοή αγωνίας τον τυλίγει και παρά τα δεκαεφτά του χρόνια είναι μαθημένος να βγάζει γέλιο. Τώρα, μακριά από το τσίρκο, μακριά από το Λονδίνο, το μικρό του κορμί έχει γίνει δύσκαμπτο και αισθάνεται πως ο φόβος, κατά κάποιον τρόπο, τον έχει καταβάλει.
Δεν πρόκειται για ένα απλό νουάρ μυθιστόρημα.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Σταν Λόρελ (Λιγνός) βρίσκονται στο πλοίο με προορισμό την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, όμως η λάμψη της νέας γης δεν αρκεί για να απαλύνει τον φόβο που γεννά το άγνωστο. Εν πολλοίς η ιστορία των δύο γνωστή, έστω και παραμορφωμένη από τις απέραντες ουρές φιλμ. Ο Σοριάνο όμως έλκεται από τη ζωή πίσω από τα φώτα του πλατό. Τα σκοτάδια του Λος Άντζελες κανένας δεν τα γνωρίζει καλύτερα από τον ντετέκτιβ Μάρλοου. Ο Σταν θα επιλέξει τυχαία τον Μάρλοου από τον τηλεφωνικό κατάλογο, σκοπεύει να του αναθέσει μια αποστολή, φαινομενικά απλή και σίγουρα ασυνήθιστη: επιθυμεί να μάθει γιατί πια δεν του προτείνουν ρόλους. Ο Όλι, λέει ο Σταν, πέθανε την κατάλληλη στιγμή.
Έτσι η - νέα - ιστορία ξεκινά.
Ο Σοριάνο όμως δε θα μπορέσει να κρατηθεί μακριά από την ιστορία του, φεύγει από το Μπουένος Άιρες με προορισμό το Λος Άτζελες, θυσιάζοντας τις τελευταίες του οικονομίες για ένα ρεπορτάζ που θα διασώζει, μέσω της αλήθειας, την υστεροφημία των παιδικών του ηρώων, του Όλιβερ και του Σταν. Τυχαία θα πέσει πάνω στο Μάρλοου, παρέα θα μπλέξουν σε μια σειρά κωμικών καταστάσεων, δίχως σκηνοθετικές εντολές, σε ένα σενάριο χαοτικό.
Θα ακολουθήσω το παράδειγμα του συγγραφέα και θα εμπλακώ προσωπικά. Από παιδί ακόμα, οι ταινίες του βωβού κινηματογράφου μου γεννούσαν θλίψη μάλλον παρά χαρά, δεν έφταιγε η τριβή μου με την ηχητική και πολύχρωμη πραγματικότητα, η αιτία κρυβόταν στο βάθος του βλέμματος των πρωταγωνιστών. Χρόνια μετά, διαβάζοντας τις Απόψεις ενός κλόουν του Χάινριχ Μπελ, αντίκρισα στο χαρτί αποτυπωμένα πολλά από τα συναισθήματά μου σχετικά με τους γελωτοποιούς, όχι μόνο τους επαγγελματίες μα και τους καθημερινούς ερασιτέχνες, που τριγυρνούν ανάμεσά μας δίχως πλαστική μάσκα και μακιγιάζ, επιχειρώντας να κρύψουν την ανασφάλεια και να ικανοποιήσουν τους γύρω τους, ήρωες μικροί της καθημερινής χαράς, της διάσωσης του χρώματος απέναντι στο σκοτάδι. Λίγο νωρίτερα - στην πρόσληψη και όχι στη δημιουργία -, πιο ποιητικά και με μουσική υπόκρουση, ο Αγγελάκας βεβαίωνε πως θα ανεβεί στο σχοινί, ξανά και ξανά, όσες φορές χρειαστεί για να ικανοποιήσει ακόμα και τον πλέον απαιτητικό θεατή. Στην κορυφή του τριγώνου, πριν επιστρέψουμε στο μυθιστόρημα του Σοριάνο, ας τοποθετήσουμε τον Σχοινοβάτη του Ζενέ, που κάποτε με ευκολία τον δάνειζα.
Αχρείαστη η τεχνικής φύσεως προσέγγιση σε ένα μυθιστόρημα με περίσσευμα ψυχής. Ο Σοριάνο αποτίει φόρο τιμής στους ήρωες της παιδικής του ηλικίας, τότε που δημιουργούσε ιστορίες και σενάρια με εκείνους ως πρωταγωνιστές, κρατώντας σίγουρα και ένα ρόλο για τον ίδιο, χρόνια μετά, έφτασε η στιγμή να καταγραφεί μία εκδοχή. Αυτό είναι το μυθιστόρημα, Θλιμμένος, τελευταίος και μόνος, γλυκόπικρο και ξεχωριστό, με τη σωστή δόση νοσταλγίας.
Και να θυμάστε: "Τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέμα."
Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Opera
Επιτέλους έκανες το κονέ με την Opera...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε, τη σκεφτόσουν πολλή ώρα τη φράση, πριν τη φράση; Εν πάσει περιπτώσει να ελέγξεις τα κονέ των νευρώνων σου καλού κακού . :P
ΑπάντησηΔιαγραφή*πριν τη γράψεις
ΑπάντησηΔιαγραφή