Τότε, τον Οκτώβρη, φλέρταρα με την ιδέα ενός κειμένου με αφορμή τη συναυλία εκείνη, αφορμή να μιλήσω για το νησί αυτό του Ατλαντικού, τσουβαλιασμένο στη συνείδηση των περισσότερων εξ ημών -όχι μόνο εξαιτίας άγνοιας, αλλά και χρόνιων πολιτικών δεσμών- με τις Σκανδιναβικές χώρες, παρότι γεωγραφικά βρίσκεται εγγύτερα στην Αμερική παρά στην Ευρώπη. Δεν το έκανα τότε.
Τώρα, που το τεχνικό πρόβλημα διευθετήθηκε και οι οικιακές προβολές είναι πάλι γεγονός, παρότι κάποιες λεπτομέρειες ως προς την άνεση των θεατών μένουν να διορθωθούν, είδα ξανά το Screaming Masterpiece, το ιδιαιτέρως γνωστό ντοκιμαντέρ σχετικά με την ισλανδική μουσική σκηνή. Πριν αρκετά χρόνια, νομίζω το 2005 αλλά μπορεί και να κάνω λάθος, βρήκα τελευταία στιγμή εισιτήρια για την προβολή στα πλαίσια του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και ενώ οι Sigur Rós είχαν ήδη διεισδύσει στη δισκοθήκη μου για να διώξουν την απογοήτευση που μου προκάλεσε η ακρόαση του Medúla της Björk. Βέβαια, πολλές φορές επέστρεψα στα πρώτα εκείνα άλμπουμ και ακόμα επιστρέφω, όμως, όσες ευκαιρίες και αν έδωσα στους έκτοτε δίσκους της, ικανοποίηση δεν άντλησα. Ωστόσο η τετράδα από το Ρέικιαβικ με την απόκοσμη φωνή και τα εξαίσια ξεσπάσματα γέμισε το νυχτερινό κενό, όχι μόνο εκείνης της περιόδου αλλά και των ύστερων.
Το Screaming Masterpiece αποτέλεσε το μέσο για να γνωρίσω ακόμα περισσότερες υπέροχες μπάντες. Κάπου εκεί γύρω είχα και την πρώτη μου επαφή με τον ισλανδικό κινηματογράφο· το εκπληκτικής ποπ αισθητικής Dark Horse, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία και το βόρειο μελαγχολικό χιούμορ, σκηνοθεσία του Dagun Karí (όπως επίσης και το γλυκύτατο Noi Albinoi). Ο Baltasar Kormákur που ξεκίνησε κωμικά (101 Reykjavik), συνέχισε ερωτικά (The Sea) και φλέρταρε επιτυχώς με το ατμοσφαιρικό θρίλερ (Jar City) πριν καταλήξει σε αμερικανικά στούντιο γυρίζοντας μάλλον μέτριες ταινίες (2Guns).
Το 2007 κυκλοφόρησε το Heima και αποτέλεσε την οριστική αφορμή για να αρχίσω τον βομβαρδισμό με αιτήσεις για προσφορά εθελοντικής εργασίας στο σύνολο των μη κυβερνητικών οργανώσεων του νησιού. Δεν ήταν όμως επιτυχής η προσπάθεια, η φιλοδοξία να ζήσω κάποτε εκεί ψηλά μετατοπίστηκε στο αόριστο και άγνωστο μέλλον. Όσοι επηρεάζεστε από το παγωμένο συνθετικό της ονομασίας του τόπου αυτού, δείτε το Heima, ακόμα και αν η μουσική των Sigur Rós δεν σας συγκινεί, για να αναθεωρήσετε. Όμως σας προειδοποιώ: ένα ταξίδι ως εκεί είναι ιδιαιτέρως κοστοβόρο -για την πλειοψηφία τουλάχιστον.
Πλέον η Ισλανδία, στο μυαλό μου, έχει πια απομακρυνθεί από τις σκανδιναβικές χώρες, πλησιάζοντας την Ιρλανδία και τη βορειοδυτική μεριά της Ιβηρικής. Μη ρωτάτε γιατί. Είναι μια αίσθηση απλώς. Και είναι τώρα, που γράφεται το κείμενο, παρούσα η ανάγκη για εξωτισμό και μαγεία, η μεταφυσική εκείνη αίσθηση, ανάλογη με εκείνη που νιώθει κανείς, ακόμη και ο πλέον ορθολογιστής, στο υγρό τοπίο της Γαλικίας· εκεί που λίγο πριν ο ήλιος δύσει λέγονται οι πιο παράξενες ιστορίες με τον αφηγητή να αδιαφορεί να πείσει για την εγκυρότητα των λεγομένων του, ενισχύοντας την ανασφάλεια του ξενοφερμένου, του άμαθου. Το επόμενο πρωί όμως, ο ορίζοντας, καθαρός από τη νυχτερινή βροχή, φαντάζει διαφορετικός, τα όρια της αντιληπτής πραγματικότητας σωτήρια, αν και ελάχιστα, διευρημένα.
Κανέναν δεν έχω τώρα να μου διηγηθεί. Στη λογοτεχνία θα αναζητήσω καταφύγιο, ως συνήθως δηλαδή.
Και ας κλείσει αυτή η ανάρτηση, όπως ξεκίνησε, με τη μουσική των Singapore Sling:
Χιλιαδες αφηγήσεις θα μπορούσα να κάνω γι' αυτό το μαγικό μέρος καθώς είχα την σπάνια τύχη να το επισκεφτώ πριν από μερικά χρόνια -αν και τα λόγια είναι περιττά μπροστά στις εικόνες που ξεδιπλώνουν μεγαλείο της απεραντοσύνης του ορίζοντα. Αλλά σταματώ εδω. Μακάρι να μπορέσουμε να το κουβεντιάσουμε κάποια στιγμή και από κοντα. Πολλά φιλια, Φανή - Μπολώνια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι έκπληξη, τέτοια που ξεπερνά τη ζήλεια για όσα περιγράφεις! Ναι, ναι, να τα πούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή