Σήμερα, άντρα μου, θα παντρευτείς μιαν άλλη. Δεν γίνεται να είμαι καλεσμένη, πρέπει όμως να λάβεις ένα γράμμα από μένα. Καλεσμένοι είναι όλοι εκείνοι που μέχρι πριν από λίγο ήταν κοινοί μας φίλοι, αν και μάλλον δικοί σου παρά δικοί μου. Θα 'ρθουν λοιπόν σε σένα και θα γιορτάσουν μαζί σας, μολονότι το ξέρω, θα βρίσκονται πολλοί ανάμεσά τους που διστάζουν λίγο και δεν θέλουν τόσο γρήγορα να συνηθίσουν στην ιδέα ότι τόσα έχουν αλλάξει γύρω σου.*
Διαβάζω την παράγραφο και απογοητεύομαι, μου φαίνεται λίγη και μικρή, ξενερώνω· άλλες απαιτήσεις είχα. Μέχρι και λαϊκό άσμα μού θυμίζει. Περνάνε δύο λεπτά, μετρημένα δύο, δαγκώνω τη γλώσσα μου για όσα -έστω και άηχα- ξεστόμισα, δίχως πρώτα να αξιολογήσω την αυθεντικότητα του πόνου της. Εγώ πονάω πάντα, εσύ μάλλον υπερβάλλεις.
Αφήνω το βιβλίο στην άκρη. Αναλογίζομαι το δικαίωμα στην τελευταία λέξη, ποιος το έχει; Οι συμβάσεις του πολιτισμένου τέλους, της ευγένειας, δηλαδή του ψέματος, της απόκρυψης της αλήθειας, αν προτιμάτε. Οι συμβουλές για ξέγνοιαστο βάδισμα προς τα εμπρός πέφτουν σωρό, να μου επιτρέψετε να μείνω λίγο ακόμα καθισμένος.
Γυρίζω σπίτι με μία και μόνη επιθυμία: να ψάξω για εκείνο το γράμμα. Για κάποιο λόγο, κόντρα σε κάθε στατιστική απεικόνιση, έχει επιζήσει όλων των μετακομίσεων δέκα χρόνια τώρα. Τα φύλλα είναι ακόμα διπλωμένα στα τρία. Καθαρογραμμένο με μαύρο μαρκαδοράκι, που το μελάνι του όμως είναι πιο ισχυρό από το χαρτί και το διαπερνάει. Ξαπλώνω στον καναπέ, δεν είμαι χαλαρός.
Γράφω ένα γράμμα για σένα. Ένα γράμμα που ίσως να μην διαβάσεις ποτέ. Γράφω αυτό το γράμμα τώρα, πριν είναι αργά, πριν σε μισήσω. Ναι φοβάμαι, φοβάμαι πως θα ξημερώσει μια μέρα που θα σε μισώ, έτσι όπως μισούν όσοι κάποτε νόμισαν πως αγαπούν. Εσύ πρωταγωνιστείς και δεν είσαι πια εδώ. Είσαι ό,τι με κράτησε εδώ πριν τα πρώτα κρύα και τώρα με διώχνει μακριά.
Έτσι ξεκινούσε, χρόνος παρελθοντικός, τώρα πια δεν έχει λόγο ύπαρξης, δεν θα έπρεπε να έχει λόγο ύπαρξης, έκθεμα μουσειακό, αρκετές σελίδες που αποδεικνύουν τα δικά της λάθη και υπερθεματίζουν τα δικά μου ορθά, εγω-ωραιοπάθεια, κι όμως εγώ το ανασύρω και το περιφέρω, με το διήγημα του Στράους για αφορμή, δέκα χρόνια μετά, τουλάχιστον δεν υποτροπιάζω στο δεύτερο ενικό, ακόμα.
Και τώρα μπορώ πάλι να επιστρέψω, να διαβάσω την πρώτη παράγραφο, να σκάσω και να ακούσω προσεχτικά τι έχει να πει εκείνη.
*Botho Strauss, Κανένας άλλος, μτφρ Λευτέρης Αναγνώστου, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Να την μεταφράσεις και να την στείλεις σε Εκείνη, άμεσα.
ΑπάντησηΔιαγραφή