Ένας άνθρωπος που εκτιμώ με προέτρεψε να διαβάσω Δημοσθένη Βουτυρά, με διάθεση να μοιραστεί και όχι δακτυλοδείχνοντάς με· έτσι, με τον τρόπο του, συνεπικουρούμενο από έναν πηγαίο ενθουσιασμό στον λόγο του, με κινητοποίησε. Έκανα όπως συνήθως κάνω: αγόρασα το βιβλίο και το τοποθέτησα σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη, να το βλέπω, να με βλέπει, να γνωριζόμαστε. Πέρασε κάποιος καιρός, μεσολάβησε η ζέστη και κάποια ξεφυλλίσματα, δήθεν αδιάφορα.
Ο Λαγκάς εκοιμήθηκε βαρύ ύπνο, σαν ο νους του να βυθίστηκε σε αβύσσους. Όταν εξύπνησε, είχε βαρύ πολύ το κεφάλι και ο νους του ήτανε θολός σαν ημέρα γεμάτη ομίχλη. Ήτανε χαράματα. Μια ενθύμιση σαν ακτίνα ήλιου έπεσε στο νου του. Θυμήθηκε τη χθεσινή διασκέδαση, την εξαδέλφη του την Ελένη και την κόρη του Πορταλιά, που είχε δει στην εκκλησία.Διαβάζω τις πρώτες γραμμές και βγαίνω από το σπίτι βιαστικά, με το φόβο πως πάλι θα αργήσω, παράλληλα νιώθω ένα συναίσθημα αναγνωστικής ευφορίας, συναίσθημα οικείο και ας είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κάτι δικό του, γεγονός που μου κινεί τα νήματα και με σπρώχνει σε αναζήτηση νημάτων. Ξάφνου, το φωτάκι ανάβει: αντίστοιχα είχα νιώσει έχοντας διαβάσει τις πρώτες γραμμές από το Θείο Τραγί του Σκαρίμπα. Στη σκέψη μου δημιουργείται μια συγγένεια ανάμεσα στους δύο συγγραφείς, ενθουσιάζομαι στην ιδέα πως ο Βουτυράς αποτέλεσε επιρροή για τον Σκαρίμπα, αναρωτιέμαι αν ο συλλογισμός μου έχει, πέρα της προσωπικής διαίσθησης, και κάποια φιλολογική βάση. Έφτασα καθυστερημένος τελικά, οι υπόλοιποι όμως δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί.
Όλα αυτά του διώξανε την ομίχλη και του καθαρίσανε το νου.
Σηκώθηκε. Καθώς ντυνόταν, έφερνε με το νου του όλα τα χθεσινά. Η επιθυμία που είχε χθες το βράδυ, να εκτελέσει ένα σχέδιο, του ήρθε πάλι.
-Είδες πώς με κοίταζε; είπε σταματώντας το κούμπωμα του κολάρου του για να φέρει το βλέμμα της κόρης εμπρός του.
Ύστερα απ' αυτό, παρουσιάσθηκε η κόρη του Πορταλιά και τότε του φάνηκε σα μέσα στο νου του δυο λάμψεις να παλέψανε ποια να νικήσει, ποια να μείνει.
Και είναι, το πρώτο αυτό απόσπασμα, δείγμα αντιπροσωπευτικό όλης της νουβέλας, καθώς σε αυτό διαφαίνονται με ευκρίνεια τόσο η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα, όσο και το ποιόν του ήρωα και η στάση του αφηγητή απέναντί του. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Βουτυράς, ιδιαίτερα προσωπική, ρέει γάργαρη και διακρίνεται για την αμεσότητά της, με αποτέλεσμα η νουβέλα, γραμμένη το 1903, να μοιάζει πιο φρέσκια από αρκετά έργα σύγχρονης παραγωγής, που μυρίζουν ναφθαλίνη σε μια απόπειρα λογιότητας και δήθεν ποιητικότητας. Το διαρκές πήγαινε-έλα από τη σοβαρότητα στη σοβαροφάνεια προσδίδει αβίαστα το κωμικό στοιχείο, μια πειρακτική διάθεση, ενώ η αποστροφή του συγγραφέα προς τον διδακτισμό τού δίνει το δικαίωμα να μεταχειρίζεται την Ιστορία ως σκηνικό, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει συνοδευτικό μα δεν είναι. Ο Λαγκάς αποτελεί (και) ένα διαχρονικό αντιπολεμικό αφήγημα, ακριβώς επειδή ο Βουτυράς μένει προσηλωμένος στην ιστορία του.
Η βουή, το μουγκρητό της διαδήλωσης έφθανε, πλησίαζε. Φώτα κόκκινα, κίτρινα σημείωναν την πορεία της και βάφανε το σκοτάδι. Φώτα λάμψανε στον αντικρινό μεγάλο δρόμο και φάνηκε η κεφαλή της διαδήλωσης. Η κεφαλή ήταν παιδιά, μάγκες και μεγάλοι άντρες της αγοράς. Έπειτα απ' αυτούς σημαίες, σημαίες...
Ο Λαγκάς, επώνυμο που φέρει την απαραίτητη βουκολική αύρα, αφού ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Αθήνας, μαζεύει τα λίγα του υπάρχοντα και επιστρέφει στο χωριό του. Εκεί, βαρυφορτωμένος με τις δάφνες της μόρφωσης, προνόμιο που ελάχιστοι διαθέτουν εκεί, περνά μια περίοδο χαλάρωσης και αναψυχής, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από μια ερωτική διάθεση και αναζήτηση· μία θέλει την ξαδέλφη του και μία την κόρη του Πορταλιά. Είναι κάτι σύνηθες αυτό για τον Λαγκά, να στέκει αναποφάσιστος ανάμεσα σε δύο επιλογές, αδρανής, δίχως να κάνει βήμα. Όταν θα επιστρέψει στην Αθήνα, για να επισκεφτεί τον άρρωστο θείο του, ξεσπά ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, και εκείνος, πάλι, στέκει αναποφάσιστος ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, τη στράτευση ή τη μη στράτευση, την παραμονή στην Αθήνα ή την επιστροφή στο χωριό. Ένας ήρωας με πάσχουσα ηθική και ένας αφηγητής που τον αφήνει ελεύθερο, δίχως να τον κατευθύνει ή να τον κρίνει. Και ως προς αυτό το σημείο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι κριτικές τόσο του Ξενόπουλου όσο και του Παλαμά, που περιέχονται στη συγκεκριμένη έκδοση, και στις οποίες, αν και οι δυο αναγνωρίζουν τις αρετές της πρωτόλειας νουβέλας του Βουτυρά, εντούτοις αντιμετωπίζουν με αμηχανία και σκεπτικισμό, ιδιαίτερα ο Παλαμάς, τον ήρωα αυτό, που έρχεται έξω από τα γνωστά έως τότε πλαίσια της λογοτεχνίας.
Μέρες μετά, ενθουσιασμένος ακόμα, μιλάω με τον Γ. Δεν έχω διαβάσει, μου λέει, να διαβάσεις, του λέω. Συζητάμε για το πόσες εκπλήξεις να κρύβει ακόμα η ελληνική λογοτεχνία που τόσα της σέρνουμε κατά καιρούς. Και ο Παπαδημητρακόπουλος είναι πολύ καλός, μου λέει, δεν έχω διαβάσει, του λέω, να διαβάσεις. Συμφωνήσαμε σε αμοιβαία ανταλλαγή.
υ.γ Εκτός από τον Σκαρίμπα, η γραφή του Βουτυρά μου έφερε στον νου και τον Αλέξανδρο Κοτζιά.
υ.γ2 Το βιβλίο, αν και με ημερομηνία έκδοσης το 2000, μυρίζει όπως το δωμάτιο της γιαγιάς μου, γλυκά και οικεία, με μια αίσθηση καμφοράς.
Εκδόσεις Δελφίνι Στάχυ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου