Οι Μπάρμπερ είχαν πει ότι θα έφταναν κατά τις τρεις. Είναι σαν να περιμένεις να ξεκινήσεις για ένα ταξίδι, σκεφτόταν η Φράνσις. Αυτή και η μητέρα της είχαν περάσει το πρωινό κοιτάζοντας το ρολόι, ανίκανες να χαλαρώσουν. Στις δύο και μισή είχε κάνει έναν τελευταίο, όπως φανταζόταν, νοσταλγικό γύρο των δωματίων του σπιτιού. Ο εκνευρισμός της κορυφώθηκε ύστερα από αυτό, για να ξεφουσκώσει στη συνέχεια σταδιακά, και τώρα, κοντά πέντε η ώρα πια, να τη πάλι εδώ, να ακούει την ηχώ των ίδιων της των βημάτων χωρίς να νιώθει στάλα αγάπης για τα λιτά επιπλωμένα δωμάτια, ανυπομονώντας μόνο να φτάσει το ζευγάρι, να εγκατασταθεί στο σπίτι και να τελειώνει η υπόθεση.
Και οι Μπάρμπερ έφτασαν, με κάποια καθυστέρηση είναι η αλήθεια, μεταφέροντας τα πράγματά τους, ρούχα κυρίως και κάποια λίγα έπιπλα, και η ζωή της Φράνσις και της μητέρας της άλλαξε μία και διαπαντός, καθώς οι νοικάρηδες καταλαμβάνουν τον συμφωνημένο χώρο στο σπίτι. Η απόφαση να νοικιάσουν ένα μεγάλο μέρος του σπιτιού στους Μπάρμπερ δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε απλή, ήταν όμως αναγκαστική· το σπίτι κατέρρεε και οι ελάχιστοι οικονομικοί πόροι από κάποιες, μάλλον αποτυχημένες, επενδύσεις του μακαρίτη κυρίου Ρέι έμοιαζαν με σταγόνα στον ωκεανό των όλο και αυξανόμενων εξόδων, το ενοίκιο θα μπορούσε να τους δώσει μιαν ανάσα, συνοδευόμενο βεβαίως από όλα τα, κακόβουλα και χαιρέκακα, σχόλια του αριστοκρατικού περιβάλλοντος, στο οποίο οι Ρέι ανήκαν λίγα μόλις χρόνια πριν, προτού δηλαδή χαθούν οι γιοι της οικογένειας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και πεθάνει ο κύριος Ρέι, αφήνοντας την κυρία Ρέι με τη Φράνσις μόνες σε ένα Λονδίνο που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του, σε έναν κόσμο που αλλάζει τάχιστα. Από την άλλη οι Μπάρμπερ ανήκουν σε μια νέα ανερχόμενη τάξη, εκείνος δουλεύει στο Σίτι σε μια ασφαλιστική εταιρεία, κερδίζοντας όλο και περισσότερα χρήματα, τα οποία η γυναίκα του φροντίζει να αξιοποιεί, καλοπίζοντας το σπίτι και φροντίζοντας την εξωτερική της εμφάνιση, επιχειρώντας την οριστική ρήξη με το παρελθόν και στοχεύοντας στην κοινωνική ανέλιξη, με την αλλαγή γειτονιάς να αποτελεί ένα πρώτο και σταθερό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Δύο κόσμοι, άλλοτε σε σύγκρουση, συνυπάρχουν πλέον κάτω από μία κοινή στέγη.
Βασικό στοίχημα για την Ουαλή συγγραφέα η αναβίωση μιας παρελθούσας εποχής, εκείνης του μεσοπολεμικού Λονδίνου, μιας εποχής μεταβατικής, με έντονες και βαθιές αλλαγές, σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας, και κυρίως στην κοινωνική διαστρωμάτωση, για χρόνια σταθερή και αναλλοίωτη, με την ανάδειξη μιας νέας τάξης, της μεσαίας. Και είναι ένα στοίχημα, εν τέλει, κερδισμένο, με ευδιάκριτες τις επιρροές. Η Waters γοητεύεται από το Λονδίνο της δεκαετίας του '20, αντλεί την έμπνευσή της από αυτό, μέσα από την απαραίτητη ιστορική έρευνα και την ανάγνωση μυθιστορημάτων της εποχής, και επιθυμεί να μεταφέρει αυτή την ατμόσφαιρα στον αναγνώστη μέσα από ένα μυθιστόρημα εποχής. Βέβαια, δίχως την απαραίτητη πλοκή, η αποτύπωση της εποχής δεν θα αρκούσε για να στηρίξει ένα μυθιστόρημα, και μάλιστα πολυσέλιδο, όπως οι Ενοικιαστές, κάτι που η έμπειρη Waters γνωρίζει πολύ καλά, επενδύοντας αρκετά στην ιστορία της, στους χαρακτήρες και στις σκέψεις τους, σε μια συνεχή αίσθηση ανατροπής, που μοιάζει να παραμονεύει στην επόμενη σελίδα, ξέροντας πώς να επιμένει στη λεπτομερή αφήγηση, δικαιολογώντας την επιλογή της ακόμα και όταν μοιάζει να πλατιάζει, παραδίδοντας τελικώς ένα μυθιστόρημα εποχής, ταύτοχρονα ερωτικό και αστυνομικό.
Θα ήταν όμως ελλιπές ένα κείμενο σχετικά με τους Ενοικιαστές, αν τελείωνε δίχως να αναφερθεί το επίθετο γυναικείος, για να προσδιορίσει, τόσο τη γραφή, όσο και την οπτική γωνία των ηρωίδων. Είναι όμως τέτοια η προκατάληψη, απόρροια της αδυσώπητης και άστοχης χρήσης του όρου, προκατάληψη ορθή, καθώς το γυναικείο έχει ταυτιστεί με το κακό και επιφανειακό, με μια λογοτεχνία φτηνή. Όμως, αυτό δεν θα έπρεπε να αποτρέψει τον αναγνώστη από το να χαρακτηρίσει ως γυναικείο το μυθιστόρημα της Waters, ίσως θα έπρεπε να επιβάλλει τον χαρακτηρισμό αυτό μάλιστα, ακριβώς για να τονίσει την κατάλληλη χρήση του όρου, να μπει ένα φρένο στην επικίνδυνη, και με έντονη τη σημειολογία, διάκριση μεταξύ αντρών και γυναικών συγγραφέων, ενώ η μοναδική διαχωριστική γραμμή, ανεξαρτήτως των προσωπικών προτιμήσεων του καθενός, θα έπρεπε να είναι εκείνη που διακρίνει την καλή από την κακή λογοτεχνία εν γένει.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Δέσποινα Γιανναρούδη
Εκδόσεις Λιβάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου