Είναι το ίδιο πράγμα όπως και με τη δημοκρατία, τον μεγάλο έρωτα, την αγαπημένη οικογένεια, ή και με την παγκόσμια ειρήνη. Παλιότερα ανήκε σ' αυτή την κατηγορία κι ο καλός θεός και πρόκειται πάντα για την ίδια αρχή: είναι κάτι που είτε το πιστεύεις είτε δεν το πιστεύεις. Όταν είναι κάτι που το πιστεύουν όλοι, τότε λέγεται πως λειτουργεί πραγματικά.
Φυσικά ούτε και τότε λειτουργεί σ' όλες τις περιπτώσεις, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό. Όταν πιστεύουν όλοι σ' αυτό, τότε λίγο πολύ θα λειτουργήσει, και στις περιπτώσεις που δεν λειτουργήσει, τότε απλά δεν θα είχαν πιστέψει αρκετά σ' αυτό.
Τα πιστεύω, βέβαια, έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τη μόδα, και ας μην είναι πάντα ανυπόφορα, όπως πίστευε ο Όσκαρ Ουάιλντ, συχνά δε, είναι όμορφα, ειλικρινή και αγνών προθέσεων: η αγαπημένη οικογένεια, ο μεγάλος έρωτας, η παγκόσμια ειρήνη, η κατάργηση των πυρηνικών, η διάσωση του ζωικού και φυσικού βασιλείου, ο εθελοντισμός, τα ολυμπιακά ιδεώδη. Για να αναφέρω ορισμένα μόνο. Αυτά, δυστυχώς, αλλάζουν συχνά. Τα πιο σταθερά είναι εκείνα τα διχαστικά: το χρήμα, η εξουσία, ο καταναλωτισμός, το Εγώ, η εκκλησία. Για να αναφέρω τα πιο χτυπητά από αυτά μόνο. Επίσης τα πιστεύω έχουν ακόμα μία διάκριση: τη θεωρία και την πράξη. Πιστεύεις σε κάτι αλλά κάνεις κάτι άλλο, ίσως και το ακριβώς αντίθετο, αλλά τι σημασία έχει; αφού μπορείς πάντα να πεις: Πιστεύω σε εκείνο ή το άλλο.
Έτσι κάπως δημιουργούνται τα περιθώρια, έτσι κάπως υφίσταται η πλέον κατάπτυστη και χυδαία έννοια, η κανονικότητα. Όταν οι περισσότεροι πιστεύουν κάτι, τότε αυτό λειτουργεί. Όταν οι περισσότεροι πάψουν να πιστεύουν σε αυτό, τότε αυτό παύει να λειτουργεί και όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν σε αυτό μετατρέπονται σε γραφικούς, για να το θέσω απλώς ευγενικά.
Η Βάντερμπέκε, με την αιχμηρή πρόζα της, αναφέρεται στη Γερμανία -αλλά και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο- των τελευταίων χρόνων μέσα από την εναλλαγή αυτών των πιστεύω, την επικράτηση κάποιων και την υποχώρηση κάποιων άλλων, τη μαζικότητα και την αντίφαση. Η αφηγήτρια, κάπως ειρωνικά και κάπως αφελώς, παρατηρεί, σχολιάζει, χλευάζει. Πότε βρίσκει το θάρρος της και πότε απογοητεύεται. Με ύφος κοφτό, παρά τον μακροπερίοδο λόγο της, ένα μπερνχαρντικό δάνειο, διατρέχει το τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα χωρίς να πλατιάζει, χωρίς να χάνει στιγμή τον σχόχο της, ούτε τις εμμονές της, την οικογένεια και την πατριαρχεία, ούσα διαρκώς ανάμεσα στο σοσιαλιστικό παρελθόν των παιδικών της χρόνων και το καπιταλιστικό των ύστερων.
Είναι το τέταρτο βιβλίο της που διαβάζω, και δυστυχώς τελευταίο από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά, και έχω επαναλάβει την αγάπη μου για τη γραφή και τη ματιά της στα πράγματα, το ύφος της και τη χρήση της γλώσσας, η Βάντερμπέκε είναι μία από τις καλύτερες σύγχρονες γερμανόφωνες συγγραφείς.
υγ. Είχαν προηγηθεί: Δείπνο με μύδια, Αρκετά καλά, Η Αλμπέρτα βρίσκει καινούριο εραστή
Μετάφραση Λένα Σακαλή
Εκδόσεις Μελάνι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου