Το περιβάλλον, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, οδηγεί το κωμικό στην τραγωδία. Αναγκάζει όλο και περισσότερους δημιουργούς να καταφύγουν στη σάτιρα για να αντιμετωπίσουν αυτό το πέπλο στάχτης που έχει σκεπάσει την καθημερινότητα, και ενώ αρχικά θέλουν να επιτύχουν, μέσα από την υπερβολή κυρίως, τη διακωμώδηση μιας κατάστασης, πέφτουν αναπόφευκτα σε ένα χιούμορ μαύρο, αναζητούν τη σχέση του εγώ με τον έξω κόσμο, και το συγκριτικό πλεονέκτημα μοιάζει να αποτελεί ζητούμενο, η ανάδειξη της διαφορετικότητας μέσω της παρατήρησης και του αυτοσαρκασμού. Κάπως έτσι, κείμενα που εκκινούν ως πρόζα καταστάσεων κωμικών, γρήγορα μεταμορφώνονται σε μια απόπειρα ενδοσκόπησης και διαφυγής για συναισθήματα όπως η θλίψη και η απογοήτευση, έξοδοι κινδύνου για τη ματαιότητα, φωνές υπαρξιακής αγωνίας.
Και είναι μια ισορροπία αυτή η οποία δεν επιτυγχάνεται πάντα, δύσκολη από τη φύση της, προσωπική υπόθεση του δημιουργού καθώς είναι, μένει να φανεί αν μπορεί να αποτελέσει ένα έδαφος κοινό με τον αναγνώστη. Το χιούμορ αρκετές φορές δεν λειτουργεί, όχι πάντα λόγω έλλειψης έμπνευσης, αλλά λόγω των καταστάσεων. Δεν είναι πάντα εύκολο να γελάσει κανείς, ακόμα και όταν δεν υπάρχει κάτι άλλο για να κάνει.
Και καταλλήγοντας τον παραπάνω συλλογισμό εκεί από όπου ξεκίνησε, στο βιβλίο του Ακαμάτη δηλαδή, μοιάζει να είναι ακόμα πιο ευκρινής, μέσα από τη σύγκριση με το προηγούμενο βιβλίο του, τα Ζωνιανά Gold, με πρωτοπρόσωπο αφηγητή επίσης τον Παρασκευά. Είναι εύκολο να διακρίνει κανείς το βάρος που προστέθηκε στους ώμους του συγγραφέα στο διάστημα που μεσολάβησε, την πίκρα, τον θυμό, την απογοήτευση, επίσης. Και όλο αυτό το βάρος περνάει στις σελίδες του βιβλίου, στις ατάκες του Παρασκευά, στη διαχείριση της κεντρικής ιδέας.
Ο Παρασκευάς αναγκάζεται να επιλέξει την παραμονή του στο νησί Γάμα, συμφερόντων μιας ιδιωτικής εταιρείας, ως μια εναλλακτική ποινή αντί για τον εγκλεισμό του σε κάποια φυλακή. Βρισκόμαστε στο κοντινό μέλλον, ένα περιβάλλον παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και κρατικής καταστολής. Η διαφορετικότητα τιμωρείται αυστηρά, η μη προσαρμογή επίσης.
Ο Παρασκευάς είναι ένας αντιήρωας με κραυγαλέες ατέλειες, σε σύγκριση όμως με το περιβάλλον είναι συμπαθής, διαθέτει μια αφέλεια ώρες ώρες ενοχλητική, μια πίστη στο εγώ του κάπως ιδιότυπη. Μοιάζει με μοναχικό καβαλάρη, ή καλύτερα με μοναχικό σέρφερ, και αυτό είναι κάτι που δεν τον ενοχλεί, μάλλον, να του το προσάψει κανείς.
Επιστρέφοντας όμως στο βάρος των χρόνων που μεσολάβησαν, θα μπορούσε κανείς να αποδεχτεί και να δικαιολογήσει την ανάγκη του συγγραφέα να διηγηθεί την ιστορία της παραμονής του άλτερ έγκο του στο νησί Γάμα, μια αναγκαία βαλβίδα αποσυμπίεσης από την πραγματικότητα, ακόμα και μέσω μιας πραγματικότητας ακόμα πιο σκληρής.
Διαβάζοντας το βιβλίο, και έχοντας ανάμεικτα μάλλον συναισθήματα, μου ήρθε ξαφνικά στον νου η θεατρική του μεταφορά: ο Παρασκευάς στη μπάρα να διηγείται, πίνοντας Jameson, την ιστορία της παραμονής του στο νησί, σε έναν μονόλογο παραληρηματικό κάποιες στιγμές, εκεί που ο ακροατής πρέπει κάποιες στιγμές να του προσφέρει ξανά το χαμένο νήμα της αφήγησης. Έτσι ναι, θα μπορούσε να λειτουργήσει θαυμάσια.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Εκδόσεις Ωκεανίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου