Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

Το χέρι του σημαιοφόρου - Δημήτρης Καλοκύρης




Υπάρχουν τα βιβλία εκείνα, των συγγραφέων εκείνων, τα οποία, όσες προσδοκίες και αν έχεις, καταφέρνουν να σε εκπλήξουν από τις πρώτες κιόλας σελίδες, επιτρέποντάς σου την είσοδο σε έναν καινούριο κόσμο, όμως συνάμα γνωστό και οικείο, μέσα από ένα πρίσμα τοποθετημένο περίτεχνα από τον δημιουργό, εκεί όπου αναγνωρίζεις πράγματα γνωστά, από τις προσωπικές σου εμπειρίες και από τις εξωτερικές γνώσεις, δοσμένα με έναν τρόπο διαφορετικό, καθώς η φαντασία και η έμπνευση διακλαδώνονται πυκνά με την αλήθεια και την πραγματικότητα, την όποια αλήθεια και την όποια πραγματικότητα. Έτσι συνέβη και με το βιβλίο του Καλοκύρη, συγγραφέα με πλούσιο έργο, γνωστού και για τις μεταφράσεις τού Μπόρχες, του οποίου κανένα βιβλίο δεν είχα διαβάσει ως τώρα, παρά τις προσδοκίες μου, οι οποίες στηρίζονταν στη διαίσθηση και τα λόγια που άκουγα γύρω τριγύρω. Και είναι όμορφο όταν οι προσδοκίες γκρεμίζονται, για ν' ανοικοδομηθούν υψηλότερες και πιο εντυπωσιακές, πάνω σε στέρεα θεμέλια.

Μια μυθιστορία καταιγιστικής ακινησίας, όπως επεξηγεί ο υπότιτλος στο εξώφυλλο, επεξήγηση για κάποιους αποτρεπτική, στην εποχή της δράσης και της ταχύτητας, για κάποιους άλλους όμως γοητευτική και ιντριγκαδόρικη, αντιπροσωπευτική, όπως και αν έχει, του περιεχομένου. Η ιστορία ξεκινά στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, με δύο εραστές, λίγα λεπτά μετά τη δεύτερη συνάντησή τους στην αίθουσα διαλέξεων κάποιου συνεδρίου, να φτάνουν στο δωμάτιο, αφού πρώτα άφησαν το άρωμα του πάθους στο πέρασμά τους, στον ανελκυστήρα και στον διάδρομο, όπου ίδιοι κτήνη θα ορμήσουν να κατασπαραχθούν και να κατασπαράξουν το αντικείμενο του σεξουαλικού πόθου τους, για να περάσει στα χρόνια του Βυζαντίου και μέσα από μονοπάτια ευφάνταστα και δυσδιάκριτα -από ελάχιστη χλόη είναι η αλήθεια- να ξαναφτάσει στο σήμερα της αφήγησης.
Μιλώντας για τη Θάλεια Δροσινού πώς βρεθήκαμε στους Παλαιολόγους; Η νεανική εκδρομή της στον Μυστρά με σημαιοφόρο του Πολεμικού Ναυτικού (που μόλις είχε τελειώσει τη σχολή δοκίμων κι έπαιρνε την πρώτη του άδεια) και οι ερωτικές τους διαπλέξεις στην παρακείμενη Σπάρτη το ίδιο βράδυ επηρέασαν τάχα τον υπόγειο ειρμό της αφήγησης, ή ο ποταμός του λόγου μάς λοιδορεί, οπότε τα πάντα υποτίθεται πως συμπλέκονται κατά μήκος του ακοίμητου χρόνου;
Δεκάδες πρόσωπα βιογραφούνται, χρονικές περίοδοι αναλύονται, τα βήματα συναντούνται και ο χρόνος προχωρά γραμμικά, παρά τις αφηγηματικές παρεκβάσεις. Δύσκολα μπορεί κάποιος να είναι σίγουρος αν κάποια πρόταση είναι αποτέλεσμα της ευρυμάθειας του Καλοκύρη ή της αχαλίνωτης φαντασίας του, αν όχι συγκερασμός και των δύο, αν προσεγγίζει το παιχνίδι με σοβαρότητα ή τη σοβαρότητα με παιγνιώδη διάθεση. Δεδομένες μπορούν να θεωρηθούν μόνο η αλλεργία του στη σοβαροφάνεια και η απόλαυση που πρέπει να αντλεί ο ίδιος από τη γραφή. Και πώς να μιλήσει κανείς για ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, μυθιστορία όπως την αποκαλεί ο Καλοκύρης, όπου το χάος βασιλεύει συγκροτημένα και η Ιστορία αφήνει ρωγμές για να περάσει ο μύθος; Θαρρείς και το Παν χώρεσε μέσα στις διακόσιες εβδομήντα σελίδες της αφήγησης της ιστορίας της Θάλειας Δροσινού.

Δεν περίμενα να διαβάσω ένα τέτοιο βιβλίο στα ελληνικά, και δεν αναφέρομαι στην ποιότητα, αλλά στην ψυχή. Οι επιρροές υπάρχουν, αλλά δεν θα ήταν αρκετές αν δεν συναντούσαν ένα γόνιμο έδαφος στο μυαλό του Καλοκύρη. Μία ανάγνωση που σε κάνει να νιώθεις υπέροχα από τη μία, αλλά και μοναξιά ταυτόχρονα, μοναξιά γιατί δεν μπορείς με λέξεις να μοιραστείς με κάποιον τα συναισθήματα και τις εικόνες της ανάγνωσης, την εμπειρία αυτών των σελίδων, ίσως μονάχα με μια συγχρονισμένη ανάγνωση με κάποιον άλλον, σκυμμένοι πάνω από το βιβλίο, διαβάζοντας την ίδια γραμμή ταυτόχρονα, μοιραζόμενοι το βλέμμα της έκπληξης και το χαμόγελο της ικανοποίησης.

Οι ιστορίες μπορεί να έχουν κιόλας τελειώσει, όλα να έχουν ειπωθεί, όμως πάντα θα υπάρχει ακόμα μία συναρπαστική αφήγηση που θα σε μεταφέρει κάπου άλλου, όχι απαραίτητα μακριά.

Εκδόσεις Νεφέλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου