Λέγεται πως αν χέρι ζερβό ανοίξει το χάρτη της Θεσσαλίας και πάει στην τύχη να διαλέξει ένα σημείο, τότε αλάθευτα θα πέσει στην πόλη της Καρδίτσας, και συγκεκριμένα στις παρυφές της, στη συνοικία που είναι γνωστή ως Λάκκα του Μαντζιάρα.Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για ένα βιβλίο όπως αυτό, αφήνοντας έξω την ψυχή και το συναίσθημα; Δεν ξέρω. Η έλξη που ασκούν οι ιστορίες μεταφυσικού τρόμου, το ελάχιστο άνοιγμα των δακτύλων στην παλάμη που κρύβει το βλέμμα, η αδυναμία του ορθολογισμού, να αποτελέσει ένα ασφαλές ανάχωμα ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Όταν η Λάκκα του Μαντζιάρα ήταν ακόμα γούβα και τα άροτρα χάραζαν τα χωράφια που τώρα βρίσκονται στον βυθό της λίμνης του Πλαστήρα, ζούσε στην Ιτέα της Καρδίτσας μια τρομερή αρχόντισσα που 'χε τρεις νεαρές ανιψιές, μα κανένα δικό της παιδί. Την έτρεμε όλο το χωριό γιατί καμιά πόρτα και κανένας τοίχος δεν την κράταγε.Δεν θα μπορούσα, σκεφτόμουν, να σου διαβάζω τις ιστορίες αυτές τα βράδια, για να σε πάρει ο ύπνος, στη ρομαντική ατμόσφαιρα με μοναδικό το φως των κεριών μέσα στο δωμάτιο, ή έστω κάπου έξω, ανάμεσα σε κάποιες οροσειρές ή με τον ήχο των κυμάτων να δίνει τον ρυθμό στη νύχτα. Ούτε κι εγώ θα ένιωθα άνετα διαβάζοντας τες ξανά. Ίσως μια κρύα νύχτα με αστραπές ν' αποτελούσε κατάλληλο σκηνικό ανάγνωσης για τις ιστορίες του Τσαπραΐλη, αν νιώθει κανείς τολμηρός και θαρραλέος. Και αν ακόμα αποδειχτεί θαρραλέος, σκυμμένος πάνω απ' τις σελίδες της συλλογής αυτής, πώς αλήθεια σηκώνει το βλέμμα;
Δεν το 'χε σε τίποτε να ξεπροβάλει τη νύχτα πλάι στο μαξιλάρι αυτών που την είχαν ενοχλήσει και να τους πάρει τη μιλιά ή την πνοή. Διαφέντευε τον καιρό κι έκανε τις σοδειές να αργοσβήνουν. Ήταν και κάποιες φορές που δεν σεβόταν ούτε τους νεκρούς κι άρπαζε τα πτώματα από τους φρεσκοσκαμμένους τάφους.Σίγουρα υπάρχει το λαογραφικό ενδιαφέρον στις Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας, σίγουρα υπάρχουν και λογοτεχνικές αρετές, όπως η οικονομία των λέξεων και η απόδοση της ατμόσφαιρας, όμως όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν τον αναγνώστη εκείνον που αποκλείει το φανταστικό ως μη πραγματικό και άρα ψεύτικο, εκείνον που έχει πείσει τον εαυτό του πως ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στο εύρος των πέντε του αισθήσεων, και έχει καταχωνιάσει την αμφιβολία βαθιά μέσα στο ασυνείδητό του, και μόνο κάποια βράδια, μετά από έναν ανήσυχο ίσως ύπνο, ξυπνάει ιδρωμένος με ένα παράξενο συναίσθημα τρόμου.
Δεν ξέρω γιατί λέω αυτά αντί να μιλήσω για τα παιδικά καλοκαίρια στο χωριό, για τη θέα του κάμπου περνώντας τα βουνά της Φθιώτιδας, για τις νύχτες που ο άνεμος φέρνει ήχους στο κλειστό σπίτι.
Γράφοντας αυτές τις γραμμές, μια ηλιόλουστη μέρα του Σεπτέμβρη, βρίσκω την ευκαιρία να διαβάσω ξανά κάποιες από αυτές τις ιστορίες· νιώθω πάλι εκείνο το συναίσθημα αβεβαιότητας, σκέφτομαι πως αυτή η αποσπασματική αναγνωστική προσέγγιση έχει μια άγρια ομορφιά, που ίσως επενεργεί πιο δραστικά από τη γραμμική ανάγνωση του βιβλίου απ' την αρχή μέχρι το τέλος, ανάγνωση που διαρκεί λίγες ώρες και μπορεί να προκαλέσει σιγά σιγά κάποια οικειότητα, κι ύστερα κάποια εκλογίκευση, και να σου στερήσει τελικά το συναίσθημα των πρώτων σελίδων.
Και δεν είναι αδικαιολόγητο το γεγονός πως το βιβλίο του Τσαπραΐλη δεν άργησε καθόλου να βρει το κοινό του, να κάνει δεύτερη έκδοση μέσα σε ελάχιστες ημέρες και να φιγουράρει στα ευπώλητα διάφορων βιβλιοπωλείων. Δεν είναι μόνο η δεδομένη αξία των ιστοριών, είναι και το γεγονός πως απευθύνεται (και) σε ένα κοινό που συνήθως δεν καταγράφεται σε καμία έρευνα φιλαναγνωσίας, με συνεκτικό στοιχείο κυρίως τη μουσική και την αγάπη για το μεταφυσικό και τον τρόμο.
Παρ' όλη τη λαχτάρα που ένιωθα για την επικείμενη έκδοση της συλλογής Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας, η ανάγνωση κατάφερε να ξεπεράσει τις όποιες προσδοκίες.
Εκδόσεις αντίποδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου