Το έψαχνα αυτό το βιβλίο, όχι απελπισμένα αλλά το έψαχνα, και το είδα ένα βράδυ στη βιτρίνα ενός παλαιοβιβλιοπωλείου, και μέχρι να ξημερώσει, να πάω και να γυρίσω από τη δουλειά, γύριζε στο μυαλό μου η σκέψη -συνοδευόμενη από μία ιδέα άγχους- αν θα υπήρχε ακόμα όταν θα έμπαινα στο παλαιοβιβλιοπωλείο, αργά το μεσημέρι εκείνης της Τετάρτης, που έχει πια περάσει από καιρό, και ήταν εκεί, το πήρα στο χέρια μου μόνος μου από την άκρη της βιτρίνας μπαίνοντας και πήγα κατευθείαν στο ταμείο. Το είχα βρει.
Η γνωριμία με το λογοτεχνικό σύμπαν του ΜακΓιούαν ήταν κάπως παράξενη. Αξίζει να πω αυτή την ιστορία, νομίζω. Πάνε χρόνια, αρκετά χρόνια, από τότε που ένας φίλος διάβασε το Σάββατο και μου μίλησε με ενθουσιασμό γι' αυτό, σίγουρα δέκα χρόνια, ίσως και έντεκα, με βάση τη χρονολογία έκδοσης του βιβλίου στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νεφέλη. Το βιβλίο με ενόχλησε. Δεν μου άρεσε καθόλου. Μια τετραμελής οικογένεια, όλοι τους υπερεπιτυχημένοι και υπέροχοι, μια ανατροπή στην καθημερινότητα και η επαφή τους με έναν κόσμο μέχρι πρότινος αθέατο και άγνωστο σ' εκείνους. Δεν ταυτίστηκα και δεν μου άρεσε η ιστορία παρότι διέκρινα δεδομένες αρετές στη γραφή του συγγραφέα. Και εκεί ήταν το κλειδί για την απόφασή μου να διαβάσω και κάτι ακόμα δικό του, και διάβασα τα Μαύρα Σκυλιά, και συγκλονίστηκα, και διάβασα το Στην Ακτή, και μου άρεσε πάρα πολύ, και βρήκα το εξαντλημένο Άμστερνταμ και το απόλαυσα. Στο ενδιάμεσο είχα διαβάσει και άλλα δικά του, της πρώτης περιόδου (Ξένοι στη Βενετία, Ο αθώος). Και είχα -και ακόμα έχω- άρνηση να διαβάσω τα τελευταία του, και αναζητούσα τον Τσιμεντόκηπο, και τον βρήκα, και την Έμμονη αγάπη, που ακόμα την αναζητώ.
Δεν σκότωσα εγώ τον πατέρα μου, αλλά καμιά φορά μου φαινόταν ότι τον είχα βοηθήσει να πεθάνει. Και με εξαίρεση το γεγονός ότι συνέπεσε μ' ένα ορόσημο στη δική μου σωματική ανάπτυξη, ο θάνατός του μου φάνηκε ασήμαντος σε σύγκριση μ' αυτά που ακολούθησαν. Οι αδερφές μου κι εγώ μιλούσαμε γι' αυτόν τη βδομάδα μετά τον θάνατό του, κι η Σου οπωσδήποτε έκλαιγε όταν οι νοσοκόμοι του ασθενοφόρου τον τύλιξαν σε μια ζωηρόχρωμη κόκκινη κουβέρτα και τον πήραν από το σπίτι. Ήταν ένας φιλάσθενος, ευέξαπτος, ψυχαναγκαστικός άνθρωπος με κιτρινωπά χέρια και πρόσωπο. Συμπεριλαμβάνω την ιστοριούλα του θανάτου του, μόνο και μόνο για να εξηγήσω πώς οι αδερφές μου κι εγώ βρεθήκαμε να έχουμε μια τόσο μεγάλη ποσότητα τσιμέντου στη διάθεσή μας.Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του έφηβου γιου, ο ΜακΓιούαν διηγείται την ιστορία τριών αδερφών που βρέθηκαν χωρίς γονείς, σ' ένα τεράστιο σπίτι σ' ένα εγκαταλελειμμένο συγκρότημα κατοικιών, με μια μεγάλη ποσότητα τσιμέντου στην κατοχή τους.
Ο τσιμεντόκηπος λοιπόν, το πρώτο βιβλίο ενός σημαντικού σύγχρονου συγγραφέα, του Ίαν ΜακΓιούαν, διαθέτει αρκετές από τις αρετές των πρωτόλειων έργων, την ένταση και το πάθος, τη δεδομένη ανάγκη για γραφή, την επιθυμία να κλείσει λογαριασμούς με το παρελθόν, αλλά και αρκετά από τα προβλήματα κάθε πρωτόλειας απόπειρας, την ένταση της φωνής και το αδάμαστο πάθος, την επίδειξη της δεδομένης ανάγκης για γραφή, τη βιασύνη να κλείσει λογαριασμούς με το παρελθόν. Όψεις του ίδιου νομίσματος.
Εκείνο που αποτελεί το μεγαλύτερο προσόν το μυθιστορήματος είναι η επιλογή του αφηγητή. Ο έφηβος με το ψυχρό βλέμμα καταφέρνει να μετατρέψει κάθε υπόνοια συναισθηματικού εκβιασμού του συγγραφέα σε καθαρό συναίσθημα, να δικαιολογήσει κάθε αποκρουστική και πρόστυχη εικόνα, να μετατρέψει σε άκρως ανθρώπινη την κάθε μη συμβατική συναισθηματική αντίδραση του ήρωα-αφηγητή.
Ο τσιμεντόκηπος είναι μια ιστορία οικογενειακή, οικιακή, που ελάχιστα κοιτάζει τον εξωτερικό κόσμο ή επηρεάζεται απ' αυτόν, ένα δράμα δωματίου, σε μεγάλο βαθμό άχρονο, με διάθεση για παραβολή -που πότε λειτουργεί και πότε όχι-, μια ιστορία δυνατή, σφιχτή και σκοτεινή, ένα υποσχόμενο πρώτο δείγμα δουλειάς, σίγουρα όχι αριστούργημα, αλλά χωρίς αμηχανία και με πίστη στη γραφή εκ μέρους του συγγραφέα.
Τώρα μένει η Έμμονη αγάπη.
Μετάφραση Ρένα Χατχούτ
Εκδόσεις Γράμματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου