Η τελευταία σημείωση που κράτησα κατά την ανάγνωση της Εγκυκλοπαίδειας των νεκρών είναι μονολεκτική και ακριβής: φοβερό. Αυτό το βιβλίο είναι φοβερό και λίγα μένει να προσθέσει κανείς.
Όταν κάποτε είχα διαβάσει τη Σοφίτα του, είχα
εντυπωσιαστεί. Τώρα πια δεν θυμάμαι τίποτα γύρω από την υπόθεση, εκτός
από μια διαισθητική περισσότερο συγγένεια με τον Αφρό των ημερών
του Βιάν. Και όμως, κάποια στιγμή αυτή η μικρή σε μέγεθος νουβέλα
κατείχε περίοπτη θέση στη διαρκώς -πώς αλλιώς- μεταβαλλόμενη δεκάδα των αγαπημένων
μου βιβλίων.
Η μητέρα του Ντανίλο Κις, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος αναφέρει στο αυτοβιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει την παρούσα -εξαντλημένη εδώ και χρόνια- έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας των νεκρών, σταμάτησε να διαβάζει λογοτεχνία στα είκοσί της, όταν κατάλαβε ότι τα μυθιστορήματα είναι "φαντασίες". Και ίσως αυτό να είναι ένα πρώτο κλειδί ερμηνείας του ιδιαίτερου συγγραφικού σύμπαντος του Σέρβου συγγραφέα.
Η ιστορία γράφεται από τους νικητές. Τους θρύλους τους πλάθει ο λαός. Οι συγγραφείς επινοούν. Μόνο ο θάνατος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Οι παραπάνω γραμμές, με
τις οποίες τελειώνει το διήγημα Είναι ένδοξος ο υπέρ πατρίδος θάνατος, μοιάζουν να οριοθετούν με αρκετή σαφήνεια το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται ο Κις, τόσο ως μελετητής/αναγνώστης, όσο και ως συγγραφέας. Η επινόηση, το κομμάτι δηλαδή που αναλογεί στον συγγραφέα, έρχεται να λειτουργήσει με ποικίλους τρόπους ανάμεσα στην ιστορία των νικητών και στους θρύλους του λαού.
Υπάρχουν δύο τρόποι να διαβάσει κανείς τη λογοτεχνία αυτή που ο Κις, ανάμεσα σε άλλους σπουδαίους, γράφει: ο ένας, αυτός που εγώ προτιμώ, είναι να περιοριστεί στις σελίδες του βιβλίου, στις υποσημειώσεις και στην εισαγωγή του συγγραφέα -αν υπάρχει και πάντα μετά το τέλος της ανάγνωσης· να μην ενδώσει στις σειρήνες που καλούν για διερεύνηση των ακριβή ορίων της αλήθειας και της ιστορίας, κάτι το οποίο στην ψηφιακή εποχή είναι απλό να κάνει κανείς. Ο άλλος τρόπος είναι να ενδώσει. Η ανάγκη να ξέρεις και η ανάγκη να πλανάσαι.
Σκέφτομαι εκείνον τον στίχο του Παυλίδη που λέει πως τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα. Της Εγκυκλοπαίδειας των νεκρών προηγήθηκαν Οι αόρατες πόλεις του Καλβίνο. Ακολούθησαν η Νέα παγκόσμια ιστορία της ατιμίας του Ρις Χιουζ, η Κεντουρία του Τζιόρτζιο Μανγκανέλλι και η Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ του Γιέργκεν Μπούχμαν. Αυτή η αναγνωστική αλληλουχία, αρχικά κάπως τυχαία και συμπτωματική, εν συνεχεία ολοένα και πιο συνειδητή και στοχευμένη, διέθετε την ταιριαστή με την περίοδο αποσπασματικότητα, την απαραίτητη δόση φαντασίας και υψηλής λογοτεχνικής νοημοσύνης, αλλά και την πάντα καλοδεχούμενη διάθεση για παιχνίδι -συνοδευόμενη συνήθως από μια ελαφριά κλοτσιά στα πισινά της σοβαροφάνειας- κάτι το οποίο -όπως εκ των υστέρων πανηγυρικά αποδείχτηκε- είχα μεγάλη ανάγκη.
Μετάφραση Χρήστος Αρβανιτίδης
Εκδόσεις Εξάντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου