Μια τετάρτη κατά τις οχτώ το βράδυ κατέβηκα στο λιμάνι. Νύχτωνε. Τα πλοία για την Αίγινα ήταν δεμένα στην προβλήτα, η πλώρη τους ήταν στολισμένη με μια σειρά πολύχρωμα φώτα, θολά. Είχαν μείνει πέντε μέρες μόνο για τα Χριστούγεννα. Ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω. Κατευθύνθηκα στην πλατεία απέναντι από το λιμάνι, προς το λεωφορείο για την Αγία Σοφία.
Να η γνώριμη πρωτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή του Τσίρου, σκέφτηκα, διαβάζοντας τις πρώτες γραμμές του πρώτου διηγήματος της καινούριας του συλλογής, η μοναξιά των σκύλων, που κυκλοφόρησε λίγο πριν το καλοκαίρι. Ίδια σε όλα τα διηγήματα, με την πιθανότητα του βιώματος να παραμένει ανοιχτή, ήπια και αποστασιοποιημένη παρατήρηση στο όριο της παραίτησης, σε ευθεία αντίστιξη με το εγώ, σαν να πρόκειται για την ιστορία κάποιου άλλου, η διάχυτη αίσθηση πως δεν συνέβη κάτι φοβερό σε μια παράδοξη σύμπλευση με την ανάγκη του να πει την ιστορία, την κάθε μία ιστορία, με τους θεματικούς άξονες και τα πρόσωπα να επανέρχονται γνώριμα και οικεία από τις προηγούμενες συλλογές του.
Ο εικονοποιητικός και εννοιολογικός τρόπος συνυπάρχουν σε αρμονία στην αφήγηση, και έτσι, παρά τη μικρή έκταση των ιστοριών, ο αναγνώστης νιώθει πως γνωρίζει όλα εκείνα που θα του επέτρεπαν να εμπλακεί στην ιστορία, τόσο εκείνα που σκέφτεται ο αφηγητής όσο και εκείνα που αντικρίζει. Ίσως εκείνο που λείπει είναι η ευκρίνεια της εικόνας των υπόλοιπων προσώπων, παρότι σε κάποια διηγήματα κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, ευκρίνεια που όμως δεν λείπει μόνο από τον αναγνώστη αλλά και από τον ίδιο τον αφηγητή, αφού έχει και εκείνος κενά σε όσα ξέρει γι' αυτούς, ο άλλος, άλλωστε, δεν παύει ποτέ να 'ναι ένας άγνωστος, ένας μη εγώ, φορτωμένος εν μέρει με δικές μας εικασίες και προσδοκίες.
Γνώρισα τον Δ. το 1990 στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν φοιτητής, για την ακρίβεια, απόφοιτος της Φιλοσοφικής και μόλις είχα γραφτεί στο μεταπτυχιακό της φιλοσοφίας. Το ίδιο κι αυτός. Θέλω να διηγηθώ την ιστορία του. Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει.
Η απλότητα στον λόγο χαρακτηρίζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται ο Τσίρος. Αποφεύγει τη χρήση εξεζητημένων λέξεων και την κατασκευή σύνθετων προτάσεων, στις ιστορίες που έχει να αφηγηθεί δεν ταιριάζουν τέτοιου είδους στολίδια, εδώ απαιτείται αφαίρεση του περιττού ώστε να αναδειχθεί η λεπτομέρεια, εκείνο που κινητοποιεί την κάθε ιστορία. Οι ιστορίες του Τσίρου, αν και στη βάση τους ρεαλιστικές, διαθέτουν κάτι παράδοξο, ένα σημείο εξόδου από την πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, όσο διαρκεί ένα κλείσιμο των βλεφάρων. Είναι αυτό που βλέπεις, και τίποτα παραπάνω, μοιάζει να λέει, αλλά ίσως
θα έπρεπε να σιγουρευτείς, συνεχίζει, πως κοιτάζεις προσεκτικά, γιατί σπάνια είναι κάτι αυτό που μοιάζει να 'ναι. Αν όμως κοιτάξει κανείς καλύτερα, είναι πιθανό να αντικρίσει τη ρωγμή, και άπαξ και η ρωγμή εντοπιστεί, τότε η πραγματικότητα παύει να είναι ένα μέρος περίκλειστο, ένα μέρος προστατευμένο.
Συχνά δημιουργείται η επιθυμία να αναφερθεί κανείς στις κακοτοπιές εκείνες που ο συγγραφέας απέφυγε, δείχνοντας έτσι εκείνα που πέτυχε, όπως είναι για παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε το παρελθόν, χωρίς περιττή νοσταλγική διάθεση και αχρείαστη ωραιοποίηση, ή η απουσία διδακτισμού και μασημένου επιμυθίου, καθώς και η παντελής έλλειψη αμηχανίας και βιασύνης στο κλείσιμο των ιστοριών, μεταξύ άλλων. Επίσης ο Τσίρος απέφυγε κάτι ακόμα, συνηθισμένο δυστυχώς, να παραδώσει μια συλλογή άνισων και ασύνδετων μεταξύ τους διηγημάτων.
Με την τρίτη πλέον συλλογή του να κυκλοφορεί, ο Τσίρος καθιερώνεται ως μια σημαντική παρουσία στην εγχώρια σκηνή της μικρής φόρμας, μια φωνή την οποία αξίζει να αναζητήσει κανείς, δοκιμάζοντας ίσως να διαβάσει στο βιβλιοπωλείο ένα διήγημα στα όρθια.
υγ. Την ανάρτηση για το Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα, την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Τσίρου θα τη βρείτε εδώ και για το Δεν είν' έτσι; εδώ.
Εκδόσεις Νεφέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου