"How happy is the blameless vestal's lot!The world forgetting, by the world forgot.Eternal sunshine of the spotless mind!Each pray'r accepted, and each wish resign'd"Alexander Pope
Ποιος δεν έλκεται από την ιδέα της επιστροφής, ποιος δεν τη σκιάζεται τόσο; Μιλώντας για ταινίες -στην προκειμένη περίπτωση- αγαπημένες, χρόνια μετά, όταν το αντικείμενο της θέασης και της ανάμνησης τόσο έχει απομακρυνθεί, γνωρίζει κανείς πολύ καλά πως το ενδεχόμενο να ψεύδεται οικτρά είναι πιθανό. Ο φόβος της υποχώρησης της επίπλαστης μνήμης, της τόσο καταπραϋντικής και καθησυχαστικής επίπλαστης μνήμης, ενός πολτού τέλεια χωνεμένου, προκαλεί τον φόβο της απώλειας και της κατάρρευσης, κρατά στα ψηλά ράφια τα κουτιά με τα αναμνηστικά και τις φωτογραφίες, αναβάλλει διαρκώς την αναμέτρηση με το παρελθόν, αναμέτρηση που στο τέλος σε φέρνει αντιμέτωπο με εκείνον τον παλιό σου εαυτό. Χτες το βράδυ είδα ξανά την Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού, δεκαπέντε χρόνια μετά, και ένιωθα την απομάγευση να περιμένει έξω από την πόρτα.
Δεν θα αποφύγω, φοβάμαι, τα σπόιλερ αυτή τη φορά, γι' αυτό και αν κάποιος δεν έχει τύχει να δει την ταινία αυτή ας συνεχίσει με δική του ευθύνη, εγώ θα του πρότεινα να δει πρώτα την ταινία.
(Πάντα θα είναι ευπρόσδεκτη μία ιστορία αγάπης, μία ακόμα ιστορία αγάπης. Τέτοιοι είμαστε.)
Ο Τζόελ και η Κλεμεντάιν γνωρίστηκαν σ' ένα βαρετό πάρτυ στην παραλία του Μόντοκ, εκείνος πρόσεξε το πορτοκαλί της μπουφάν, εκείνη πως στεκόταν μόνος του απόμερα χωρίς να ξέρει πώς να συμπεριφερθεί. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Οι μήνες πέρασαν και τα σύννεφα ήρθαν. Το πορτοκαλί της μπουφάν δεν ήταν πια παρά μια ιδιοτροπία, η στάση εκείνου απέναντι στα πράγματα απέπνεε μια έντονη βαρεμάρα. Ειπώθηκαν λόγια βαριά. Η Κλεμεντάιν αποφάσισε να τον διαγράψει από τη μνήμη της, να σβήσει όλα όσα είχαν να κάνουν με τον Τζόελ. Ο Τζόελ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί εκείνη έκανε πως δεν τον ξέρει. Οι φίλοι του δεν άντεξαν και του είπαν την αλήθεια, του έδωσαν για την ακρίβεια να διαβάσει την κάρτα της κλινικής που τους ενημέρωνε πως η Κλεμεντάιν αποφάσισε να διαγράψει τον Τζόελ από τη μνήμη της. Θα ζητήσει κι εκείνος τη λήθη. Θα μαζέψει σε δυο πλαστικές σακούλες όλη την Κλεμεντάιν, θα φορέσει το μεταλλικό κράνος και το πρωί θα ξυπνήσει -ελπίζει- χωρίς να πονά. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας το μετανιώνει, τρέχει με την Κλεμεντάιν να κρυφτούν βαθιά στη μνήμη εκεί που ο τεχνικός δεν θα μπορεί να την εντοπίσει για να τη διαγράψει, στα παιδικά χρόνια, κάτω από το τραπέζι της κουζίνας όσο η μάνα του θα μαγειρεύει πίνοντας ένα ποτό πριν από το δείπνο, στην αλάνα με τα άλλα παιδιά που πάντα τον κορόιδευαν, στο εφηβικό κρεβάτι που αυνανιζόταν, σε όποια ανάμνηση έχει πασχίσει να αποδιώξει. Την επόμενη μέρα το πρωί θα εγκαταλείψει τρέχοντας την αποβάθρα με κατεύθυνση τη Νέα Υόρκη, θα περάσει απέναντι και θα πάρει το τρένο για το Μόντοκ, θα περπατήσει στη χιονισμένη παραλία, θα γράψει στο ημερολόγιο του, που έχει σκισμένες σελίδες. Όλα θα αρχίσουν από την αρχή ξανά.
Το παράκτιο Μόντοκ, το γεμάτο ζωή τους καλοκαιρινούς μήνες, εγκαταλελειμμένο στη μανία του ωκεανού τον χειμώνα, είναι για μένα ένα μέρος γεμάτο θλίψη απόρροια του μυθιστορήματος του Χάντκε, κάτοχο του βραβείου Νόμπελ εδώ και κάποιους μήνες, Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχαιρετισμό. Για τους ήρωες της ιστορίας είναι ένα μέρος μαγικό, εκεί που γνωρίστηκαν την πρώτη φορά, εκεί που έδωσαν ραντεβού τη δεύτερη, σίγουροι πως κανένας επιστήμονας μνήμης δεν θα μπορούσε να το φανταστεί ώστε να το αποτρέψει.
Δυο τρελοί του σύγχρονου σινεμά, ο Αμερικανός Κάουφμαν (Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς, Η συνεκδοχή της Νέας Υόρκης και -εσχάτως του πολυσυζητημένου- I'm thinking of ending things) και ο Γάλλος Γκοντρί (Σ' είδα στο όνειρό μου, Γύρνα το μόνος σου, Is the man who is tall happy?) συμπράττουν εδώ σε μια ιδέα του Γκοντρί, ο Κάουφμαν υπογράφει το σενάριο και ο Γκοντρί τη σκηνοθεσία, σε μια ταινία που το love story συναντά το science fiction, ή που η ιστορία αγάπης διαμορφώνεται και περνά -για να διαλυθεί ή να επιβιώσει- μέσα από τις ατραπούς της τεχνολογικής υπεραιχμής. Το εύρημα είναι τόσο δυνατό και καθοριστικό που επιτρέπει -ή και επιβάλλει- στο σενάριο να κινηθεί γύρω του, αφήνοντας λίγο χώρο για τα γύρω τριγύρω, σκιαγραφώντας τόσο όσο τους δύο χαρακτήρες, στηριζόμενο σε κάποια στερεοτυπικά χαρακτηριστικά εμφανή από την πρώτη στιγμή που επιτρέπουν στον θεατή να συμπληρώσει το παζλ, να ανασυνθέσει -με σχετική ασφάλεια- τις ζωές τους, έτσι ώστε να αποκτήσει μια πλήρη εικόνα των δύο μαχόμενων στην αρένα της αγάπης.
Η επίκληση στη λήθη, η απαίτηση για το επόμενο βήμα που δεν θα φέρει μαζί του πισωγυρίσματα του βλέμματος, ελαφρύ και απαλλαγμένο από το χτες, γίνεται με την ασφάλεια της αδυναμίας μιας τέτοιας ευχής, βιαστικής και εν θερμώ όπως διατυπώνεται, εδώ είναι δυνατή, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, θυμίζοντας σε αντίστροφη αναλογία τους ερωτευμένους της μιας νύχτας, που μεθυσμένοι από ευτυχία προσφέρουν το σώμα τους καμβά ώστε πάνω του να υπογραφεί η δέσμευση. Και εδώ εντοπίζεται το φιλοσοφικό διακύβευμα της ταινίας, η ευκολία πρόσβασης στη λήθη, η ολική επανεκκίνηση, οι χωρίς κόστος αποφάσεις. Θα ήθελες πραγματικά να σβήσεις τα πάντα αν μπορούσες;
Η πρωτότυπη ιδέα δεν εγκλωβίζει τους δημιουργούς, ο Κάρεϊ και η Γουίνσλετ είναι απολαυστικά ευάλωτοι, η σκηνοθεσία υπηρετεί και αναδεικνύει το σενάριο, ενώ η μουσική του Μπεκ στοιχειώνει για πάντα τον θεατή. Σπουδαία ταινία, που άντεξε στην επιστροφή της, και μάλιστα με τρόπο θριαμβευτικό!
υγ. Περισσότερα για το μυθιστόρημα του Χάντκε, Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχαιρετισμό, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
διάβασα το κείμενο κ συγκινήθηκα πολύ, σήμερα το μεσημέρι, για άλλους λόγους, είχα κι εγώ επιστρέψει με φόνο ψυχής σε μια δική μου αγαπημένη, στην Κόκκινη Έρημο. αιώνια συννεφιά ενός μυαλού που το διατρέχει ο ήλιος είναι τα κείμενα σου
ΑπάντησηΔιαγραφή