Είναι οι ελάχιστες ιστορίες τριών ανθρώπων που αποφάσισαν να κυνηγήσουν το όνειρό τους κόντρα σε κάθε προγνωστικό και δυσκολία, όνειρο λαμπερό και σπουδαίο για εκείνους, αφέλεια και αποκοτιά για τους λοιπούς. Μια μιγάδα, μητέρα ενός μωρού λίγων μηνών, που στέλνει συμμετοχή σ' ένα τηλεοπτικό παιχνίδι, μαθαίνει από μια γειτόνισσα πως κληρώθηκε να παίξει. Ένας πλασιέ που γυρίζει τη χώρα πουλώντας προϊόντα αδυνατίσματος, θα παραγγείλει μια τούρτα για να κάνει έκπληξη στον γιο μιας κοπέλας που του αρέσει. Ένας παππούς που δεν ξέχασε τον Ασχημομούρη, τον σκύλο του, και ας
πέρασαν τρία χρόνια από τότε που τον έχασε, μαθαίνει από έναν περαστικό
πως βρίσκεται σε μια μάντρα στο Σαν Χουλιάν. Το Σαν Χουλιάν απέχει αρκετά από το μικρό αυτό χωριό της Παταγονίας, μιας από τις πλέον αραιοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη, στο νότιο άκρο της Αργεντινής, όμως η απόσταση δεν θα σταθεί ικανή να πτοήσει τους τρεις ήρωες.
Το ελάχιστο, αυτό που διαφεύγει της προσοχής, αυτό που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί κατάλληλη πρώτη ύλη για μια ταινία, είναι που στα χέρια του Κάρλος Σορίν μετατρέπεται σε ένα σενάριο βαθιά συγκινητικό και ανθρώπινο. Με έμφαση στους χαρακτήρες και με σύμμαχο το τοπίο ο Αργεντινός σκηνοθέτης παραδίδει ένα μάθημα κινηματογράφου, χαμηλού κόστους μα χωρίς εκπτώσεις. Ποντάρει, πρώτα και κύρια, στο σενάριο, εκεί που το χρήμα δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη. Άψογα δομημένοι χαρακτήρες, προσεγμένοι διάλογοι, κορυφώσεις και ανατροπές, ευρήματα και χρήση του φυσικού σκηνικού που απλόχερα η Παταγονία προσφέρει. Ακολούθως η σκηνοθεσία, ο τρόπος με τον οποίο από το χαρτί το σενάριο περνά στο φιλμ, η επιλογή των κάδρων, οι συνδέσεις των ιστοριών μεταξύ τους έτσι ώστε οι μεταβάσεις να μην είναι επιτηδευμένες. Σε αυτό το τελευταίο αξίζει να σταθεί κανείς, στην ανεπιτήδευτη σύνδεση των τριών ιστοριών. Πρόσφατα είδα ξανά τα 21 Γραμμάρια. Όταν το είχα πρωτοδεί, το 2004 αν δεν με απατά η μνήμη μου, είχα εντυπωσιαστεί, κυρίως από το σενάριο και τον τρόπο με τον οποίο ο Ινιάριτου είχε δέσει τις ιστορίες γύρω από τη σκηνή του τροχαίου ατυχήματος. Τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, το εύρημα μου φάνηκε υπερβολικό, το σενάριο κάπως πλουμιστό, μη λειτουργικό μετά την πρώτη φορά της έκπληξης και του αναπάντεχου, με αποτέλεσμα να ζοριστώ να την παρακολουθήσω μέχρι τέλους και ας ήταν -πίστευα- κάποτε από τις αγαπημένες μου.
Στις Ελάχιστες ιστορίες, οι ιστορίες των τριών τέμνονται με έναν τρόπο φυσικό και όχι τεχνητό, διατηρώντας η κάθε μία την αυτονομία της αλλά λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως σύνολο, αποτυπώνοντας τα όνειρα των ανθρώπων, τις Χίμαιρες που κυνηγούν παρά τη χλεύη των άλλων. Η σκηνή στην οποία ο παππούς λέει την ιστορία της φυγής του σκύλου είναι μία από τις πλέον συγκινητικές σκηνές -και όχι μόνο της συγκεκριμένης ταινίας. Η απλότητα της σκέψης του παππού ακινητοποιεί συναισθηματικά τον θεατή. Αποτελεί ίσως την πλέον χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, όχι μόνο λόγω της συγκίνησης που προκαλεί, αλλά και γιατί μοιάζει να συμπυκνώνει εντός της όλη την ιδεολογία του Σορίν γύρω από το σινεμά και τις ιστορίες. Αν και από τους τρεις χαρακτήρες, ο πιο χαρακτηριστικός, χωρίς τις εν γένει ευκολίες του στερεότυπου του ηλικιωμένου και της μιγάδας, είναι ο πλασιέ, και αυτό γιατί είναι αυτός από τους τρεις που αγωνίζεται για την επιτυχία, που δεν αποδέχεται a priori τη θέση και τη μοίρα του, καλουπωμένος σε μια λαμπερή πανοπλία που αποδεικνύεται όμως δυσβάσταχτη και διάτρητη, και είναι αυτή η αντίφαση, ανάμεσα στο ποιος είναι και στο ποιος πασχίζει να φαίνεται, που διαθέτει μια τραγικότητα γνώριμη. Αλλά μια ταινία κρίνεται -και- από τους δεύτερους ρόλους της, και αυτοί δεν λείπουν από ένα τόσο καλογραμμένο σενάριο. Η κοπέλα στο Σαν Χουλιάν που εξηγεί στον πλασιέ πως παράτησε τα είδη ψιλικών και άρχισε να πουλάει χειροποίητα ρούχα και αξεσουάρ γιατί άκουσε πως θα αρχίσουν να έρχονται τουρίστες, αλλά και η νεαρή βιολόγος που παίρνει με το αμάξι της τον παππού και του εξηγεί πως μοριακή βιολογία και Αργεντινή είναι δύο έννοιες που δεν συμβαδίζουν, ενώ αμερικάνικη μουσική ακούγεται από τα ηχεία του αυτοκινήτου.
Υπέροχη στην απλότητά της και συγκινητική στην αλήθεια της.
Και κάτι τελευταίο για τα όνειρα. Τα όνειρα ανήκουν στα υποκείμενά τους, εκείνα είναι που αποφασίζουν πόσο μεγάλα και άξια κυνηγιού αυτά είναι, κανείς άλλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου