Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Naked (1993)


 

Έχουν περάσει τρεις μέρες που είδα τον Γυμνό του Μάικ Λι. Προχτές, αποπειράθηκα να γράψω δυο λόγια σχετικά. Απέτυχα εκκωφαντικά. Πολλές περιγραφές και σάλτσες, που δεν ταίριαζαν σε μια ταινία όπως αυτή. Τρεις παράγραφοι κατευθύνθηκαν στον κάδο ανακύκλωσης. Είπα δεν θα γράψω τίποτα, με παρηγόρησα λέγοντας πως το σβήσιμο ενός κειμένου είναι μια ενέργεια αυτογνωσίας και ωριμότητας. Πέρασαν δύο μέρες κατά τις οποίες διαρκώς σκεφτόμουν την ταινία αυτή, επανέρχονταν μπροστά μου σκηνές ολόκληρες, ένα μούδιασμα στο πίσω μέρος του κρανίου, χαμηλά στη βάση στήριξης. Υπάρχει ένα ρήμα κατάλληλο να περιγράψει αυτή τη συνθήκη, είναι το ρήμα στοιχειώνω. Σήμερα άνοιξα τον κειμενογράφο για να γράψω για ένα βιβλίο που διάβασα, στον τίτλο έγραψα Naked (1993). 

Η εναρκτήρια σεκάνς, μία από τις καλύτερες που μπορώ να ανακαλέσω: Ο Τζόνι κάνει σεξ στα όρθια με μια γυναίκα σε κάποιο απόμερο στενό του Μάντσεστερ. Περνά τα όρια του πάθους, γίνεται βίαιος, η γυναίκα αντιδρά, εκείνος επιμένει, τον σπρώχνει και τρέχει μακριά, ο άντρας μου θα σε δείρει, του φωνάζει έξαλλη. Ο Τζόνι τρέπεται σε φυγή, ένα αυτοκίνητο με τα κλειδιά στο καπό βρίσκεται στον δρόμο του, η οδηγός ξεφορτώνει αμέριμνη τα πράγματα στο σπίτι, δεν το πολυσκέφτεται, σαλτάρει μέσα και βγαίνει στην εθνική. Ξημερώματα φτάνει στο Λονδίνο, παρατάει το αμάξι με τη μηχανή αναμμένη, αράζει στην είσοδο ενός σπιτιού. Όταν εμφανίζεται η Σόφι της λέει πως είναι φίλος της Λουίζ, εκείνη τον καλεί μέσα να την περιμένει. 

Ο Τζόνι αναζητά καταφύγιο στο Λονδίνο, στο σπίτι της πρώην του. Η Λιζ τον άφησε πριν καιρό, μαζί με αυτόν και το Μάντσεστερ. Δεν τα βρήκε όπως ήθελε τα πράγματα στη μητρόπολη, αλλά και πάλι της αρκεί να γυρίζει σπίτι από τη δουλειά και να χαλαρώνει στον καναπέ πίνοντας τσάι και βλέποντας τηλεόραση. Η τρίτη συγκάτοικος λείπει σε ταξίδι με τον σύντροφό της στην Αφρική. Η άφιξη του Τζόνι, όπως είναι αναμενόμενο, προκαλεί αναταραχή. Ο Τζόνι είναι ένας αξέχαστος αντιήρωας, γοητευτικός και απεχθής ταυτόχρονα, σαν να έχει δραπετεύσει από μια παλιότερη εποχή καταραμένων ποιητών. Στην εξίσωση θα μπει ακόμα ένας άντρας, εξίσου απεχθής, λιγότερο γοητευτικός, τέκνο του καπιταλισμού, ο Τζέρεμι, κινείται στον αντίποδα του Τζόνι, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, τους ενώνει όμως η σεξουαλική διαστροφή, η ανάγκη τους να επιβληθούν μέσω της βίας και του χρήματος στις γυναίκες, τα τραύματα της παιδικής ηλικίας που φέρουν. Οι θύτες κάποτε υπήρξαν θύματα, κάπως έτσι ανακυκλώνεται το κακό.

Το σενάριο του Λι είναι άψογο. Το μεγαλύτερο μέρος του προέκυψε από τους αυτοσχεδιασμούς και τις πρόβες που προηγήθηκαν των γυρισμάτων, κάτι το οποίο διαφαίνεται στην εκπληκτική χημεία των ηθοποιών σε κάποιες σκηνές, χημεία αντίστοιχη με εκείνη των ηθοποιών στις ταινίες του τεράστιου Κασσαβέτη. Τα διαλογικά μέρη του σεναρίου είναι υποδειγματικά και αξέχαστα, η ευφυΐα του Λι διακρίνεται μέσα από αυτά. Η ικανότητα στη συγγραφή διαλόγων είναι μια σπάνια ικανότητα, προϊόν έμπνευσης και σκληρής δουλειάς. Χωρίς την ερμηνεία όμως του David Thewlis όλα θα ήταν λειψά, παρά την ιδιοφυή σύλληψη του Λι. Η ταινία, παρότι ξενίζει καθώς φλερτάρει με τα άκρα και το παράλογο, είναι καθηλωτική. Η ατμόσφαιρα που πετυχαίνει ο Λι μέσω του σεναρίου, των ερμηνειών και της φωτογραφίας είναι υποβλητικά απόκοσμη και ταυτόχρονα ρεαλιστικά οικεία.

Ο Γυμνός ξεχωρίζει από την υπόλοιπη εργογραφία του Λι κυρίως λόγω της έντασης και της μη προσήλωσης στη ρεαλιστική αναπαράσταση του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος. Το γνώριμο ήπιων τόνων κινηματογραφικό σύμπαν του σκηνοθέτη, που ανατέμνει με ακρίβεια τη βρετανική πραγματικότητα, διακρίνεται εδώ μόνο εν σπέρματι, ο γλυκόπικρος χαρακτήρας των μετέπειτα ταινιών του, εκείνων που κυρίως τον καθιέρωσαν ως την έτερη κινηματογραφική φωνή της χώρας μαζί με τον Κεν Λόουτς, εδώ απουσιάζει, παρότι το θέμα που θίγει διόλου αναχωρητικό και μακριά από την κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι, εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο το προσεγγίζει εδώ είναι πιο κοντινός στις ταινίες του Κρόνεμπεργκ για παράδειγμα ή στη λογοτεχνία του Μπάλαρντ. Είναι, ίσως, η απουσία συναισθήματος των δύο αντρικών ρόλων που επιτείνει την αίσθηση αυτή, το μούδιασμα αυτό που ο πάγος προκαλεί στην επιδερμίδα πριν το έγκαυμα. Η γοητεία που ασκεί ο Τζόνι είναι τρομακτική για τον θεατή, καθώς έρχεται σε κόντρα με τη λογική του, είναι το φλερτ με τη σκοτεινή πλευρά του υποσυνείδητου, που φέρνει στην επιφάνεια συναισθήματα άγνωστα, οικεία και σε ευθεία κόντρα με την ηθική και το modus vivendi. 

Δεν υπάρχει ούτε μια ραγισματιά στον θόλο της ταινίας από όπου θα μπορούσε έστω μια ακτίνα φως να μπει, μια αμυχή για να ξηλωθεί ο κόσμος αυτός, και αυτός ο πεσιμισμός δεν είναι μέρος του σύμπαντος του Λι, όχι του Λι που εγώ μέσα από τις ταινίες του γνώριζα. Για τον Γυμνό δεν ήξερα τίποτα. Όταν κυκλοφόρησε ήμουν μικρό παιδί, μπορώ να φανταστώ την αίσθηση που πρέπει να έκανε στη σινεφίλ κοινότητα, όταν άρχισα να βλέπω σινεμά έμοιαζε πια να είναι γνωστός για το Μυστικά και ψέματα, εκείνο είδα πρώτο και όσα ακολούθησαν επιβεβαίωναν τον ισχυρισμό αυτό, αφού οι ταινίες του έμοιαζαν μεταξύ τους με τον τρόπο που μοιάζουν τα έργα των μεγάλων δημιουργών, το διαρκές γύρισμα της ίδιας ταινίας. Και το λέω αυτό για να μιλήσω -ακόμα μια φορά- για προσδοκίες, για το χτίσιμο και την κατάρρευσή τους, γεγονός που ενίοτε μπορεί να είναι μια θετική έκπληξη. Εκείνο το βράδυ, τρεις μέρες πριν, ήθελα να δω κάτι βρετανικό και γλυκόπικρο, μια ταινία του Λι, σκέφτηκα, θα ήταν ιδανική. Από την εναρκτήρια κιόλας σεκάνς η αστοχία επιλογής ήταν εμφανής. Ο Γυμνός με συνέλαβε εξαπίνης, και με διέλυσε. Και ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω.        

1 σχόλιο: