Ο Τόμας (Tim Kalkhof) ζει στο Βερολίνο τα τελευταία δύο χρόνια. Μετακόμισε εκεί όταν η γιαγιά του πέθανε. Με εκείνη μεγάλωσε, σ' ένα χωριό έξω από το Βερολίνο, τη βοηθούσε στο ζαχαροπλαστείο. Φτάνοντας στην πόλη άνοιξε ένα καφέ που έγινε γνωστό για τα γλυκά, που ο ίδιος παρασκεύαζε. Εκεί γνώρισε τον Όρεν (Roy Miller), ο οποίος μία φορά τον μήνα ταξίδευε για επαγγελματικούς λόγους στο Βερολίνο από την Ιερουσαλήμ, όπου ζούσε με τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο. Μια μέρα ο Όρεν έφυγε ξεχνώντας πίσω του τα κλειδιά και το κουτί με τα μπισκότα κανέλας από το μαγαζί του Τόμας που πάντοτε πήγαινε δώρο στη γυναίκα του. Ο Τόμας τον κάλεσε για να του το πει, του άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή, ο Όρεν θα ήταν στο αεροπλάνο άλλωστε εκείνη την ώρα. Δεν του απάντησε ποτέ. Ο Τόμας συνέχισε να αφήνει μηνύματα στον τηλεφωνητή. Κάποτε οι τηλεφωνητές αναπαρήγαγαν τη φωνή εκείνου που καλούσες, τώρα πια είναι ένα ηχογραφημένο, ψυχρό μήνυμα εκείνο που σε ενημερώνει για την απουσία, στερώντας σου αυτή την ελάχιστη ανακούφιση που η φωνή του αγαπημένου προσώπου αβίαστα προσφέρει. Οι μέρες περνούσαν και ο Τόμας δεν είχε κανένα νέο του Όρεν. Το μυαλό του πήγαινε στο κακό, πως η σχέση τους ήταν πια παρελθόν δηλαδή. Πήγε ως την έδρα της εταιρείας στην οποία δούλευε ο εραστής του. Εκεί μαθαίνει πως ο Όρεν είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό ατύχημα. Ο κόσμος έφυγε κάτω από τα πόδια του. Έβγαλε εισιτήριο για την Ιερουσαλήμ. Δεν ήξερε τι ακριβώς γύρευε εκεί.
Μια ακόμα ερωτική ιστορία θα σκεφτεί κανείς διαβάζοντας την περίληψη αυτή. Ναι. Αλλά και όχι. Γιατί αν και ο πυρήνας της πλοκής είναι αυτή η παράλληλη, διπλή ζωή του Όρεν, μοιρασμένη ανάμεσα στην οικογενειακή καθημερινότητα στην Ιερουσαλήμ και τη γεμάτη πάθος για έναν άντρα στο Βερολίνο, το καλοδουλεμένο σενάριο του σκηνοθέτη Ofir Raul Graizer δεν αναλώνεται σε αυτή, παρά τη χρησιμοποιεί ως βάση για μια ιστορία αρκετά πιο σύνθετη. Οι διαφορές στη ζωή ανάμεσα στο Βερολίνο και την Ιερουσαλήμ είναι ένας από τους άξονες του σεναρίου. Αλλά ακόμα και αυτό είναι κάτι που το φαντάζεται κανείς, όπως και τη δυναμική των γερμανοισραηλινών σχέσεων, αν και ο τρόπος που αποτυπώνεται η ξενότητα του Τόμας στην Ιερουσαλήμ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το εύρημα με τη ζαχαροπλαστική επιτρέπει στο σενάριο να αναφερθεί στην κουζίνα Κοσέρ και τους περιορισμούς που αυτή θέτει στην καθημερινότητα των Εβραίων, ακόμα και εκείνων που δεν είναι θρησκευόμενοι, καθώς η πιστοποίηση ενός μαγαζιού ως Κοσέρ είναι απαραίτητη για την επιβίωσή του. Η γυναίκα του Όρεν, Ανάτ (Sarah Adler), εκκινεί την ταινία ως ένας δεύτερος ρόλος, που όσο όμως ο χρόνος περνάει τόσο μετατοπίζεται προς το κέντρο του σεναρίου. Χήρα και μητέρα ενός μικρού παιδιού, με την οικογένεια του άντρα της να είναι πάντα εκεί για να την υποστηρίξει, υποστήριξη που όμως δεν έρχεται χωρίς τίμημα τον διαρκή έλεγχο και τη νουθεσία σχετικά με τις αποφάσεις που παίρνει, αποκαλύπτει μια κοινωνία βαθιά συντηρητική και πατριαρχική, και τον αγώνα μιας γυναίκας εντός αυτής.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Graizer σκηνοθετεί είναι ήπιος και χαμηλών τόνων, κάτι το οποίο υπηρετεί αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει το σενάριο του. Δεν παρασύρεται σε μελοδραματικά μονοπάτια, δεν χάνει την προσήλωσή του από αυτό που θέλει να πει, επικεντρώνεται στο ανθρώπινο, ένα ποντάρισμα σίγουρο που δεν αποτελεί μια πρόσκαιρη μόδα, άλλωστε ξέρει πως υπερβολικά πολλές ερωτικές ιστορίες έχουν κιόλας ειπωθεί, ακόμα και με πρωταγωνιστές εραστές του ίδιου φύλου, ώστε να έχει την αυτοπεποίθηση πως και μόνο το ερωτικό σκέλος της ιστορίας του θα ήταν αρκετό για ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Και το βασικότερο ίσως όλων είναι πως δεν αναλώνεται απλώς στην επίκληση του θυμικού του θεατή, δεν τον καθοδηγεί συναισθηματικά, δεν τον εκβιάζει. Όλη η ταινία στηρίζεται στο καλοδουλεμένο σενάριο, όπως συμβαίνει σε κάθε καλή ταινία δηλαδή. Στα συν της ταινίας ο τρόπος κινηματογράφησης του αστικού τοπίου, αλλά και οι σιωπές των ηθοποιών, ιδιαίτερα του Τόμας.
Η ταινία θυμίζει κάτι από το Chocolat -που εμένα καθόλου δεν μου είχε αρέσει- αλλά και από τον κινηματογράφο του Φατίχ Ακίν -που πολύ μου αρέσει. Στο τέλος της προβολής σημείωσα να δω ξανά το Bagdad cafe. Στην Ελλάδα η ταινία προβλήθηκε πρώτα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το καλοκαίρι του 2018 στα σινεμά με τον ιντριγκαδόρικο (χμ!) τίτλο Κρυφή συνταγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου