Διατυπώνεται συχνά πυκνά και από διάφορες μεριές η άποψη πως δεν γράφεται πια σπουδαία λογοτεχνία, πως αυτή αποτελεί προνόμιο μιας οριστικά περασμένης εποχής. Θέση η οποία καμία πρωτοτυπία δεν διαθέτει και καθόλου αποκλειστικό ίδιον μιας συγκεκριμένης περιόδου δεν είναι, αφού εντοπίζεται σε κάθε εποχή και το μόνο το οποίο μεταβάλλεται είναι το χρονικό διάστημα που κάθε τόσο προστίθεται για να μεγαλώσει το παρελθόν αυτό. Παρελθόν στο οποίο κάποτε ανήκαν μόνο οι Αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι συγγραφείς, για να ακολουθήσουν σιγά σιγά όλοι οι υπόλοιποι σπουδαίοι, καίτοι στον καιρό τους οι περισσότεροι αντιμετώπισαν την απαξίωση, αν όχι τον χλευασμό, και παρέμειναν στην αφάνεια. Και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται.
Δεν ξέρω αν στη θέση αυτή με ενοχλεί η απαισιοδοξία ή η συντήρηση. Ίσως και τα δύο τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα. Η απαισιοδοξία πως ό,τι ήταν να γίνει έγινε και η συντήρηση πως τίποτα καινούργιο δεν αξίζει της προσοχής μας. Η λογοτεχνία δεν αποτελεί, δυστυχώς, το μοναδικό πεδίο άνθησης τέτοιων απόψεων. Επιχειρώντας να αντικρούσει κανείς μια τέτοια κίβδηλη θέση είναι αναγκασμένος να κάνει χρήση διάφορων κλισέ. Να αναγνωρίσει, πρώτα απ' όλα, τη σημασία της λογοτεχνικής παράδοσης, τη δεδομένη αξία των κλασικών, αποφεύγοντας να περάσει στην απέναντι όχθη και να μιλήσει για μυρωδιές ναφθαλίνης και ανάγκη για φρέσκο αέρα. Υπάρχει και αυτή η τάση, βλέπετε, παρότι εκφράζεται ψιθυριστά κυρίως. Ένα από τα επιχειρήματα των παρελθοντολάγνων είναι η μίμηση. Καλός ο τάδε ή ο δείνα αλλά πατάει πάνω στον έναν ή τον άλλον σπουδαίο. Εδώ υπεισέρχεται η έννοια της παρθενογέννεσης, κατάστασης εκ προοιμίου αντίθετης με τη λογοτεχνία. Γιατί αν μπει κανείς σε μια τέτοια διαδικασία, ακόμα και αν φτάσει μέχρι τα ομηρικά έπη πάλι θα δυσκολευτεί να εντοπίσει το απαραίτητο ποσοστό πρωτοτυπίας, ποσοστό το οποίο επικαλείται ο παρελθοντολάγνος με περισπούδαστο -συνήθως- ύφος σήμερα. Αρκεί κανείς να κάνει τις ανάλογες αντιστοιχίες με την επιστήμη για να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη αυτή η συλλογιστική. Ρεύματα και κινήματα προήλθαν μέσα από την εξέλιξη και την πρόοδο άλλωστε και όχι από το μηδέν, οι επιρροές είναι διακριτές και οι ζυμώσεις υπήρξαν αργές, χωρίς κανείς να αμελεί να συμπεριλάβει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν.
Προφανώς και -ακόμα ένα κλισέ- ο καθένας έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να διαβάζει και να μελετάει ό,τι τον ευχαριστεί. Από αυτό το δικαίωμα όμως δυσκολεύομαι να κατανοήσω πώς γίνεται το πέρασμα σε μια απόλυτη αξιολογική θέση διάκρισης με τη χρήση και μόνο του χρονολογικού περιορισμού, μέχρι τότε ναι, από τότε και μετά όχι. Στο σημείο αυτό μου φαίνεται ενδιαφέρον να γίνει αναφορά στους σύγχρονους κλασικούς που κάθε τόσο (επανα-)συστήνονται στο αναγνωστικό κοινό. Συγγραφείς που πέρασαν απαρατήρητοι στην εποχή τους ή τουλάχιστον δεν γνώρισαν την καταξίωση που άξιζαν εμφανίζονται σε νέες εκδόσεις και μεταφράσεις, απόρροια συχνά της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος της ακαδημαϊκής κοινότητας, στην οποία το ζητούμενο της πρωτοτυπίας είναι δεδομένο. Συνήθως νεκροί εδώ και λίγα χρόνια, οι συγγραφείς αυτοί έρχονται να διεκδικήσουν την αποδοχή που στερήθηκαν, για ποικίλους λόγους, από τους σύγχρονους σε αυτούς κοινό και κριτικούς. Αναζητώντας κανείς τους λόγους της αποτυχίας κατά την πρώτη εμφάνιση θα εντοπίσει, αργά ή γρήγορα, ένα πλήθος πιθανών λόγων, που εκτείνονται από την κάπως μεταφυσική τυχαιότητα, συμπεριλαμβάνουν ζητήματα φύλου, ταυτότητας, πολιτικών πεποιθήσεων, τάξης, και φτάνουν έως την ανεπάρκεια ή την άρνηση κοινού και κριτικών, στις ανώριμες δηλαδή συνθήκες. Εννοείται, αλλά ας ειπωθεί, πως δεν πρέπει κανείς να θεωρεί a priori δεδομένη την αξία ενός τέτοιου έργου, διατηρώντας αρχικά μια επιφύλαξη έναντι των προθέσεων των εμπλεκομένων μερών (εκδοτικών οίκων, μελετητών, διαχειριστών πνευματικών δικαιωμάτων κ.ά.), και αναζητώντας εντός του έργου την ενδεχόμενη αξία αυτού, αλλά και την, ας μην την αμελούμε παρακαλώ, αναγνωστική απόλαυση.
Και, ίσως να αργήσαμε κιόλας, φτάνουμε στο κομμάτι της κριτικής πρόσληψης ενός έργου. Παρά τις όποιες νέες αναγνώσεις και σύγχρονες μελέτες σχετικά με κάποιο λογοτεχνικό έργο το οποίο έχει συμπεριληφθεί στον κανόνα - ή και όχι, αλλά όπως και να έχει ο χρόνος έχει παγιώσει μια δεδομένη θέση απέναντί του-, μοιάζει να είναι σχεδόν αδύνατη και κατακριτέα η έκφραση μιας θέσης αντίθετης ως προς την επικρατούσα θεώρηση. Ακόμα και το δικαίωμα στο δεν μου άρεσε τίθεται εδώ εν αμφιβόλω. Αυτό το δίχτυ προστασίας απουσιάζει εν πολλοίς από τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή προσφέροντας μια άνεση υποτίμησης και αρνητικής κριτικής. Είναι όμως αυτό κάτι δεδομένα ανεπιθύμητο; Φυσικά και όχι. Η κριτική, και σε αυτή περιλαμβάνεται και η γνώμη του απλού αναγνώστη, είναι σύμφυτη με το κάθε έργο τέχνης, η αποδοχή του ή όχι, οι ενστάσεις και οι διαφωνίες, το μου άρεσε/δεν μου άρεσε, καθώς συντελούν στην ανάπτυξη ενός διαλόγου, άλλοτε γόνιμου, άλλοτε όχι και τόσο, σχετικά με αυτό. Η αποτίμηση της λογοτεχνικής αξίας ενός έργου απαιτεί βέβαια μια πιο ενδελεχή προσέγγιση που οφείλει να μην περιορίζεται στην ημερομηνία παραγωγής του έργου. Γιατί -αυτό και αν είναι κλισέ- καθένας θεωρεί δεδομένο πως δεν υπήρξαν αριστουργήματα όλα τα μυθιστορήματα που γράφτηκαν το 1922, χρονιά που εκδόθηκε ο Οδυσσέας. Και θα είχε, θεωρώ, μεγάλο ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς το χρονικό της ανακήρυξης του Οδυσσέα, για παράδειγμα, σε αριστούργημα, ιδιαίτερα αν πιστεύει πως κάτι τέτοιο συνέβη αυτόματα κατά την έκδοσή του.
Και παραμένοντας ακόμα στον ευρύτερο χώρο της κριτικής, υπάρχει ακόμα ένα παράπλευρο και εξωγενές αβαντάζ που διαθέτουν τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα του παρελθόντος, καθώς εκτός της απαλλαγής του αναγνώστη από τη διαδικασία αξιολόγησής τους, καθώς θεωρούνται αριστουργήματα, του επιτρέπουν να χρησιμοποιήσει τα υπάρχοντα λυσάρια κατά την ανάγνωση και πρόσληψη του εκάστοτε τέτοιου έργου. Κάτι το οποίο αποτελεί ευχής έργον, ευκολία που όμως δεν διέθεταν οι πρώτοι αναγνώστες, εκείνοι που εντόπισαν τη ξεχωριστή φύση του έργου και δούλεψαν σκληρά για να την εκφράσουν με λόγια και να την αποδείξουν με επιχειρήματα, έχοντας συχνά να αντιμετωπίσουν έναν ισχυρό αντίλογο. Η ανάγνωση των κλασικών αποτελεί ένα (σχεδόν) σίγουρο μονοπάτι απόλαυσης και -επαναλαμβάνω- είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός να διαβάζει ό,τι τραβάει η όρεξή του, ενώ, ταυτόχρονα, μια τέτοια, χωρίς ρίσκο, προσέγγιση επιτρέπει στον υποψήφιο αναγνώστη να πιστέψει πως μπορεί να επιλύσει προς όφελός του τον γρίφο του ασφυκτικά περιορισμένου χρόνου, να ελπίσει δηλαδή, καθιστώντας πεπερασμένο τον αριθμό των βιβλίων που επιθυμεί να διαβάσει, πως τελικά θα τα καταφέρει.
Κάνω μια παρένθεση εδώ για να μοιραστώ έναν αναγνωστικό μου φόβο, που έχει να κάνει με το ενδεχόμενο ό,τι διαβάζω για μια μεγάλη χρονική περίοδο να το θεωρώ αριστούργημα -που μπορεί και να είναι, αλλά δεν μας απασχολεί αυτή η διάκριση στο σημείο αυτό-, να αδυνατώ να διακρίνω την οποιαδήποτε ελάχιστη ατέλεια, να μη νιώθω καμία ενόχληση παρά μόνο αγνή απόλαυση. Και γιατί μια τέτοια κατάσταση με φοβίζει; Μα γιατί θα ένιωθα ένας φτηνός φαταούλας καθώς βιβλίο το βιβλίο θα έχανα το όποιο αισθητικό κριτήριο διαθέτω, το οποίο με τι άλλο άραγε παρά με τη σύγκριση και την τριβή θα μπορούσε να τραφεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω, και που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε με μια μαθηματικού χαρακτήρα ακρίβεια στην απαξίωση. Εδώ υπεισέρχεται το αναγνωστικό ρίσκο, η ανάγκη να δοκιμάζει κανείς καινούργια πράγματα, να ακολουθεί το ένστικτό του, ακόμα και να του πηγαίνει κόντρα. Η ασφάλεια με λίγα λόγια δεν αποτελεί για μένα αναγνωστικό ζητούμενο. Και, κλείνοντας αυτή την παρένθεση, αναρωτιέμαι με βάση ποιο προσωπικό κριτήριο, κάποιος που κινείται σε ένα ασφαλές αναγνωστικό περιβάλλον, πηγαίνοντας από αριστούργημα σε αριστούργημα, διακρίνει τη λογοτεχνική τους αξία, όχι ετερόφωτα, επειδή δηλαδή κάποιοι σπουδαίοι τους την προσδίδουν, αλλά αυτόφωτα, όσο κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι εφικτό.
Και θα κλείσω το κείμενο αυτό πώς αλλιώς παρά με ένα κλισέ. Η λογοτεχνία αποτελεί ένα εργαλείο κατανόησης του κόσμου και της θέσης μας σε αυτόν, ακόμα και η απόλαυση από τη λογοτεχνία, και την τέχνη εν γένει, σχετίζεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο κάθε φορά βαθμό με την ανάγκη μας αυτή. Και όσο και αν ζητάμε καταφύγιο και απαντήσεις στο χτες δεν παύουμε να ζούμε στο εδώ και το τώρα, όπου οι αλλαγές που συντελούνται -ήταν και- είναι τεράστιες και ταχύτατες, και δεν περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο στο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, αλλά επηρεάζουν και την ίδια την ανάγκη μας για επικοινωνία, και κατ' επέκταση και τη λογοτεχνία, τόσο ως προς τη μορφή, όσο και ως προς την ίδια ακόμα τη γλώσσα. Πάντα συνέβαινε και θα συνεχίσει να συμβαίνει αυτό. Απ' όλο τον αναβρασμό αυτό ένα πλήθος έργων ξεπετιέται, κάποια μένουν στον αφρό του ποταμιού για μια στιγμή μόλις πριν χαθούν, κόκκοι άμμου και μικρά πετραδάκια του βυθού, αναγκαία ωστόσο ώστε πάνω τους, και αφού αντέξουν την πίεση της ροής, να σταθούν κάποια άλλα, προσφέροντας τη συνέχεια στο ρου της λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου