Αργά μια νύχτα, ο Α. μου έγραψε: είδα μια πολύ ωραία ταινία, να τη δεις κι εσύ και να γράψεις κιόλας γι΄αυτήν· κι εγώ συνηθίζω να λαμβάνω υπόψη μου τις προτάσεις του, όχι μόνο γιατί ξέρει τι θα μου αρέσει, αλλά και γιατί ξέρει τι δεν θα μου αρέσει, τι θα με στριμώξει συναισθηματικά και ιδεολογικά, τι θα με απομακρύνει από τη βολική θέση που συχνά επιλέγω να σταθώ απέναντι στα πράγματα εν γένει, αλλά και στην τέχνη ειδικότερα. Βέβαια, όλα αυτά δεν μου τα είπε, είπε απλώς πως είδε μια πολύ ωραία ταινία και να τη δω κι εγώ και να γράψω κιόλας γι' αυτήν. Κι εγώ την είδα, την επόμενη κιόλας νύχτα, και αργότερα του έγραψα: με γάμησε συναισθηματικά αυτή η ταινία. Δηλαδή δεν σου άρεσε, απάντησε και εγώ σε αυτό αναγνώρισα κάτι το γνώριμα υπονομευτικό, κινούμενο στα όρια της ειρωνείας. Δεν νομίζω, του έγραψα, πως για μια τέτοια ταινία μπορεί κανείς να πει πως του άρεσε, δεν έχει τέλος πάντων νόημα να πει κανείς κάτι τέτοιο, χάνεται η όποια σημασιολογική πρόσληψη μιας φράσης που όσο κλισέ και αν έχει καταντήσει δεν παύει να αποτυπώνει κάποιο συναίσθημα θετικό. Δεν μου επανέλαβε την αρχική προτροπή του να γράψω γι' αυτήν, ίσως γιατί ήξερε πως θα το κάνω, ίσως γιατί με τα χρόνια έχει χαρτογραφήσει την ξεροκεφαλιά και την αντιδραστική μου φύση.
Η Ιρίνα με τον αδερφό της και τον μικρό της γιο μεταναστεύουν στο Λονδίνο, αφήνοντας πίσω τους το Βουλγαριστάν, όπως εκείνη αποκαλεί την πατρίδα της, εκεί που η μαφία κυριαρχεί παίρνοντας τον έλεγχο μετά την πτώση του καθεστώτος. Φτάνει εκεί με όνειρα, κυρίως επαγγελματικά, αγοράζει ένα διαμέρισμα σε μια κοινοτική πολυκατοικία στο Πέκαμ του νοτιοανατολικού Λονδίνου, μια υποβαθμισμένη περιοχή υπό τη διαρκή απειλή του gentrification. Οι περισσότεροι ένοικοι της πολυκατοικίας ζουν χάρη στα κοινωνικά επιδόματα, αδιαφορώντας να βρουν μια δουλειά. Εκείνη αναγκάζεται να δουλέψει σε μπαρ τη στιγμή που κυνηγάει την ευκαιρία της να εργαστεί ως αρχιτέκτονας, υποβάλλοντας διαρκώς μελέτες σε διάφορους διαγωνισμούς. Η απόφαση της κοινότητας να προχωρήσει σε εργασίες συντήρησης του κτιρίου τη φέρνει αντιμέτωπη με ένα κόστος που δεν είχε υπολογίσει και απέναντι στο οποίο δυσκολεύεται να ανταποκριθεί, νιώθει την αδικία μέσα της να ξεσπά, καθώς τη στιγμή που οι επιδοτούμενοι γείτονες δεν θα χρειαστεί να συνεισφέρουν οικονομικά, εκείνη μαζί με τους λίγους ακόμα ιδιοκτήτες αναγκάζονται να επιμεριστούν το κόστος. Την καθημερινότητα της οικογένειας έρχεται να εμπλουτίσει μια γάτα, την οποία αποφασίζουν να υιοθετήσουν αφού για μέρες την έβλεπαν να περιφέρεται μόνη και εγκαταλελειμμένη, απόφαση που έχει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.
Η έννοια της ιδιοκτησίας βρίσκεται στο επίκεντρο. Η Ιρίνα σε κάποια στιγμή λέει στον μικρό της γιο την ιστορία του προπάππου του τον οποίον οι κομμουνιστές πέταξαν έξω από το σπίτι του, γιατί για εκείνη αυτό κάνουν οι κομμουνιστές, σε πετάνε έξω από το σπίτι σου επειδή το αποφάσισαν χωρίς να σέβονται την ιδιοκτησία σου, τον κόπο σου να το αποκτήσεις. Εδώ, στην καρδιά της καπιταλιστικής δύσης, η Ιρένε είναι ιδιοκτήτρια. Ακόμα και τη γάτα θα την πάνε στον κτηνίατρο για να της βάλει τσιπ, και αυτή δική τους είναι τώρα πια. Πέραν της ιδιοκτησίας η Ιρίνα νιώθει πως έχει δικαιώματα και επειδή είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι μετανάστρια. Ούτε η ιδιοκτησία ούτε το διαβατήριο όμως μπορούν να σώσουν κάποιον στην ελεύθερη αγορά, ακόμα και αν εκείνος πιστεύει ακράδαντα σ' αυτήν και έχει αποφασίσει να παίξει με τους κανόνες του παιχνιδιού, σύντομα θα διαπιστώσει πως οι κανόνες έχουν εξαιρέσεις και παραθυράκια, ερμηνείες που αλλάζουν διαρκώς και κατά το δοκούν. Οι επιρροές του κινηματογράφου του Κεν Λόουτς είναι ευδιάκριτες, η ρεαλιστική αποτύπωση, η απογυμνωμένη ζωή των προαστίων, το αίσθημα ασφυξίας από την πρώτη κιόλας σκηνή. Η εσωτερική ιδεολογική σύγκρουση αποτελεί τον πυρήνα της ταινίας αυτής. Η Ιρίνα που μισεί τον κομμουνισμό, που μισεί την πατρίδα της για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, νιώθει Ευρωπαία και επαγγελματικά φιλόδοξη. Στο Λονδίνο αρχικά θα ενοχληθεί από όλα εκείνα που της φέρνουν στο μυαλό τον κρατισμό, την πολιτική των επιδομάτων, την έλλειψη επαγγελματικής φιλοδοξίας των γειτόνων της, νιώθει σίγουρη πως αργά ή γρήγορα θα δει τα όνειρά της να πραγματοποιούνται, σιγά σιγά όμως θα αντικρίσει τη μεγάλη εικόνα, στην οποία εκείνη παραμένει στην πλευρά των αδύνατων, εκείνων που ως τώρα έβλεπε ως εχθρούς της.
Το σενάριο και η ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας επισκιάζουν το κινηματογραφικό αποτέλεσμα, ο χαρακτήρας της Ιρίνα είναι καλογραμμένος και αποτυπώνει στην εντέλεια την αντίφαση που εκείνη βιώνει, αντίφαση που δεν αργεί να νιώσει και ο θεατής για εκείνη, γεγονός που επιτρέπει στην ταινία να σταθεί μακριά από εύκολες απαντήσεις και απλοϊκές ερμηνείες της σύνθετης πραγματικότητας. Το Γάτα στον τοίχο είναι μια ταινία στρατευμένη στον ρεαλισμό και τα αδιέξοδα της καθημερινότητας, σκληρή και αληθινή, συναισθηματικά ζόρικη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου