Έχω ένα τετράδιο που σημειώνω φράσεις και σκέψεις, ένα ιδιότυπο ημερολόγιο. Διαβάζοντας το Σημειώσεις περί αυτοκτονίας θυμήθηκα και αναζήτησα μια παλιότερη καταχώρηση, μια φράση που μοιάζει με εναρκτήρια πρόταση μιας ιστορίας. Η φράση αυτή είναι: Τη στιγμή που κράτησε στην αγκαλιά του τον νεογέννητο γιο του ήξερε πως πια είχε απολέσει οριστικά και δια παντός το δικαίωμά του στην αυτοκτονία. Η φράση στο τετράδιο στέκει μετέωρη, χωρίς καν τελεία. Δεν υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από τη φράση αυτή, δεν υπάρχουν χαρακτήρες ή πλοκή, άλλες σημειώσεις τη διαδέχτηκαν. Στέκομαι στη φράση αυτή και τη συλλογίζομαι, σ' αυτήν αντικρίζω κάτι δικό μου, αναμετρώμαι με τον τότε εαυτό μου επιδιώκοντας να δω πώς στέκομαι σήμερα απέναντί της. Στις Σημειώσεις περί αυτοκτονίας, ο Simon Critchley επιχειρεί να προσεγγίσει την αυτοκτονία από διάφορες πλευρές, να στοχαστεί επί αυτής καταφεύγοντας στο έργο παλαιότερων φιλοσόφων, εξετάζει αντικρουόμενες μεταξύ τους θέσεις, επιχειρώντας να αφήσει εκτός τη στείρα ηθικολογία ενός δίπολου καλό-κακό/σωστό-λάθος. Επιχειρεί, επίσης, να αφήσει και το συναίσθημα εκτός, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατόν για ένα ζήτημα που αναπόφευκτα αιχμαλωτίζει εντός του το προσωπικό.
Στον πυρήνα του δοκιμίου βρίσκεται ο ετεροκαθορισμός της αυτοκτονίας, αφού ακόμα και σήμερα η αυτοχειρία, εκτός της κοινωνικής χλεύης, διώκεται και ποινικά, την ίδια στιγμή κατά την οποία η θανατική ποινή υφίσταται, για να μην αναφερθούμε στους πολέμους που οδηγούν πλήθος ανθρώπων στον θάνατο. Κάπου εδώ προκύπτει μια ηθική υποκρισία και η ανάδειξή της αποτελεί ίσως το πλέον ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου αυτού. Ο Critchley, επιχειρώντας ακριβώς να αφήσει το συναίσθημα εκτός, αναφέρεται ελάχιστα έως καθόλου στη ρομαντική φύση της αυτοχειρίας, παρότι ενδιαφέρεται, και πώς όχι, για τη συναισθηματική κατάσταση του αυτόχειρα, εστιάζοντας περισσότερο στο φλέγον ζήτημα της ευθανασίας. Σύμφωνα με τον Φράνσις Μπέικον το έργο της ιατρικής είναι η αποκατάσταση της υγείας και η καταπράυνση των πόνων, όχι μόνο όταν η καταπράυνση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη θεραπεία, αλλά και όταν μπορεί να εξασφαλίσει έναν εύκολο και γαλήνιο θάνατο, και παρότι έχουν γίνει αρκετά βήματα προς τη νομική της διαλεύκανση, το ηθικό σκέλος παραμένει ισχυρό. Οι θρησκείες, στο σύνολό τους σχεδόν, στέκονται απέναντι στην αυτοκτονία καθώς θεωρούν τη ζωή ως θείο δώρο, τον πόνο και τον θάνατο ως θεία απόφαση, θέση η οποία ενέχει και θεολογικές -εκτός των άλλων- αντιφάσεις. Διαχρονικό σύμμαχο στη θέση τους αυτή έχουν τις εκάστοτε μορφές πολιτικής εξουσίας. Ο ετεροκαθορισμός της ατομικής βούλησης αποτελεί μια βαθιά πολιτική πράξη.
Ο τρόπος με τον οποίο στεκόμουν απέναντι στο ζήτημα της ευθανασίας, αλλά και της αυτοκτονίας εν γένει, ήταν, για πολλά χρόνια, ο ίδιος, απόλυτος και άκαμπτος τρόπος με τον οποίο στέκομαι σε κάθε ζήτημα αυτοδιάθεσης του σώματος και της ύπαρξης. Καθένας και καθεμία, από τη στιγμή που δεν στρέφεται εναντίον μιας άλλης ύπαρξης, έχει το δικαίωμα να κρίνει και να αποφασίσει. Ξέρω πως είναι ένα ζήτημα αρκετά πιο σύνθετο, στο οποίο η επιστήμη της ψυχιατρικής εμπλέκεται. Αλλά η βάση κάθε διαλόγου οφείλει να βρίσκει σύμφωνα τα μέρη ως προς την αυτοδιάθεση του υποκειμένου. Διαβάζοντας σχετικά με την αυτοκτονία ενισχύεται το ιδεολογικό οπλοστάσιο υπεράσπισης της θέσης αυτής. Άλλωστε, κάποιος αποφασισμένος να αυτοκτονήσει δύσκολα θα αλλάξει γνώμη εξαιτίας ενός νόμου ή ενός θρησκευτικού πιστεύω. Το κρίσιμο σημείο εδώ έχει να κάνει με τον τρόπο που στέκεται κανείς απέναντι στην αυτοκτονία σε ένα επίπεδο φιλοσοφικό και όχι με μια λογική ή συναισθηματική κατανόηση της πράξης, και σίγουρα όχι για να εκφράσει την προσωπική του άποψη. Το ζήτημα της αυτοκτονίας είναι ένα ζήτημα ταμπού, ακόμα και όταν η
συζήτηση γίνεται σε θεωρητικό επίπεδο, αργά ή γρήγορα κάποιος θα βρεθεί
να σχολιάσει: σκέφτεσαι να αυτοκτονήσεις;· ή να αποφανθεί: δεν είναι
λύση η αυτοκτονία. Είναι όμως ένα ζήτημα προκλητικό για τη σκέψη, ακριβώς γιατί, φτάνοντας ως τα μύχια της ύπαρξης, δίνει μια αίσθηση ελέγχου μιας παράλογης συνθήκης όπως η ύπαρξη.
Πάνε χρόνια που διάβασα Το βαλς του αποχαιρετισμού του σπουδαίου Μίλαν Κούντερα. Ο ήρωας της ιστορίας αρνιόταν να αναλάβει την οποιαδήποτε δράση απέναντι στο καθεστώς φοβούμενος τη σύλληψη και τα βασανιστήρια της ανάκρισης που θα τον οδηγούσαν να καταδώσει τους συντρόφους του. Ένα χάπι, ακίνδυνο στην πραγματικότητα, το οποίο θα του εξασφαλίσουν κάποιοι φίλοι με τη διαβεβαίωση πως η λήψη του οδηγεί άμεσα στον θάνατο, θα μετατρέψει αυτό το άβουλο από τον φόβο ον σε ένα ατρόμητο υποκείμενο δράσης. Τώρα πια δεν φοβάται, ακόμα και αν συλληφθεί θα βρει, θεωρεί, την ευκαιρία να καταπιεί το χάπι και να πεθάνει πριν μαρτυρήσει. Το συγγραφικό αυτό εύρημα έδωσε συγκεκριμένη μορφή στην αόριστη και διαισθητική σκέψη μου σχετικά με την αυτοκτονία, ο θάνατος ως ζωοφόρος δύναμη. Ο Καμί έλεγε πως το μόνο πραγματικό ερώτημα είναι εκείνο της αυτοκτονίας. Δεν υπήρξε ο μοναδικός φιλόσοφος που ασχολήθηκε με την αυτοχειρία. Η παρούσα έκδοση συνοδεύεται από το δοκίμιο του Ντέιβιντ Χιουμ, Περί αυτοκτονίας, του οποίου μόνο αποσπάσματα γνώριζα, και ήρθε να προσδώσει μια καθαρή, φιλοσοφική ματιά στην αυτοχειρία.
Το ζήτημα της αυτοκτονίας απασχολούσε τον Critchley για χρόνια, και στο πλαίσιο αυτού του ενδιαφέροντος, αλλά και σε μια απόπειρα να υπονομεύσει τα εκατοντάδες σεμινάρια δημιουργικής γραφής, πραγματοποίησε κάποια στιγμή στη Νέα Υόρκη ένα εργαστήρι συγγραφής αυτοκτονικού σημειώματος. Όπως εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί αυτό ξεσήκωσε αρκετές αντιδράσεις δοκιμάζοντας τα συντηρητικά κοινωνικά αντανακλαστικά, υπήρξε όμως ταυτόχρονα και μια δυναμική εμπειρία για το σύνολο των συμμετεχόντων οι οποίοι στο τέλος κλήθηκαν να γράψουν εντός δεκαπενταλέπτου ένα τέτοιο σημείωμα. Αρκετά χρόνια πριν, και χωρίς να γνωρίζω την ύπαρξη ενός τέτοιου σεμιναρίου, είχα γράψει, εν είδει ποιητικής σύνθεσης, ένα τέτοιο σημείωμα: Σήμερα ήταν μια μέρα όπως πολλές άλλες. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν συνέβη. Το παραδέχομαι, δεν είχα αφορμή. Έθεσα το τέλος. Πήρα τη ζωή επιτέλους στα χέρια μου. Αφήνοντάς την. Τώρα μάλλον θα 'μαι νεκρός. Το ελπίζω.
Μου φαίνεται τουλάχιστον χαζό να θεωρεί κάποιος πως μια συζήτηση περί αυτοκτονίας μπορεί να προσηλυτίσει. Το ένστικτο της επιβίωσης και ο φόβος του θανάτου είναι έννοιες σύμφυτες με την ανθρώπινη ύπαρξη, η δυνατότητα ενός εκούσιου τέλους αποτελεί μια παραδοξότητα που απασχολεί από αρχαιοτάτων χρόνων την ανθρώπινη διανόηση, καθώς προσδίδει έναν ενεργητικό χαρακτήρα στον θάνατο, τη μοναδική φιλοσοφική βεβαιότητα.
Εκείνο το οποίο το δοκίμιο αυτό δεν περιλαμβάνει είναι η διαπραγμάτευση της αποτυχημένης απόπειρας, η εικόνα, κάποιου που ξυπνάει στο νοσοκομείο έχοντας αποτύχει να δώσει το τέλος και πρέπει να κοιτάξει στα μάτια τους κοντινούς του ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου