Τζίντιλι στα βλάχικα είναι ο ανεμοστρόβιλος. Τζίντες οι νεράιδες των βουνών. Τα φανταστικά Σόθιψα, χωριό της Εορδαίας, «χτισμένο από Βλάχους, μετά κατοικημένο από ηπειρώτικα μπουλούκια πετροχτιστάδων, πριν έρθουν οι ξεριζωμένοι Πόντιοι», βιώνουν μια πρωτοφανή οικολογική καταστροφή, όταν το πλούσιο σε λιγνίτη έδαφός τους, κατασπαραγμένο από τις εξορύξεις χρόνων, υποχωρεί. Τα φώτα της δημοσιότητας στρέφονται σε εκείνη τη γωνιά της κεντρικής Μακεδονίας, το ενδιαφέρον είναι παγκόσμιο, τριάντα κάτοικοι αγνοούνται ενώ οι υπόλοιποι απομακρύνονται βιαστικά. Ένας θα αρνηθεί να εγκαταλείψει το χωριό του. Μια περιοχή που γνώρισε τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που τον διαδέχτηκε ο Εμφύλιος, με τις πληγές που άφησε ακόμα ανοιχτές, είδε στην εκμετάλλευση του λιγνίτη φως για ένα καλύτερο αύριο. Η ανάπτυξη καιροφυλακτούσε και η μεταπολιτευτική Ελλάδα αδημονούσε να υψώσει ανάστημα. Τα πάντα όμως έχουν το κόστος τους, και αργά ή γρήγορα ο λογαριασμός πρέπει να εξοφληθεί. Σήμερα, το ζήτημα της απολιγνιτοποίησης είναι επίκαιρο και συνάμα σύνθετο ως προς την επίλυσή του, καθώς τόσο τα αποθέματα εξαντλούνται γρήγορα όσο και οι διεθνείς περιβαλλοντικές συμβάσεις καθιστούν οικονομικά ασύμφορη την παραγωγή ενέργειας. Μια ολόκληρη περιοχή στηρίζεται οικονομικά αποκλειστικά στην εξόρυξη του λιγνίτη.
Η οικολογοτεχνία ως υποείδος περιλαμβάνει λογοτεχνικά έργα που έχουν ως θέμα τους ζητήματα που άπτονται του περιβάλλοντος, με κύριο ‒και επίκαιρο‒ εκείνο της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της στον πλανήτη, ενώ συνήθως διαθέτουν έναν δυστοπικό χαρακτήρα. Κατά πολλούς το πρώτο οικολογοτεχνικό έργο, χρόνια πριν ο όρος επινοηθεί, υπήρξε το Walden του Henry-David Thoreau, εκεί όπου ο συγγραφέας καταγράφει την εμπειρία του από τη διετή παραμονή του στη φύση, εμπειρία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα εκβιομηχάνισης που χαρακτήριζε ‒και‒ την εποχή του. Γιατί κάθε συζήτηση σχετικά με το οικολογικό ζήτημα δεν μπορεί παρά να είναι μια πολιτική συζήτηση, καθώς είναι οι οικονομικοπολιτικές αποφάσεις του ανθρώπου εκείνες που προκαλούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η χρονική περίοδος κατά την οποία διαδραματίζεται το Τζίντιλι του Δημήτρη Χριστόπουλου, κάτι παραπάνω από μισός αιώνας, σε γεωλογικό χρόνο δεν είναι παρά κάποια δευτερόλεπτα, ίσως ούτε τόσα, ικανά όμως να αφήσουν το καθοριστικό τους αποτύπωμα.
Ο Χριστόπουλος, περνώντας στη μεγάλη φόρμα, επιλέγει μια ιδιότυπη κατασκευή. Ο συγγραφέας, σε κάτι που μοιάζει με όνειρο, δέχεται την επίσκεψη ενός άντρα που του αφηγείται τι συνέβη στα Σόθιψα τη νύχτα εκείνη που η γη άνοιξε στα δύο. Ξεκινώντας από τις αιματοβαμμένες πλαγιές των ορεινών όγκων της περιοχής στη διάρκεια του Εμφυλίου, εξιστορεί τα χρόνια της Μεταπολίτευσης για να φτάσει στην κορυφή της σύγχρονης Ελλάδος, το καλοκαίρι του 2004 με τον θρίαμβο του πειρατικού, πριν η μεγάλη πτώση σε όλα τα επίπεδα νομοτελειακά ακολουθήσει. Ο Χριστόπουλος επιλέγει να τοποθετήσει την καταστροφή στο παρόν, απεκδυόμενος τον ρόλο του προφήτη, επιλέγει επίσης τον ελλαδικό χώρο, απαρνούμενος τα θέλγητρα του εξωτικού. Η ιστορία του λαμβάνει χώρα στο εδώ και το τώρα. Η φυσική καταστροφή είναι μόνο ένα από τα θέματα που διαπραγματεύεται το Τζίντιλι, αποτελώντας για τον συγγραφέα την αφορμή ώστε να διηγηθεί το πώς έφτασαν τα Σόθιψα, και κατ' επέκταση η χώρα, ακόμα μια φορά, μπροστά σ' ένα αδιέξοδο, όχι μόνο πολιτικοοικονομικό, αλλά επίσης κοινωνικό, αισθητικό, πολιτισμικό και οικολογικό, και να φανερώσει το σαθρό υπόβαθρο της ελληνικής μεταπολίτευσης, και κατ' επέκταση του σύγχρονου κόσμου.
Η πολυφωνική αφήγηση στην οποία καταφεύγει ο συγγραφέας είναι λειτουργική, γιατί, εκτός του ότι καταγράφει τις διάφορες διακλαδώσεις που αποτελούν την κυρίως ιστορία του τόπου εκείνου, πετυχαίνει να μεταδώσει την αίσθηση του ανέμου που φυσάει διαρκώς, πότε ανεπαίσθητα και πότε μανιασμένα, από το ένα ή το άλλο σημείο του ορίζοντα, σχηματίζοντας δίνες και μεταφέροντας μηνύματα που εκείνοι οι λίγοι που ξέρουν ακούν. Η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον έχει πάψει προ πολλού να είναι φυσική, και σε αυτή τη μεταφυσική συνθήκη ο Χριστόπουλος επιλέγει να δώσει ενεργό ρόλο στο θύμα, που αντιστέκεται και αντιδρά στην ανθρώπινη πίεση. Η χρήση του μεταφυσικού και το αλλόκοτου είναι ο λογοτεχνικός τρόπος για να δοθεί φωνή στο θύμα, να αποτυπωθούν τα όρια της ανθρώπινης εξουσίας, να ακουστεί καθαρά η φωνή που καλεί τον άνθρωπο να ανακρούσει πρύμναν και να επανεξετάσει το παρόν μοντέλο ανάπτυξης. Η αφήγηση διακρίνεται από την ποιητικότητα του λόγου, τόσο εξαιτίας της αναπάντεχης χρήσης λέξεων και μεταφορών, όσο και της μετρικής της. Ο μακροπερίοδος λόγος του Χριστόπουλου είναι απολαυστικός και δουλεμένος στη λεπτομέρεια, ενώ η γλώσσα που μετέρχεται γεφυρώνει αρμονικά το χτες με το σήμερα σε μία πρόζα που διασταυρώνει οικολογικό άγχος και κοινωνική μέριμνα.
Στο Τζίντιλι ο Χριστόπουλος τοποθετεί τον πήχη αρκετά ψηλά και τα καταφέρνει περίφημα.
υγ. Μέρος του κειμένου αυτού πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, το Σάββατο 13 Μαρτίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή εδώ.
Εκδόσεις Το ροδακιό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου