Σήμερα, 21 Οκτωβρίου του 2002, είναι η Μέρα της Μητέρας. Για να τη γιορτάσω πραγματικά, για να τη γιορτάσω όπως έπρεπε να την είχα γιορτάσει εδώ και χρόνια, για να τη γιορτάσω όπως ποτέ δεν τόλμησα να τη γιορτάσω, για να ξεμπερδεύω μ' αυτή τη σχέση που δεν είναι ούτε αισχρή ούτε διαβολική αλλά απλώς ηλίθια, μια ηλίθια και ασφυκτική σχέση που μας δένει ανέκαθεν, για να μην υπάρξει πια ούτε για σένα ούτε για μένα άλλη Μέρα της Μητέρας, για όλους αυτούς τους λόγους μαζί, σήμερα, μαμά, θα σε σκοτώσω.
Ο πατέρας τού Πάμπλο, επιχειρηματικό πνεύμα, ανήσυχο και φιλόδοξο, αναζητούσε διαρκώς νέες ευκαιρίες, ίδρυσε μια εταιρεία κατασκευής και εμπορίας καλωδίων, παρατώντας την ιατρική, αφού η ανακάλυψη της πενικιλίνης, συνήθιζε να λέει, αποτέλεσε την ταφόπλακα του επαγγέλματος. Παρά τις περί του αντιθέτου παραινέσεις να γίνει δικηγόρος, ο Πάμπλο σπούδασε φιλοσοφία, γοητεύτηκε από τη μαρξιστική θεωρία, πολιτικοποιήθηκε και οργανώθηκε σε διάφορες αριστερές ομάδες, μοιράστηκε μαζί με τους συντρόφους του το όραμα για μια Αργεντινή στα πρότυπα της Κούβας, βρέθηκε από σπόντα να διδάσκει στο πανεπιστήμιο, έγραψε ένα σύγγραμα, συμμετείχε στην έκδοση ενός ριζοσπαστικού περιοδικού. Ταυτόχρονα, μαζί με τον αδερφό του, δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση, από την οποία κατάφεραν να εξοβελίσουν τον πατέρα, απολαμβάνοντας μια καλή ζωή, ανήκοντας στη μειοψηφία. Στα τέλη του Μαρτίου του 1976 επιβάλλεται η δικτατορία του Βιντέλα. Ο τρόμος κατακλύζει τον Πάμπλο καθώς βλέπει τις εκκαθαρίσεις του καθεστώτος· απαγωγές, βασανιστήρια, δολοφονίες· κάθε πιθανός εχθρός διώκεται. Η καθημερινότητα ωστόσο, ως συνηθίζει, προχωράει ακάθεκτη, ένα μεγάλο «θα 'χε λερωμένη τη φωλιά του» πλανάται πάνω από τη χώρα· δικαιολογεί και καθησυχάζει τους φιλήσυχους πολίτες.
Ο Πάμπλο φοβάται. Εγκαταλείπει το Μπουένος Άιρες τις καθημερινές για δήθεν επαγγελματικά ταξίδια, επιστρέφει τα σαββατοκύριακα που τα τάγματα της αστυνομίας και του στρατού ξεκουράζονται. Διαβάζει μετά μανίας τις εφημερίδες σε μια απόπειρα να διακρίνει αν αποτελεί στόχο ή όχι, τηλεφωνεί στους άλλοτε συντρόφους του έντρομος, η γυναίκα του δεν συμμερίζεται τον πανικό του. Ο περίγυρός του θεωρεί πως έχει απλώς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, για τη σημασία και την επίδραση των γραπτών και της δράσης του. Την ίδια στιγμή μεγαλύτερος πελάτης της εταιρείας είναι το κράτος. Ο Πάμπλο θα διαγνωστεί με καρκίνο στον όρχι. Μετά την επέμβαση αφαίρεσης, θα υποβληθεί σε θεραπείες, το ενδεχόμενο της μετάστασης στους πνεύμονες δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό. Σε μια απόπειρα να αντιμετωπίσει τον φόβο του θα σκεφτεί τη φυγή σε μια χώρα μακρινή, στον Καναδά για παράδειγμα, να αφήσει πίσω του τον ζόφο. Θα ζητήσει από τον πατέρα του να του διασφαλίσει πως θα λαμβάνει ένα μηνιαίο εισόδημα. Εκείνος τον παραπέμπει στον αδερφό του, δική σας είναι η επιχείρηση τώρα, του λέει, εμένα φροντίσατε να με πετάξετε εκτός. Ο αδερφός του δεν το συζητά, μόνο όποιος δουλεύει πληρώνεται, του λέει. Θα αναζητήσει διέξοδο στην ψυχοθεραπεία, θα δοκιμάσει διάφορους ειδικούς, εναλλακτικές θεραπείες και φαρμακευτικές αγωγές. Δεν θα καταφέρει να ξεφύγει από τη νεύρωση.
Χρόνια μετά το τέλος της δικτατορίας, το 2002, σε μια χώρα ρημαγμένη από το χρέος και σε διαρκή πολιτική αστάθεια, ο Πάμπλο Επστέιν, πενήντα εννέα ετών πια, ανήμερα της Μέρας της Μητέρας θα φτάσει νωρίς το πρωί στο γηροκομείο που εδώ και χρόνια ζει η μητέρα του. Κρατάει λουλούδια, ένεκα της ημέρας, και την αντιρυτιδική κρέμα που μετ' επιτάσεως εκείνη του ζήτησε να της φέρει. Θα περάσει τη μέρα του μαζί της, με σκοπό, λίγο πριν από τη λήξη του επισκεπτηρίου, να τη σκοτώσει.
Πρώτα όμως θα αφηγηθεί την ιστορία του.
Η πρώτη παράγραφος του μυθιστορήματος αυτού, θα συμφωνήσετε φαντάζομαι μαζί μου, διέπεται από πρωτοτυπία, κυρίως για την αμεσότητα με την οποία εκφράζει τις προθέσεις του κεντρικού ήρωα, του Πάμπλο. Επιπρόσθετα, λειτουργεί ιδανικά ως εισαγωγή στην αφήγηση αυτή, αφήγηση με εμφανή τα στοιχεία παραληρήματος, που πετυχαίνει να ενσωματώσει στο μυθοπλαστικό σώμα την αργεντίνικη ιστορία, τη φιλοσοφία, το πολιτικό δοκίμιο, τη λογοτεχνία και την ψυχολογία, μετερχόμενη διαρκείς εναλλαγές στο αφηγηματικό πρόσωπο, στρέφοντας την απεύθυνση πότε στο πρόσωπο της μητέρας και πότε στον ίδιο τον αφηγητή, διασπώντας διαρκώς την χρονική ακολουθία, επανερχόμενη ξανά και ξανά στα ίδια, καθοριστικής σημασίας για τον αφηγητή, επεισόδια. Η κριτική των όπλων, όπως ευκρινώς ο τίτλος άλλωστε δηλώνει, αποτελεί και μια (αυτο)κριτική, συνήθως απούσα, για τα άτομα και τις ομάδες που στάθηκαν απέναντι στη δικτατορία, έστω και θεωρητικά, για τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν, για τις διασπάσεις του μετώπου, για την παραίτηση, για τη φυγή στο εξωτερικό, για τις συνθήκες που οδήγησαν ως εκεί, κριτική που συνοδεύει τα γνώριμα συναισθήματα της απογοήτευσης και του φόβου. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: οι παρά το δικτατορικό καθεστώς έκαναν εκείνα που έκαναν και η σιωπηλή πλειοψηφία κοίταζε τη δουλειά της. Η αφήγηση του Πάμπλο αποτελεί μια, έστω και έμμεση, παραδοχή της δικής του ευθύνης, παραδοχή που ξεφεύγει από το αυστηρά ατομικό και περιλαμβάνει το σύνολο των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου. Ο Πάμπλο δεν διαθέτει τίποτα το ηρωικό, έτσι όπως είναι εγκλωβισμένος στην ανθρώπινη ατέλειά του, γεμάτη από αντιφάσεις, ανικανοποίητα όνειρα και αποτυχίες, με κύρια εκείνη της αδυναμίας να καταστήσει σύμμαχο τη μάζα για την ανατροπή και την ανοικοδόμηση, με αποτέλεσμα την ακόλουθη της πτώσης των στρατηγών καπιταλιστική επέλαση με τις γνωστές συνέπειες. Όμως, κριτική και απολογισμός χωρίς αυτοσαρκασμό δεν υφίστανται. Ο Πάμπλο δεν αποφεύγει -με την παρασκηνιακή συγγραφική συμβολή πάντοτε- να τσαλακώσει την εικόνα του και να φλερτάρει με τον αυτοχλευασμό, υποσκάπτοντας και προβοκάροντας τους φόβους και τις αποτυχίες του, τη δειλία του πρώτα και κύρια, την αδυναμία του να πάρει την κατάσταση υπό τον έλεγχό του, να ορίσει την ίδια του τη ζωή, εμμένοντας στον ρόλο του θύματος των καταστάσεων και της μοίρας, στρέφοντας όλα τα βέλη στη μητέρα του καθώς περιμένει να βραδιάσει για να τη σκοτώσει.
Η κριτική των όπλων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα απογείωσης της αρχικής ιδέας διαμέσου της εκτέλεσης αυτής. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Φέινμανν αφηγείται την ιστορία του συνομήλικού του Πάμπλο, που καθιστά ξεχωριστή μια ιστορία εν πολλοίς γνωστή και πλειστάκις ειπωμένη, την ιστορία της Αργεντινής κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα. Η απαράμιλλη αφηγηματική δεινότητα του Φέινμανν εντυπωσιάζει και παρασύρει τον αναγνώστη σ' ένα μυθιστόρημα πραγματική έκπληξη, που μάλλον πέρασε απαρατήρητο στη δίνη της εκδοτικής παραγωγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου