Τη Φραν Λέμποβιτς δεν τη γνώριζα. Έβαλα να δω το πρώτο επεισόδιο από καθαρή περιέργεια, εξαιτίας των όσων είχα διαβάσει και ακούσει σχετικά. Το Pretend it´s a city είναι μια μίνι σειρά, αποτελούμενη από επτά επεισόδια, με την υπογραφή του Μάρτιν Σκορσέζε, ένα homage σε αυτή την περσόνα της Νέας Υόρκης, που ανάμεσα σε άλλα (αρθρογράφος, ηθοποιός) είναι γνωστή ως public speaker. Στο πλαίσιο της σειράς, η Λέμποβιτς συζητά με τον Σκορσέζε και απαντά σε ερωτήσεις του κοινού, σχεδόν επί παντός επιστητού, αν και το κάθε επεισόδιο διαθέτει μια γενική θεματική, ενώ παρεμβάλλονται πλάνα από προηγούμενες, τηλεοπτικές κυρίως, εμφανίσεις της μέσα στα χρόνια. Η αλήθεια είναι πως τα πρώτα λεπτά της προβολής μού δημιούργησαν ιδιαιτέρως ισχυρά και αντικρουόμενα συναισθήματα. Από τη μια, κάποια ενόχληση, προερχόμενη από τον χαρακτήρα διάλεξης και τη βεβαιότητα με την οποία η Λέμποβιτς μιλούσε, σαν να κόμιζε την απόλυτη και μοναδική αλήθεια, την οποία και διαλαλούσε καθήμενη σε ύψος. Από την άλλη όμως, η οξυδέρκεια, η ευστροφία, η αίσθηση του χιούμορ που τη διέκριναν, αλλά και η ίδια της η φυσιογνωμία, αποδείχτηκαν καθηλωτικές.
Η Φραν Λέμποβιτς με έκανε να γελάω συχνά πυκνά, γέλιο πηγαίο που με έβρισκε πάντοτε απροετοίμαστο. Και μόνο γι' αυτό η σειρά αυτή κρίνεται, από καθαρά υποκειμενική σκοπιά, ως σπουδαία και απολαυστική. Δεν είναι εύκολο, όχι για μένα τουλάχιστον, να γελάσω με κάποιον που δεν γνωρίζω, που δεν μοιράζομαι μαζί του κάποιον συναισθηματικό δεσμό. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μου αρέσουν οι κωμικές σειρές και ταινίες, που δεν είμαι φαν της σταντ απ κωμωδίας. Το χιούμορ της Λέμποβιτς πηγάζει από την υψηλή νοημοσύνη που τη διακρίνει αλλά και την οξυδέρκεια με την οποία παρατηρεί τα πράγματα γύρω της, πράγματα που εκ των υστέρων μοιάζουν απλά και προφανή, πράγματα τα οποία συναντά κάθε κάτοικος μιας μεγαλούπολης. Για παράδειγμα τα όσα αναφέρει σχετικά με τις δημόσιες συγκοινωνίες της Νέας Υόρκης, την καθημερινή ταλαιπωρία στην οποία υπόκεινται τόσα εκατομμύρια επιβάτες, την περίπτωση κατά την οποία ο σταθμός του μετρό που την εξυπηρετεί έκλεισε για πέντε μήνες για να παραδοθεί εν τέλει ξανά στην κυκλοφορία έχοντας αποκτήσει πια έναν χώρο τέχνης και κάποιες επιτοίχιες λιθογραφίες, χωρίς τίποτα άλλο να έχει διορθωθεί, ούτε ο εξαερισμός, ούτε οι ράγες, ούτε τα βαγόνια, τίποτα που να δικαιολογεί τον όρο ανάπλαση. Η ειρωνεία με την οποία αναρωτιέται, ρητορικά και σαρκαστικά, τι άλλο θα χρειαζόταν το νεοϋορκέζικο μετρό παρά τέχνη, και μάλιστα με λεφτά των φορολογούμενων και όχι προσφορά κάποιου ευαγούς ιδρύματος πολιτισμού, προκαλεί αβίαστα το γέλιο παρά τον εξοργιστικό χαρακτήρα ενός ακόμα πλιάτσικου δημοσίου χρήματος.
Η Λέμποβιτς έχει άποψη για τα πάντα. Αυτό θεωρητικά είναι κάτι που με ενοχλεί βαθιά ως χαρακτηριστικό, αυτή η σύγχρονη αλλεργία στην φράση δεν ξέρω/ δεν έχω άποψη. Παρακολουθώντας ωστόσο τη σειρά δεν με ενόχλησε, ίσως γιατί ένιωσα πως υπήρχε μια σύμβαση, πως η Λέμποβιτς, δηλαδή, επιτελούσε κάποιο ρόλο. Είναι καταιγιστική και χειμαρρώδης, ασυγκράτητη. Δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί αν και είναι κάτι παραπάνω από εμφανής η αυτοπεποίθησή της. Η αυτοπεποίθηση στους ανθρώπους, εν γένει, είναι ένα χαρακτηριστικό αμφίσημο, πότε ένδειξη άμυνας, μια προάσπιση του κενού και της αδυναμίας που νιώθουν, και πότε μια ένδειξη σιγουριάς, μια βεβαιότητα εκ της οποίας απορρέει εσωτερική -ζηλευτή και καθησυχαστική- γαλήνη. Η Λέμποβιτς πείθει αρκετά για το δεύτερο, αν και δεν ξέρω πώς θα ένιωθε αν ξαφνικά σταματούσαν να ζητούν τη γνώμη της ή αν συνειδητοποιούσε πως η εποχή την ξεπέρασε. Τα δημόσια πρόσωπα, και ιδίως αυτά που δεν έχουν ένα ευδιάκριτο πεδίο συμβολής στο κοινωνικό γίγνεσθαι παρά να κομίζουν την προσωπική τους γνώμη, συνηθίζουν να ακροβατούν στο χείλος ενός λάκκου γεμάτου από μαϊντανούς. Και το λέω αυτό με την επίγνωση πως το να μιλάς για τα βιβλία που διάβασες και τις ταινίες που είδες δεν απέχει πολύ από την παραπάνω περιγραφή, άσχετα της αποδοχής που τελικώς αυτή η συνήθεια λαμβάνει.
Σε μια εποχή ακραίας πόλωσης, όπως η σημερινή, κατά την οποία οφείλουμε, θαρρείς, να διαλέγουμε στρατόπεδα και ιδεολογικούς συμμάχους, με όρους απόλυτους και χωρίς ναι μεν και αλλά, το Pretend it´s a city προκαλεί -προκάλεσε σε μένα τουλάχιστον- μια αντανακλαστική αμηχανία. Δεν συμφωνούσα με όσα έλεγε η Λέμποβιτς, όχι τουλάχιστον με το σύνολο αυτών, κάποιες φορές ένιωθα και κάποιον εκνευρισμό για να είμαι ειλικρινής, από την πλήρη απαξίωση του κομμουνισμού μέχρι την ατάκα πως μισεί -εντός εισαγωγικών θέλω να πιστεύω- όσους της προτείνουν ένα βιβλίο που τελικά δεν της άρεσε -και που για κάποια όπως η Λέμποβιτς κάτι τέτοιο ταυτίζεται με ποιοτικό έλλειμμα. Μετά το χιούμορ, αυτό υπήρξε το δεύτερο χαρακτηριστικό για το οποίο ξεχώρισα τη σειρά αυτή, και τη Λέμποβιτς ειδικότερα, αφού η σειρά είναι εκείνη -αλλά και το παιδικό ξεκάρδισμα του Σκορσέζε στις ατάκες της. Η ομαλή αποδοχή τής προφανούς -μα τόσο δύσκολα χωνέψιμης- αλήθειας πως δεν γίνεται να συμφωνούμε όλοι με όλους. Σ' αυτό καθοριστικό ρόλο παίζει η αναγνώριση του προσώπου που στέκει απέναντι ισχυριζόμενο κάτι με το οποίο διαφωνούμε. Ένα ευφυές άτομο, ακόμα και αν σταθεί στον δικό μας αντίποδα, προκαλεί τον σεβασμό, τη στιγμή που τεντώνει τις εγκεφαλικές μας συνάψεις σε μια απόπειρα αντίκρουσης. Το γέλιο είναι μια απόδειξη επικράτησης και η ανασύνταξη δεν είναι απλή υπόθεση. Και αν η ευφυΐα της Λέμποβιτς είναι εμφανής, και μάλλον αδιαπραγμάτευτη, εκείνο που τίθεται υπό την κρίση του καθενός είναι το πόσο αυθεντική είναι, για το αν υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Για μένα, αν με ρωτάτε δηλαδή, η Λέμποβιτς έχει -ή τουλάχιστον πουλάει πολύ πειστικά- κάτι το αυθεντικό, μια ιδιότητα που ολοένα και χάνεται ως ανθρώπινο χαρακτηριστικό, σε μια κοινωνία που, για να δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα, αρνείται να δεχτεί ως άποψη το να μην έχει κάποιος υπολογιστή με πρόσβαση στο ίντερνετ- η Λέμποβιτς είναι ένα τέτοιο άτομο-, ή ίσως ακόμα πιο πέρα να αρνείται να το δεχτεί ως αλήθεια, θεωρώντας δεδομένο πως έχει και απλώς δεν το παραδέχεται σε μια έκφραση δηθενιάς.
Από το Pretend it´s a city δεν θα μπορούσε να λείπει η Νέα Υόρκη, γεγονός που προσδίδει περαιτέρω πόντους στη σειρά. Οι αλλαγές με τα χρόνια, η μανία με την ευζωία, η επέλαση της ασχήμιας, η τουριστική κατάληψη, η κτηματομεσιτική παράνοια, το δυσβάσταχτο κόστος, η κοινωνική συνείδηση, η ανθρώπινη συνύπαρξη, η αγάπη για την πόλη. Βλέποντας τη Λέμποβιτς στη Νέα Υόρκη και σκεπτόμενος με τους όρους της μητρόπολης που μας αναλογεί, τις αντιστοιχίες σε διάφορα επίπεδα, από την ανάπλαση του ιστορικού κέντρου μέχρι τον ίλιγγο των ενοικίων, αναρωτιόμουν ποια αθηναϊκή περσόνα θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση της Λέμποβιτς, ο Τζούμας ή ίσως ο Κωστόπουλος; Μια τέτοια σκέψη όμως προκαλεί μια βαριά μελαγχολία σε διάφορα επίπεδα, οπότε ας την αφήσουμε στην άκρη καλύτερα για να επιστρέψουμε στο Pretned it´s a city που βλέπετε αχόρταγα. Το one woman show της Λέμποβιτς υποστηρίζεται λιτά αλλά απόλυτα ικανοποιητικά σε τεχνικό επίπεδο (σκηνοθεσία, μοντάζ, φωτογραφία, ρεπεράζ) σ' ένα αποτέλεσμα σφιχτοδεμένο που καταφέρνει, γιατί περί κατορθώματος πρόκειται, να μην πάσχει από διάφορες παθογένειες, σχεδόν σύμφυτες με τη δεδομένη συνθήκη.
Ταυτίστηκα πλήρως με τη Λέμποβιτς στο σημείο που αναρωτιέται γεμάτη πικρόχολη απορία τι στο διάολο σημαίνει η αναγνωστική θέση πως βρήκα ή δεν βρήκα κάτι από τον εαυτό μου σε κάποιο βιβλίο, για να πει το απλό μα τόσο εύστοχο: ένα βιβλίο δεν είναι ένας καθρέπτης, ένα βιβλίο είναι μια πόρτα.
Υπεράνω προσδοκιών -που δεν είχα άλλωστε.
υγ. Και μόνο για την εμφάνιση σε κάποια επεισόδια της Τόνι Μόρισον θα άξιζε να δει κανείς το Pretend it´s a city.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου