Με το Κβάντι ο Μίνως Ευσταθιάδης πραγματοποιεί την τρίτη συγγραφική του απόπειρα στα ύδατα της αστυνομικής λογοτεχνίας, διατηρώντας πάντοτε τον ιδιωτικό αστυνομικό Κρις Πάπας στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σύμβαση αυτή αποτελεί μια συνήθη τακτική στο λογοτεχνικό αυτό είδος, που, παρότι δεν διαταράσσει την αυτονομία του εκάστοτε μυθιστορήματος, προσφέρει ένα σταθερό σημείο αναφοράς και συνοχής μεταξύ αυτών, δημιουργώντας έναν δυναμικό αναγνωστικό δεσμό, καθώς ο αναγνώστης εκτός της κυρίως πλοκής επιθυμεί να ακολουθήσει και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή στο ταξίδι του. Δεν είναι όμως μόνο ο κεντρικός ήρωας, και επομένως η γνώριμη αφηγηματική φωνή αλλά και η ιδιότυπη μεθοδολογία του Κρις Πάπας, που συνδέει το Κβάντι με τα προηγούμενα δύο βιβλία του Ευσταθιάδη, αλλά και διάφορα ακόμα στοιχεία, όπως η ιεροτελεστική φύση των εγκλημάτων, η έντονη παρουσία του αστικού ιστού και της νύχτας, καθώς και ο κομβικός ρόλος κάποιου ζώου στην πλοκή.
Μόλις έχει αρχίσει να βρέχει, αλλά ο δρόμος, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τα κτίρια, όλα φαίνονται στεγνά. Το νερό χρειάζεται τον χρόνο του. Ένας άντρας προχωράει με γρήγορο βήμα και το κεφάλι του ελαφρά σκυμμένο μπροστά. Όταν η κινούμενη σκιά εμφανίζεται δίπλα του, είναι ήδη αργά. Κάτω από τις μακρινές λάμπες της οδού Μπερτ η λάμα δεν γυαλίζει καθόλου. Το πρώτο χτύπημα τον βρίσκει πάνω αριστερά από το στομάχι. Αμέσως το μαχαίρι ξαναβυθίζεται στο ίδιο σημείο, μα εκείνος δεν προσπαθεί να το αποφύγει ή να παλέψει. Μόνα τα χέρια εκτελούν μια αντανακλαστική κίνηση στον αέρα, τεντώνονται για να πιάσουν κάτι αόρατο, κάτι που δεν θα καταφέρουν να αγγίξουν. Παραπατάει. Η τρίτη μαχαιριά, ίσως λόγω της μετατόπισης του σώματος, τον πετυχαίνει λίγο ψηλότερα. Ακόμη και τότε δεν κάνει καμία φανερή προσπάθεια να αμυνθεί.
Ο Γκούναρ Ρίχτερ, Γερμανός υπήκοος, εξήντα ενός ετών, επιχειρηματίας με τόπο κατοικίας το Περπινιάν της νότιας Γαλλίας, θα δολοφονηθεί στο Παρίσι στις 27 Οκτωβρίου του 2018, δεχόμενος δεκατέσσερις μαχαιριές. Λίγες μέρες αργότερα ο γιος του δολοφονημένου άντρα θα τηλεφωνήσει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Κρις Πάπας στο γραφείο του στο Αίγιο Αχαΐας για να του ζητήσει να αναλάβει τη διαδικασία της μεταφοράς και της ταφής τού νεκρού στο νεκροταφείο της Ζήριας, καθώς αυτό αποτελούσε την τελευταία επιθυμία τού πατέρα του. Συνδετικός κρίκος υπήρξε η πρώην ηλικιωμένη γραμματέας του Κρις Πάπας από την εποχή που διατηρούσε γραφείο στη Γερμανία, πριν η εκεί αστυνομία τού αφαιρέσει την άδεια άσκησης επαγγέλματος και η ζωή τον οδηγήσει πίσω στο Αίγιο, σε εκείνη τη σχεδόν εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία, όπου μοιράζεται έναν επαγγελματικό χώρο μαζί με κάποιους σαφώς πιο φιλόδοξους δικηγόρους, τους οποίους λόγω του ιδιαίτερου ωραρίου του σπανίως συναντά. Δεν είναι μόνο η έλλειψη δουλειάς, και άρα και εισοδήματος, που οδηγεί τον Πάπας να δεχτεί την αλλόκοτη αυτή πρόταση, αλλά η έμφυτη τάση του να ακολουθεί το κάλεσμα του παράλογου, ίσως γιατί θεωρεί πως αυτό αποτελεί το βασικό συστατικό της ζωής και της ύπαρξης, μια συνθήκη αναπόφευκτη. Δέχεται, λοιπόν, να αναλάβει την γραφειοκρατική διεκπεραίωση της ταφής και κάπως έτσι μπλέκει σε μία ιστορία δολοφονιών και έργων τέχνης, που διαδραματίζεται ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική, και που την έκβασή της δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς.
Υπάρχουν αρκετοί -λογοτεχνικοί- ιδιωτικοί ντετέκτιβ που διαθέτουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με μια μεγάλη κατηγορία αναγνωστών: διψούν για καλές και μη συμβατικές ιστορίες. Αντίθετα με τους αναγνώστες όμως που παραμένουν ασφαλείς και αμέτοχοι, εκείνοι είναι που ρίχνουν νερό στον μύλο της πλοκής. Αυτό είναι το πρωτεύον πάθος που τους οδηγεί να μπλέκουν εκεί που άλλοι θα απέφευγαν να πατήσουν ή εκεί που θα σταματούσαν με την πρώτη υποψία για το πού πάνε να μπλέξουν με κίνδυνο της ζωής τους. Τέτοιος ντετέκτιβ είναι και ο Κρις Πάπας, ο κάποτε πιο φτηνός ερευνητής της γερμανικής αγοράς, που λατρεύει το Jameson και δυσκολεύεται να κοιμηθεί τα βράδια. Η σκύλα του, η Μπέτι Μπλου, είναι η μόνη του συντροφιά. Δεν υφίσταται καλή αστυνομική λογοτεχνία χωρίς την παρουσία ενός τσαλακωμένου ντετέκτιβ που στο πρόσωπό του να συγκεντρώνονται ένα πλήθος από ετερόκλητα χαρακτηριστικά. Και ο Κρις Πάπας είναι ένας τέτοιος χαρακτήρας. Αποτυχημένος -όχι μόνο επαγγελματικά-, μοναχικός, με ροπή στο αλκοόλ, πεισματάρης, χωρίς ιδιαίτερη αδυναμία στον ίδιο του τον εαυτό, με τάση στον (ψευδο-)φιλοσοφικό στοχασμό, ευκολόπιστος, απαγγέλει ποίηση στη Μπέτι Μπλου, φοβάται πως θα καταλήξει -αν δεν είναι ήδη- μισάνθρωπος, συνηθίζει να κάνει τσουλήθρα τα βράδια στην πλατεία και που πάνω απ' όλα διαθέτει το ένστικτο που τον προειδοποιεί πως πρόκειται να μπλέξει άσχημα και όμως αυτό σε τίποτα δεν τον διασφαλίζει καθώς το παρακούει χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο Ευσταθιάδης εμφανίζεται εδώ πιο ώριμος -σχόλιο στο οποίο ο Πάπας τουλάχιστον θα μειδιούσε- και με μια καλή ιστορία για να αφηγηθεί. Η καλή ιστορία, μιλώντας για αστυνομική λογοτεχνία, συνίσταται ως έναν μόνο βαθμό στην πρωτοτυπία, ενώ οφείλει να περιλαμβάνει, εκτός του τσαλακωμένου ντετέκτιβ, ικανές και πειστικές ανατροπές, λειτουργικά ευρήματα και ατμόσφαιρα. Ο Ευσταθιάδης τα καταφέρνει καλά σε όλα τα παραπάνω διατηρώντας αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας του. Όλα αυτά όμως άσχημα γραμμένα δεν θα λειτουργούσαν. Ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται την ιστορία του, με την εναλλαγή ανάμεσα σε πρώτο και τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο λειτουργεί ικανοποιητικά ως προς την τοποθέτηση των κομματιών του παζλ, ενώ δεν παρασύρεται από την εξωτικότητα του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία, είτε αυτό είναι το Παρίσι, είτε η αφρικανική ενδοχώρα. Επίσης, η επιλογή μιας παράλληλης της κεντρικής ιστορίας, η ιστορία της Μπέτι Μπλου εν προκειμένω, λειτουργεί τόσο οργανικά όσο και αυτόνομα. Στο Κβάντι ο Ευσταθιάδης κάνει ένα ευδιάκριτο βήμα μπροστά.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της
Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 5 Ιουνίου. Ο σύνδεσμος για την
ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
Εκδόσεις Ίκαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου