Πάντοτε υπάρχει χώρος για μια ‒ακόμη‒ ιστορία αγάπης. Και ίσως μόνο σε μια τέτοια ιστορία να υπάρχει τόσο μεγάλο κοινό εμβαδό ανάμεσα στους ήρωες και τον αναγνώστη, όχι απαραίτητα ταύτισης, αλλά εντοπισμού του προσωπικού βιώματος, της περιβόητης αναλογίας. Πόσο δε μάλλον όταν πρόκειται για μια νεανική ιστορία αγάπης που απέτυχε να μακροημερεύσει μένοντας για πάντοτε έρμαιο του τι θα γινόταν αν, του πώς θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, περιβάλλον γόνιμο για να ανθήσουν τα απωθημένα και να βασιλεύσει χωρίς αντίπαλο δέος το τέκνο της λήθης, η νοσταλγία. Οι παλιές εκείνες αγάπες που, μαζί με όλα τα άλλα, εμπεριέχουν μια νεότερη εκδοχή του εαυτού μας, των δυνατοτήτων του παλιού καλού καιρού, της ανεμελιάς κυρίως, αυτό που εύστοχα ο Κάσσης περιγράφει ως Όσα απέμειναν από τους εραστές.
Ο Μιχάλης με την Αλεξάνδρα γνωρίστηκαν το 2004, όταν ήταν και οι δύο φοιτητές. Λίγους μήνες αργότερα χώρισαν ύστερα από δική της επιθυμία. Οι δυο τους δεν μίλησαν ποτέ ξανά, αφού πρώτα η Αλεξάνδρα επέστρεψε στον Μιχάλη τα πράγματα που εκείνος είχε αφήσει στο σπίτι της σε μια αμήχανη συνάντηση στην έξοδο του μετρό Πανεπιστήμιο. Μια κοινή γνωστή, η Δανάη, έμεινε να διατηρεί ένα ελάχιστο νήμα επαφής ανάμεσα στους δυο τους, ένας αγγελιοφόρος που επέλεγε σε ποιες ερωτήσεις θα απαντήσει και ποια μυστικά θα κρατήσει. Η Δανάη ζει στο Παρίσι. Ο Μιχάλης επισκέπτεται συχνά τη γαλλική πρωτεύουσα με κάθε αφορμή. Τώρα βρίσκεται εκεί για να δώσει στο μυθιστόρημα που μόλις έχει τελειώσει την απαραίτητη ατμόσφαιρα, εκείνο το απαραίτητο κάτι που θα μετατρέψει το κείμενο σε λογοτεχνία, ή τουλάχιστον ελπίζει να το κάνει. Η Δανάη του τηλεφωνεί για να βρεθούνε και εκείνος δέχεται. Τον ρωτάει αν θα τον πείραζε να έρθει μαζί τους και η Αλεξάνδρα που εκείνες τις μέρες βρίσκεται στο Παρίσι για ένα συνέδριο αρχιτεκτονικής· εκείνος δεν έχει κανένα πρόβλημα. Αντίστοιχα εξελίχθηκε ο διάλογος ανάμεσα στη Δανάη και την Αλεξάνδρα. Οι τρεις τους θα συναντηθούν και θα περπατήσουν μέχρι το μπαρ. Η Αλεξάνδρα παρήγγειλε μια σαγκρία και «ο Μιχάλης χαμογέλασε, αφού η παραγγελία της του ξύπνησε μνήμες, ωστόσο δεν το σχολίασε και φώναξε αμέσως τον μπάρμαν». Όταν η Δανάη λέει πως είναι ώρα να γυρίσει σπίτι, ο Μιχάλης λέει πως θα μείνει για ακόμα ένα ποτό και η Αλεξάνδρα λέει πως ένα ποτό ακόμα είναι μια καλή ιδέα. Έτσι ξεκινά ξανά η ιστορία του Μιχάλη και της Αλεξάνδρας.
Ο Αλέξανδρος Κάσσης επιλέγει μια αρκετά χρηστική φόρμα αφήγησης αναμειγνύοντας το παρελθόν με το παρόν. Η τότε ιστορία των δύο νεαρών παρεμβάλλεται στη νύχτα στο Παρίσι. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας πετυχαίνει μια ικανοποιητική αφηγηματική ροή για την ιστορία του, έτσι όπως τα κομμάτια του παζλ συμπληρώνονται σταδιακά, χωρίς ο τριτοπρόσωπος αφηγητής να αναγκάζεται να παρεμβαίνει διαρκώς για να εξηγήσει και να αποκαλύψει, επιτρέποντας έτσι στους δύο πρώην εραστές να συζητούν στο αφηγηματικό παρόν ως τέτοιοι, χρησιμοποιώντας όλες τις στρατηγικές της περίστασης, αναζητώντας απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που έμεναν από τότε σε εκκρεμότητα αλλά και σε άλλα που στην πορεία προέκυψαν. Στον διάλογο αναμενόμενα κυριαρχούν τα υπονοούμενα που σε καμία περίπτωση δεν θα λειτουργούσαν αν δεν είχαν έναν σχεδόν συνθηματικό χαρακτήρα. Άλλωστε οι δυο τους για πολλά πράγματα μπορεί να έχουν απορίες, γνωρίζουν όμως καλά ‒και όσο η μνήμη τους βοηθάει‒ την ιστορία τους.
Το Όσα απέμειναν από τους εραστές έχει αναπόφευκτα αρκετά διαλογικά κομμάτια που, παρότι δεν είναι δουλεμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, πετυχαίνουν το πλέον σημαντικό, να προσομοιάζουν δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο δυο άνθρωποι, και δη δυο πρώην εραστές, συζητούν, επιτρέποντας στον αναγνώστη να νιώθει πως κρυφακούει τη συζήτηση από το διπλανό τραπέζι. Έξυπνη επίσης είναι η χρήση του Παρισιού. Ο Κάσσης δεν ρισκάρει να πουλήσει το Παρίσι, την αύρα και τα στενά του σοκάκια, τα φώτα των λεωφόρων και τα αξιοθέατα. Άπαξ και τοποθέτησε τους πρώην εραστές εκεί, το Παρίσι λειτουργεί από μόνο του. Δεν είναι άλλωστε λίγα τα παραδείγματα που το κακέκτυπο μιας πόλης όπως το Παρίσι ξεπηδά από την οθόνη κάποιου που γράφει για εκείνο από απόσταση. Η κομβικής σημασίας αναφορές σε διάφορες ταινίες εκείνης της περιόδου, εκτός της λειτουργικότητάς τους και της περαιτέρω ενίσχυσης της κινηματογραφικής αίσθησης που αποτελεί μέρος των συγγραφικών προθέσεων, μου δημιούργησε μια επιπρόσθετη νοσταλγία για εκείνη την περίοδο της δικής μου ζωής και αυτό λίγο δεν το λες. Το Αγάπα με αν τολμάς θα το ξαναδώ με την πρώτη ευκαιρία.
Συνοψίζοντας, το Όσα απέμειναν από τους εραστές είναι μια ωραία και καλογραμμένη ιστορία αγάπης, που παρά τις όποιες επιμέρους αδυναμίες της πέτυχε να ανταποκριθεί σε μεγάλο μέρος εκείνων που ανέμενα πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου.
Εκδόσεις Πνοή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου