Ένα μοτίβο δολοφονιών σχηματίζεται με θύματα εκδότες. Ο εκδότης Γιάννης Δημάδης παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις θεωρώντας πως αργά ή γρήγορα θα φτάσει και η δική του σειρά. Νιώθει τον κλοιό να στενεύει γύρω του. Αποφασίζει να ενεργήσει και να μην περιμένει αμέτοχος τις έρευνες της αστυνομίας, την οποία, άλλωστε, ελάχιστα έως καθόλου εμπιστεύεται. Ύστερα από παρότρυνση της κόρης του προσλαμβάνει μια ντετέκτιβ, την Άρτεμη, παρά τις όποιες επιφυλάξεις έχει σχετικά με το συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά και με το γεγονός πως πρόκειται για γυναίκα. Τα γραφεία τού εκδοτικού οίκου σύντομα μετατρέπονται σε επιχειρησιακό κέντρο. Η ομάδα αποτελείται από τη φοιτήτρια ψυχολογίας κόρη του εκδότη, την έμπειρη στην απόκρουση συγγραφέων γραμματέα, τον αναχωρητή αναγνώστη του εκδοτικού οίκου και έναν ικανό, καίτοι αντιπαθητικό, χωλό κριτικό λογοτεχνίας. Αναζητούν τον δολοφόνο ανάμεσα στους απορριφθέντες αποστολείς χειρογράφων, πριν να είναι αργά.
Ο Φώτης Δούσος είχε μια, από πολλές απόψεις, ενδιαφέρουσα ιδέα: έναν σίριαλ κίλερ που σκοτώνει εκδότες. Γύρω από αυτή την ιδέα έχτισε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, στα όρια της παρωδίας, με κυρίαρχη βιβλιοφιλική εσάνς. Ένας πολλά υποσχόμενος συνδυασμός. Για πρωτοπρόσωπο αφηγητή επέλεξε ένα υποψήφιο θύμα, τον μεγαλοεκδότη Γιάννη Δημάδη. Επιλογή έξυπνη και αφηγηματικά λειτουργική, σίγουρα όχι συνηθισμένη. Η δαμόκλειος σπάθη που αισθάνεται να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του λειτουργεί ως καταλύτης της διάθεσης αναστοχασμού και ενδοσκόπησης που καταλαμβάνει τον εκδότη· Αναπόφευκτα, ο εκδότης, με το άγχος του υποψήφιου θύματος, αναλογίζεται τα περασμένα, ενώ ταυτόχρονα τον καταλαμβάνει μια διάθεση για ζωή, τη στιγμή που η αναζήτηση του δολοφόνου συνεχίζεται. Έτσι, η ιστορία του δικαιωματικά αποκτά αφηγηματικό χώρο, χωρίς να αποτελεί μια ανούσια εκτεταμένη παρέκβαση της κυρίως αστυνομικής πλοκής. Μέσω της ιστορίας του Δημάδη, ο Δούσος δεν κατασκευάζει απλώς τον κυρίως χαρακτήρα του, αλλά δημιουργεί και τον απαραίτητο χώρο για να αποτυπωθεί η πραγματικότητα του εκδοτικού χώρου, που αποτελεί εξ αρχής ξεκάθαρη συγγραφική πρόθεση. Ο Δημάδης, ως αφηγητής, λειτουργεί ως ένας εν δυνάμει δούρειος ίππος, εξέχων μέλος του κυκλώματος καθώς είναι, γνωρίζει πολλά από τα κακώς κείμενα του σιναφιού.
Η λίστα του Λεπορέλο, διακειμενική αναφορά στην όπερα του Μότσαρτ, Ντον Τζοβάνι, λειτουργεί ως μια διπλή, άκρως εμπνευσμένη, παρωδία τόσο της αστυνομικής λογοτεχνίας όσο και του ευρύτερου χώρου του βιβλίου. Η παρωδία, είδος άκρως παρεξηγημένο, δεν ταυτίζεται, σε καμία των περιπτώσεων με τον χλευασμό ή την ασέβεια, αντίθετα, προϋποθέτει καλή γνώση και ισχυρό συναισθηματικό δεσμό. Ο Δούσος, ως καλός παρωδός, δεν αφήνει τον εαυτό του έξω απ' όλο αυτό, και παρότι άμεσα δεν κάνει κάποια αναφορά, αναπόφευκτα αυτοϋπονομεύεται σ' αυτό το γκροτέσκο σκηνικό της κοινωνίας του βιβλίου που ο ίδιος στήνει. Ο συγγραφέας γνωρίζει τις συμβάσεις του είδους και τις ακολουθεί, απλώς το κάνει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, με τις αποφάσεις που παίρνει, εμπνεόμενος από ένα περιβάλλον που το γνωρίζει καλά, μέρος του καθώς είναι. Διαθέτει την απαραίτητη αφηγηματική άνεση, γεγονός που προσδίδει την κατάλληλη ροή στο μυθιστόρημά του. Χρησιμοποιεί με σύνεση τα κλισέ και τις ανατροπές, οδηγώντας με ασφάλεια την ιστορία του σε μια ομαλή λύση, χωρίς να παίρνει αχρείαστα αφηγηματικά ρίσκα. Παρότι δεν αποτελεί πρωταρχικό του στόχο, καταφέρνει να διατηρήσει το απαραίτητο για την ανάγνωση σασπένς μέχρι τέλους. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι πως δεν εγκλωβίζεται στο αρχικό του εύρημα, στην πρωτότυπη κεντρική ιδέα γύρω από την οποία έχτισε το μυθιστόρημά του, αλλά, αντίθετα, τη χρησιμοποιεί διαρκώς με τρόπο λειτουργικό, αντλώντας από αυτή όσα έχει να του προσφέρει.
Το χιούμορ, βασικός πυλώνας του μυθιστορήματος, προκύπτει αβίαστα. Χιούμορ που προϋπάρχει της κυκλοφορίας του βιβλίου, από τη στιγμή που ο μελλοντικός εκδότης παραλαμβάνει ένα χειρόγραφο με θέμα κάποιες δολοφονίες εκδοτών από έναν απογοητευμένο συγγραφέα που βλέπει τα χειρόγραφά του συνεχώς να απορρίπτονται. Ο Δούσος διαθέτει τόσο την οξυδέρκεια εκείνη που αναδεικνύει το προφανές, ιδιαίτερα για όσους γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις στον ευρύτερο χώρο του βιβλίου, όσο και την απαραίτητη φαντασία, που μεταξύ άλλων μετατρέπει αστυνομικούς σε αναγνώστες χειρογράφων στο πλαίσιο της έρευνας. Προϊόν της συγγραφικής φαντασίας αποτελεί και το πλήθος των βιβλίων στα οποία γίνεται αναφορά, βιβλία που γράφτηκαν για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, βιβλία που απορρίφθηκαν και έμειναν ως χειρόγραφα να σκονίζονται σε κάποιο ράφι και τώρα βρίσκονται στο μικροσκόπιο των διωκτικών αρχών, αλλά και βιβλία που ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων κατά την κυκλοφορία τους και πραγματοποίησαν απανωτές εκδόσεις παρότι θάφτηκαν από την κριτική. Συμπληρωματικά στα φανταστικά βιβλία λειτουργεί και η ονοματοποιία, οι τίτλοι των βιβλίων και τα ονόματα προσώπων και εκδοτικών οίκων τα οποία σκαρφίζεται ο συγγραφέας. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο ο Δούσος εντάσσει στο μυθιστόρημά του τη θεωρία της λογοτεχνίας, κυρίως μέσα από την απόπειρα διάκρισης του προσωπικού ύφους του συγγραφέα-δολοφόνου και της ερμηνευτικής προσέγγισης των χειρογράφων.
Η λίστα του Λεπορέλο είναι ένα έξυπνα γραμμένο βιβλίο, με παιγνιώδη διάθεση από πλευράς συγγραφέα, που με άνεση διαφεύγει του μεγαλύτερου των κινδύνων, τον εγκλωβισμό, δηλαδή, στο ίδιο του το εύρημα. Ένα παράδοξο αστυνομικό μυθιστόρημα, άκρως γοητευτικό, που ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τόσο τις συγγραφικές προθέσεις όσο και τον αναγνωστικό ορίζοντα προσδοκιών.
Εκδόσεις Νεφέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου