Μέσα σε λίγες μέρες, δύο άτομα μου μίλησαν με ενθουσιασμό για το βιβλίο του Ντανιέλ ντε Ρουλέ. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη λάμψη στα μάτια εκείνου που διάβασε
ένα βιβλίο και του άρεσε πολύ, κανένα κείμενο παρουσίασης και καμία
επεξεργασμένη φωτογραφία. Αναγνωστικός επαναπρογραμματισμός.
Ήμασταν δέκα και στο τέλος έμεινε μόνο μία. Ονομάζομαι Βαλεντίν Γκριμ, γεννήθηκα στις 30 Νοεμβρίου 1845. Είμαι η μικρότερη από τις αδερφές Γκριμ. Στα εξήντα τέσσερα μου χρόνια, είμαι στην ηλικία να κάνω τον απολογισμό μου.
Η ιστορία των δέκα γυναικών ξεκινάει στη μικρή ελβετική πόλη του Σεντ-Ιμιέ, στα μέσα του 19ου αιώνα. Η ωρολογοποιία αποτελεί την κύρια απασχόληση του πληθυσμού, οι πολιτικές ζυμώσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, το κλίμα είναι τεταμένο. Το περιβάλλον είναι ασφυκτικό, η καταπίεση δεν έρχεται μόνο από τους ισχυρούς, οι ηρωίδες δεν είναι μόνο φτωχές αλλά και γυναίκες. Επηρεάζονται από τις ιδέες της ελευθερίας, αρνούνται να ζήσουν στο δεδομένο πλαίσιο, αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τους τη γενέθλια γη και να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους, να επιδιώξουν να ζήσουν σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες. Γνωρίζουν καλά πως τίποτα δεν πρόκειται να τους χαριστεί, όχι χωρίς αγώνα, όχι χωρίς σκληρή δουλειά. Δελεάζονται από τις αγγελίες μετανάστευσης στην Παταγονία, στις εσχατιές του κόσμου, χιλιάδες μίλια μακριά, οραματίζονται έναν κόσμο που να έχει χώρο και για εκείνες. Μαζεύουν τα ελάχιστα υπάρχοντά τους και σαλπάρουν.
Αρχική πρόθεση του συγγραφέα ήταν να συντάξει ένα χρονικό της ελβετικής μετανάστευσης κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα με αφορμή ένα οχτάμηνο ταξίδι που σχεδίαζε να κάνει στην αμερικανική ήπειρο. Στο πλαίσιο της έρευνας είδε το σύγχρονο αφήγημα περί μιας διαχρονικής ευημερίας να καταρρέει με πάταγο, διάβασε ιστορίες σκληρές, ανθρώπων που αναγκάστηκαν να φύγουν μέχρι τα πέρατα του κόσμου αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Την ιστορία τη γράφουν οι δυνατοί και επιτυχημένοι, αυτό συμβαίνει και με τη μετανάστευση. Ο ντε Ρουλέ βρήκε τελικά καταφύγιο στη μυθοπλασία στηριζόμενος εν πολλοίς σε πραγματικά γεγονότα και συνδέοντας διάφορα ιστορικά συμβάντα, συνέθεσε την ιστορία δέκα γυναικών που εγκατέλειψαν το Σεντ-Ιμιέ. Αφηγήτρια η Βαλεντίν, η τελευταία που απέμεινε, έχοντας την «υποχρέωση» να αποτυπώσει τη μαρτυρία, να υψώσει ένα ανάχωμα απέναντι στην επιχειρούμενη λήθη.
Η αφήγηση της Βαλεντίν διαθέτει την αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που έζησε σύμφωνα με τις δικές της επιλογές, που ύψωσε το ανάστημά της και αρνήθηκε να ακολουθήσει μια προδιαγεγραμμένη πορεία ζωής, σηκώνοντας τους ώμους και σκύβοντας το κεφάλι με μια διάθεση μοιρολατρική. Δεν υπάρχει χώρος για λύπηση ή για συμπόνια εδώ. Η Βαλεντίν δεν έχει την ανάγκη να απολογηθεί ή να δικαιολογήσει, πόσο μάλλον να διδάξει ή να πείσει για το ορθό των επιλογών της. Αυτό απαλλάσσει πλήρως το μυθιστόρημα από τη μέγγενη του συναισθηματικού εκβιασμού, κάτι το οποίο συμβάλλει στη μεγιστοποίηση της αναγνωστικής απόλαυσης. Ο ντε Ρουλέ δεν καταφεύγει σε ευκολίες ηρωοποίησης ή ωραιοποίησης προσώπων ή καταστάσεων. Συνδυάζει υπέροχα το αποτέλεσμα της προσωπικής έρευνας με τη μυθοπλασία, στα χνάρια σπουδαίων πρωτοπόρων του συγκεκριμένου είδους, χωνεύοντας ομαλά τις πηγές και τις διακειμενικές αναφορές, χωρίς αυτό να γίνεται βεβιασμένα ή σε βάρος της λογοτεχνίας, ενώ, ταυτόχρονα, κατασκευάζει μια πειστική αφηγηματική φωνή που του επιτρέπει να αποδώσει το κλίμα της εποχής, χωρίς να επιχειρεί να ενδυθεί τον μανδύα του ιστορικού.
Αποτυχημένος είναι ο αγώνας που δεν δόθηκε. Αυτό αποτελεί το κυρίαρχο μήνυμα που η ιστορία αυτή φέρει στον πυρήνα της. Οι Δέκα μικρές αναρχικές είναι ένα βιβλίο που αποπνέει, σε πείσμα της αποτυχίας και της ματαίωσης, μια διάχυτη αισιοδοξία, αισιοδοξία που απορρέει από την επιμονή στη χάραξη ενός προσωπικού μονοπατιού, παρά το σκληρό τίμημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου