Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα ένα μυθιστόρημα όπως αυτό που τελικά διάβασα, άλλος ήταν ο ορίζοντας προσδοκιών που είχα φροντίσει να σχηματίσω πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο του Ακουέκε Εμέζι, γεννημένου το 1987 στη Νιγηρία, που πια ζει και δημιουργεί στη Νέα Υόρκη. Δεν αναφέρομαι τόσο στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος όσο στα τεχνικά, στον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να αφηγηθεί τον θάνατο του Βιβέκ Ότζι. Εδώ και κάποια χρόνια, η queer λογοτεχνία έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί με την αυτομυθοπλασία. Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι, ωστόσο, δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. «Έκαναν στάχτες την αγορά τη μέρα που πέθανε ο Βιβέκ Ότζι», έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα αυτό, τοποθετώντας τον χρόνο προς το τέλος της ιστορίας, τη μέρα των μεγάλων ταραχών στην πόλη, όταν η μητέρα θα βρει το άψυχο σώμα του παιδιού της στην είσοδο του σπιτιού.
Αρχή η οποία δημιουργεί μια σειρά από ερωτήματα που θα συνοδεύσουν τον αναγνώστη παράλληλα με την ανάληψη της ιστορίας του νεκρού· ο δολοφόνος, ο τρόπος και η αιτία, κυρίως. Έτσι, το μυθιστόρημα αποκτά μια επίγευση αστυνομικής λογοτεχνίας, η αναζήτηση του ενόχου, οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η δολοφονία, η απόπειρα να διαλευκανθεί η υπόθεση αυτή, οι «καταθέσεις» των μαρτύρων. Η επιλογή αυτή θα προσδώσει ένα υπόστρωμα σασπένς σε μια ιστορία εξαρχής τραγική και θλιβερή, μια επιλογή καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η κατασκευή. Στο πλευρό του παντογνώστη αφηγητή θα τεθούν, σε πρώτο πρόσωπο, οι αφηγήσεις του νεκρού και του ξαδέρφου του, Όζιτα, καίριες και καθοριστικές παρεμβολές στη διαδοχή των κεφαλαίων. Το Εμέζι, δεξιοτεχνικά, θα προβεί σε διαρκή αφηγηματικά μπρος πίσω, πιάνοντας το νήμα από την αρχή, από τους γονείς του Βιβέκ σε νεαρή ηλικία, φτάνοντας μέχρι το αφηγηματικό παρόν, όταν εκείνοι θα έχουν πια ένα νεκρό παιδί να θρηνήσουν, κυριευμένοι από ερωτήματα και ενοχές, από δεκάδες τι θα είχε συμβεί εάν είχαν κάνει το ένα ή το άλλο, αν, κυρίως, είχαν καταφέρει να κατανοήσουν καλύτερα το ίδιο τους το παιδί.
Με έναν μετρημένο λυρισμό και με έναν απαραίτητο ρεαλισμό, η ιστορία ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, μια καλοκουρδισμένη αφήγηση που η επιλογή της τριτοπρόσωπης, εκ φύσεως αποστασιοποιημένης, αφήγησης απαλλάσσει το μυθιστόρημα από τον ασφυκτικό συναισθηματικό εξαναγκασμό, που στέκει διαρκώς παραστάτης στο κατώφλι, χωρίς ωστόσο να στερεί τίποτα από την τραγικότητα της ιστορίας. Μην πέφτοντας στην παγίδα αυτή, δημιουργείται ο απαραίτητος χώρος για την αφήγηση, αλλά και το μπόλιασμα όλων των σημαντικών ερωτημάτων που αναδύονται κατά την προώθηση της πλοκής και τη συμπλήρωση των κομματιών. Μοιάζει να είναι οι γονείς του Βιβέκ οι κύριοι αποδέκτες της αφήγησης αυτής, τα δικά τους κενά καλύπτει ο παντογνώστης αφηγητής σε αυτή την ιδιότυπη εκ του μηδενός σχεδόν γνωριμία τους με τον νεκρό πια παιδί τους, την πρόσβαση στον σύνθετο συναισθηματικό του κόσμο, στον τρόπο με τον οποίο βίωνε το ίδιο του το σώμα και τη σύντομη καθημερινότητά του στη γη. Ο αναγνώστης παίρνει τον ρόλο ενός αυτόπτη μάρτυρα αυτής της αποκάλυψης, στα μάτια τους βλέπει τον ιριδισμό του λευκού του θανάτου.
Η ιστορία του Βιβέκ δεν θα μπορούσε να είναι ανεξάρτητη από το πλαίσιο της νιγηριανής κοινωνίας, τα δικά της όρια είναι εκείνα που εν πολλοίς διαμόρφωναν το ασφυκτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε μέχρι τη μέρα της δολοφονίας του. Τα στερεότυπα και τα συντηρητικά αντανακλαστικά τού έτσι τα βρήκαμε έτσι τα μάθαμε έτσι θα τα αφήσουμε θα αποτελέσουν τις παρωπίδες που στερούσαν την καθαρή ματιά από το οικογενειακό περιβάλλον του νεκρού, αλλά ταυτόχρονα επέτειναν και την αγωνία του ίδιου του Βίβεκ στην απόπειρά του να κατανοήσει και να επανασυνθέσει τον ίδιο του τον εαυτό, δοκιμάζοντας και τα δικά του όρια, την ίδια στιγμή που οι συνομήλικοί του, κάποια εξ αυτών και σίγουρα όχι όλοι, διαισθητικά αντιλαμβανόντουσαν περισσότερα πράγματα. Εντούτοις, το μυθιστόρημα αυτό δεν αποτελεί ένα απευθείας μεγάλο κατηγορώ προς την κοινωνία και τις αγκυλώσεις της, το Εμέζι επιμένει στην ίδια την ιστορία του νεκρού, που βάδισε εν πολλοίς στα τυφλά, οδηγημένος από το ίδιο του το σώμα, επιτρέποντας ταυτόχρονα στους γονείς να θρηνήσουν χωρίς να τους φορτώνει το σύνολο των κατηγοριών. Η αφήγηση πλησιάζει στον Βιβέκ, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, παγιδευμένη στον κοινωνικό ιστό, αποφασισμένη, ωστόσο, να αναζητήσει τα όρια και την προσωπική ελευθερία, να γυρέψει την απόλαυση στο δικό του μονοπάτι. Και αυτή η σύγκλιση είναι καθοριστική για τον μη αποπροσανατολισμό του αναγνώστη από το επίκεντρό της ιστορίας αυτής, από τον, νεκρό πια, πρωταγωνιστή.
Επιστρέφοντας, μετά το τέλος της ανάγνωσης, στα ερείπια του ορίζοντα προσδοκιών που είχα κατασκευάσει, διακρίνω, ανάμεσα σε άλλα, την προσδοκία να εντοπίσω λογοτεχνικές αρετές σε μια έντονα βιωματική ιστορία που αναπόφευκτα θα έπαιρνε τον πρώτο ρόλο και θα επιζητούσε τη σύγκρουση με τα προνόμιά μου, που θα επιδίωκε να πλήξει το συναίσθημα και να ξεγελάσει την αναγνωστική μου κρίση. Αντί κάποιων εξ αντανακλάσεως λογοτεχνικών αρετών, παρεπόμενων και δευτερευουσών, Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι με διέψευσε πανηγυρικά, καθώς οι λογοτεχνικές αρετές διόλου παρεπόμενες της ιστορίας δεν ήταν, αντίθετα ήταν παρούσες διαρκώς και με τρόπο καθοριστικό για τη σύλληψη και την εκτέλεση του συγγραφικού οράματος. Το μυθιστόρημα είναι φτιαγμένο από υλικά πρώτης διαλογής, με συγκεκριμένο σχέδιο και όχι αφημένο στο ένστικτο και το συναίσθημα, οικοδομημένο σε βάσεις στέρεες, με συγγραφικές αποφάσεις καθοριστικής λειτουργικής αξίας και όχι για χάρη ενός στείρου, με χαρακτηριστικά κομήτη, εύκολου μα κενού εντυπωσιασμού. Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι γυρεύει το ενδιαφέρον και την προσοχή του αναγνώστη χωρίς να προτάσσει την queer φύση του, δεν ζητάει εκπτώσεις, δεν κρατάει παντιέρα τον δικαιωματισμό, αντίθετα έχει περισσό, καλώς εννοούμενο, θράσος να κατεβεί στη γενική κατηγορία της λογοτεχνίας και όχι σε κάποια ειδική υποκατηγορία μικρότερου ανταγωνισμού. Παρεπόμενα είναι εδώ όσα εκ της λογοτεχνίας εκπορεύονται· η συγχρονία, η συντήρηση, το φύλο, η αποδοχή και η απόρριψη της διαφορετικότητας. Όπως επίσης το μυθιστόρημα δεν θέτει ως στρατηγικό σκοπό την πώληση εξωτικότητας, κάτι, εκ των προτέρων πιθανό, καθώς η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ανοίκειο περιβάλλον όπως αυτό της Νιγηρίας. Και ενταγμένο σε αυτό, το γλωσσικό κράμα της αγγλικής γλώσσας μπολιασμένης με διάφορα τοπικά δάνεια λειτουργεί περίφημα.
Σκέφτομαι, κλείνοντας, πόσο παράτολμη, αν και αναπόφευκτη, πράξη είναι η εκ των προτέρων σκιαγράφηση ενός λεπτομερούς ορίζοντα προσδοκιών, πόσο επίφοβο είναι να εξαντλήσει στην αυθαιρεσία της την ίδια την επιθυμία για ανάγνωση, να αποκλείσει, τελικά, τον αναγνώστη από ένα τέτοιο βιβλίο κάνοντάς τον να πιστεύει πως ξέρει από τα πριν τα πάντα. Όχι, δεν τα ξέρει.
υγ. Ο Βιβέκ μου θύμισε έντονα τον Έρικ από το Sex education. Μια σειρά, σαφέστατα εκτός των ορίων των ενδιαφερόντων μου, που τόσο πολύ μου άρεσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου