Αν επιχειρούσαμε να συντάξουμε μια λίστα με τα χαρακτηριστικά εκείνα μιας έκδοσης που τραβάνε το βλέμμα του αναγνώστη στο βιβλιοπωλείο, αναλογικό ή ψηφιακό, τότε ο τίτλος θα λάμβανε σίγουρα μια θέση υψηλή, παρέα με το εξώφυλλο, το όνομα του συγγραφέα, του μεταφραστή, αν υπάρχει, και του εκδοτικού οίκου. Θα γεννούσε ένα κράμα από ελπίδες και επιφυλάξεις, έναν βιαστικό προϋπολογισμό, ένα πρώτο σκαρίφημα του ορίζοντα προσδοκιών, με τον οποίο, αναπόφευκτα, εισέρχεται ο αναγνώστης σε κάθε επόμενο βιβλίο. Η τέχνη του τίτλου, που συχνά μειώνεται καθώς το επίθετο πιασάρικος τον συνοδεύει και η αναζήτηση πρωτοτυπίας τον βαραίνει, είναι μια τέχνη υποτιμημένη, όχι μόνο γιατί υπηρετεί από το μετερίζι της την εμπορική προώθηση, αλλά και γιατί αποδεικνύεται κατάλληλη ή όχι για το σύνολο του εκάστοτε βιβλίου. Συχνά, μάλιστα, προηγείται στη συγγραφική έμπνευση του ίδιου του βιβλίου, ενώ δεν λείπουν οι διαμάχες μεταξύ συγγραφέα, επιμελητή και εκδότη. Η μεταφορά των τίτλων στην ελληνική είναι μια άλλη κατηγορία, πολύπαθη, ειδικά στον κινηματογράφο.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο τίτλος λειτούργησε, τραβώντας την προσοχή μου από την πρώτη στιγμή, έτσι όπως συνδυάζει την πρωτοτυπία και την αίρεση μιας βεβαιότητας οικουμενικής. Αν, ωστόσο, δεν παρακολουθούσα την παρουσίαση του βιβλίου, στο πλαίσιο του τελευταίου φεστιβάλ ΛΕΑ, δεν είμαι σίγουρος αν το βιβλίο θα έβρισκε τόσο γρήγορα τη θέση του στη στοίβα με τα προσεχώς μου, και αυτό γιατί οι επιφυλάξεις περί κενού εντυπωσιασμού επικράτησαν στην ύψωση του ορίζοντα εκείνων που ανέμενα, παντελώς αυθαίρετα, από το μυθιστόρημα του άγνωστου σε μένα Πορτογάλου συγγραφέα, Αφόνσο Κρουζ. Οι παρουσιάσεις βιβλίων, στην πλειοψηφία τους βαρετές και ενοχλητικά υμνητικές, είναι ακόμα ένα συνοδευτικό της κυκλοφορίας ενός βιβλίου, παρέα με τις συνεντεύξεις, τα κείμενα παρουσίασης και τις λοιπές προωθητικές δράσεις του τμήματος μάρκετινγκ. Είναι αρκετοί οι ξένοι συγγραφείς που επισκέπτονται τη χώρα μας στο πλαίσιο της κυκλοφορίας τού βιβλίου τους στα ελληνικά, συχνά, χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση και ενώ έχουν μεσολαβήσει άλλα βιβλία. Πιστεύω πως ένας συγγραφέας δεν είναι απαραίτητο να είναι και επικοινωνιακά δεινός, παρότι, προφανώς, υπάρχουν εξαιρέσεις. Η παρουσία του Κρουζ, ήρεμη και ταπεινή, ήταν μια επιβεβαίωση της εξαίρεσης του κανόνα. Οι εισηγήσεις ήταν εν πολλοίς κατατοπιστικές, χωρίς να αποκαλύπτουν υπερβολικά πολλά για το περιεχόμενο. Κάπως έτσι βρέθηκα να διαβάζω το Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπύρα.
Αρχικά, ο τίτλος μου δημιούργησε επιφυλάξεις για δύο κυρίως λόγους. Πρώτα, μου έφερε στον νου τίτλους βιβλίων του Ζοζέ Σαραμάγκο, του οποίου η σκιά, μαζί με εκείνη του Φερνάντο Πεσσόα, αναπόφευκτα συσκοτίζει κάθε επόμενο Πορτογάλο συγγραφέα, εκτός ίσως του Αντούνες. Δεύτερον, τα κωμικά βιβλία, και κυρίως εκείνα που σατιρίζουν το όπιο των λαών, δεν είναι του γούστου μου, καθώς σπάνια μου φαίνονται έξυπνα και όχι εξυπνακίστηκα, ιδιαίτερα σε ένα θέμα για το οποίο έχει αναλωθεί αρκετή μελάνη. Ωστόσο, οι χαμηλές προσδοκίες συχνά αποδεικνύονται σωτήριες. Έτσι έγιναν τα πράγματα και ετούτη τη φορά.
Βρισκόμαστε στην πορτογαλική επαρχία, στο Αντελέζου, στον νότο της χώρας. Η γιαγιά της Ρόζα είναι ετοιμοθάνατη, έζησε μια ζωή πλούσια παρότι γεμάτη από στερήσεις, ανάμεσα στις οποίες και εκείνη των ταξιδιών σε άλλα μέρη. Τη στεναχωρεί το γεγονός πως ποτέ δεν αξιώθηκε να ταξιδέψει μέχρι τους Αγίους Τόπους, εκεί που ο Σωτήρας έζησε και σταυρώθηκε για χάρη μας. Η Ρόζα έχει μια ιδέα τρελή, να μεταμορφώσει το χωριό σε Ιερουσαλήμ. Στα σχέδια της βρίσκει αναπάντεχους συμμάχους, κυρίως έναν εκκεντρικό καθηγητή, που ανάμεσα στα βιβλία που έχει εκδώσει βρίσκεται και το Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπύρα, στηριζόμενος στο γεγονός πως τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν μαρτυρίες για την ύπαρξη αμπελώνων στην ευρύτερη περιοχή. Ένα ιδιόρρυθμο σύνολο ανθρώπων θα συνδράμει στην υλοποίηση της αστικής μεταμόρφωσης· μια πόρνη, μια πλούσια Αγγλίδα, ένας Νιγηριανός μάγος, ένας Ινδός γυμνοσοφιστής και αρκετοί από τους κατοίκους του Αντελέζου.
Το εύρημα γύρω από το οποίο περιστρέφεται η πλοκή του μυθιστορήματος θυμίζει την ταινία Goodbye Lenin!, που προβλήθηκε το 2003, εκεί όπου μια γιαγιά ξυπνάει από κώμα και ο εγγονός της κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μην καταλάβει πως ενδιάμεσα το τείχος έπεσε και ο καπιταλισμός καλπάζει στα ανατολικά της Ευρώπης. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται την ιδέα ο Κρουζ είναι τέτοιος που δεν αναλώνεται απλώς και μόνο στην ύπαρξη του κεντρικού ευρήματος, αλλά, προσθέτοντας αρκετή δουλειά και έμπνευση, επιτρέπει στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει σε διάφορα επίπεδα, πέρα από τα στενά, η αλήθεια είναι, όρια της σάτιρας. Το εύρημα του επιτρέπει να πειραματιστεί με τις συνθήκες που επικρατούν στην επαρχιακή Πορτογαλία, να αναδείξει τις ιδιαιτερότητες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, να γράψει ένα μυθιστόρημα καταστάσεων αλλά και χαρακτήρων, χρησιμοποιώντας με σύνεση τη στερεοτυπία και την καρικατούρα, αλλά και τα απαραίτητα μικροευρήματα για την προώθηση της πλοκής. Επίσης, η φοβία μου περί εξυπνακίστικης γραφής σύντομα συνετρίβη καθώς η αφηγηματική άνεση και η οξυδέρκεια του Κρουζ, επιτρέπουν στα συναισθήματα, όπως το γέλιο, να εξέλθουν αβίαστα.
Κάποτε πίστευα πως τα βιβλία του Τομ Ρόμπινς είναι αστεία. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πόσο λάθος έκανα σε εκείνη την πρώιμη ανάγνωση. Τα βιβλία του είναι απαισιόδοξα, βουτηγμένα τόσο βαθιά στην κατάθλιψη, εκεί που μόνο το χιούμορ θα μπορούσε να λειτουργήσει. Και το μυθιστόρημα του Κρουζ διαθέτει αυτό τον χαρακτήρα, είναι φτιαγμένο με παρόμοια υλικά, η θλίψη και η απογοήτευση είναι παρούσες κάτω από το κωμικό στρώμα χρώματος, η οξυδέρκεια είναι εκείνη που επιτρέπει στην παραπλάνηση να μεταμφιεστεί σε αιτία γέλιου και όχι βαθύ θυμού. Και υπό αυτό το πρίσμα ο τίτλος του βιβλίου αποδεικνύεται ιδιοφυής, καθώς πέρα από την πρωτοτυπία ή την επιχειρηματολογία σχετικά με την ιστορική αλήθεια, συνοψίζει, με ελάχιστες λέξεις και χωρίς να το φωνάζει, την προσκόλληση σε ζητήματα δευτερεύοντα και όχι στα σημαντικά, κινητοποιώντας τα αντανακλαστικά των φανατικών, φυτεύοντας ένα ακόμα δέντρο που κόβει τη θέα.
Η γραφή του Κρουζ διαθέτει γοητεία και σαφή επίγνωση των ορίων και των δυνατοτήτων της, δεν ευαγγελίζεται κορυφές που δεν μπορεί να πατήσει και έτσι ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τις συγγραφικές φιλοδοξίες και τις αναγνωστικές προσδοκίες. Το Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπύρα δεν είναι απλώς και μόνο ένα αστείο και πρωτότυπο, με τον τρόπο του, μυθιστόρημα, αφού υπερβαίνει τους ειδολογικούς περιορισμούς. Ο Κρουζ, μπορώ με σχετική σιγουριά να το ισχυριστώ, ανήκει στην κατηγορία εκείνη των δημιουργών που αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία όπως τα παιδιά το παιχνίδι.
Το εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή Νίκου Πρατσίνη, που θα το προτιμούσα τοποθετημένο μετά το τέλος του μυθιστορήματος, είναι ιδιαίτερα εμπνευσμένο, αναδεικνύοντας τη συχνά συγκυριακή συνθήκη συναπαντήματος με ένα βιβλίο, την κατάλληλη στιγμή των πραγμάτων.
Πολύ καλή παρουσίαση και ναι, συμφωνούμε: και το Goudbue Lenine θυμήθηκα και τον αγαπημένο Tom Robins μεταφράονταςτο βιβλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφή