Η αναγνωστική εμπειρία, ως δυναμική διεργασία σε παραλληλία με την αναλογική ζωή, εμπεριέχει συχνά εξωλογοτεχνικά χαρακτηριστικά που τη διαμορφώνουν και την καθορίζουν. Καλοκαίρι του '22 και ακόμα μια φορά η ζωή άλλαζε ριζικά και αναπάντεχα. Υποκείμενο της ρουτίνας και της γνώσης, δυσκολεύτηκα αρκετά. Η αναμονή της επερχόμενης αλλαγής είναι το πλέον δύσκολο σκέλος, βασίλειο στο οποίο η θεωρία, με το προσωπείο του τρόμου, ας μη γελιόμαστε μεταξύ μας, ασκεί μοναρχία. Ούτε που θυμάμαι πόσα βιβλία άφησα τελικά αδιάβαστα εκείνον τον Αύγουστο, ίσως πάνω από δέκα, βιβλία ταλαιπωρημένα από τη συνύπαρξη μέσα στη τσάντα θαλάσσης παρέα με αντηλιακά και τάπερ τροφής. Ο Σεπτέμβρης ήρθε και ελάχιστα κείμενα είχα για το παρόν ιστολόγιο, μέχρι και να το παρατήσω σκέφτηκα, σε τέτοιο τέλμα ένιωθα χωμένος. Η ομοιοπαθητική είναι η μόνη θεραπευτική διέξοδος για το αναγνωστικό μπλοκάρισμα. Έριξα μια ακόμα ζαριά, έπιασα στα χέρια μου Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, ενός Ιταλού, του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς, που αγνοούσα πλήρως.
Και η ζαριά ήταν καλή, παρότι έφυγε από τρεμάμενα και ανασφαλή χέρια προς μια επιφάνεια μάλλον ανώμαλη, η πείνα για αφήγηση επανήλθε, η ανάγνωση θα με συνόδευε και σε αυτή την στροφή που έδειχνε ανυπέρβλητα ανηφορική. Δεκάδες φορές έχω επαναλάβει πόσο συγκινητικό είναι ένας συγγραφέας που δεν σε ξέρει να βοηθάει την παρτίδα να σωθεί, κάτι που η φιλολογία αδυνατεί να διακρίνει και να θεωρητικοποιήσει. Ο Καλίγκαριτς απέκτησε μια εξέχουσα θέση στην αναγνωστική μου καρδιά, άγνωστος μεταξύ γνωστών που συνέβαλλαν στην απαραίτητη ορθοπεταλιά προς το νέο και άγνωστο μονοπάτι που ανοιγόταν εμπρός μου. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να υπεραμυνθώ περαιτέρω της επιλογής μου να διαβάσω σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του το επόμενο μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς, με την καθοριστική μεταφραστική φροντίδα της Δήμητρας Δότση. Ιδιωτικές άβυσσοι.
Διατρέχοντας την εργοβιογραφικό σημείωμα του, γεννημένου το 1947, συγγραφέα, παρατηρεί κανείς ένα μεγάλο χρονικό κενό ανάμεσα στο πρώτο του μυθιστόρημα (Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, 1973) και το επόμενο (Posta prioritaria, 2002). Επίσης, η κυκλοφορία του Ιδιωτικές άβυσσοι το 2011 αποδείχτηκε καθοριστική, τα προηγούμενα δύο βιβλία του επανακυκλοφόρησαν, ενώ ακόμα τέσσερα έγραψε έκτοτε, σε μια περίοδο ιδιαίτερα γόνιμη, ένας συγγραφέας που επανασυστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό της γείτονος χώρας, βρίσκοντας, παράλληλα, μεταφραστική διέξοδο προς άλλες αγορές, όπως συνέβη και στα καθ' ημάς, άλλωστε.
Λοιπόν. Ίσως τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία να πω γιατί ξαναθυμήθηκα τούτη την ιστορία. Ας πούμε πως όλα οφείλονται στο μακρύ, κουραστικό ταξίδι που έκανα με το αυτοκίνητο μέχρι την πρωτεύουσα για να πω το τελευταίο αντίο στον γερο-Σανταντρέα. Ξαπλωμένο, παρελθόντος ορίου ηλικίας γαρ, στο ξύλινο κοστούμι του. Στη σκιά των κυπαρισσιών. Ένα ταξίδι που στην περίπτωσή μου αποδείχτηκε εξουθενωτικό λόγω των διουρητικών που παίρνω για την τόνωση του αδύναμου καρδιακού μου μυ, προκειμένου να καθυστερήσω το αναπόδραστο τέλος. Διευκρίνηση όχι και τόσο ανώφελη, μιας και γι' αυτό ακριβώς έχω σκοπό να μιλήσω. Για τον σκοτεινό μυ που, όταν βρίσκεται σε λειτουργία, πάλλεται επίμονος μέσα στη θωρακική κοιλότητα των ανθρώπων μέχρι τον ύστατο, τελεσίδικο χτύπο του.
Ο νεκρός, ο γερο-Σανταντρέα, είχε ένα μπαρ στη Ρώμη, με το όνομα Ξανακερδισμένος Χρόνος (ένα κλείσιμο του ματιού στην προυστική αναζήτηση), σε μια γειτονιά που στα τέλη της δεκαετίας του '60 βρισκόταν σε αναβρασμό, χωρίς ακόμα να έχει παραδοθεί ηττημένη στην τουριστική επέλαση. Ο αφηγητής της ιστορίας αυτής περνούσε κάποια διαστήματα στην πρωτεύουσα και υπήρξε τακτικός θαμώνας του μικρόκοσμου που διαμορφώνεται από τις δύο πλευρές μιας μπάρας. Επαγγελματίας τζογαδόρος, όσο παράδοξος και αν μοιάζει το επαγγελματίας ως ζευγάρι του τζόγου, ζει τα τελευταία χρόνια σε μια παραθαλάσσια περιοχή που το καζίνο της, παρότι ερημώνει, παραμένει ανοιχτό όλο τον χρόνο, ακόμα και μετά το τέλος της τουριστικής σεζόν. Η επίσκεψη στη Ρώμη, με αφορμή τον θάνατο του Σανταντρέα, ενεργοποιεί τα θραύσματα της μνήμης, επαναφέρει εκείνο το καλοκαίρι στο βάθος του ορίζοντα. Κάπου διάβασα και συμφωνώ πως παρότι είναι δύσκολο να επιβεβαιώσουμε τον μηχανισμό με τον οποίο η μνήμη λειτουργεί, συγκρατώντας και απορρίπτοντας καρέ και λεπτομέρειες κατά ιδία βούληση, είμαστε μάλλον βέβαιοι πως ό,τι τελικά συγκρατεί διαθέτει κάποια εγγενή αξία.
Είναι η ιστορία ενός βιαστικού γάμου, που σύντομα αποδείχτηκε δυσλειτουργικός στον πυρήνα εκ του οποίου κάθε ερωτικός δεσμός τρέφεται και αυτός δεν είναι άλλος από τη σεξουαλική επικοινωνία και συνδιαλλαγή των δύο μερών. Εκείνος, γόνος βιομηχάνων, είχε λάβει περιθώριο μια δεκαετία σουλατσαρίσματος πριν γυρίσει στη Γένοβα για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, εκείνη, κόρη Ελβετού τραπεζίτη, ορφανή πια, με το τραύμα της μητρικής απώλειας ανοιχτό και σε αιμορραγία. Ο αφηγητής έγινε αυτόπτης μάρτυρας της ιστορίας αυτής, θυμίζοντας ως ένα βαθμό τον αφηγητή του Καρδιά τόσο άσπρη, και κυρίως εκείνο το καθοριστικό: δεν θέλησα να μάθω και όμως έμαθα. Η αξιοπιστία του αφηγητή δέχεται εξ αρχής καθοριστικά πλήγματα, η συμπλήρωση των κενών και η ολοκλήρωση της ιστορίας εν πολλοίς αφήνεται σε μαρτυρίες τρίτων, κυρίως του Σανταντρέα, και προσωπικά γεφυρώματα.
Ο Καλίγκαριτς, ήδη από Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, έδειξε πως διαθέτει μια γοητευτική πρόζα, ποιητική και στακάτη, με διαρκή χρήση δινών και επαναλαμβανόμενων φράσεων, ιδανική για ανάσυρση στιγμών από το νοσταλγικό βασίλειο της νεότητος. Γιατί, μπορεί σε αυτή την ιστορία να υπήρξε απλώς ένας τριτοτέταρτος κομπάρσος, ωστόσο υπήρξε ταυτόχρονα νέος, με όσα δεινά και θαύματα η νεότητα επιφέρει, και αυτό είναι κάτι που στιγμή δεν πρέπει να αμελούμε διαβάζοντας (και) αυτή την αφήγηση. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ικανοποιεί την ύπαρξη μιας συναισθηματικής απόστασης, η εγγύτητα του αφηγητή ωστόσο προσδίδει και το απαραίτητο συναίσθημα, έστω και στο περιθώριο, καύσιμο ικανό για να διανύσει τη διαδρομή μέχρι να επιστρέψει πίσω στο καζίνο της ανεμοδαρμένης ακτής.
Η κεντρική ιστορία φέρει μαζί της διάφορες διακλαδώσεις, άλλες μικρότερες ιδιωτικές αβύσσους, αλλά και την εποχή εκείνη στο σύνολό της, με τη συνυφασμένη νοσταλγία σε αντιδιαστολή με το παρόν της αφήγησης, τότε, ο Μάης υποσχέθηκε μια αλλαγή, η αθέτηση της οποίας άφησε πίσω της ποδοπατημένες ελπίδες για τη διόρθωση της αδικίας, όταν το κοινωνικό προνόμιο κατέστησε ουτοπικές και δονκιχωτικές τις κουβέντες και τη θεωρία για παραίτηση και παραχώρηση. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το μυθιστόρημα αυτό ως κεντρικό του θέμα έχει την εκ των υστέρων κριτική της αλλοτρίωσης και του κομφορμισμού, που σε παρόντα χρόνο θα ήταν μάλλον αδύνατο να εντοπιστεί από τα ίδια τα υποκείμενα, που στον δικό τους μικρόκοσμο πίστευαν πως επαναστατούν. Αλλά και η ιστορία μιας πόλης, κυρίως του κέντρου της, που, από ζωντανός και παλλόμενος καρδιακός μυς, μετουσιώθηκε σε τουριστικό αξιοθέατο.
Ο τρόπος με τον οποίο ένας τζογαδόρος μαθαίνει με τα χρόνια, σίγουρα αν θεωρείται επαγγελματίας, όπως στην περίπτωσή μας, να ελέγχει το συναίσθημά του, να μην φανερώνει τι φύλλο κρατάει, αποδεικνύεται μια συγγραφική επιλογή καθοριστικής σημασίας, μια διέξοδος αποφυγής μιας πτώσης στο γλυκερό ζουμί του παρελθόντος. Η αφηγηματική φωνή, συγγενής εκείνης του Αντονιόνι, είναι που καθιστά ξεχωριστό και απολαυστικό το μυθιστόρημα αυτό, παρότι η ιστορία που αφηγείται δεν διακρίνεται από πρωτοτυπία, διαρκή ευρήματα, κορυφώσεις και ανατροπές, χωρίς, την ίδια στιγμή, να μη διαθέτει τον χαρακτήρα επείγουσας ανάγκης να ειπωθεί, όπως οι πρώτες κιόλας γραμμές επισημαίνουν και ο αντιηρωικός αφηγητής, παρότι στον περίγυρο της κεντρικής ιστορίας, υπηρετεί με συνέπεια μέχρι τέλους.
Στυλιζαρισμένο μα όχι βαρυφορτωμένο, εγκεφαλικό μα όχι αποστειρωμένο, γοητευτικό μα όχι λιγωτικό, ισορροπημένα συναισθηματικό και διόλου διδακτικό, το μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς είναι πολύ ωραίο και ο αφηγητής του ικανός να διατηρηθεί στην αναγνωστική μνήμη, ταυτόχρονα συμπαθής και αντιπαθής, σίγουρα όχι ηρωικός· με αρκετούς τέτοιους έχει φορτωθεί η ανατομία των περασμένων δεκαετιών, άλλωστε.
υγ. Για το σωτήριο Τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη έγραφα αυτό, για το σοκ της ανάγνωσης του Καρδιά τόσο άσπρη αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου