Η επιλογή ενός βιβλίου, του επόμενου βιβλίου, και ακολούθως η διαδικασία της ανάγνωσής του έχει πλήθος από ρίζες ορατές ή μη σε υπόβαθρο γνωστό ή όχι. Οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, η ζωή τους, οι προσλαμβάνουσες, το γλωσσικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό περιβάλλον εντός και επί του οποίου διαμορφώνονται, η εν γένει ταυτότητα, το πώς αυτοπροσδιορίζονται και το πώς νιώθουν, αποτελούν μια άγνωστη, παρότι μοιρασμένη, γη. Παρεπόμενος, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται, οι ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα, τα κανάλια μέσω των οποίων ρέουν. Ένα μόνο παράδειγμα είναι η λογοτεχνία. Να μια από τις ρίζες της επιλογής του Όταν ήμασταν μικροί ως επόμενου βιβλίου.
Ο Όλιβερ Λοβρένσκι γεννήθηκε το 2003 στην Κροατία και μεγάλωσε στη Νορβηγία όπου και ζει. Το Όταν ήμασταν μικροί, σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, είναι το πρώτο του βιβλίο. Γνώρισε θερμή υποδοχή, αποτυπωμένη σε πωλήσεις και βραβεία.
χτες το βράδυ ξύπνησα γιατί πήρε ο μάρκο κι έκλαιγε κι έλεγε πέθανε, ίβορ, πέθανε, και δεν χρειαζόταν να ρωτήσω ποιος, γιατί ήξερα, έκλεισα απλώς το τηλέφωνο
Έτσι αρχίζει η αφήγηση αυτής της ιστορίας, με έναν θάνατο που φτάνει σαν μαντάτο στη μέση μιας νύχτας, ένας φόβος που πραγματώνεται. Σε αυτό το ελάχιστο δείγμα, ο αναγνώστης διακρίνει ήδη διάφορα γλωσσικά και αφηγηματικά χαρακτηριστικά όπως την απουσία κεφαλαίων γραμμάτων, τον κοφτό λόγο, την ένταση του βιώματος του αφηγητή, αργότερα θα εμφανιστεί το έντονο χαρακτηριστικό της καινούργιας γλώσσας, αποτέλεσμα συνύπαρξης πολλών διαφορετικών καναλιών επικοινωνίας, η ανάγκη να ονομαστεί το καινούριο και η Γλυνιαδάκη αντιμετώπισε αρκετά πετυχημένα τη στενωπό αυτή, την ώρα που τα λεξικά στέκουν άχρηστα στο σκονισμένο ράφι. Το χρονικό κουβάρι τυλίγεται για να ξετυλιχτεί ξανά, από την αρχή, όταν εκείνος ακόμα ζούσε, όταν όλοι τους ήταν μικρότεροι, όταν η περιπέτεια και η περιέργεια τάιζε την καθημερινότητά τους, όταν ο φόβος δεν κατοικούσε μέσα και γύρω τους.
Το νεύρο είναι διάχυτο, στακάτο και λακωνικό, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς ποιητικότητα, χωρίς απόπειρα καλλωπισμού και ωραιοποίησης, χωρίς διάθεση ηρωοποίησης ή θυματοποίησης, χωρίς απόπειρα χρήσης κοινωνιολογικών ή ανθρωπολογικών ή όποιων άλλων θεωρητικών εργαλείων, άχρηστων και ανεπαρκών στην καθημερινή ζωή. Ένας ρεαλισμός στεγνός, στον οποίο δύσκολα ανιχνεύονται ξεκάθαρες και διακριτές λογοτεχνικές επιρροές, μια έντονη προφορικότητα ή, αν προτιμάτε, μια αποτύπωση της εμπειρίας με περιορισμούς διαφόρων ειδών, περιορισμοί οι οποίοι περιγράφουν ως ένα βαθμό την πραγματικότητα του Ίβορ και των φίλων του, του συγγραφέα και της γενιάς του, όπως τουλάχιστον εμείς από απόσταση τη διακρίνουμε και την εξηγούμε, ικανοποιώντας την ανάγκη μας για θεωρία και κουτάκια.
Συμβαίνει σε βιβλία όπως αυτό, η ανάγνωση να πατάει σε δύο, τουλάχιστον, πλευρές, στην αναζήτηση της αλήθειας και της λογοτεχνικής αξίας. Και οι δυο αυτές πλευρές είναι εν πολλοίς και κύρια διαμορφωμένες από τους έχοντες το προνόμιο, την άνεση για τη θεωρητικοποίηση, ακόμα και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, για το κυνήγι πολιτικοκοινωνικής αλλά και λογοτεχνικής ερμηνείας. Γιατί, είναι προφανές αλλά συχνά λησμονείται, πως η τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της είναι η έκφραση μιας ανάγκης για δημιουργία, μια βαλβίδα εκτόνωσης, ένας δίαυλος επικοινωνίας. Επιστρέφουμε, λοιπόν, στις δύο πλευρές στις οποίες η ανάγνωση πατάει: είναι αυθεντικό το περιεχόμενο; είναι αυτό λογοτεχνία;
Και αν για τη μια πλευρά δεν μας πέφτει και τόσος λόγος, ή δεν θα έπρεπε να μας πέφτει λόγος για το πώς ο καθένας βιώνει και εκφράζει τα της ζωής του, ως προς τη λογοτεχνική αξία, κρυμμένοι πίσω από το αναφαίρετο δικαίωμά μας για ένα μου αρέσει ή δεν μου αρέσει, δημιουργείται ένας χώρος κριτικής, που εναντιώνεται, μεταξύ άλλων, στον δυναμικό και ανήσυχο χαρακτήρα της τέχνης εν γένει, στην ανάγκη ή υποχρέωση η λάβα να παγώσει πριν δοκιμάσουμε να τη μελετήσουμε και να την εντάξουμε ή όχι στο κυρίως σώμα του ηφαιστείου που ανά περιόδους εκρήγνυται. Όμως, ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να κάνουμε πως οι εκρήξεις αυτές δεν συμβαίνουν, πως η λάβα δεν κυλά στους δρόμους των πόλεων.
Τι νόημα θα είχε άραγε, παρά μόνο φιλολογικό, να σταθεί κανείς στην απουσία ή τη λάθος χρήση των κανόνων, αντικειμενικών ή υποκειμενικών, που σύμφωνα με τη θεωρία διέπουν ή θα έπρεπε να διέπουν τη λογοτεχνία. Όπως η πιστή και τυφλή τήρηση των κανόνων δεν παράγει αυτόματα λογοτεχνικό αποτέλεσμα, χιλιάδες τα παραδείγματα, έτσι και το αντίθετο δεν αποκλείει βιβλία όπως αυτό, ή δεν θα έπρεπε να το κάνει, όχι πριν ο χρόνος δώσει τις απαντήσεις του. Είναι, ωστόσο, υπαρκτή μια αναγνωστική προσέγγιση κατά την οποία ο αναγνώστης επιθυμεί την ασφάλεια του παλαιού, του γνωστού και του ασφαλούς, την απόσταση από το εδώ και το τώρα. Ο Λοβρένσκι δεν είναι γι' αυτούς. Ξεκάθαρα, όχι.
Δεν είναι απλό να απαντήσω στο ερώτημα μου άρεσε δεν μου άρεσε το βιβλίο αυτό. Και δεν είναι εύκολο γιατί από αυτό απουσιάζει η κάπως παγιωμένη άποψη περί απόλαυσης. Το βιβλίο αυτό δεν έχει τίποτα το απολαυστικό, δεν έχει ήρωες, δεν έχει έρωτες, δεν έχει ελπίδα, δεν έχει καλό τέλος, δεν έχει πλατφόρμα εκτόξευσης μακριά από την απομαγευμένη πραγματικότητα, έχει ζόφο, μισανθρωπία, απογοήτευση, ακόμα και φόβο για το εκεί έξω. Όχι μόνο λόγω του περιεχομένου, το μυθιστόρημα αυτό έχει διάφορα στοιχεία που ενοχλούν, κυρίως γιατί δεν δίνονται μεταμφιεσμένα με τον μανδύα μιας ιδιότυπης εξωτικότητας, αλλά με έναν τρόπο ευθύ και απότομο, έτσι είναι, έτσι είναι στα μάτια μου και άλλα μάτια δεν έχω, δεν απολογούμαι γι' αυτό, ώχου και δεν με νοιάζει η γνώμη σου.
Αποτελούμενο από μικρά κεφάλαια, το Όταν ήμασταν μικροί αφήνει μια πικρή γεύση στον ουρανίσκο, κυρίως γιατί αντίθετα με την ωραιοποιημένη, κυρίως κινηματογραφικά, συνθήκη πως ο κόσμος είναι γεμάτος από ευκαιρίες τις οποίες αρκεί κανείς να εκμεταλλευτεί, εδώ κυριαρχεί η μη ελπίδα και η μη πίστη.
Ούτε είναι εύκολο και ασφαλές να κρίνω την αλήθεια που φέρει η ιστορία αυτή, παρότι μοιάζει οργανικά ενταγμένη, μήτρα από την οποία η αφήγηση απορρέει, ακριβώς γιατί δεν ξέρω πώς πραγματικά είναι η ζωή κάποιου που ζει στο περιθώριο μιας κοινωνίας όπως η νορβηγική, που αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ανάμεσα στις χώρες της γης, για τους υψηλούς δείκτες, ποιοτικούς και ποσοτικούς, που τις αποδίδονται και τη φέρνουν στην κορυφή από λίστες και διαγράμματα. Και ο Ίβορ ουδόλως επιθυμεί να πείσει.
Βιβλία όπως αυτό αναδεικνύουν το κοινωνικοπολιτικό κενό που ολοένα και μεγαλώνει απέναντι στην πρόσληψη της τέχνης, στον τρόπο με τον οποίο κάθε καινούργια και από τα κάτω απόπειρα αυτομάτως οικειοποιείται από ένα δεδομένο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα, που την αγκαλιάζει με σκοπό να την αφομοιώσει και να την καταστήσει ακίνδυνη, να την εντάξει στην κυρίαρχη αφήγηση, να την πασπαλίσει ταυτόχρονα με μυθοπλαστική εξωτικότητα, αχ τι ωραία ιστορία, αλλά ταυτόχρονα και με τον σπόρο της αμφισβήτησης της όποιας αλήθειας φέρει, τι ευφάνταστη ιστορία, να την καταστήσει θέαμα, να την απολυμάνει, να θέσει τη φλόγα υπό απόλυτο έλεγχο.
Η απουσία του πολιτικού είναι εκείνη που περισσότερο απ' όλα ενέτεινε την πίκρα της ανάγνωσης αυτής, αλλά, τι άλλο από επίδειξη προνομίου είναι μια θέση όπως αυτή, να ζητά κανείς από παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στον βόθρο των λημμάτων μας να οραματιστούν έναν καλύτερο κόσμο και να παλέψουν επιπλέον γι' αυτό και όχι την επιβίωση με τους όρους που το παιχνίδι παίζεται.
Το Όταν ήμασταν παιδιά, παρότι στέκει εκτός του σώματος της λογοτεχνίας που αποζητώ και απολαμβάνω, είναι ένα σημαντικό βιβλίο γιατί ζόρισε και τελικά έτρεψε, ελπίζω, σε φυγή την απενοχοποίηση της εκ του ασφαλούς απόστασης απ' όσα περιγράφει, που πάγωσε αυτό το φρικτό συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού, που φώτισε την τάφρο που με χωρίζει από αυτή την πλευρά, που προπηλάκισε την όποια ενστικτώδη απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας, που άλλο δεν στόχευαν από ένα νοητό πατ πατ στην πλάτη του Ίβορ και της παρέας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου