Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες - Jon Bilbao

Οι καλαίσθητες εκδόσεις Carnívora, εξειδικευμένες στην ισπανόφωνη λογοτεχνία και κυρίως στην σκοτεινή της πλευρά, σύστησαν πρόσφατα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια ακόμα ενδιαφέρουσα λογοτεχνική φωνή, τον γεννημένο το 1972 Γιον Μπιλμπάο, μέσα από το μυθιστόρημα Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες.

Ο Γιοάνες, ικανοποιώντας το καπρίτσιο του πεθερού του, βρίσκεται στο Μεξικό με τη σύζυγο και την κόρη τους για τον γάμο του ηλικιωμένου ζωγράφου με μια νεαρή γυναίκα. Όλα κυλούσαν αναμενόμενα βαρετά και οικογενειακά, όταν η προειδοποίηση για έναν επικείμενο τυφώνα έθεσε σε συναγερμό τις τοπικές αρχές με τη σύσταση για καταφυγή στην ενδοχώρα να είναι ισχυρή. Ενώ ετοιμάζουν τα πράγματά τους, ο πεθερός του θα επιμείνει για μια επίσκεψη των δυο τους στο χαμάμ τού υπό εγκατάλειψη ξενοδοχείου. Αργότερα, έχοντας εκπληρώσει και αυτή την υποχρέωση, ο Γιοάνες θα κάνει μια βόλτα με το αυτοκίνητο και επιστρέφοντας στο δωμάτιο θα επιμείνει να παραμείνει για να διευθετήσει κάποιες αναπάντεχες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Οι υπόλοιποι αναχωρούν και εκείνος μένει μόνος στο άδειο πια ξενοδοχείο. Την επόμενη μέρα το πρωί θα ξεκινήσει για να τους συναντήσει. Η κυρίως πλοκή του μυθιστορήματος πυροδοτείται από μια σειρά απροόπτων στη διαδρομή αυτή.

Για την αναγνωστική πρόσληψη και την κατανόηση των συγγραφικών προθέσεων, έχει ενδιαφέρον η εξής θέση του Μπιλμπάο: «Μια ιστορία μου αρέσει όταν σε κάνει να νιώθεις σαν να έχεις πάει στην παραλία, το νερό σου φτάνει μέχρι τους αστραγάλους, να αισθάνεσαι ασφαλής και ξάφνου ν' ανοίγει μια τρύπα μπροστά σου και να βυθίζεσαι». Το Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες ακολουθεί αυτό ακριβώς το μονοπάτι. Μια ιστορία που αρχίζει κάπως χαλαρά και διαθέτει κάποια στοιχεία μάλλον κωμικά, γεμάτη καθώς είναι από γνώριμες οικογενειακές στιγμές αποπληξίας, εξελίσσεται σ' ένα θρίλερ επιβίωσης, εκεί όπου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έρχεται να αναλάβει πρωτεύοντα ρόλο, χωρίς τίποτα να προϊδεάζει για τα όσα θα ακολουθήσουν οδεύοντας προς τις απανωτές εκρήξεις στο φινάλε της αφήγησης. Η δίνη που θα δημιουργηθεί θα φέρει στην επιφάνεια συμβάντα, τραύματα και απωθημένα του παρελθόντος, λογαριασμούς που δεν ικανοποιήθηκαν ποτέ, αλλά καταχωνιάστηκαν βιαστικά και τσαπατσούλικα, καθώς η ζωή συνεχιζόταν, αποπροσανατολίζοντας και δημιουργώντας νέες προκλήσεις.

Η ανάγνωση επιβεβαιώνει, έστω και υποκειμενικά, αν όχι αυθαίρετα, την πεποίθηση πως ο συγγραφέας ικανοποίησε τις αρχικές του επιδιώξεις, πως η ιστορία, ή καλύτερα ο τρόπος που ο Μπιλμπάο επέλεξε να αφηγηθεί την ιστορία αυτή ήταν ο ενδεδειγμένος. Έτσι, η εξέλιξη της πλοκής, παρά τον παράλογο χαρακτήρα της, δεν ξενίζει τον αναγνώστη, που καθηλωμένος αφήνεται στα χέρια του παντογνώστη αφηγητή να τον οδηγήσει προς τις τελευταίες σελίδες. Ο συγγραφέας πετυχαίνει να ξεπεράσει δύο επικίνδυνους σκοπέλους: πρώτα, εκείνο των ευρημάτων και των ανατροπών, καθιστώντας τα λειτουργικά και απαραίτητα για την αφήγηση εργαλεία, και ακολούθως, εκείνο της ευκολίας στο γύρισμα των σελίδων, μετατρέποντάς το σε πλεονέκτημα, χωρίς να προβαίνει σε λογοτεχνικές εκπτώσεις. Ο Μπιλμπάο διατηρεί μέχρι τέλους τον πλήρη έλεγχο, χτίζει με υπομονή την κορύφωση, ποντάρει επιτυχώς μεγάλο μέρος της προσπάθειάς του στην καλλιέργεια της ολοένα και πιο ασφυκτικής συνθήκης, οδηγεί αργά και βασανιστικά τον Γιοάνες, αλλά και τον αναγνώστη, στην τρύπα που ανοίγεται μπροστά του.

Η απόσταση που διατηρεί ο παντογνώστης αφηγητής είναι τέτοια που του επιτρέπει την αποστασιοποίηση, την αποφυγή της κρίσης, της ηθικολογίας και του διδακτισμού, απαλλάσσοντας την ιστορία από περιττά βάρη και ευκολίες, υπηρετώντας με συνέπεια τον ρόλο του, επιτρέποντας στον αναγνώστη να έχει απρόσκοπτη θέα στην απανθρωποίηση των προσώπων. Η αβίαστη ύπαρξη, μοιάζει να ισχυρίζεται ο Μπιλμπάο, δεν αποτελεί το κατάλληλο έδαφος για την αποκάλυψη των καλά κρυμμένων πίσω από τις κοινωνικές συμβάσεις ζοφερών συστατικών που διαχωρίζουν τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, ένα αναπάντεχο συμβάν είναι ωστόσο αρκετό για τον πλήρη εκτροχιασμό.

Αν και η επιρροή του Σιμενόν, για τον τρόπο με τον οποίο οι ήρωές του, που μάλλον τίποτα το ηρωικό δεν διαθέτουν, εγκλωβίζονται και αυτό τους οδηγεί στα πιο σκοτεινά κομμάτια του εαυτού τους, μέρη τα οποία ακόμα και οι ίδιοι αγνοούσαν την ύπαρξή τους, είναι ορατή, ήταν τελικά το Τέκνο του θεού του Κόρμακ ΜακΚάρθυ εκείνο που μου ήρθε στον νου διαβάζοντας αυτό το καλό μυθιστόρημα.

υγ. Για το Τέκνο του θεού περισσότερα θα βρείτε εδώ.
υγ.2 Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών.
 
Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου