«Καθήστε τώρα να σας πω μια άλλη περιπέτειά μου, και να μη με λένε Γκόμπροβιτς, αν δεν είναι η πιο σημαδιακή απ’ όσες έχω ζήσει στη ζωή μου»
1943, η Πολωνία είναι υπό πλήρη γερμανική κατοχή. Οι φίλοι του Βίτολντ πασχίζουν να συνεχίσουν τον μποέμικο τρόπο ζωής, επιδεικνύοντας αδιαφορία για τις εξωτερικές συνθήκες. Κάθε Τρίτη μαζεύονται σε ένα μικρό διαμέρισμα και σε κατάσταση μέθης – για την οποία το αλκοόλ δε φέρει πάντα την αποκλειστική ευθύνη – γυροφέρνουν συνεχώς τα ίδια θέματα· θεός, τέχνη, λαός, προλεταριάτο. Η αιώνια συζήτηση γύρω από την αλλαγή.
Την ίδια ώρα που η κατάσταση στην πρωτεύουσα είναι σχεδόν ασφυκτική, στην επαρχία η ζωή συνεχίζεται σε ρυθμούς σχεδόν φυσιολογικούς. Παρέα με τον άγνωστο και μυστηριώδη Φρεντερίκ, θα αποδεχτούν την πρόσκληση να περάσουν μερικές μέρες στην έπαυλη του Ιππό, φίλου του Βίτολντ, σπρωγμένοι από την περιέργεια της ανακάλυψης του άγνωστου.
Τα επαρχιακά ήθη, η βαρύτητα της θρησκείας στην καθημερινότητα και η νιότη – κυρίως αυτή – θα αποτελέσουν πρόκληση για το δίδυμο. Και ενώ ο Βίτολντ θα αρκεστεί στο ρόλο του παρατηρητή, ο Φρεντερίκ δε θα διστάσει στιγμή να διαφθείρει και να προκαλέσει. Η κόρη του Ιππό, λογοδοσμένη με το γιο ενός μεγαλοκτηματία μα – υποσυνείδητα – ερωτευμένη με έναν νεαρότερό της, θα βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των δύο πρωτευουσιάνων. Ο Φρεντερίκ στο ρόλο ενός σκηνοθέτη – δημιουργού δίνει συνεχώς σκηνικές εντολές στους ηθοποιούς – μαριονέτες και είναι τέτοια η επιρροή του σε αυτούς ώστε εκείνοι του εμπιστεύονται τυφλά τις ζωές τους αδυνατώντας να προβάλλουν την παραμικρή αντίσταση. Ο ερεθισμός, η προδοσία, η απάτη, η υπόσχεση. Στην ατελή νιότη, εκεί κρύβεται κάθε ελπίδα για τη νέα ομορφιά, τη νέα ποίηση. Ο ποιητής δεν αρκείται όμως στην αναζήτηση, φλέγεται από την επιθυμία να στολίσει, να δώσει μορφή στο ατελές, μα πολλά υποσχόμενο, υλικό του.
Με διάχυτα τα επαρχιακά στερεότυπα, το μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φολκλορικό ταυτόχρονα όμως και ποιητικό, εξαιτίας της διαρκούς παρουσίας του υπαινιγμού αλλά και του τρόπου με τον οποίο ο Γκόμπροβιτς χειρίζεται τη γλώσσα. Η αίσθηση της φάρσας, η μεταφυσική χροιά και η λατρεία του συγγραφέα για το ατελές αποτελούν βασικούς άξονες για την προσέγγιση του μυθιστορήματος. Και η Ιστορία, δε θα μπορούσε να απουσιάζει η Ιστορία σε μια περίοδο τόσο ταραγμένη για την Πολωνία αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Στην ηρεμία της πολωνικής επαρχίας οι φήμες για το αντάρτικο δίνουν και παίρνουν, πλήγματα σημαντικά στον κατακτητή μαρτυρούνται, η ελπίδα συντηρείται, ο αγώνας συνεχίζεται.
Δε θα διστάσω να εμπιστευτώ το ένστικτό μου· στην Πορνογραφία υπάρχουν επιρροές από το μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ, ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα. Υποψία που επιβεβαιώνεται στη σκηνή που ο Φρεντερίκ με τον Βίτολντ παρευρίσκονται στην εκκλησία για την κυριακάτικη λειτουργία.
Η έκδοση του Ηριδανού συνοδεύεται από ένα ιδιαιτέρως κατατοπιστικό και πλήρες επίμετρο, με κείμενα του ίδιου του συγγραφέα (αν και θα χρειαστεί να επαναλάβω την άποψή μου πως τα συνοδευτικά κείμενα κάθε έκδοσης θα έπρεπε να βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου και όχι στην αρχή αυτού...). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του στον Μπόρχες (ο Γκόμπροβιτς έζησε πολλά χρόνια εξόριστος στην Αργεντινή): «Εγώ και ο Μπόρχες είμαστε δύο αντίθετα πράγματα, εκείνος είναι ριζωμένος στη λογοτεχνία ενώ εγώ είμαι στην πραγματικότητα αντιφιλολογικός.» Είναι νομίζω αυτή η επιφανειακή άρνηση του φιλολογικού που καθιστά τόσο ιδιαίτερο τον τρόπο γραφής του Πολωνού συγγραφέα και δίνει την αίσθηση του άναρχου αποτελέσματος που όμως γρήγορα υποχωρεί καθώς τα νήματα της ιστορίας κάνουν την εμφάνισή τους και η διονυσιακή πλευρά του αναγνώστη ξυπνά, σελίδα τη σελίδα, από το λήθαργό της.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)
Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης
Εκδόσεις Ηριδανός
Απ' ότι βλέπω τέλειωσε η επανάσταση και επέστρεψες στο μεροκάματο. Γεμίσαμε υποκριτές και ρουφιάνους.
ΑπάντησηΔιαγραφήυγ έκανες "χιτς" με την επαναστατική ανάρτηση;
Ρε Ανώνυμε, πόσο κολλημένος είσαι;
ΑπάντησηΔιαγραφή