Ο Κουμπάκιας διέπραξε το τελευταίο του έγκλημα εννιά μήνες μετά το θάνατό του. Όσο ζούσε και αλώνιζε στην Κολομβία, σκότωσε τριακόσιους είκοσι τέσσερις αγαθιάρηδες που είχαν την κακή τύχη ή την τόλμη να έρθουν αντιμέτωποι με την οργή, τις φιλοδοξίες ή τα όπλα που πάντα έκρυβε κάτω απ' τα ρούχα του αυτός ο λήσταρχος. Όπως κάθε καλός δολοφόνος, ο Κουμπάκιας συνέχισε να σκοτώνει ενόσω ήδη σάπιζε στο νεκροταφείο. Δεν χρειάστηκε να ξοδέψει ούτε μια σφαίρα παραπάνω, δεν χρειάστηκε να μαχαιρώσει το θύμα του ούτε να στρίψει τους καρπούς του καταδικασμένου προκειμένου να καταφέρει να τον κρεμάσει. Του 'φτασε η δική μου ταπεινή συμβολή. Ήμουν εγώ, ο μαλάκας απ' τα γεννοφάσκια μου, που έσκισα τις σάρκες της ετοιμόγεννης, προκαλώντας την αιμορραγία που πρόσθεσε άλλον έναν θάνατο στον κατάλογο των εγκλημάτων που είχε διαπράξει αυτός ο πρώην λοχίας του στρατού.
Ο αφηγητής, με το αίσθημα ενοχής για το χαμό της μητέρας του να τον βαραίνει απ' την πρώτη κιόλας ανάσα του, δυσκολεύεται να ξεφύγει από την παράλληλη πορεία με τη μοίρα της χώρας του, υπομένει τις δυσκολίες, μαγεύεται απ' τα προσωρινά χαμόγελα της τύχης, επιμένει να σχεδιάζει το μέλλον παρά τις ανατροπές, να ερωτεύεται, να εμπιστεύεται, να ελπίζει, να εφησυχάζει, ταυτόχρονα όμως, και σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον του, απογοητεύεται, λιποτακτεί, απιστεί, αδιαφορεί. Και η ζωή προχωρά.
Ο πατέρας του αφηγητή είχε μια μάντρα με υλικά οικοδομών, το όνομα αυτής: Μέλλον. Όνομα τουλάχιστον αστείο σε μια χώρα όπως η Κολομβία, μια ματιά στο παρελθόν είναι αρκετή για να διακρίνει, και ο πλέον αδύναμος παρατηρητής, τον εφήμερο και εύπλαστο χαρακτήρα της κολομβιανής πραγματικότητας. Η επιχείρηση έκλεισε. Ο Άλβαρες θα αφιερώσει δέκα χρόνια έρευνας και συγγραφής στο μεγαλεπήβολο όραμά του, να αφηγηθεί την ταραχώδη και πολυσύνθετη ιστορία των τελευταίων τριάντα πέντε ετών της χώρας του. Και, σε μεγάλο βαθμό, θα δικαιωθεί.
Παρά το γεγονός της δεδομένης και αδιαμφισβήτητης ύπαρξης ενός κεντρικού ήρωα/αφηγητή, ο συγγραφέας παρεμβάλλει κεφάλαια σφήνες, πάντα σε πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο, ανθρώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με την ιστορία του κεντρικού αφηγητή. Αφηγηματικό εύρημα το οποίο λειτουργεί, δίνοντας τόσο μια αίσθηση πολυφωνίας και κοινής μοίρας, όσο και συνέχεια στις ιστορίες των ανθρώπων, ακόμα και μετά την αποχώρηση του κεντρικού ήρωα από τη ζωή τους. Είναι επίσης εντυπωσιακή, και παράσημο λαμπρό στο πέτο του συγγραφέα, η απουσία κοιλιάς σε ένα μυθιστόρημα πεντακοσίων εβδομήντα σελίδων το οποίο κυλάει δίχως όμως να κουράζει με την ευκολία του.
Η μουσική και ο έρωτας δημιουργούν την απαραίτητη αντίστιξη σε ένα σκηνικό όπου η βία δείχνει να κυριαρχεί των πάντων. Αυτή η σύμφυτη αντίθεση μοιάζει να είναι άλλωστε η σωτήρια ιδιαιτερότητα ενός ταλαιπωρημένου λαού, έρμαιο διεφθαρμένων πολιτικών και αδίστακτων μαφιόζων, χώρα στερεοτυπικά γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο για την κοκαΐνη και τον Εσκομπάρ.
Η σκιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέφτει, όπως είναι φυσικό και επόμενο, βαριά στις σελίδες του κάθε Κολομβιανού συγγραφέα, τόσο στο στάδιο της δημιουργίας, όσο και σε εκείνο της κριτικής· ας είμαστε όμως ψύχραιμοι και νηφάλιοι αποφεύγοντας αχρείαστες συγκρίσεις και παρομοιώσεις.
Αν και τα μεγάλα λαϊκά μυθιστορήματα δεν είναι του γούστου μου, εντούτοις οφείλω να παραδεχτώ πως το συγκεκριμένο με γοήτευσε και με ενέπλεξε στα γρανάζια του. Η γλώσσα, με την απλότητα και την προφορικότητα να την χαρακτηρίζουν, δεν στέκει άνευρη και επιτηδευμένη, μα αντίθετα αποπνέει μια αυθεντικότητα και συμβάλλει στη δημιουργία της επιθυμητής, από μεριάς συγγραφέα, ατμόσφαιρας.
υ.γ Ίσως να μην είχα τολμήσει ποτέ το αναγνωστικό ετούτο βήμα, αν δεν είχε προηγηθεί ένας άλλος Κολομβιανός συγγραφέας, ο Βάσκες, και το υπέροχο μυθιστόρημά του, Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου