Πρώτα είπα: ένα διήγημα μόνο. Το πρώτο της συλλογής Όλες οι φωτιές η φωτιά, με τίτλο Νότιος αυτοκινητόδρομος. Ήταν άλλωστε εκείνο που καθαρότερα απ'όλα θυμόμουν, έτσι πίστευα τουλάχιστον. Το αίσθημα απογοήτευσης του ήρωα, καθώς η κυκλοφορία αποκαθίσταται και η μικροκοινωνία που γεννήθηκε ανάμεσα στα ακινητοποιημένα αμάξια διαλύεται, μαζί με τις προσδοκίες για το κοντινό μέλλον πίσω στο Παρίσι, ενώ οι αρετές και οι δεξιότητες που αναδύθηκαν, λόγω των συνθηκών, στέκουν πια αμήχανες.
Ύστερα είπα: όλη τη συλλογή. Ακόμα μια φορά. Διάσπαρτες αναμνήσεις σε κάθε διήγημα, η ανασύσταση της μνήμης υπό το φως της πυροδότησης που μια λέξη απροσδόκητα προκαλεί. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο λόγος που προκαθόριζα το εύρος της επιστροφής στα διηγήματα του Κορτάσαρ, όμως η προκλητική ιδέα μιας ανέμελης εκδρομής στο λαβύρινθο του έργου του συναντούσε αναχώματα και περιορισμούς· μόνο αυτό, μόνο εκείνο. Ευτυχώς είμαι ένας αδύναμος άνθρωπος που παρασύρεται εύκολα. Τώρα το βλέπω έτσι, εκ των υστέρων, πάντα εκ των υστέρων.
Ακολούθησε το Οκτάεδρο. Ήταν εξαρχής το κυρίως μέρος της αναγνωστικής αυτής επιστροφής, και ας το συνειδητοποίησα στην πορεία. Θα ήθελα να πω πως η επιλογή να ξεκινήσω από το Όλες οι φωτιές η φωτιά ήταν συνειδητή. Θα ήταν ψέμα. Αγία Τυχαιότητα. Εκεί όμως ήθελα να φτάσω, και ας μην το ήξερα, παρά μόνο τη στιγμή εκείνη. Εδώ βρίσκονται τα καλύτερα διηγήματα του Κορτάσαρ που έχω διαβάσει. Σε δύο θα σταθώ· Στο Καλοκαίρι, για το άβολο συναίσθημα τρόμου που δημιουργεί σχεδόν από το τίποτα, από μια χαραγματιά στη ρουτίνα. Και στο Χειρόγραφο που βρέθηκε σε μια τσέπη, το οποίο -η τυχαιότητα που λέγαμε- διάβασα σε ένα σταθμό του μετρό, αφήνοντας αρκετούς συρμούς να περάσουν, πριν επιβιβαστώ σε έναν και φλερτάρω με την ιδέα να ορίσω κι εγώ τους κανόνες ενός παιχνιδιού παρακολούθησης και πιθανών διαδρομών, απόπειρα πρόγνωσης του μέλλοντος και εντοπισμού της ευτυχίας, δίχως όμως να εγκαταλείψω την ηθική προσκόληση στους κανόνες που ο ίδιος θα έθετα. Τελικώς δεν το έκανα.
Ύστερα, οι Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα, συλλογή που προανήγγειλε το Κουτσό. Αντιγράφω:
Το καθήκον να μαλακώνουμε το τούβλο κάθε μέρα, το καθήκον ν' ανοίγουμε δρόμο μέσα στη γλοιώδη μάζα που αποκαλείται κόσμος, να σκοντάφτουμε κάθε πρωί στο παραλληλεπίπεδο με το απωθητικό όνομα, έχοντας τη σκυλίσια ικανοποίηση ότι όλα είναι στη θέση τους, η ίδια γυναίκα πλάι μας, τα ίδια παπούτσια, η ίδια γεύση της ίδιας οδοντόπαστας, η ίδια θλίψη στα απέναντι σπίτια και στο βρώμικο παμπάλαιο αέτωμα των παράθυρων με την ταμπέλα "Ξενοδοχείο το Βέλγιον".Αυτή η γαμημένη συνήθεια.
Τώρα αντιστέκομαι στην ιδέα να επιστρέψω στο Κουτσό, κι όμως επιδεικτικά έχω αφήσει το αντίτυπο δίπλα στην πόρτα, τελευταία εικόνα όταν φεύγω, πρώτη όταν επιστρέφω σπίτι.
υ.γ Σκεφτόμουν -ανάμεσα σε άλλα- αυτή τη βαρετή διαμάχη -τοποθετήστε κατά βούληση αποσιωποιητικά- ανάμεσα στη μικρή και τη μεγάλη φόρμα, επιχειρήματα υπέρ και κατά, φανατικοί και απόλυτοι. Ορίστε, σκεφτόμουν, διαβάστε Κορτάσαρ, τα διηγήματα, τις νουβέλες και τα μυθιστορήματα. Προσοχή, όμως, μην ξεχάσετε την ποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου