Οι σκιέρ είχαν φύγει και ο ήλιος, που μόλις είχε κρυφτεί πίσω από τις βραχώδεις, γκρίζες κορφές που πάνω τους μπλέκονταν τα σύννεφα, έβαφε ρόδινο το χιόνι. Το φεγγάρι περίμενε το σκοτάδι για να φωτίσει την κοιλάδα μέχρι το επόμενο ξημέρωμα.
Οι εγκαταστάσεις των αναβατήρων είχαν σταματήσει να δουλεύουν και τα ενοικιαζόμενα σαλέ ήταν σκοτεινά. Ακουγόταν μόνο ο θόρυβος που έκαναν τα ερπυστριοφόρα μηχανήματα, καθώς πήγαιναν πάνω κάτω και ίσιωναν τις πίστες στα σημεία που είχαν σκαφτεί ανάμεσα στα δέντρα του δάσους και στα βράχια στην πλαγιά του βουνού.
Την επόμενη άρχιζε το Σαββατοκύριακο και το χιονοδρομικό κέντρο του Σαμπολύκ θα γέμιζε τουρίστες έτοιμους να κατατροπώσουν το χιόνι με τα πέδιλα. Ήταν κοπιαστική δουλειά.Δουλειά κοπιαστική και μοναχική ο χειρισμός του ερπυστριοφόρου μηχανήματος, χαρακτηριζόμενη από μια σκοτεινή μονοτονία, αδύνατο να υπαχθεί στη συνήθεια, ακόμα και από κάποιον που έχει γεννηθεί και έχει ζήσει όλη του τη ζωή στη Βαλ ντ' Αόστα. Όταν ο Αμέντεο Γκουνέλι παρέσυρε τον όγκο που ξαφνικά εμφανίστηκε στον δρόμο του, πίστεψε πως επρόκειτο για κάποιο ζώο· έκανε λάθος. Ήταν ένα διαμελισμένο ανθρώπινο σώμα, ό,τι είχε απομείνει πια. Ήταν η στιγμή να ειδοποιηθεί ο Ρόκκο Σκιαβόνε, υποδιοικητής της ιταλικής αστυνομίας, προσφάτως -και δυσμενώς- μετατεθειμένος από τη Ρώμη στη δυσπρόσιτη και βουκολική Βάλ ντ' Αόστα, ήταν η στιγμή να αναλάβει την πρώτη ουσιαστική υπόθεση επί των ημερών του.
Το μοτίβο που ακολουθεί κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα είναι λίγο-πολύ γνωστό και αναμενόμενο, ένα έγκλημα και η εξυχνίασή του από έναν -τελικώς- ικανό αστυνομικό, ο οποίος με επιμονή και ρίσκο καταφέρνει να εκμεταλευτεί και το ελάχιστο ακόμα διαθέσιμο στοιχείο. Εκεί βρίσκεται το πρώτο στοίχημα για τον κάθε συγγραφέα: μια σφιχτοδεμένη πλοκή, ένας έντονος κεντρικός χαρακτήρας, που να προκαλεί αντικρουόμενα συναισθήματα στον αναγνώστη, και, τέλος, μια πειστική και μη προβλέψιμη, όσο αυτό είναι δυνατό, λύση. Στην πρόκληση αυτή ο Μαντσίνι παίρνει δύο στα τρία, και αυτό γιατί η Μαύρη Πίστα είναι ένα αρκετά χαλαρό ως προς τη δομή μυθιστόρημα. Και είναι, άλλωστε, αυτός ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφές "εμπλουτίζει" την κεντρική του ιστορία με άλλες παράλληλες και μικρότερες σε έκταση, γεγονός που δεν θα ήταν απαραίτητα αρνητικό αν η ένταξη αυτών των συμβάντων λειτουργούσε αρμονικότερα με το κυρίως σώμα της ιστορίας. Ως προς τη διελεύκανση του μυστηρίου, τα καταφέρνει σε ικανοποιητικό βαθμό, προσφέροντας τις καλοδεχούμενες ανατροπές και μια άκρως αληθοφανή τελική λύση.
Εκείνα όμως τα στοιχεία, για τα οποία ξεχωρίζει η Μαύρη Πίστα, είναι ο υποδιοικητής και το μέρος στο οποίο λαμβάνει χώρα η πλοκή. Στοιχεία που λειτουργούν ανεξάρτητα, μα τελικώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο Ρόκκο Σκιαβόνε, έχοντας ζήσει μια ζωή στη Ρώμη, λαμβάνει δυσμενή μετάθεση στη Βαλ ντ' Αόστα. Ο πρωτευουσιάνος που καταφτάνει στην εξοχή, με τα ιδιαίτερα ακραία καιρικά φαινόμενα, κι αρνούμενος να προσαρμοστεί στις τοπικές συνήθειες, επιμένει να φορά τα δερμάτινα παπούτσια του στο χιόνι επιμένοντας στον κώδικα του προσωπικού του στυλ που του απαγορεύει να προμηθευτεί τα χοντροπάπουτσα του χιονιού. Μαζί του καταφτάνει και η φήμη του, η φήμη κάθε δημόσιου λειτουργού της πρωτεύουσας, που συνίσταται σε ένα και μόνο χαρακτηριστικό: διαφθορά. Κανείς δεν το σχολιάζει μα όλοι υποθέτουν τις βρώμικες δουλειές στο παρασκήνιο, οι οποίες τον οδήγησαν μέχρι εκεί. Άλλωστε, η εξορία ενός ρωμαίου στην Βαλ ντ' Αόστα κάνει το μυθιστόρημα να απευθύνεται, πιθανότατα, περισσότερο στο ιταλικό παρά στο διεθνές κοινό. Ο Μαντσίνι χρησιμοποιεί την ιστορία του ως βάση για να αναφερθεί σε μια κοινωνία, που, παρά τα μεγάλα μεγέθη τουρισμού, παραμένει κλειστή και εσωστρεφής.
Επιστρέφοντας, λίγο πριν το τέλος, στον υποδιοικητή Σκιαβόνε, θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμα, που ίσως να ακουστεί κλισέ αλλά ισχύει: ποτέ μην κρίνεις κανέναν από την πρώτη εικόνα. Και ποια είναι η πρώτη εικόνα του Σκιαβόνε, μα φυσικά αυτή που ακολουθεί στερεοτυπικά τον κάθε Ιταλό άντρα, αυτάρεσκος, σεξομανής και με ροπή στη διαφθορά. Ο Μαντσίνι δίχως να στήσει αγιοποίηση, ήσυχα και ομαλά διορθώνει την εικόνα του ήρωά του, ασχέτως αν ποτέ δεν καταφέρνει να κερδίσει την απόλυτη συμπάθεια, πόσο μάλλον την ταύτιση, εντούτοις λίγες ενοχές στον αναγνώστη πάντα βοηθούν.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Φωτεινή Ζερβού
Εκδόσεις Πατάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου