Τον γεννημένο το 1905 Πάνο Καραβία καθόλου δεν τον γνώριζα πριν διαβάσω αυτή τη νουβέλα και εντυπωσιαστώ. Ήταν ο τίτλος που μου τράβηξε αρχικά την προσοχή, μακρύς, περιγραφικός και μυστηριώδης, έμοιαζε περισσότερο με μικροδιήγημα παρά με τίτλο νουβέλας, αλλά και το εξώφυλλο, ο πίνακας της Σελέστ Πολυχρονιάδη, ζωγράφου και συντρόφου του Καραβία, Γυναίκες εκτελεσθέντων από Γερμανούς. Τη νουβέλα ο συγγραφέας δεν την αφιερώνει στη Σελέστ, της τη χαρίζει, Της Σελέστ, έτσι σημειώνει. Και είναι αλήθεια πως η αφιέρωση δεν είναι παρά μια λεπτομέρεια, όμως τι άλλο είναι εν τέλει η λογοτεχνία παρά το άθροισμα όλων αυτών των λεπτομερειών;
Βιδωμένος πάνω στο σανιδένιο πόδι του, έφευγε στο στριφτό ανήφορο σέρνοντας στα χώματα και στις πέτρες ένα παμπάλαιο παλτό, σωστή γελοιογραφία. Νιώσατε ποτέ τη λαχτάρα να τρέξετε και να μην μπορείτε, γιατί το ένα πόδι σας είναι σανιδένιο; Κι αντίς για σκιά, τον ακολουθούσαν -τον κυνηγούσαν- ένα πλήθος σιγανές φωνές.
Ο ανώνυμος ήρωας της νουβέλας, με ένα πόδι σανιδένιο και ένα παλτό επιμηκυμένο με κουρέλια σκόπιμα ώστε να κρύβει το επίκτητο κουσούρι, τριγυρνάει στους δρόμους μιας ανώνυμης παραθαλάσσιας πολιτείας, προσπαθώντας μάταια να διατηρήσει έναν σταθερό και ευχάριστο ρυθμό βαδίσματος, στέκεται και παρατηρεί, γίνεται μάρτυρας του πόνου ενός ζευγαριού, αναθυμάται γεγονότα παλιά, βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του, που έχει μετατρέψει σε εργαστήριο κατασκευής ανδρεικέλων, παραδίνεται στη δύναμη της φαντασίας καθώς προσπαθεί να σταθεί όρθιος.
Ο τρόπος αφήγησης του Καραβία εντυπωσιάζει, ακόμα και εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη γραφή, με ευδιάκριτες και κατακτημένες επιρροές από την παγκόσμια λογοτεχνία της εποχής, χωρίς τις συνήθεις παθογένειες της εγχώριας γραμματείας. Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο από έναν παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος τέσσερις φορές μέσα στο κείμενο αναφέρεται στον ίδιο του τον εαυτό μέσα από το λάιτ μοτίφ "όπως στα όνειρά μου". Σε μία από τις τέσσερις φορές που συμβαίνει αυτό, τη δεύτερη κατά σειρά εμφάνισης, έχουμε μια παραλλαγή: "στα παιδικά μου όνειρα" (σελ. 26). Αφηγητής και ήρωας μοιράζονται τα ίδια όνειρα. Επίσης, η τριτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτεται και από ερωτήσεις άμεσης απεύθυνσης στον αναγνώστη, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 20: "Μα είδατε ποτέ άνθρωπο με μονοκόμματο ξύλινο πόδι, να το στηρίζει πάνω σε οποιονδήποτε βράχο;". Ο αναγνώστης καλείται από τον αφηγητή να πλησιάσει, να συναισθανθεί τη δυσμενή θέση του ήρωα, δεχόμενος όμως ταυτόχρονα πως μια τέτοια θέση δεν έχει αποκλειστικότητα στην κατοχή της.
Τίποτα
δεν προδίδει τον τόπο και τον χρόνο στη νουβέλα αυτή, άλλωστε η φρίκη
του πολέμου που επικρατεί έχει χαρακτήρα οικουμενικό, αναγνωρίσιμο σε
όλες τις γωνιές του πλανήτη, σε όλες τις εποχές. Και είναι αυτό κάτι που αξίζει να
επισημανθεί, η άρνηση του Καραβία να οριοθετήσει τη φρίκη, να περιορίσει
τον χώρο και τον χρόνο, να διαχωρίσει αμυνόμενους και επιτιθέμενους,
γνωρίζοντας πως οι ρόλοι αυτοί εύκολα και συχνά αλλάζουν, παραδίδοντας
εν τέλει μια νουβέλα πανανθρώπινη, μια αντιπολεμική κραυγή.
Ο αφηγηματικός χρόνος προσιδιάζει σ' ένα συνεχές τώρα καθώς ο ήρωας περπατά ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν και σε όσα συνέβησαν. Τα υπόλοιπα πρόσωπα της νουβέλας αλλάζουν διαρκώς ρόλους, όπως ο μυστήριος Αμπρόζιους Καπς, που πότε είναι γιατρός και πότε ευγενής, ή η αγαπημένη του ήρωα, που υποδύεται πότε τη μικρή του αδερφή και πότε τη μητέρα του, ή και οι στρατιώτες, που ξαφνικά σχηματίζουν ένα πλήθος σκιών που περπατά κρατώντας σταυρούς στα χέρια. Η γλώσσα συνεπαίρνει, γινόμενη εργαλείο στα χέρια του Καραβία σε μια νουβέλα στην οποία τίποτα δεν περισσεύει, και ο αναγνώστης απομένει να θαυμάζει την πύκνωση του λόγου και την ικανότητα στη σύνθεση εικόνων, καθώς η θλίψη ρέει φυσικά χωρίς να γίνεται επίκληση στο συναίσθημα. Ξεκινώντας να διαβάσω τη συγκεκριμένη νουβέλα είχα αρκετή περιέργεια αλλά καμία προσδοκία, τώρα, καθώς η ανάγνωση έχει τελειώσει, νιώθω να με κατακλύζει αυτό το υπέροχο αίσθημα που προκαλεί η επαφή με τη σπουδαία λογοτεχνία.
Η νουβέλα αυτή γράφτηκε κατά τη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής,
όμως, λίγο πριν εκδοθεί, η λογοκρισία απαίτησε κάποιες αλλαγές. Ο
Καραβίας αρνήθηκε και η νουβέλα δημοσιεύτηκε χρόνια αργότερα, το 1957,
στο περιοδικό Νέα Εστία, ενώ ως βιβλίο εκδόθηκε το 1977. Πάνω από
σαράντα χρόνια μετά κυκλοφορεί ξανά. Δύσκολα θα μπορούσα να σκεφτώ πιο
ταιριαστό όνομα για τη σειρά αυτή των εκδόσεων Σκαρίφημα από το ήδη
δοθέν, Ανασύροντας από τη λήθη.
Εκδόσεις Σκαρίφημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου