Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του είναι η ταινία του Απιτσατπόνγκ Ουερεσεθάκουλ -από εδώ και στο εξής θα αναφέρεται απλώς ως ο σκηνοθέτης, για ευνόητους λόγους- που όταν κυκλοφόρησε, δέκα χρόνια πριν, με έλκυε και με απωθούσε ταυτόχρονα, συναίσθημα όχι συχνό η αλήθεια είναι, και κάπως έτσι ο καιρός πέρασε και δεν είδα ποτέ αυτή την ταινία, που όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, δίχασε κοινό και κριτικούς, αν και περισσότερο το κοινό, καθώς η κριτική, ακολουθώντας την επιτροπή των Καννών, επαίνεσε κατά κύριο λόγο την ταινία του Ταϊλανδού σκηνοθέτη. Για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο τον τελευταίο καιρό ολοένα και πιο συχνά σκεφτόμουν την ταινία αυτή, αλλά εκείνη η παλιά αμφιθυμία μου δεν έλεγε να με αφήσει. Ώσπου είδα δυο τρεις υπερτιμημένες ταινίες στη σειρά και θύμωσα, που έβλεπα ταινίες για τις οποίες εξαρχής ήξερα πως είχαν δεδομένα όρια, ταινίες που δύσκολα θα έπαιρναν πάνω από επτά στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν και δύσκολα κάτω από πέντε, ταινίες μικρού ρίσκου και άρα μικρής απόδοσης. Έτσι, θυμωμένος καθώς ήμουν με την ατολμία μου, αποφάσισα να ρισκάρω περισσότερα, να κατεβάσω το κάτω πιθανό όριο στο ένα, σπρώχνοντας όμως και το αντίστοιχο πάνω στο δέκα. Κάπως έτσι είδα την ταινία αυτή.
Η υπόθεση της ταινίας συνοψίζεται επακριβώς στον τίτλο της. Ο θείος Μπούνμι, βαριά άρρωστος στο αγρόκτημά του στη ζούγκλα, δέχεται επισκέψεις από μέλη της οικογένειάς του, ανάμεσα στους οποίους και από τη νεκρή σύζυγό του και τον εξαφανισμένο γιο του. Υπόθεση απλή και κατά κάποιο τρόπο σχηματική, όχι σεναριακά, καθώς από την άποψη αυτή η ιστορία ολοκληρώνεται, αλλά από πλευράς συμβολισμών και μεταφορών, καθώς η ταινία διαθέτει και ιστορικοπολιτική διάσταση, με ευθείες αναφορές στην ταϊλανδέζικη πραγματικότητα. Πολιτικός και ποιητικός κινηματογράφος δηλαδή, στα πρότυπα σπουδαίων δημιουργών του σινεμά, όπως ο Αμπάς Κιαροστάμι για παράδειγμα.
Περισσότερο από άλλες ταινίες, εδώ, που η ανοικείωση του θεατή είναι υψηλότατη καθώς ελάχιστα πράγματα γνωρίζει τόσο για το τοπικό κινηματογραφικό γίγνεσθαι, όσο και για τη γενικότερη κουλτούρα, φαντάζει αναγκαία μια σύμβαση ανοχής και αποδοχής. Σύμβαση που δίνει την ευκαιρία να αντικρίσουμε κάτι μακρινό, και να μη βιαστούμε να το κρίνουμε με όρους από τη δική μας πραγματικότητα. Γιατί, αλλιώς, μάλλον δεν έχει και τόσο νόημα να περάσει κανείς δύο ώρες βλέποντας ταινίες όπως αυτή, με τέτοια πληθώρα που υπάρχει. Αυτό, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την a priori ανάδειξη της ταινίας σε αριστούργημα, αν και η εξωτικότητα πάντα κερδίζει πόντους στα φεστιβάλ.
Η μετενσάρκωση, ως πολιτισμικό και θρησκευτικό στοιχείο της ταϊλανδέζικης κουλτούρας, είναι ο βασικός άξονας περιστροφής της ταινίας, η μετάβαση από τη μια ζωή στην επόμενη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντιμετώπιση του κάθε έμβιου όντος και για τη γενικότερη στάση ζωής, αυτή η ανταμοιβή ή τιμωρία για την επόμενη ζωή. Η μετενσάρκωση, όμως, θα μπορούσε να έχει και ευρύτερες ερμηνείες, ιδωμένη υπό ένα πρίσμα διαφορετικό του θρησκευτικού. Βιολογικά μιλώντας, θα μπορούσε να αντιστοιχεί στην εξέλιξη των ειδών, ενώ και η ιστορική εξέλιξη τι άλλο αποτελεί πέρα από μια διαρκή μετάβαση από μια μορφή σε κάποια άλλη; Έτσι, λοιπόν, η μετενσάρκωση ως πίστη αποτελεί μέρος ενός κόσμου που χάνεται, μιας Ταϊλάνδης που δυτικοποιείται, που αφήνει πίσω της ένα παρελθόν με φαντάσματα και έντονη πίστη στο μεταφυσικό, για να ακολουθήσει τον υπόλοιπό κόσμο, την πρόοδο. Γι' αυτή την Ταϊλάνδη θέλει να μιλήσει ο σκηνοθέτης μέσω των αναμνήσεων του θείου Μπούνμι, για την Ταϊλάνδη του χτες, των αγροτών και της ζούγκλας και για τη μετάβαση της σε ένα μοντέλο αστικό, δυτικό.
Στο τέλος της προβολής κάτι μου έλειπε για να χαρακτηρίσω τη ταινία αριστούργημα, αν και σοκαρίστηκα με το πόσο γρήγορα πέρασε ο χρόνος παρακολουθώντας την. Κάτι μοιάζει να χάνεται στην απόσταση που με χωρίζει από τον εκεί κόσμο, στην πρόσληψη του σεναρίου, στην ενσυναίσθηση με τους ήρωες σε κάποιες σκηνές, ενσυναίσθηση απαραίτητη για να συγκινηθείς και όχι να γελάσεις με ένα σεναριακό εύρημα, υπερβολικά απλό, κινούμενο στην επικίνδυνη ζώνη του γελοίου, όπως η συνομιλία μιας πριγκίπισσας με ένα ψάρι. Αγάπησα τα παλαιομοδίτικα εφέ στο μοντάζ, τον παλιό τρόπο για να εμφανίσεις ένα φάντασμα στο πλάνο. Αναρωτιέμαι συχνά βλέποντας ταινίες όπως αυτή, σε τι ποσοστό οι ηθοποιοί είναι επαγγελματίες, είναι τόσο όμορφα παιδικό και αθώο το παίξιμό τους που κάνει ευδιάκριτη την υπερβολή στις καθ' ημάς ερμηνείες.
Αρκετά πλάνα φυσικής ομορφιάς, με μέσα απλά, ικανά να μαγέψουν και να μεταφέρουν τον θεατή σε εκείνα τα μέρη, μικραίνοντας έτσι την απόσταση. Δύο είναι οι ατάκες που μου έμειναν, πρώτη εκείνη της νεκρής συζύγου που λέει στον Μπούνμι πως ο παράδεισος είναι υπερτιμημένος, καθώς τίποτα δεν υπάρχει εκεί. Αλλά και η απορία της Τζεν για το τι γυρεύουν στην Ταϊλάνδη τόσοι εργάτες χωρίς χαρτιά από το Λάος, που έφτασαν ως εκεί κολυμπώντας οι περισσότεροι. Γιατί ακόμα και στην Ταϊλάνδη μπορεί να μοιάζει πιο ευοίωνο το μέλλον για έναν εργάτη από το Λάος.
Ίσως να ήταν για καλό που δεν είδα τότε αυτή την ταινία, πάντως σίγουρα θα αναζητήσω και τις προηγούμενες αυτού του γλωσσοδέτη τύπου από την Ταϊλάνδη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου